ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 2 ΑΑΔ 395

19 Ιουλίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ Γ. ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 78/2007)

 

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία, κλονίζουν την αξιοπιστία της.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος για τραυματισμό, κατά παράβαση του Άρθρου 234(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και καταδικάστηκε σε φυλάκιση.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της ετυμηγορίας της ενοχής για το λόγο ότι αυτή στηρίχθηκε στη μαρτυρία του παραπονούμενου, του οποίου η εκδοχή σε σχέση με τις συνθήκες του αδικήματος στη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία ήταν διαφορετική από τη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

Η αντίφαση μεταξύ των δύο εκδοχών του παραπονούμενου αναφέρεται σε ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης, αυτή του τραυματισμού του παραπονούμενου από τον εφεσείοντα. Η διαφορά στις δύο εκδοχές θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες, ιδιαίτερα στην απουσία του λόγου της αλλαγής από τη μια εκδοχή στην άλλη.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 11/07), ημερομηνίας 19/3/07.

Τ. Άνιφτου, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Θεοδώρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση όταν βρέθηκε ένοχος για τραυματισμό, κατά παράβαση του άρθρου 234 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Ο παραπονούμενος κατέθεσε ενόρκως ότι στις 5.15 το απόγευμα της 3.1.2007, καθώς πλησίαζε η ώρα να κλείσει το κατάστημά του, μετέφερε εμπορεύματα σε αποθήκη προς φύλαξη. Ενώ βρισκόταν μέσα στην αποθήκη, σκυφτός, με την πλάτη γυρισμένη προς την έξοδο, του επιτέθηκε με μαχαίρι ο εφεσείων, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο πίσω μέρος της κεφαλής. Στη συνέχεια, ο εφεσείων τον κυνήγησε εκτός του καταστήματος, μέχρι τη στιγμή που οδηγός διερχομένου αυτοκινήτου τον έβαλε στο αυτοκίνητό του και τον μετέφερε στο νοσοκομείο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του παραπονούμενου, αλλά επεσήμανε κάποια αντίφαση μεταξύ της εκδοχής που έδωσε στη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία (τεκμήριο 4) και της μαρτυρίας του ενώπιον του δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στη γραπτή του κατάθεση ανέφερε ότι μόλις έκαμε μια απότομη κίνηση προς τα πίσω με τα χέρια του σηκωμένα ψηλά, κτύπησε με το χέρι του στο αριστερό χέρι του εφεσείοντα, με το οποίο κρατούσε το μαχαίρι, με αποτέλεσμα να πέσει το μαχαίρι και να κτυπήσει στο κεφάλι του προτού καταλήξει στο έδαφος. Αντίθετα, στη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι καθώς γύρισε προς τα πίσω, δέχτηκε πρώτα το κτύπημα από τον εφεσείοντα και στη συνέχεια το μαχαίρι έπεσε στο έδαφος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η εκδοχή που έδωσε ενώπιον του δικαστηρίου δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην λογική. Γι' αυτό προτίμησε την εκδοχή που προβλήθηκε στην κατάθεσή του στην αστυνομία. Πέραν τούτου, συνέχισε το δικαστήριο, η εκδοχή του στην κατάθεσή του στην αστυνομία επιβεβαιώνεται από κάποια σημεία της προφορικής του μαρτυρίας.

Σε διάφορες αναφορές και επισημάνσεις μεταξύ της κατάθεσής του στην αστυνομία και της μαρτυρίας του ενώπιον του δικαστηρίου προβαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο και σε σχέση με την εξέλιξη του επεισοδίου. Για παράδειγμα, σχολιάζει ότι ενώ κατά την αντεξέταση ο παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων τον ακολουθούσε για κάποια απόσταση κτυπώντας τον με μία πέτρα, στην κατάθεσή του προς την αστυνομία δεν αναφέρει ότι ο εφεσείων τον κυνηγούσε με πέτρα. Για το λόγο αυτό μάλιστα, το δικαστήριο δεν αποδέκτηκε τον ισχυρισμό του ότι όταν ξέφυγε από την αποθήκη και έτρεχε στο δρόμο, ο εφεσείων που τον ακολουθούσε τον κτυπούσε με πέτρα.

Ένας από τους λόγους της έφεσης επικεντρώνεται ακριβώς στις αντιφάσεις που παρατηρήθηκαν και στην επίδραση που αυτές έπρεπε να είχαν στο τελικό αποτέλεσμα.  Συγκεκριμένα προβάλλεται το επιχείρημα ότι εν όψει των αντιθέσεων που το δικαστήριο επεσήμανε μεταξύ της κατάθεσης του παραπονούμενου στην αστυνομία και της προφορικής του μαρτυρίας, το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος.

Το δικαστήριο μπορεί να αποδεκτεί μια από δύο εκδοχές που έδωσε μάρτυρας παρά τις διαφορές που η μαρτυρία του στο δικαστήριο δυνατό να έχει με προηγούμενη κατάθεσή του στην αστυνομία, κάτω βέβαια, από ορισμένες προϋποθέσεις.

Στην παρούσα υπόθεση το δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο εκδοχές. Αυτή που ο παραπονούμενος έδωσε κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του ενώπιον του δικαστηρίου και αυτή που φαίνεται στην κατάθεσή του στην αστυνομία. Επέλεξε τη δεύτερη, γιατί του φάνηκε ότι ήταν πιο κοντά στη λογική. Η αντίφαση αναφέρεται σε μια ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης, αυτή του τραυματισμού του παραπονούμενου από τον εφεσείοντα. Συμφωνούμε με την ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι η διαφορά στις δύο εκδοχές σε ένα τόσο ουσιώδες σημείο θα έπρεπε ακριβώς να κλονίσει την αξιοπιστία του παραπονούμενου σε σημείο που να καταστήσει την καταδίκη του ανασφαλή. Πολύ δε περισσότερο επειδή έκρινε ότι η εκδοχή που έδωσε στο δικαστήριο δεν ήταν λογική. Η διαφορά στις δύο εκδοχές θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι δεν εξηγήθηκε ο λόγος της αλλαγής από τη μια εκδοχή στην άλλη.

Καταλήγουμε ότι το δικαστήριο λανθασμένα εξετίμησε την αξιοπιστία του παραπονούμενου και κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα και γι' αυτό η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο