ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 78
1 Φεβρουαρίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΒΡΑΑΜ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7863)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης σε κατηγορία επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην ενοχή του κατηγορουμένου κατόπιν αξιολόγησης που δεν εναρμονιζόταν με τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί ― Επέμβαση Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.
Ο κατηγορούμενος-εφεσείων εφεσιβάλλει με την παρούσα έφεση την καταδίκη του για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Τα γεγονότα που έδωσαν έναυσμα στη σχετική κατηγορία διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια ανοικτής συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου Παραλιμνίου. Η μαρτυρία του παραπονούμενου ήταν πως ενώ επιχειρούσε κατευνασμό, ο κατηγορούμενος, στην προσπάθειά του να του αποσπάσει το μικρόφωνο βίαια τον κτύπησε στο πρόσωπο. Η μαρτυρία του εφεσείοντος, αντίθετα, ήταν ότι ο παραπονούμενος δημιουργούσε ένταση και πράγματι θέλησε να μετακινήσει το μικρόφωνο. Αυτό ήταν τοποθετημένο σε «σταντ» μπροστά του και όταν το πήρε, χωρίς να τον αγγίξει, αυτός διαμαρτυρόμενος «τον πήρε με δύναμη από το δεξί ώμο», με αποτέλεσμα την εξάρθρωσή του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα και τους μάρτυρες υπεράσπισης, αναξιόπιστους. Διέκρινε σοβαρή αντίφαση στην ίδια την εκδοχή τους, καταλυτικής σημασίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή προστίμου στον εφεσείοντα, πάνω στη βάση πως αυτός δεν είχε πρόθεση να κτυπήσει τον παραπονούμενο. Τα επιχειρήματα του εφεσείοντος περιορίστηκαν κατ' έφεση στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η προσαχθείσα μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
Η καταδίκη πρέπει να παραμεριστεί αφού ήταν το αποτέλεσμα αξιολόγησης που δεν εναρμονιζόταν προς τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί. Η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη, η ποινή και η διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η έφεση επιτράπηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Υπόθεση Αρ. 1002/04), ημερομηνίας 29/10/04.
Γ. Πιττάτζιης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά στην καταδίκη του εφεσείοντα για επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και τα επιχειρήματα περιορίστηκαν στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η μαρτυρία που προσάχθηκε. Δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σοβαρό το συμβάν, εννοούμε από την ποινική του άποψη και παρεμβάλλουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο το αντιμετώπισε, εν τέλει, με ποινή προστίμου. Mάλιστα, όπως θα δούμε, πάνω στη βάση πως δεν ήταν ή πρόθεση του εφεσείοντα να κτυπήσει τον παραπονούμενο. Πήρε, εν τούτοις, κάποιες διαστάσεις η δίκη, εμφανώς εξ αιτίας τεταμένων σχέσεων που προϋπήρχαν.
Γύρω στις 3.30 μ.μ. της 3.2.04, κατά τη διάρκεια ανοικτής συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου Παραλιμνίου προκλήθηκε επεισόδιο και ήταν η μαρτυρία του παραπονούμενου πως ενώ επιχειρούσε κατευνασμό, ο κατηγορούμενος, στην προσπάθεια να του αποσπάσει βίαια το μικρόφωνο που κρατούσε, τον κτύπησε στο πρόσωπο· με αποτέλεσμα την πρόκληση εκδορών, όπως τις πιστοποίησε ο γιατρός Β. Μπάκας τον οποίο επισκέφθηκε ο παραπονούμενος στο νοσοκομείο Παραλιμνίου στις 6.20 μ.μ. της ίδιας μέρας. Οι μάρτυρες κατηγορίας Γ. Νικολέττος και Στ. Νεοφύτου κατέθεσαν προς την ίδια κατεύθυνση με τη διαφορά πως ο πρώτος ισχυρίστηκε πως ο εφεσείων στοχευμένα κτύπησε τον παραπονούμενο.
Από την άλλη, ήταν η μαρτυρία του εφεσείοντα πως κάθε άλλο παρά επιτέθηκε εκείνος, με οποιοδήποτε τρόπο, κατά του παραπονούμενου. Ο παραπονούμενος δημιουργούσε ένταση και πράγματι θέλησε να μετακινήσει το μικρόφωνο. Αυτό ήταν τοποθετημένο σε «σταντ» μπροστά του και όταν το πήρε, χωρίς να τον αγγίξει, αυτός διαμαρτυρόμενος «τον πήρε με δύναμη από το δεξί ώμο», με αποτέλεσμα την εξάρθρωσή του. Όπως και η μαρτυρία των Θ. Μαυρομμάτη και Π. Νικηφόρου που κλήθηκαν από την υπεράσπιση. Με τη διαφορά ότι εμφανίζουν τον εφεσείοντα να μετακίνησε το μικρόφωνο, χωρίς να είχε αγγίξει τον παραπονούμενο, αφού ο δεύτερος «το πήρε» και απευθυνόταν στους συμμετέχοντες. Οι υπόλοιποι δυο μάρτυρες υπεράσπισης ήταν αστυνομικοί. Πρόκειται για τους Τ. Δημητρίου και Μ. Λοϊζίδη που κατέθεσαν πως, αμέσως μετά το επεισόδιο, κατά την επίσκεψη αριθμού δημοτικών συμβούλων, μεταξύ των οποίων και ο παραπονούμενος, στον αστυνομικό σταθμό, υποβλήθηκε άλλο παράπονο και πως δεν είχαν δει κάκωση στο πρόσωπο του παραπονούμενου. Ενώ, αντίθετα, όπως πρόσθεσε ο Τ. Δημητρίου, λίγο νωρίτερα ο εφεσείων, μπροστά και σε άλλους αστυνομικούς, του παραπονέθηκε πως κτυπήθηκε από δημοτικό σύμβουλο τον οποίο όμως δεν κατονόμασε τότε.
Υποβλήθηκε ως γενικό παράπονο από τον εφεσείοντα η επιλογή της κλήτευσης ως μαρτύρων κατηγορίας δυο μόνο από τους 300 περίπου παρευρισκόμενους που ανήκαν, όπως και ο παραπονούμενος, σε στρατόπεδο αντίθετο με εκείνο στο οποίο ανήκε ο εφεσείων. Περαιτέρω, ο εφεσείων επικαλέστηκε το γεγονός πως ο ένας από αυτούς τους μάρτυρες ήταν και εξ αγχιστείας συγγενής του παραπονούμενου· με παράλληλη αναφορά σε ιδιαίτερα σημεία της μαρτυρίας, ως αποκαλυπτικών σφαλμάτων στην αξιολόγηση που επιβάλλουν παρέμβασή μας.
Δεν θα χρειαστεί να επεκταθούμε πέρα από όσα το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει ως τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους έκρινε αναξιόπιστους τον εφεσείοντα και τους μάρτυρες υπεράσπισης. Διέκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο σοβαρή αντίφαση στην ίδια την εκδοχή τους, όπως προκύπτει, καταλυτικής σημασίας. Εμφανίζει και τους τρεις να κατέθεσαν πως ο παραπονούμενος κρατούσε το μικρόφωνο όταν ο εφεσείων έκαμε την κίνησή του. Επομένως, δεν ήταν δυνατό να ευσταθούσε ο ισχυρισμός τους πως απλώς ο εφεσείων μετακίνησε το μικρόφωνο και, περαιτέρω, δεν ήταν δυνατό, σε τέτοια περίπτωση, να είχε πάρει το μικρόφωνο ο εφεσείων χωρίς να είχε αγγίξει τον παραπονούμενο, όπως υποστήριξαν. Και αν όμως αυτά θα μπορούσαν να λεχθούν σε σχέση με τους μάρτυρες υπεράσπισης, έστω υπό τη θεώρηση ότι το ρήμα «πήρε» που χρησιμοποίησαν, ας σημειωθεί χωρίς να αντεξεταστούν επ' αυτού, σήμαινε ότι ο παραπονούμενος κρατούσε το μικρόφωνο στο χέρι του, δεν θα μπορούσαν να αφορούν και τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα. Αυτός κατέθεσε, και έτσι συνοψίζει και το πρωτόδικο δικαστήριο τη μαρτυρία του, πως το μικρόφωνο βρισκόταν τοποθετημένο σε «σταντ» μπροστά του όταν απευθυνόταν προς τους παρευρισκόμενους. Οπότε, το πιο πολύ, θα είχαμε διαφορά στη μαρτυρία μεταξύ του εφεσείοντα και των δυο μαρτύρων υπεράσπισης, όπως υπήρχε διαφορά μεταξύ και του παραπονούμενου και του Γ. Νικολέττου, η οποία όμως δεν κρίθηκε ότι επηρέαζε την αξιοπιστία του πρώτου.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφερόμενο στην εξάρθρωση του ώμου που ο εφεσείων έλεγε ότι υπέστη, ουσιαστικά αποδίδοντας του δεύτερη σκέψη αφού, κατά το αρχικό παράπονο, δεν κατονόμασε τον κατ' ισχυρισμό δράστη, πρόσθεσε ως λόγο απόρριψης της μαρτυρίας του και το ότι «καμιά μαρτυρία από του γιατρούς που επικαλέστηκε ότι τον περιέθαλψαν δεν παρουσιάστηκε». Όμως, ο αναπληρωτής λοχίας Πρ. Σολωμόντος σαφώς αναφέρθηκε σε εξάρθρωση του ώμου του εφεσείοντα για την οποία του παρασχέθηκαν πρώτες βοήθειες και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως, ενόψει αυτής της μαρτυρίας θα ήταν ορθό να εξαχθούν δυσμενή για τον εφεσείοντα συμπεράσματα επειδή δεν προσήγαγε ιατρική μαρτυρία. Σημειώνουμε πως είχε προσαφθεί κατηγορία και κατά του παραπονούμενου, όμως για απλή επίθεση μόνο, επειδή ο εξεταστής θεώρησε ότι η εξάρθρωση του ώμου που αποκαταστάθηκε, δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σωματική βλάβη.
