ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 197
14 Μαρτίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 25/2008)
_______________
Κατοχή παιδικής πορνογραφίας ― Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων ― Εισήγηση κατηγορουμένου για έλλειψη του στοιχείου γνώσης και πρόθεσης κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού ― Απόρριψη μαρτυρίας κατηγορουμένου ως αναξιόπιστης.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση κατοχής παιδικής πορνογραφίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων. Έφεση εναντίον ετυμηγορίας ενοχής του κατηγορουμένου με την προβολή εισήγησης ότι (α) κακώς έγινε δεκτή ως θεληματική η κατάθεση του κατηγορουμένου προς την αστυνομία και (β) δεν αποδείχθηκε η απαιτούμενη γνώση και πρόθεση κατοχής του πορνογραφικού υλικού παρά τη φυσική κατοχή του από τον κατηγορούμενο ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.
Η έφεση αυτή περιορίσθηκε τελικά εναντίον της καταδίκης του κατηγορουμένου στις κατηγορίες κατοχής παιδικής πορνογραφίας (δυνάμει του Ν.22 (ΙΙΙ)/2004), και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων (συνισταμένης στην κατοχή παιδικής πορνογραφίας, δυνάμει του Ν. 3(Ι)/2000). Με τους λόγους έφεσης προβλήθηκε η εισήγηση ότι κακώς έγινε δεκτή ως θεληματική η κατάθεση του εφεσείοντος προς την αστυνομία αφού αυτή εκμαιεύθηκε με υποσχέσεις και απειλές. Επίσης ότι, όσα ανέφερε στη μαρτυρία του ο κατηγορούμενος στο Δικαστήριο, δεν τεκμηρίωναν την απαιτούμενη γνώση και πρόθεση κατοχής του πορνογραφικού υλικού από τον ίδιο, παρόλο που είχε τη φυσική κατοχή του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μακρά δίκη εντός δίκης, διαπίστωσε ότι δεν υπήρξαν οι κατ' ισχυρισμόν απειλές και υποσχέσεις του κατηγορουμένου - εφεσείοντος σε σχέση με την κατάθεσή του στην αστυνομία. Επομένως η απόφαση του Δικαστηρίου να αποδεκτεί ως θεληματική την εν λόγω κατάθεση, είναι ορθή.
2. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος ως αναξιόπιστης (και δεν υπάρχει λόγος έφεσης κατά της αξιολόγησης αυτής), δεν υπάρχει πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο να μπορεί να στηρίζεται η εισήγηση για έλλειψη του στοιχείου της γνώσης και πρόθεσης κατοχής. Απεναντίας, τα αναφερόμενα στην κατάθεση του εφεσείοντος βεβαίωναν το μόνο λογικό συμπέρασμα το οποίο υπό τις περιστάσεις, και ανεξαρτήτως της κατάθεσης, μπορούσε να εξαχθεί από τη φυσική κατοχή του πορνογραφικού υλικού, ότι δηλαδή αυτή ήταν με πλήρη γνώση του εφεσείοντος κατά την ημερομηνία της ανεύρεσής του στην κατοχή του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 32109/06), ημερομηνίας 21/1/08 και 11/2/08.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Κατά τη διεξαγωγή έρευνας στην οικία του Εφεσείοντα στα πλαίσια εξέτασης υπόθεσης εναντίον του για παράνομη πρόσβαση και επέμβαση σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή του πρώην εργοδότη του, ελήφθησαν ως τεκμήρια ένας φορητός υπολογιστής και 30 ψηφιακοί δίσκοι και δισκέτες. Όταν αυτά εξετάσθησαν για σκοπούς της διερευνόμενης υπόθεσης, διαπιστώθηκε ότι στον ηλεκτρονικό υπολογιστή υπήρχαν 8 φωτογραφίες και σε ένα ψηφιακό δίσκο άλλες 29 (μερικές ήσαν κοινές) που περιείχαν παιδικό πορνογραφικό υλικό. Κατόπιν τούτου προσήφθησαν εναντίον του Εφεσείοντα κατηγορίες για κατοχή παιδικής πορνογραφίας (δυνάμει του Ν. 22(ΙΙΙ)/2004), σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων (συνιστάμενης στην κατοχή παιδικής πορνογραφίας, δυνάμει του Ν. 3(Ι)/2000) και κατοχή πορνογραφικού υλικού με σκοπό την εμπορία (δυνάμει του Ν. 3(Ι)/2000). Ο Εφεσείων δεν παρεδέχθη ενοχή και διεξήχθη ακρόαση η οποία οδήγησε στην αθώωση του (από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης) στις κατηγορίες που αφορούσαν την κατοχή με σκοπό την εμπορία, του στοιχείου της εμπορίας μη αποδειχθέντος, και στην καταδίκη του στις άλλες κατηγορίες. Του επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 μηνών στις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων (στις άλλες κατηγορίες της κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού δεν επεβλήθη ποινή αφού, όπως ορθά επεσήμανε το δικαστήριο, τη διαπιστωθείσα σεξουαλική εκμετάλλευση συνιστούσε η κατοχή).
Ο Εφεσείων εφεσίβαλε και την καταδίκη και την ποινή. Κατά την ακρόαση όμως, παρά το ότι αυτή ορίσθηκε το ενωρίτερο δυνατό την 11.3.2008, μας ελέχθη ότι η από 11.2.2008 επεβληθείσα ποινή είχε ήδη εκτιθεί και η έφεση κατά της ποινής απεσύρθη. Ως προς την έφεση κατά της καταδίκης, δύο ήσαν οι κατευθύνσεις των εισηγήσεων του ευπαιδεύτου συνηγόρου.
Κατά πρώτον, ότι κακώς έγινε δεκτή ως θεληματική η κατάθεση του Εφεσείοντα προς την αστυνομία. Για τη δεκτότητα της κατάθεσης διεξήχθη μακρά δίκη εντός δίκης και το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξαν απειλές και υποσχέσεις, όπως ισχυρίζετο ο Εφεσείων, ως προς τη λήψη της κατάθεσης. Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι το δικαστήριο, στα πλαίσια της απόφασής του για τη δεκτότητα της κατάθεσης, δεν έλαβε υπ' όψη και δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία δικηγόρου, εξαδέλφου του Εφεσείοντα, η οποία εδόθη από πλευράς του Εφεσείοντα και η οποία ήταν αντίθετη εκείνης του μάρτυρα αστυνομικού ο οποίος διερεύνησε την υπόθεση και έλαβε την κατάθεση. Ότι το δικαστήριο στην απόφαση του δεν «αξιολόγησε» τη μαρτυρία του δικηγόρου είναι γεγονός. Ουδόλως όμως επηρεάζεται ως εκ τούτου η ορθότητα της απόφασής του. Το δικαστήριο παραθέτει σε έκταση και με ακρίβεια τη μαρτυρία του δικηγόρου. Η μαρτυρία αυτή συνίστατο στο ότι, πριν από τη λήψη της κατάθεσης, ο αστυνομικός εξεταστής του πρότεινε να πείσει τον Εφεσείοντα να παραδεχθεί την αρχικά διερευνούμενη υπόθεση της παράνομης πρόσβασης και επέμβασης με αντάλλαγμα τη μη πρόσαψη κατηγοριών για το πορνογραφικό υλικό, πρόταση που τη μετέφερε στον Εφεσείοντα και αυτός την απέρριψε. Τον συμβούλευσε μάλιστα ο δικηγόρος να μην παραδεχθεί τις κατηγορίες που αφορούσαν το πορνογραφικό υλικό. Αυτή ήταν και η μαρτυρία του Εφεσείοντα, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι οι απειλές και οι υποσχέσεις συνεχίσθησαν και μετά από τα όσα αναφέρθησαν ανωτέρω, με κατάληξη να υπογράψει την κατάθεση φέροντας χειροπέδες και χωρίς αυτή να υπαγορευθεί από τον ίδιο. Στην απόφαση του το δικαστήριο αξιολογεί την εκδοχή του Εφεσείοντα, μέρος της οποίας βεβαίως ήταν και η συνηγορούσα μαρτυρία του δικηγόρου, και την απορρίπτει, μένοντας ικανοποιημένο από τη μαρτυρία της αστυνομίας ως προς τις συνθήκες λήψης της κατάθεσης και μάλιστα ότι δεν υπήρξαν απειλές και υποσχέσεις. Η μη ρητή αναφορά του στην ήδη παρατεθείσα μαρτυρία του δικηγόρου δεν είχε σημασία. Εξ άλλου, η όλη μαρτυρία του δικηγόρου όπως και η αντίστοιχη μαρτυρία του Εφεσείοντα