ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 504
8 Δεκεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΕΣΤΗ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 39/2006)
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Δίκη εντός δίκης ― Είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής διαδικασία η οποία διεξάγεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό (για να κριθεί π.χ. κατά πόσο κατάθεση-ομολογία κατηγορουμένου είναι θεληματική) ― Ό,τι κρίνεται σ' αυτή τη διαδικασία στηρίζεται στο αποδεικτικό υλικό που παρουσιάζεται μόνο για τους σκοπούς της, η δε ετυμηγορία του Δικαστηρίου περιορίζεται στο θέμα μόνο που αυτή αφορά.
Παγίδευση κατηγορουμένου ― Κατά πόσο η υπεράσπιση κατηγορουμένου για παγίδευσή του, σε υπόθεση κατοχής και μεταφοράς χωρίς άδεια πιστολιών και εκρηκτικών υλών, ευσταθούσε ενόψει των πραγματικών γεγονότων, ακόμη και όπως και ο ίδιος τα παρουσίασε στο Δικαστήριο.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση κατοχής και μεταφοράς χωρίς άδεια πιστολιών και εκρηκτικών υλών ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του Κακουργιοδικείου ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος.
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ο κατηγορούμενος δεν φέρει κανένα απολύτως βάρος αποδείξεως της αθωότητάς του.
Το βράδυ της 26ης /7/2003 η Αστυνομία πρόσεξε ένα άτομο να κινείται ύποπτα με το αυτοκίνητό του στο χώρο στάθμευσης του Νοσοκομείου Λάρνακας. Το άτομο αυτό ήταν ο εφεσείων, ο οποίος κατέβηκε από το αυτοκίνητο και αφού ήλεγξε τα πέριξ άνοιξε ένα από τους κάλαθους αχρήστων, που βρίσκονταν στο χώρο, από τον οποίο πήρε μια νάιλον τσάντα. Σύμφωνα με την εκδοχή της Αστυνομίας, όταν ο εφεσείων ρωτήθηκε τι κρατούσε απάντησε «είναι όπλο». Μέσα στην τσάντα ήταν ένα χαρτοκιβώτιο στο οποίο υπήρχαν 3 πιστόλια με γεμιστήρες και φυσίγγια. Ο εφεσείων συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα, και όταν του επεστήθη η προσοχή στο Νόμο, αυτός είπε: «δεν είναι δικά μου είναι του τουρκοκύπριου Sesair και εγώ το έκαμα γιατί θα μου έδινε £550 όταν θα του τα έδινα αύριο το πρωί». Ο εφεσείων οδηγήθηκε στον αστυνομικό σταθμό όπου έδωσε κατάθεση-ομολογία, την οποία όμως το Κακουργιοδικείο απέρριψε και δεν δέχθηκε ως μέρος του αποδεικτικού υλικού, γιατί έκρινε πως λήφθηκε κάτω από ύποπτες συνθήκες.
Ο εφεσείων προέβαλε την εκδοχή της παγίδευσής του από την Αστυνομία με σκοπό τη σύλληψη του με την ανάμειξη του Sesair επειδή ως επιχειρηματίας συνεργαζόταν με τουρκοκύπριους του κατεχόμενου εδάφους της Κύπρου. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα πως διαπραγματευόταν την αγορά ξενοδοχείου με καζίνο. Μεσολαβητής ήταν ο Sesair,ο οποίος είχε ψαροταβέρνα απέναντι από το ξενοδοχείο, η οποία θα εντασσόταν σ' αυτό έναντι ποσοστού 10% των μετοχών της επιχείρησης. Αυτός κατέβαλε μέσω τραπεζών $300,00 στους τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες του, οι οποίοι όμως δεν του το μεταβίβασαν. Γι' αυτό προσπάθησε να πείσει τον Sesair να του τα επιστρέψει. Ο τελευταίος συμφώνησε με πρώτη δόση $150.000. Την ημέρα της σύλληψής του πήρε τηλεφώνημα από κάποιο άγνωστο ελληνοκύπριο, ο οποίος του μιλούσε εκ μέρους του Sesair. Του είπε ότι θα έβρισκε τα χρήματα σε ένα κάλαθο αχρήστων στο χώρο στάθμευσης του νοσοκομείου Λάρνακας. Εντόπισε τον κάλαθο, και αφού τον άνοιξε πήρε το σακούλι. Τότε οι Αστυνομικοί επέδραμαν και τον συνέλαβαν.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε πως αληθώς έγιναν οι δηλώσεις που αποδόθηκαν στον εφεσείοντα κατά τη σύλληψή του και τον έκρινε ένοχο σε αριθμό κατηγοριών: για κατοχή και μεταφορά χωρίς άδεια τριών πιστολιών, κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών, δηλαδή 25 πλήρη φυσίγγια πιστολιού διαφόρων διαμετρημάτων.