ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 147
22 Φεβρουαρίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΙΩΝΑ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 101/2007)
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Η απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της κατηγορίας βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή ― Καταδικαστική απόφαση σε κατηγορία για αμελή οδήγηση ― Ακυρώθηκε κατ' έφεση επειδή η κατηγορία δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε κατηγορία για αμελή οδήγηση όταν ο παραπονούμενος, διασταυρώνοντας πεζός τη λεωφόρο Γ. Κρανιδιώτη, κτύπησε στο αριστερό πισινό φτερό του αυτοκινήτου του.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της καταδίκης του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων δεν παύει να είναι ποινική και επομένως ισχύει το γνωστό βάρος απόδειξης ότι η κατηγορία πρέπει να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στην εξεταζόμενη υπόθεση η κατηγορία δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αφού, όπως προκύπτει από τα σχετικά περιστατικά της υπόθεσης, είναι ο ίδιος ο παραπονούμενος ο οποίος, προφανώς υπολογίζοντας ότι το αυτοκίνητο πέρασε, προχώρησε να διασταυρώσει το δρόμο κτυπώντας στο πισινό αριστερό φτερό του αυτοκίνητου.
2. Δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε αμέλεια του εφεσείοντος του οποίου η καταδίκη παραμερίζεται.
Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παντελή, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 13400/06), ημερομηνίας 25/4/07.
Κρ. Παπαλοΐζου με Α. Παπαλοΐζου, για τον Eφεσείοντα.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Ex tempore
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: O εφεσείων στις 13.12.2005 οδηγούσε το αυτοκίνητο του στη λεωφόρο Γ. Κρανιδιώτη. Σε ένα σημείο του δρόμου υπάρχουν φώτα τροχαίας που κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν λειτουργούσαν. Ο δρόμος έχει δύο κατευθύνσεις που χωρίζονται από νησίδα, πλάτους 2.20μ. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντος βρισκόταν σταματημένο μεταξύ των φώτων τροχαίας. O παραπονούμενος στεκόταν στη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων κυκλοφορίας κοιτάζοντας το δρόμο προς την κατεύθυνση του εφεσείοντος. Ο εφεσείων, επειδή είδε τον παραπονούμενο να τον κοιτάζει, προχώρησε και συνέχισε την πορεία του με πολύ χαμηλή ταχύτητα. ΄Όταν το αυτοκίνητο άρχισε να προσπερνά τον παραπονούμενο, ο τελευταίος κινήθηκε προς το όχημα και κτύπησε στο αριστερό πισινό φτερό του. Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για αμελή οδήγηση και κρίθηκε, στη βάση των πιο πάνω γεγονότων, ένοχος και καταδικάστηκε. Η σκέψη του πρωτόδικου δικαστή εκφράζεται στην πιο κάτω περικοπή:
«Ήταν εύλογα επιτρεπτό για τον Κατηγορούμενο και εν πάση περιπτώσει για το μέσο συνετό οδηγό να συμπεράνει ότι ο πεζός ο οποίος ευρισκόταν ήδη στο μέσο της λεωφόρου θα συνέχιζε για να ολοκληρώσει τη διασταύρωση που επιχειρούσε. Όσο παραπλανητική και αν ήταν η συμπεριφορά του ΜΚ2, κοιτάζοντας δηλαδή προς την κατεύθυνση του Κατηγορουμένου, ο οδηγός του οχήματος όφειλε να λάβει μέτρα αποσόβησης τυχόν κινδύνου που πιθανόν να προέκυπτε από την παρουσία του πεζού στο μέσο της λεωφόρου. Τέτοιος κίνδυνος δεν ήταν απόμακρος αλλά εύλογος και ορατός. Τα μέτρα που ο Κατηγορούμενος όφειλε να λάβει είναι εκείνα της πλήρους ακινητοποίησης του οχήματός του ή ακόμη του κορναρίσματος και της διαπίστωσης αντίληψης από μέρους του πεζού της παρουσίας και εγγύτητας του οχήματος του.»
Με κάθε εκτίμηση στον πρωτόδικο δικαστή διαφωνούμε με την πιο πάνω σκέψη, που οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος. Η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων δεν παύει να είναι ποινική και επομένως ισχύει το γνωστό βάρος απόδειξης σε ποινικές υποθέσεις, της απόδειξης δηλαδή της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του με χαμηλή ταχύτητα. Είδε ότι ο παραπονούμενος στεκόταν στο δρόμο και τον έβλεπε, ασφαλώς για να δώσει την ευκαιρία στον εφεσείοντα να περάσει. Αυτό και έγινε. Είναι ο ίδιος ο παραπονούμενος ο οποίος, προφανώς υπολογίζοντας ότι πέρασε το αυτοκίνητο, προχώρησε να διασταυρώσει το δρόμο κτυπώντας στο πισινό αριστερό φτερό του αυτοκινήτου.
Δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε αμέλεια του εφεσείοντος του οποίου η καταδίκη παραμερίζεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται της κατηγορίας.
Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.