ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 353
18 Απριλίου, 2008
(Παραλήφθηκε στο Tμήμα Nομικών Eκδόσεων στις 26/5/2008)
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 71/2007)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο ο περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος του 1986 (Ν.174/86, όπως τροποποιήθηκε), αναφορικά με την υποχρεωτική χρήση ζώνης ασφαλείας από οδηγούς μηχανοκινήτων οχημάτων, παραβιάζει τα Άρθρα 7 και 9 του Συντάγματος και είναι, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικός.
Στην υπόθεση αυτή όπου το θέμα που είχε εγερθεί είναι η συνταγματικότητα του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν.174/86, όπως τροποποιήθηκε), αναφορικά με την υποχρέωση χρήσεως ζώνης ασφαλείας από οδηγούς μηχανοκινήτων οχημάτων, υποστηρίχθηκε πως ο Νόμος παραβιάζει κατ' αρχάς το Άρθρο 9 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ο εφεσείων υπέβαλε πως η υπόθεση Αντωνίου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 299 στην οποία κρίθηκε πως δεν μπορούσε να συσχετισθεί η υποχρέωση για πρόσδεση με ζώνη ασφαλείας προς το δικαίωμα για αξιοπρεπή διαβίωση, είναι λανθασμένη. Κάλεσε δε το Ανώτατο Δικαστήριο να παρεκκλίνει από την προαναφερθείσα απόφασή του.
Ο εφεσείων υποστήριξε επίσης ότι το Άρθρο 7 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα της ζωής, παραβιάζεται με την υποχρέωση πρόσδεσης με ζώνη ασφαλείας, αφού τέτοια υποχρέωση θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του οδηγού αντί να την προστατεύει. Ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, επεκτάθηκε σε νομολογία ακόμα και σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur σε συσχετισμό με την εν γένει δυνατότητα για προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνώμονα. Ως εμπειρογνώμονα στην προκείμενη περίπτωση εννοούσε τον εαυτό του. Όπως είπε, είναι Επικοινωνιολόγος με ειδικότητα στην ανάλυση στοιχείων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση θεμάτων τα οποία εγέρθηκαν για πρώτη φορά κατά το στάδιο της αγόρευσης του εφεσείοντος ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Οι λόγοι έφεσης που συναρτήθηκαν προς τη διαδικασία και τους χειρισμούς του Δικαστηρίου δεν ευσταθούν. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους που αφορούν στην ουσία των θεμάτων που συζητήθηκαν. Δεν έχει προταθεί οποιοσδήποτε λόγος για απόκλιση από την υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω) σε σχέση με το Άρθρο 9. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έλλειψη συσχετισμού της υποχρέωσης που επιβάλλει ο Νόμος με το δικαίωμα που προστατεύεται από το Άρθρο 9 και με το δικαίωμα ζωής που προστατεύεται από το Άρθρο 7 είναι ορθή. Ο συσχετισμός της υποχρέωσης για πρόσδεση με ζώνη ασφαλείας όπως την επιβάλλει ο Νόμος, μάλιστα με δυνατότητα κάποιων εξαιρέσεων, ανάλογα με ορισμένες ιδιαιτερότητες, προς το Άρθρο 7, με την εισήγηση πως παραβιάζει το δικαίωμα της ζωής, είναι αυθαίρετος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Αντωνίου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 299.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Φιλίππου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 2681/05), ημερομηνίας 26/2/07.