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του υποστηρίζοντας πως η κρίση του Κακουργιοδικείου ήταν αντίθετη με την απόφασή του να απορρίψει προηγουμένως, μετά από δίκη εντός δίκης, ομολογία του εφεσείοντος, λόγω ακριβώς των γεγονότων που διαδραματίστηκαν εις βάρος του κατά τη σύλληψη. Χωρίς τις δηλώσεις του εφεσείοντος κατά τη σύλληψή του, δεν θα υπήρχε άλλη μαρτυρία που θα οδηγούσε σε καταδίκη του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι ύποπτες συνθήκες στις οποίες αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο σε σχέση με την κατάθεση-ομολογία του εφεσείοντος, δεν αφορούσαν τη θεληματικότητα ή μη της κατάθεσής του. Ούτε και υπήρξε καμία ένσταση ως προς τη θεληματικότητα των δηλώσεων του εφεσείοντος κατά τη σύλληψή του. Αμφισβητήθηκαν όμως κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης και επομένως εισήλθαν στο πεδίο της βασάνου της αξιολόγησής τους από το Δικαστήριο, ως μέρος του συνόλου του αποδεικτικού υλικού.
2. Το Κακουργιοδικείο αιτιολόγησε πλήρως την διαπίστωσή του ότι η υπεράσπιση της παγίδευσης, όπως την πρότεινε ο εφεσείων, δεν ευσταθούσε.
3. Δεν διέλαθε βέβαια της προσοχής του Κακουργιοδικείου η νομική αρχή πως η κατηγορούσα αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου στο βαθμό πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και ότι ο κατηγορούμενος δεν φέρει κανένα απολύτως βάρος απόδειξης της αθωότητάς του. Ό,τι ο κατηγορούμενος ισχυριστεί, όταν προβάλλει την υπεράσπισή του, οδηγεί στην αθώωσή του, όταν τούτο δημιουργεί εύλογη αμφιβολία ως προς την ενοχή του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 9714/03), ημερομηνίας 24.2.06.
Μ. Πικής, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στις 17.2.2006 από το κακουργιοδικείο Λάρνακας σε αριθμό κατηγοριών: κατοχή και μεταφορά χωρίς άδεια τριών πιστολιών, κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών, δηλαδή 25 πλήρη φυσίγγια πιστολιού διαφόρων διαμετρημάτων.
Τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης εκτίθενται παρακάτω. Η Αστυνομία παρακολουθούσε διάφορους χώρους στάθμευσης, γιατί είχε παρατηρηθεί έξαρση κλοπών από σταθμευμένα αυτοκίνητα. Στις 26.7.2003 η ώρα 10.00 περίπου το βράδυ ενώ αστυνομικοί επιτηρούσαν το χώρο στάθμευσης του νοσοκομείου Λάρνακας, πρόσεξαν ένα άντρα, τον εφεσείοντα, να οδηγεί το αυτοκίνητο του μέσα στο χώρο στάθμευσης κοιτάζοντας προς διάφορες κατευθύνσεις, να βγαίνει από το χώρο και ακολούθως να ξαναμπαίνει σ΄αυτόν. Έφυγε, για να επανέλθει όμως γύρω στις 11.00 το βράδυ, αυτή τη φορά με σβηστά τα φώτα του αυτοκινήτου. Οι αστυνομικοί θεώρησαν ύποπτες τις κινήσεις του εφεσείοντα και τον παρακολούθησαν στενά. Ο εφεσείων κατέβηκε από το αυτοκίνητο και αφού ήλεγξε τα πέριξ άνοιξε ένα από τους κάλαθους αχρήστων, που βρίσκονταν στο χώρο, από τον οποίο πήρε μια νάιλον τσάντα. Από το σημείο αυτό αρχίζουν οι διαφορετικές εκδοχές ως προς τα συμβάντα. Σύμφωνα με την εκδοχή της Αστυνομίας, μόλις ο εφεσείων πήρε τη τσάντα, και προτού μπει στο αυτοκίνητο του. Ο λοχίας Βρυώνης τον σταμάτησε και τον ρώτησε ποίος ήταν. Ο εφεσείων απάντησε: «Αλέξανδρος, από το Πισσούρι, είμαι δικηγόρος». Στη συνέχεια ο λοχίας Βρυώνης τον ρώτησε τι κρατούσε, αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο. Ο εφεσείων απάντησε «είναι όπλο». Ο λοχίας Βρυώνης πήρε τη νάιλον τσάντα, την άνοιξε, οπόταν είδε μέσα σ΄αυτή ένα χαρτοκιβώτιο. Στο χαρτοκιβώτιο υπήρχαν 3 πιστόλια με γεμιστήρες και φυσίγγια. Επεστήθη και πάλιν η προσοχή του εφεσείοντα στο Νόμο ο οποίος απάντησε «έκανα λάθος». Συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα, και όταν του επεστήθη η προσοχή του στο Νόμο, αυτός είπε: «δεν είναι δικά μου είναι του τουρκοκύπριου Sesair και εγώ το έκαμα γιατί θα μου έδινε £550 όταν θα του τα έδινα αύριο το πρωί.» Ο εφεσείων οδηγήθηκε στον αστυνομικό σταθμό όπου έδωσε κατάθεση-ομολογία, την οποία όμως το κακουργιοδικείο απέρριψε και δεν δέχτηκε ως μέρος του αποδεικτικού υλικού, γιατί έκρινε πως οι συνθήκες που ελήφθη ήσαν ύποπτες.