H τελευταία αιτιολογική σκέψη του πρωτόδικου δικαστηρίου αφορά στη μαρτυρία των δυο αστυνομικών που κάλεσε η υπεράσπιση. Επαναλαμβάνουμε ότι ήταν η ουσία της μαρτυρίας τους πως όταν, αμέσως μετά το επεισόδιο, αριθμός δημοτικών συμβούλων, μεταξύ των οποίων και ο παραπονούμενος, επισκέφθηκαν τον αστυνομικό σταθμό, στην παρουσία τους, αναφέρθηκαν σε άλλο παράπονο και ο παραπονούμενος δεν είχε εκδορές στο πρόσωπο του. Οπότε, η μαρτυρία του γιατρού Μπάκα που είδε εκδορές περίπου τρεις ώρες αργότερα και του εξεταστή της υπόθεσης στον οποίο υποβλήθηκε το παράπονο περίπου 6 ώρες αργότερα, δεν μπορούσαν να συνδέσουν τις κακώσεις που τότε είδαν προς τα διατρέξαντα κατά την ώρα της συνεδρίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν ειλικρινείς εξειδικεύοντας ένα λόγο. Δεν έδωσαν κατάθεση στην αστυνομία στην οποία να αναφέρουν όσα άκουσαν και είδαν και, περαιτέρω, δεν έδωσαν εξήγηση γι' αυτή την παράλειψή τους. Πολύ περισσότερο ο Τ. Δημητρίου που είχε αναλάβει την εξέταση άλλων υποθέσεων που σχετίζονταν με τα επεισόδια κατά τη συνεδρία και «επομένως είχε εμπλακεί άμεσα στη γενικότερη μορφή της υπόθεσης». Ο εφεσείοντας διερωτάται αναφορικά με το γιατί οι αστυνομικοί θα έπρεπε να έπαιρναν τέτοια πρωτοβουλία αλλά το κυριότερο είναι πως, πράγματι, ελλείπει το υπόβαθρο που θα στήριζε το χαρακτηρισμό τους ως αναξιόπιστων, για τέτοιο λόγο. Κατ' αρχάς ούτε ερωτήθηκαν ούτε προσκομίστηκε άλλη μαρτυρία αναφορικά με το κατά πόσο έδωσαν ή δεν έδωσαν γραπτή κατάθεση. Αλλά και εάν θα μπορούσε να εξαχθεί πως η μη παρουσίαση στην περίπτωσή τους, όπως είχε γίνει στην περίπτωση των άλλων μαρτύρων, γραπτής κατάθεσης που θα προσφερόταν ως η κύρια εξέτασή τους, σήμαινε πως δεν υπήρχε τέτοια κατάθεση, παραμένει ως σοβαρή αδυναμία του συλλογισμού το γεγονός ότι δεν τους υποβλήθηκε, ούτε κατά την αντεξέταση, οποιαδήποτε ερώτηση που θα τους έδινε την ευκαιρία να εξηγήσουν. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η αντεξέτασή τους δεν αφορούσε καν και βεβαίως δεν είχε τη μορφή αμφισβήτησης της αλήθειας των επίμαχων ισχυρισμών τους. Καταλήγουμε πως η καταδίκη πρέπει να παραμεριστεί αφού ήταν το αποτέλεσμα αξιολόγησης που δεν εναρμονιζόταν προς τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί. Η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη και, βεβαίως, η ποινή και η διαταγή για τα έξοδα παραμερίζονται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η έφεση επιτρέπεται.