επί του θέματος που αφορούσε η μαρτυρία του δικηγόρου κατέληγαν να είναι άνευ σημασίας ως προς τη θεληματικότητα - όπως και το δικαστήριο παρατήρησε, αν όντως είχαν ασκηθεί οι πιέσεις και δοθεί οι υποσχέσεις στις οποίες αναφέροντο, θα αναμένετο ο Εφεσείων να είχε προβεί σε παραδοχή στην υπόθεση που αφορούσε την παράνομη πρόσβαση και επέμβαση και όχι στην προκειμένη υπόθεση.
Η δεύτερη κατεύθυνση των εισηγήσεων του ευπαιδεύτου συνηγόρου έχει ως βάση τη μαρτυρία του Εφεσείοντα στο δικαστήριο. Στην κατάθεσή του ο Εφεσείων είχε πει ότι το ψηφιακό δίσκο του τον είχε δώσει το 1999 κάποιος πρώην συνάδελφός του, έχοντας τον αντιγράψει, κατ΄επιθυμία του Εφεσείοντα, από άλλο δίσκο τον οποίο εκείνος είχε στην κατοχή του. Τις δε φωτογραφίες στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του τις είχαν στείλει στο διαδίκτυο άγνωστοι του με τους οποίους συνομιλούσε εκεί και τις είχε μόνο για δική του χρήση. Στη μαρτυρία του ο Εφεσείων είπε ότι από το 1999 που εξασφάλισε τις φωτογραφίες δεν τις είχε ξαναδεί και ότι είχε από τότε ξεχάσει την ύπαρξη τους αφού ούτε τον τον ηλεκτρονικό υπολογιστή χρησιμοποίησε ούτε και τον ψηφιακό δίσκο είδε. Σε αυτή τη βάση, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο Εφεσείων, αν και είχε τη φυσική κατοχή, είχε και την απαιτούμενη γνώση και πρόθεση κατοχής του πορνογραφικού υλικού, και μάλιστα αφού η κατοχή άρχισε πριν από την έναρξη της ισχύος των νόμων.
Με όλο το σέβας όμως, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Κατ' αρχάς, το δικαστήριο δεν εδέχθη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, η οποία συναρτάτο και προς την πάγια εκδοχή του ότι η κατάθεσή του, στην οποία ουδέν ελέχθη για «ξεχασμένο» υλικό παρά μόνο ότι το εν λόγω υλικό εφυλάσσετο και προορίζετο πάντοτε για δική του χρήση και δεν το είχε δείξει σε άλλο, δεν ήταν θεληματική. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα ως αναξιόπιστης (και δεν υπάρχει λόγος έφεσης κατά της αξιολόγησης αυτής), δεν υπάρχει πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο να μπορεί να στηρίζεται η εισήγηση για έλλειψη του στοιχείου της γνώσης και πρόθεσης κατοχής. Απεναντίας, τα αναφερόμενα στην κατάθεση του Εφεσείοντα βεβαίωναν το μόνο λογικό συμπέρασμα το οποίο υπό τις περιστάσεις, και ανεξαρτήτως της κατάθεσης, μπορούσε να εξαχθεί από τη φυσική κατοχή του πορνογραφικού υλικού, ότι δηλαδή αυτή ήταν με πλήρη γνώση του Εφεσείοντα κατά την ημερομηνία της ανεύρεσής του στην κατοχή του.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.