Η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν πως η Αστυνομία τον παγίδευσε για να τον συλλάβει με την ανάμειξη του Sesair, επειδή ως επιχειρηματίας συνεργαζόταν με τουρκοκύπριους που διαμένουν στο κατεχόμενο από τα τούρκικα στρατεύματα έδαφος της Κύπρου. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε πως διαπραγματευόταν την αγορά ξενοδοχείου με καζίνο. Μεσολαβητής των επαφών του ήταν κάποιος Moustafa Sesair, τον οποίο είχε γνωρίσει δύο μήνες πριν από την σύλληψη του, και στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ο Sesair είχε ψαροταβέρνα απέναντι από το ξενοδοχείο, η οποία θα εντασσόταν σ΄αυτό έναντι ποσοστού 10% των μετοχών της επιχείρησης. Είχε δε καταβάλει, μέσω διαφόρων τραπεζών, $300,000, στους τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου. Οι τουρκοκύπριοι όμως δεν του μεταβίβασαν το ξενοδοχείο. Αντίθετα το πώλησαν σε τρίτους. Ο εφεσείων απαιτούσε εξηγήσεις και την επιστροφή των χρημάτων του από το Sesair, τον οποίο και συνάντησε στις 26.7.2003, και προσπάθησε να τον πείσει να του τα επιστρέψει. Ο Sesair συμφώνησε να επιστρέψει τα χρήματα με πρώτη δόση $150.000. Tην ημέρα της σύλληψης του δέχτηκε τηλεφώνημα από κάποιο άγνωστο ελληνοκύπριο, ο οποίος του είπε πως μιλούσε εκ μέρους του Sesair. Του είπε δε πως θα έβρισκε τα χρήματα σε ένα κάλαθο των αχρήστων στο χώρο στάθμευσης του νοσοκομείου Λάρνακας. Ο λόγος που μπήκε τρεις φορές στο χώρο στάθμευσης ήταν γιατί δεν έβρισκε το σημείο στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο κάλαθος των αχρήστων, μέχρι που επικοινώνησε τηλεφωνικά με το πιο πάνω άγνωστο πρόσωπο που του έδωσε ακριβείς οδηγίες. Εντόπισε τον κάλαθο, και αφού τον άνοιξε πήρε το σακούλι από το δέσιμο του. Δεν πρόφτασε να το σηκώσει και οι αστυνομικοί επέδραμαν και του είπαν: «άστο κάτω». Και έτσι έκανε. Δέκτηκε όμως αμέσως ένα δυνατό κτύπημα στην πλάτη, έπεσε στο έδαφος και η Αστυνομία του πέρασε τις χειροπέδες. Ο εφεσείων απέρριψε πως είχε τη στιχομυθία με την Αστυνομία που αναφέραμε πιο πάνω. Αντίθετα, ισχυρίστηκε πως είναι ο λοχίας Βρυώνης που του είπε, μετά που τον συνέλαβαν: «ξέρεις τι έχει το σακούλι; έχει τρία πιστόλια και είναι δικά σου.»
Μολονότι στο εφετήριο διατυπώνονται πολλοί λόγοι έφεσης, όλοι επικεντρώνονται στη βασική εισήγηση της υπεράσπισης πως το κακουργιοδικείο εσφαλμένα δέκτηκε πως αληθώς έγιναν οι δηλώσεις που αποδόθηκαν στον εφεσείοντα κατά τη σύλληψη του, και επ΄αυτών τον καταδίκασε. Η κρίση του κακουργιοδιεκίου ήταν αντίθετη και ασυμβίβαστη με την απόφαση του να απορρίψει προηγουμένως, μετά τη δίκη εντός δίκης ομολογία του εφεσείοντα, λόγω ακριβώς των γεγονότων που διαδραματίστηκαν εις βάρος του κατά τη σύλληψη. Θα΄πρεπε, συνεχίζει η εισήγηση, να απορριφθούν, ως μη γενόμενες, και οι ενοχοποιητικές δηλώσεις του εφεσείοντα κατά τη σύλληψη του, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος στη δίκη, γιατί η μαρτυρία του, ορθά αξιολογούμενη, ήταν πιο αξιόπιστη από αυτή των αστυνομικών οργάνων. Xωρίς αυτές τις δηλώσεις, ισχυρίζεται ο συνήγορος, δεν θα υπήρχε άλλη μαρτυρία που θα οδηγούσε σε καταδίκη του εφεσείοντα.
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω τη διαφορετική εκδοχή της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης. Προχωρούμε να συζητήσουμε τις θέσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα, που συνοψίζουμε πιο πάνω. Έχουμε τη γνώμη πως δεν ευσταθούν νομικά και στερούνται πραγματικού υπόβαθρου. Η δίκη εντός δίκης είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής διαδικασία η οποία διεξάγεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, που είναι και η πιο γνωστή, για να κριθεί κατά πόσο κατάθεση-ομολογία κατηγορουμένου είναι θεληματική. Και αυτό αποφασίζεται στη βάση των γνωστών κριτηρίων και προϋποθέσεων που θέτει η νομολογία. Ό,τι όμως κρίνεται σ΄αυτή τη διαδικασία στηρίζεται στο αποδεικτικό υλικό που παρουσιάζεται μόνο για τους σκοπούς της, η δε ετυμηγορία του Δικαστηρίου περιορίζεται στο θέμα μόνο που αυτή αφορά. Είναι γεγονός πως στην υπόθεση που μας απασχολεί το κακουργιοδικείο απέρριψε την κατάθεση-ομολογία του εφεσείοντα στην Αστυνομία γιατί έκρινε πως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ελήφθη ήσαν ύποπτες. Διαβάσαμε με προσοχή το πρακτικό που αφορά στη δίκη εντός δίκης και την απόφαση του κακουργιοδικείου. Δεν υπάρχει σ΄αυτή σαφής αναφορά ως προς τις ύποπτες συνθήκες που ελήφθη η κατάθεση. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως κατά τη σύλληψη δέκτηκε κτύπημα και έπεσε στο έδαφος, ενώ αστυνομικός τον κλώτσησε στους αστραγάλους για να ανοίξει τα πόδια του. Είπε επίσης πως είναι ναρκομανής και ήταν στον ουσιώδη χρόνο υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοολούχων ποτών που είχε καταναλώσει με φίλο του αμέσως προηγουμένως. Ένιωθε συγχυσμένος και σ΄αυτή την κατάσταση έδωσε την κατάθεση του στην Αστυνομία. Το κακουργιοδικείο άκουσε και τη μαρτυρία γιατρού ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του, ο οποίος εντόπισε μώλωπα στο πόδι του. Βασιζόμενο στη μαρτυρία του γιατρού το κακουργιοδικείο είπε πως ενδέχεται να υπάρχει αλήθεια στην εκδοχή του εφεσείοντα πως κτυπήθηκε, με τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω, κατά τη σύλληψη του. Αυτό και μόνο, κατά την άποψη του κακουργιοδικείου, δημιούργησε τις ύποπτες συνθήκες, κάτω από τις οποίες ελήφθη η κατάθεση του εφεσείοντα που έδωσε, χωρίς να αναφέρεται κατά πόσο το επεισόδιο κατά τη σύλληψη επέδρασε με οποιοδήποτε τρόπο στην κατάθεση του εφεσείοντα. Δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω το θέμα. Δεν υπάρχει επ΄αυτού αντέφεση της Δημοκρατίας, και ενδεχομένως ορθώς εφόσον επρόκειτο για απόφαση ευνοϊκή προς την υπεράσπιση.
Επί της ουσίας όμως της εισήγησης της υπεράσπισης παρατηρούμε πως δεν υπήρξε καμία ένσταση ως προς τη θεληματικότητα των δηλώσεων του εφεσείοντα κατά τη σύλληψη του. Αμφισβητήθηκαν όμως κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης και επομένως εισήλθαν στο πεδίο της βασάνου της αξιολόγησης τους από το Δικαστήριο, ως μέρος του συνόλου του αποδεικτικού υλικού.
Το κακουργιοδικείο εξέτασε και συζητά στην απόφαση του με πολλή λεπτομέρεια και αναλυτικά τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, όπως αυτή προέκυπτε από τις δύο εκδοχές, προτού καταλήξει στο συμπέρασμα πως η υπεράσπιση του εφεσείοντα δεν μπορούσε να σταθεί στη βάσανο των πραγματικών γεγονότων, ακόμη και όπως και ο ίδιος τα παρουσίασε στο Δικαστήριο. Το κακουργιοδικείο αφιερώνει πολλές σελίδες στη συζήτηση της μαρτυρίας, με ειδικές αναφορές σ΄αυτή για να καταδείξει πως η υπεράσπιση της παγίδευσης, όπως την πρότεινε ο εφεσείων, δεν ευσταθούσε. Δε χρειάζεται να αναφερθούμε σε όλες τις λεπτομέρειες, θα περιοριστούμε ενδεικτικά σε ένα δυο σημεία. Ο εφεσείων παρουσιάστηκε ως επιχειρηματίας με μεγάλη οικονομική δύναμη. Είχε ήδη πληρώσει κανονικά και μέσω τραπεζών ποσό $300.000. Ήταν ιδιοκτήτης εταιρείας με σημαντικό κύκλο εργασιών και έτσι γινόντουσαν οι πληρωμές της. Ο ίδιος ανέφερε πως είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο τουρκοκύπριο Sesair, συναντήθηκε δε μαζί του για να διευθετηθεί η επιστροφή του πιο πάνω ποσού, όταν δεν τελεσφόρησε η αγορά του ξενοδοχείου. Εφόσον όλα γινόντουσαν νόμιμα και τυπικά μέσω των τραπεζών, πώς λογικά εξηγείται η διευθέτηση που έγινε ώστε ο εφεσείων να πάρει πίσω το ποσό των $150.000, με τον τρόπο που ο ίδιος ανέφερε; Να τοποθετηθούν δηλαδή από κάποιο άγνωστο τα χρήματα σε ένα σκυβαλοδοχείο στο χώρο στάθμευσης του νοσοκομείου Λάρνακας, και από εκεί να το παραλάβει ο εφεσείων.
Ο εφεσείων είπε πως τον παγίδευσε η Αστυνομία με το κάρφωμα του Sesair ώστε να μην πάρει πίσω από τους τουρκοκύπριους τα χρήματα που έδωσε για την αγορά του ξενοδοχείο. Θα παραθέσουμε αυτούσιο επί του προκειμένου το σχόλιο του κακουργιοδικείου.
"Πέραν των πιο πάνω ο ίδιος ο πυρήνας της ισχυριζόμενης παγίδευσης είναι τρωτός, στερούμενος λογικής. Τέθηκε μέσα από τη μαρτυρία του κατηγορούμενου ότι ο Sesair συνεργάστηκε με την Αστυνομία προκειμένου να μην του επιστρέψει το ποσό της προκαταβολής. Διαφεύγει όμως του κατηγορούμενου ότι αυτό δεν συνάδει με τη θέση του ότι ο Sesair δεν ήταν το πρόσωπο που είχε το ξενοδοχείο - καζίνο, αλλά ενεργούσε ως μεσολαβητής για υλοποίηση της συμφωνίας. Ακόμα πιο σημαντικό, διαφεύγει της υπεράσπισης ότι η προκαταβολή δόθηκε μέσω τραπεζών σε εταιρεία, την London Casino's Ltd, με την οποία δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι συνδέεται ο Sesair. Κατά συνέπεια ο τελευταίος δεν έλαβε προσωπικά το ποσό ούτως ώστε να είχε και πρόβλημα με την επιστροφή του.»
Δεν διέλαθε βέβαια της προσοχής του κακουργιοδικείου η νομική αρχή πως η καρηγορούσα αρχή φέρει πάντοτε το βάρος της απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου στο βαθμό πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και ότι ο κατηγορούμενος δεν φέρει κανένα απολύτως βάρος απόδειξης της αθωότητας του. Ό,τι ο κατηγορούμενος ισχυριστεί, όταν προβάλλει την υπεράσπιση του, οδηγεί στην αθώωση του, όταν τούτο δημιουργεί εύλογη αμφιβολία ως προς την ενοχή του.
Για τους λόγους που συζητούμε πιο πάνω κρίνουμε πως η έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.