ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 152
3 Aπριλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΣΙΜΙΛΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 9/2006)
Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Στρατιώτης, ο οποίος εκτελούσε τη στρατιωτική του θητεία, προκάλεσε το θάνατο μοτοσικλετιστή, όταν οδήγησε το αυτοκίνητο του στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, ανακόπτοντας την πορεία του μοτοσικλετιστή ― Δύσκολες προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες ― Καθυστέρηση στην έναρξη της δίκης η οποία οφειλόταν στην αρχική καταχώρηση απάντησης μη παραδοχής στην κατηγορία ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 6 μηνών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Στις 15/8/2003, το αυτοκίνητο του εφεσείοντος, ο οποίος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας, συγκρούστηκε στον κύριο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς - Πωμού, με κατεύθυνση την πόλη Χρυσοχούς, με εξ αντιθέτου επερχόμενη μοτοσικλέτα, την πορεία της οποίας ανέκοψε αφού εισήλθε στη δική της πλευρά οδήγησης. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας απεβίωσε λόγω των τραυμάτων που υπέστη.
Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε λίγο πριν από τις 9/8/2005, όταν ο εφεσείων ήταν στην Κύπρο, επιστρέφοντας από την Ελλάδα όπου είχε μεταβεί για σπουδές μετά την συμπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Την ημέρα εκείνη κλήθηκε και παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Αρχικά ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή, άλλαξε όμως την απάντησή του στην κατηγορία κατά την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος επικαλέσθηκε ως παράγοντες προς μετριασμό της ποινής την ξαφνική κούραση του εφεσείοντος, την οποία αισθάνθηκε, κατ' ισχυρισμόν, αμέσως πριν την σύγκρουση, τις δύσκολες προσωπικές και οικονομικές του συνθήκες, τις κακές σχέσεις των γονέων του, ιδιαίτερα δε την αργοπορία που παρατηρήθηκε στην περάτωση της ποινικής διαδικασίας, που οφειλόταν στην καθυστέρηση της έναρξής της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών.
Ο εφεσείων υποστήριξε κατ' έφεση ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Το Εφετείο, αφού τόνισε τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσείων, δεν διαπίστωσε βάσιμο λόγο επέμβασης προς μείωση της επιβληθείσας ποινής.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 1027/05), ημερομηνίας 12/1/06.
Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 15 Αυγούστου 2003, ημέρα του Πάσχα, ο εφεσείων οδηγούσε, γύρω στις 8.20μ.μ., το αυτοκίνητο του ΒΒΒ181 στον κύριο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς-Πωμού, με κατεύθυνση την Πόλη Χρυσοχούς. Σε ένα σημείο του δρόμου εντός του χωριού Πωμού όπου υπάρχει μια δεξιά στροφή προς τη διεύθυνση του εφεσείοντα, ο τελευταίος παρέλειψε να οδηγήσει το αυτοκίνητο του στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, καθώς όφειλε. Αντί αυτού εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας όπου εκείνη τη στιγμή, και κατά κακή του τύχη, ερχόταν το θύμα οδηγώντας τη μοτοσικλέτα του ΕΥΕ206. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα κτύπησε τη μοτοσικλέτα. Η σύγκρουση ήταν μοιραία για το μοτοσικλετιστή. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα κτυπώντας το μοτοσικλετιστή τον παρέσυρε, μαζί με τη μοτοσικλέτα, σε κάποια απόσταση μετά τη σύγκρουση. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας απεβίωσε λόγω των τραυμάτων που υπέστη.
Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 210 του ποινικού κώδικα κεφ.154. Ο εφεσείων υπηρετούσε, κατά το χρόνο του δυστυχήματος, τη στρατιωτική του θητεία στον Κάτω Πύργο Τυλληρίας. Απολύθηκε από το στρατό το Σεπτέμβρη του 2004 και αμέσως πήγε στην Ελλάδα για σπουδές. Μέχρι τότε, για ένα έτος δηλαδή, δεν είχε καταχωριστεί κατηγορητήριο στο Δικαστήριο. Στις 9.8.2005 όταν ο εφεσείων ήταν στην Κύπρο κλήθηκε και παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, όπου είχε καταχωριστεί λίγο προηγουμένως το κατηγορητήριο. Δεν παραδέκτηκε όμως την κατηγορία. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 21.12.2005, οπόταν και με την άδεια του Δικαστηρίου άλλαξε την αρνητική του απάντηση στην κατηγορία, και παραδέκτηκε.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αναφερόμενος στους μετριαστικούς παράγοντες για την επιμέτρηση της ποινής είπε πως το δυστύχημα οφειλόταν σε ξαφνική κούραση του εφεσείοντα, την οποία αισθάνθηκε αμέσως πριν από τη σύγκρουση. Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ήσαν πράγματι ευνοϊκές για τον ίδιο αναφορικά με την επιμέτρηση της ποινής. Όταν ήταν μικρός, στα 13, αναγκάστηκε να εργάζεται στον ελεύθερο του χρόνο από το σχολείο ώστε να κερδίζει μερικά χρήματα, μια και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας του δεν ήταν καλή. Επιπλέον, στην οικογένεια υπήρχαν και άλλα προβλήματα, όπως οι κακές σχέσεις των γονιών του. Ακόμη και σήμερα που σπουδάζει εργάζεται για τη συντήρηση του και για τα υπόλοιπα έξοδα των σπουδών του. Σχετική έκθεση του γραφείου ευημερίας επιβεβαιώνει τα πιο πάνω. Ο δικηγόρος του έκανε ευρεία αναφορά στα πιο πάνω, αλλά στάθηκε ιδιαίτερα στην αργοπορία που παρατηρήθηκε στην περάτωση της ποινικής διαδικασίας, που οφειλόταν στην καθυστέρηση της έναρξης της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδιέτριψε με πολλή επιμέλεια, καταλαμβάνει 16 σελίδες η απόφαση του, στο θέμα της ποινής. Είχε μάλιστα προβεί προηγουμένως σε ενδελεχή σχετική έρευνα. Αναφέρθηκε στη νομολογία μας, η οποία θεωρεί το υπό συζήτηση αδίκημα πολύ σοβαρό, με παράλληλη επισήμανση στην παρέμβαση του νομοθέτη που τροποποίησε το νόμο, ώστε να αυξηθεί η προβλεπόμενη ποινή από δύο έτη φυλάκισης σε τέσσερα (δες το σχετικό τροποποιητικό νόμο 181(Ι)/2000). Ο δικαστής έκρινε πως η ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις ποινή, την οποία και επέβαλε, ήταν φυλάκιση 6 μηνών.
Στην υπό συζήτηση έφεση ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Για τη θεμελίωση της εισήγησης του στάθηκε ιδιαίτερα στις δυσμενείς επιπτώσεις που έχει στις σπουδές του εφεσείοντα, εφόσον χάνει δύο ακαδημαϊκά εξάμηνα. Ισχυρίστηκε επίσης πως οι περιστάσεις του δυστυχήματος το θέτουν υπό επιεική αντίκριση, διαφοροποιώντας το από τις σοβαρές υποθέσεις. Και τούτο γιατί, κατά το συνήγορο, το δυστύχημα οφειλόταν στην κούραση που αισθάνθηκε ο εφεσείων αμέσως πριν από το δυστύχημα. Ήταν, δηλαδή, ένας επικίνδυνος χειρισμός του αυτοκινήτου του που εκδηλώθηκε στιγμιαία. Λεπτομερής αναφορά έγινε από το συνήγορο και στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα.
Kρίνουμε, υπό τις περιστάσεις, πως ο ισχυρισμός του ίδιου του εφεσείοντα, ότι δηλαδή η οδήγηση του αυτοκινήτου του στην άλλη λωρίδα κυκλοφορίας οφειλόταν σε στιγμιαία κούραση που αισθάνθηκε, δεν ευσταθεί. Και τούτο γιατί στην εκδήλωση της κούρασης θα συνέδραμαν προηγουμένως παράγοντες οι οποίοι και έδωσαν ικανή προειδοποίηση στον εφεσείοντα για την επέλευση της. Τα πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά αναδεικνύονται στην υπόθεση, είναι τα εξής: Ο ίδιος ο εφεσείων δέκτηκε πως γνώριζε πολύ καλά τη διαδρομή. Γνώριζε επίσης ειδικά τη στροφή που έγινε το δυστύχημα, και πως η μικρή απόσταση ορατότητας περιοριζόταν ακόμη περισσότερο από δέντρα που υπήρχαν στην άκρη του δρόμου. Στο οδόστρωμα υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή που διαχώριζε τις δύο κατευθύνσεις. Ο εφεσείων από τη δική του λωρίδα βρέθηκε σ΄αυτή της αντίθετης κατεύθυνσης, με αποτέλεσμα τη φοβερή σύγκρουση και την πρόκληση του θανάτου στο πρόσωπο που εκείνη την ώρα έτυχε να οδηγεί από την αντίθετη κατεύθυνση.
Το στοιχείο που μας προβλημάτισε περισσότερο είναι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην περάτωση της διαδικασίας. Η δικαιολογία που έδωσαν οι αστυνομικές αρχές, ότι δηλαδή ο ειδήμων που εξέτασε το θανατηφόρο δυστύχημα, ήταν πολύ απασχολημένος, δεν ευσταθεί. Ο εφεσείων εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία και μετέβη στην Ελλάδα για σπουδές. Όταν δε επανήλθε, μετά το πρώτο έτος, παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά δεν παραδέκτηκε την κατηγορία. Τούτο έγινε, όπως είπαμε πιο πριν, τον Αύγουστο του 2005. Το Δικαστήριο εξ ανάγκης, όρισε την υπόθεση για ακρόαση σε μελλοντική ημερομηνία στις 21.12.2005. Ο εφεσείων δεν είχε ευθύς εξ αρχής παραδεκτεί το αδίκημα. Αντίθετα είχε αμφισβητήσει και τα ευρήματα της Αστυνομίας σε μια προσπάθεια να αποφύγει την ευθύνη.
Εν πάση περιπτώσει, όπως έχουμε ήδη πει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σχολαστικά με όλα τα πιο πάνω ζητήματα τα οποία και έλαβε υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Και το θέμα που προκύπτει για μας είναι κατά πόσο η ποινή που επέβαλε είναι έκδηλα υπερβολική. Η επιμέτρηση της ποινής, όπως έχει λεχθεί πολλές φορές, ανήκει κατά κύριο λόγο και δικαιοδοτικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει παράβαση αρχής ή κρίνει πως η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής, με την έννοια πως προκαλείται, εξ αντικειμένου, ένα ξάφνιασμα από την αδικαιολόγητα ψηλή ή χαμηλή ποινή, έτσι που αυτή να τοποθετείται έξω από τα πλαίσια μιας λογικά αναμενόμενης ποινής. Τη σοβαρότητα του αδικήματος είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να επαναλάβουμε στην υπόθεση Γιαννάκης Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2006) 2 A.A.Δ. 120. Δεν έχουμε πεισθεί πως η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, με την έννοια που εξηγήσαμε πιο πάνω. Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.