Ο Eφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Λ. Λάμπρου-Oυστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Ex tempore
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς πρόσδεση με ζώνη ασφαλείας και του επιβλήθηκε πρόστιμο £100. Τα γεγονότα σε σχέση με την οδήγηση δηλώθηκαν ως παραδεκτά και εκείνο που κατά τον εφεσείοντα θα έπρεπε να οδηγήσει στην αθώωσή του, ήταν η αντίληψή του σε σχέση με τη συνταγματικότητα του περί Οδικής Ασφαλείας Νόμου του 1986 (Ν. 174/86, όπως τροποποιήθηκε), που επέβαλε την υποχρέωση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις εισηγήσεις του εφεσείοντα σε σχέση με την αντισυνταγματικότητα του Νόμου και ενώπιόν μας ο εφεσείων, στο πλαίσιο τριών λόγων έφεσης, όπως τους κατέγραψε χειρογράφως στην Ειδοποίηση Έφεσης, συζήτησε τα Άρθρα 11, 9 και 7 του Συντάγματος. Ως προς το Άρθρο 11 που προστατεύει το δικαίωμα της ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας, συμφώνησε πως η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή. Επέμεινε, όμως, πως ο Νόμος παραβιάζει κατ' αρχάς το Άρθρο 9 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Σε σχέση με αυτό το θέμα υποστήριξε πως η υπόθεση Αντωνίου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 299 στην οποία κρίθηκε πως δεν μπορούσε να συσχετισθεί η υποχρέωση για πρόσδεση με ζώνη ασφαλείας προς το δικαίωμα για αξιοπρεπή διαβίωση, είναι λανθασμένη. Σ' αυτό το πλαίσιο επικαλέστηκε τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορούμε να παρεκκλίνουμε από προηγούμενη απόφασή μας. Θεωρεί ο εφεσείων ότι το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης θα πρέπει να προσεγγιστεί ως έχον ηθική και ψυχολογική διάσταση που εν προκειμένω πλήττεται από την υποχρέωση που έχει επιβληθεί από το Νόμο. Το τρίτο Άρθρο δεν είχε καλυφθεί από την υπόθεση Αντωνίου αφού δεν είχε προβληθεί εκεί τέτοιος ισχυρισμός. Πρόκειται για το Άρθρο 7 που προστατεύει το δικαίωμα της ζωής. Ο αιτητής θεωρεί ότι η υποχρέωση για πρόσδεση με ζώνη ασφαλείας θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του οδηγού αντί να την προστατεύει. Συναφώς παραπονείται με ξεχωριστό λόγο έφεσης για το γεγονός πως δεν του επετράπη να παρουσιάσει μαρτυρία για να στοιχειοθετήσει αυτό τον κίνδυνο. Ο εφεσείων επεκτάθηκε και σε γενικές αρχές και επικαλούμενος νομολογία αναφέρθηκε στην υποχρέωση της Βουλής των Αντιπροσώπων να στοιχειοθετεί η ίδια την ύπαρξη λόγου για περιορισμό δικαιώματος που προστατεύεται από το Σύνταγμα. Περαιτέρω επεκτάθηκε σε νομολογία ακόμα και σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur σε συσχετισμό με την εν γένει δυνατότητα για προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνώμονα. Ως εμπειρογνώμονα στην προκείμενη περίπτωση εννοούσε τον εαυτό του. Όπως είπε, είναι Επικοινωνιολόγος με ειδικότητα στην ανάλυση στοιχείων.
Η κα Ουστά υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.
Η διαδικασία άρχισε με την εισαγωγή παραδεκτών γεγονότων και δεν τέθηκε θέμα προσαγωγής μαρτυρίας από οποιαδήποτε πλευρά. Τα περί εμπειρογνώμονα εγέρθηκαν από τον ίδιο τον εφεσείοντα κατά το στάδιο της αγόρευσής του και, βεβαίως, ορθά το Δικαστήριο υπέδειξε πως δεν ήταν επιτρεπτή η παλινδρόμηση. Ο εφεσείων αναφέρθηκε ενώπιόν μας και σε δυνατότητα αναφοράς σε νομολογία και επιστημονικά συγγράμματα αλλά δεν μας φαίνεται πως ο χειρισμός του Δικαστηρίου αφήνει περιθώριο για επιχειρήματα τέτοιας μορφής. Ο εφεσείων είχε αναφερθεί σε στατιστικές οι οποίες όμως δεν είχαν κατατεθεί κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.
Οι λόγοι έφεσης που συναρτήθηκαν προς τη διαδικασία και τους χειρισμούς του Δικαστηρίου δεν ευσταθούν. Σύντομη μπορεί να είναι η απόφαση και σε σχέση με την ουσία των θεμάτων που συζήτησε ο εφεσείων. Κάθε άλλο παρά διακρίνουμε οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από την υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω) σε σχέση με το Άρθρο 9. Διαπιστώνουμε και εμείς την έλλειψη συσχετισμού της υποχρέωσης που επιβάλλει ο Νόμος με το δικαίωμα που προστατεύει αυτό το Άρθρο. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το δικαίωμα της ζωής που προστατεύει το Άρθρο 7. Θα σημειώναμε, μάλιστα, ότι στην υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω), γίνεται αναφορά στο σκοπό του Νόμου που ακριβώς αποβλέπει στην προστασία του οδηγού. Κάθε νόμος τεκμαίρεται πως είναι συνταγματικός και εναπόκειται σε εκείνο που υποστηρίζει το αντίθετο να πείσει γι' αυτό πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Κρίνουμε πως ο συσχετισμός της υποχρέωσης για πρόσδεση με ζώνη ασφάλειας όπως την επιβάλλει ο Νόμος, μάλιστα με δυνατότητα κάποιων εξαιρέσεων, ανάλογα με ορισμένες ιδιαιτερότητες, προς το Άρθρο 7, με την εισήγηση πως παραβιάζει το δικαίωμα της ζωής, είναι αυθαίρετος.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.