ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 88
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 243/2006)
25 Ιανουαρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Ο Εφεσείοντας παρουσιάζεται προσωπικά.
Π. Ευθυβούλου (κα), για την Εφεσίβλητη.
H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή
Γ. Ερωτοκρίτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αντιμετώπισε τέσσερις κατηγορίες για το ότι μεταξύ 10-20 Οκτωβρίου 2005 ήταν πρόσωπο οκνηρό και ζούσε ακατάστατη ζωή, κατά παράβαση του άρθρου 188(β) του Κεφ. 154.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο εφεσείων σε τέσσερις διαφορετικές ημερομηνίες ζητιάνευε, έξω από το κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Όταν η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων υπέβαλε γραπτό αίτημα για νομική αρωγή. Η Κατηγορούσα Αρχή έφερε ένσταση και εισηγήθηκε όπως το αίτημα απορριφθεί γιατί δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 4(1)(α) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (Ν. 165(Ι)/02), το οποίο προβλέπει ότι ο Νόμος δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που πρόσωπο κατηγορείται για αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μικρότερη του έτους, όπως αυτή των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο εφεσείων στην προκειμένη περίπτωση. Ο εφεσείων, υποστήριξε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το πιο πάνω άρθρο είναι αντισυνταγματικό γιατί παραβιάζει τα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος και τα άρθρα 6 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι το άρθρο 4 του Νόμου, αντιβαίνει τις πρόνοιες του Συντάγματος και τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στη συνέχεια εξέτασε στην ουσία το αίτημα αναφέροντας ότι «οι κατηγορίες στην όψη τους, δεν περικλείουν καμία νομική σπουδαιότητα ή άλλη ιδιαίτερη δυσκολία ή περιπλοκότητα» και ούτε αφορούν σε κάποιο σπουδαίο θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Κατέληξε, ότι παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων πληρούσε την προϋπόθεση της οικονομικής αδυναμίας να διορίσει δικηγόρο, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει δεν ικανοποιούν τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 7(1)(β) του Νόμου και ούτε υπάρχει οτιδήποτε άλλο που να δικαιολογεί την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής στον εφεσείοντα.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προχώρησε σε ακρόαση της υπόθεσης και άκουσε μαρτυρία. Τελικά, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε ποινή προστίμου £35 σε κάθε κατηγορία. Επίσης, διέταξε όπως £56 έξοδα δίκης καταβληθούν από τον εφεσείοντα.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση τόσο για την καταδίκη του όσο και για την ποινή που του επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι λόγοι έφεσης είναι ότι τόσο η καταδίκη του όσο και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι λανθασμένες και αντιβαίνουν το Σύνταγμα και τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον μας, υπέβαλε νέο αίτημα για παροχή νομικής αρωγής. Η δικηγόρος που εμφανίστηκε για τη Δημοκρατία έφερε εκ νέου ένσταση στο αίτημα, για τον ίδιο λόγο που πρόβαλε και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δηλαδή ότι το άρθρο 4(1) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου εξαιρεί την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, για αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης μικρότερη του έτους.
Αγορεύοντας ενώπιον μας ο εφεσείων, επανέλαβε τα όσα και προηγουμένως ισχυρίστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι δικαιούται σε δωρεάν νομική αρωγή και ότι το δικαίωμα του απορρέει από τα Άρθρα 12.5 και 30.3(δ) του Συντάγματος. Εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω πρόνοια του άρθρου 4(1) του Νόμου 165(Ι)/02 είναι αντισυνταγματική. Από την άλλη, η δικηγόρος για τη Δημοκρατία πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο εφεσείων εφεσίβαλε παρόμοιο θέμα και σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις. Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 165/06, 166/06 και 167/06, ημερ. 25.9.2006, προσέβαλε την άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να του εγκρίνει νομική αρωγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, κρίνοντας ως ορθή την πρωτόδικη απόφαση. Ανέφερε όμως στην απόφασή του, ότι ο εφεσείων θα πρέπει να υποβάλει νέο αίτημα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε περίπτωση που θα εφεσίβαλλε την ουσία της υπόθεσης. Επίσης η δικηγόρος για τη Δημοκρατία, έκανε αναφορά και στην υπόθεση Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 265/2006, ημερ. 22.3.2007, στην οποία το Εφετείο απέρριψε την έφεση επί της ουσίας της καταδίκης του εφεσείοντα για παρόμοια αδικήματα, θεωρώντας την όλη στάση του εφεσείοντα ως μη σοβαρή.
Το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος προβλέπει ότι:-
«12.5. Πας κατηγορούμενος δι' αδίκημά τι έχει τα ακόλουθα κατ' ελάχιστον όρον δικαιώματα:
(α) ....
(β) ....
(γ) να υπερασπίζη εαυτόν αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου της εκλογής αυτού ή, εφ' όσον δεν έχη επαρκή προς αμοιβήν του συνηγόρου μέσα, να παρέχηται εις αυτόν δωρεάν νομική αρωγή, όταν τούτο επιβάλλη το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Σχετικό είναι επίσης και το Άρθρο 30.3:-
«(δ) να έχη συνήγορον της ιδίας αυτού εκλογής και να έχη δωρεάν νομικήν αρωγήν, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτή τούτο και όπως ο νόμος ορίζει»
Πανομοιότυπο λεκτικό με τις πιο πάνω Συνταγματικές πρόνοιες, υπάρχει και στο άρθρο 6(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Είναι φανερό από απλή ανάγνωση των Συνταγματικών προνοιών και αυτή της Σύμβασης, ότι για την παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής, δεν τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός είτε σε σχέση με αδικήματα είτε σε σχέση με την προβλεπόμενη ποινή. Οι μόνοι περιορισμοί που τίθενται από το Άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος είναι: (α) η ανεπάρκεια των οικονομικών μέσων για διορισμό δικηγόρου και (β) ότι η παραχώρηση νομικής αρωγής θα πρέπει να επιβάλλεται από το συμφέρον της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, το Άρθρο 30.3.(δ) του Συντάγματος επίσης συνδέει το δικαίωμα παραχώρησης δωρεάν νομικής αρωγής, για διορισμό δικηγόρου της επιλογής του προσώπου που κατηγορείται, με τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και «όπως ο νόμος ορίζει».
Είναι καλά εδραιωμένο νομολογιακά, ότι οι νόμοι δεν μπορούν να περιορίζουν δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα. Η δυνατότητα του νομοθέτη, περιορίζεται στον προσδιορισμό του τρόπου άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος, με απώτερο σκοπό την πρακτική και αποτελεσματική διασφάλιση του συγκεκριμένου δικαιώματος.
Κατά την άποψή μας, ο περιορισμός που τίθεται στο άρθρο 4(1)(α) του περί Παροχής Δωρεάν Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002, ότι νομική αρωγή παρέχεται μόνο για αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης άνω του έτους, αντίκειται στις πρόνοιες του Άρθρου 12.5(γ) και του Άρθρου 30.3(δ) του Συντάγματος. Επομένως, κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αδίκημα που αντιμετωπίζει και την έκταση της ποινής που προβλέπεται γι' αυτό, διατηρεί πλήρως τα δικαιώματα που του παρέχονται από τις πιο πάνω συνταγματικές πρόνοιες.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια την ουσία του αιτήματος. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει, το Άρθρο 12.5(γ) και 30.3(δ) του Συντάγματος, συναρτούν το δικαίωμα δωρεάν παροχής νομικής αρωγής με την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Το άρθρο 7(1) του Νόμου 165(Ι)/02, είναι προσδιοριστικό, αλλά όχι εξαντλητικό των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη. Το Δικαστήριο για να εκδώσει το σχετικό πιστοποιητικό, θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι: (α) η οικονομική κατάσταση του αιτητή δεν του επιτρέπει να εξασφαλίσει νομική αρωγή και (β) λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης ή άλλων περιστάσεων, είναι επιθυμητό για το συμφέρον της δικαιοσύνης, να τύχει δωρεάν νομικής αρωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι ο εφεσείων στερείται των οικονομικών μέσων να διορίσει δικηγόρο, εφόσον είναι άνεργος και λήπτης δημοσίου βοηθήματος. Επομένως, το μόνο που απομένει να εξεταστεί είναι η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 7(1)(β), δηλαδή κατά πόσον είναι επιθυμητό, ένεκα της σοβαρότητας της υπόθεσης ή άλλων περιστάσεων, να τύχει δωρεάν νομικής αρωγής.
Το κατά πόσο τα συμφέροντα της δικαιοσύνης επιβάλλουν σ' όλες τις περιπτώσεις την παροχή νομικής αρωγής, έχει αποφασιστεί από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Gutfreund v. France, No. 40681/99 (Section III), 12.6.03, ότι το δικαίωμα της νομικής αρωγής δεν είναι απόλυτο και ότι μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις μικροπαραβάσεων, στις οποίες δεν είναι αναγκαίο να υπάρξει νομική εκπροσώπηση. Τονίστηκε επίσης ότι η Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μέσα στα πλαίσια του άρθρου 6(3)(γ) δεν εγγυάται σε όλες τις περιπτώσεις την εκπροσώπηση από δικηγόρο με δωρεάν νομική αρωγή. Στην πιο πάνω υπόθεση το μικροαδίκημα το οποίο αντιμετώπιζε ο αιτητής, επέφερε μόνο ποινή προστίμου μέχρι 5000 γαλλικών μάρκων.
Έχουμε εξετάσει τις περιστάσεις της υπόθεσης και διαπιστώνουμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να εγκριθεί το αίτημα για δωρεάν νομική αρωγή. Τα γεγονότα που περιβάλλουν το αδίκημα είναι απλά. Όμως επειδή ο εφεσείων συνδέει τις πράξεις του με το δικαίωμα διαμαρτυρίας για την κατ' ισχυρισμό αδυναμία του κράτους να του εξεύρει εργασία, ενδέχεται να εγερθούν νομικά σημεία για τα οποία ο εφεσείων να χρειάζεται τη βοήθεια δικηγόρου. Ήδη με την ειδοποίηση έφεσης, ο εφεσείων επικαλείται παραβίαση συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του. Ενδεικτικό της φύσης των νομικών θεμάτων που ενδεχομένως να προκύψουν, είναι και η σημερινή κρίση μας αναφορικά με τη συνταγματικότητα του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002. Τέλος, η παρουσία δικηγόρου, κατά την άποψή μας, όχι μόνο θα βοηθήσει τον εφεσείοντα, αλλά πολύ περισσότερο θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης κατά την εκδίκαση της έφεσης.
Υπό τις περιστάσεις, το αίτημα για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, εγκρίνεται.
Εφόσον δεν έχει εκδοθεί προηγουμένως πιστοποιητικό, εντέλλεται ο Πρωτοκολλητής, όπως δυνάμει του άρθρου 7Α(3) εκδώσει σχετικό πιστοποιητικό για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠς