ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 4
20 Ιανουαρίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 1/2006)
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Κριτήριο για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να έχει συνήγορο της επιλογής του ― Κατά πόσο η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ικανοποιήσει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της διαδικασίας, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η εκπροσώπησή του από δικηγόρο, ισοδυναμούσε σε στέρηση του προαναφερθέντος δικαιώματός του.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντος για οκτώ ημέρες, προς διευκόλυνση των ανακρίσεων σε σχέση με συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, απόπειρα απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και κλεπταποδοχή. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι στερήθηκε του δικαιώματος να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να αναβάλει την υπόθεση για τριάντα λεπτά σε αναμονή της άφιξης της δικηγόρου του από τη Λευκωσία στη Λεμεσό. Υποστήριξε ακόμη πως το Δικαστήριο δεν μπορούσε να κατάληξει στη διαπίστωση πως στοιχειοθετείτο εναντίον του εύλογη υποψία προς διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε σχέση με το αίτημα του εφεσείοντος για αναβολή ήταν ορθή, δεδομένης της όλης συμπεριφοράς του εφεσείοντος, η οποία θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι διακωμωδούσε τη διαδικασία. Το Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν διατεθειμένο να προχωρήσει στη βάση της λογικής πως, ενώ θα μπορούσε να είχε προσέλθει η δικηγόρος εξ αρχής, θα έπρεπε να διακοπεί η διαδικασία για να προσέλθει εκ των υστέρων, ενόψει των εκτιμήσεων που στο μεταξύ είχαν γίνει.
2. Η μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ικανοποιητική να το οδηγήσει στην κατάληξή του για ύπαρξη εύλογης υποψίας εναντίον του εφεσείοντος σε σχέση με τα διερευνόμενα αδικήματα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 14/06) ημερομηνίας 7/1/06, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ex tempore
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κωνσταντινίδης, Δ..
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού διέταξε την κράτηση τριών προσώπων για οκτώ μέρες προς διευκόλυνση των ανακρίσεων σε σχέση με συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, απόπειρα απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και κλεπταποδοχή. Άσκησε έφεση ο δεύτερος από τους κριθέντες ως υπόπτους ο οποίος, κατ' αρχάς, μας πληροφόρησε πως ανέμενε τη δικηγόρο του, κα Αδάμου, από τη Λεμεσό. Σε μεταγενέστερο στάδιο μας ανέφερε ότι η κα Αδάμου θα καθυστερούσε επειδή στο Ζύγι υπήρχε νεροποντή. Σε τρίτο στάδιο μας ανέφερε πως η κα Αδάμου αντιμετώπιζε προβλήματα με το αυτοκίνητό της στη Λεμεσό και πως δε θα ερχόταν. Μας πληροφόρησε επίσης πως του εξήγησε ορισμένα θέματα, οπότε και αποφάσισε να χειριστεί την υπόθεση μόνος του, εφόσον αντιλαμβανόταν πως δεν μπορούσε να παρατείνεται επ' αόριστον η διαδικασία ενώπιόν μας. Σημειώνουμε πως διακόψαμε επανειλημμένα τη διαδικασία για να δίδεται στον εφεσείοντα η ευκαιρία να επικοινωνεί με τη δικηγόρο του.
Το πρώτο θέμα της έφεσης αφορά σε περίπου όμοιους χειρισμούς ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως υποστήριξε ο εφεσείων, στερήθηκε του δικαιώματος να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο επειδή, εν τέλει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να αναβάλει την υπόθεση για τριάντα λεπτά σε αναμονή της άφιξης της δικηγόρου του που ήταν και σε εκείνη την περίπτωση η κα Αδάμου. Έχουμε εξετάσει τα πρακτικά και η τελική άρνηση του Δικαστηρίου να χορηγήσει τα τριάντα λεπτά που ζητήθηκαν είχε προϊστορία. Προκύπτει ότι ο εφεσείων είχε εξ αρχής, πριν δηλαδή την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επικοινωνήσει με τη δικηγόρο του, με προοπτική την εμφάνισή της εκ μέρους του, αλλά τελικά η συνεννόησή τους ήταν να αρχίσει την υπόθεση ο εφεσείων και ανάλογα με την εξέλιξη να κρίνει αναφορικά με το κατά πόσο θα χρειαζόταν να εμφανιστεί η κα Αδάμου. Ουσιαστικά αυτό και έγινε. Μετά από την έκφραση της επιθυμίας του εφεσείοντα να δει τον «όρκο» του αστυνομικού μάρτυρα για να αποφασίσει τότε αν θα διορίσει δικηγόρο και αφού το Δικαστήριο του εξήγησε πως, κατά τη διαδικασία, θα άκουε ζωντανά όσα θα είχε να πει ο μάρτυρας, μετά τη συμπλήρωση της κύριας εξέτασης, ο εφεσείων επανήλθε με αίτημα για διακοπή για να αφιχθεί η δικηγόρος του από τη Λευκωσία στη Λεμεσό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αισθάνθηκε πως με αυτό τον τρόπο διακωμωδείτο η διαδικασία και δεν ήταν διατεθειμένο να προχωρήσει στη βάση της λογικής πως, ενώ θα μπορούσε να είχε προσέλθει η δικηγόρος εξ αρχής, θα έπρεπε να διακοπεί η διαδικασία για να προσέλθει εκ των υστέρων, ενόψει των εκτιμήσεων που στο μεταξύ είχαν γίνει. Σημειώνουμε πως προηγουμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο, όταν πλέον ρητά για πρώτη φορά ο εφεσείων αναφέρθηκε στην επιθυμία του να διορίσει δικηγόρο, διέκοψε για δέκα λεπτά, τα οποία τελικά έγιναν δεκαπέντε, για να του δώσει κάθε ευκαιρία. Δε διακρίνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε την εισήγηση του εφεσείοντος αβάσιμη.
Ο εφεσείων είχε αντεξετάσει επί μακρόν τον αστυνομικό μάρτυρα και έχει και ενώπιόν μας αναφερθεί σε ό,τι προκύπτει ως ουσιώδες στοιχείο. Ο εφεσείων, χρησιμοποιώντας πιστωτικές κάρτες του πρώτου υπόπτου, κατ' επίκληση έγγραφης εξουσιοδότησής του, αγόραζε διάφορα εμπορεύματα από καταστήματα, μεγάλο μέρος των οποίων, σύμφωνα με τη μαρτυρία, βρέθηκε στην κατοχή του, τα οποία μεταπωλούσε στον τρίτο ύποπτο σε χαμηλές τιμές. Το κρίσιμο, κατά την εισήγησή του, ήταν το κατά πόσο οι πιστωτικές κάρτες είχαν ακυρωθεί και θεωρεί ότι, αφού προς αυτή την κατεύθυνση υπήρχε μόνο προφορική μαρτυρία από εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο των Ελληνικών Τραπεζών, εκδοτών των καρτών, δεν μπορούσε το Δικαστήριο να καταλήξει στη διαπίστωση πως στοιχειοθετείτο εναντίον του εύλογη υποψία για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος.
Σημειώνουμε, εν πρώτοις, πως δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την γενική του θέση για ανεπάρκεια της προφορικής μαρτυρίας, όταν μάλιστα από τα στοιχεία προκύπτει πως γραπτή επί του σημείου θα έπρεπε να προέλθει από την Ελλάδα. Περαιτέρω, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην ύπαρξη εύλογης υποψίας και εναντίον του ιδιαιτέρως ενόψει της μαρτυρίας του πρώτου υπόπτου, στην οποία αναφέρθηκε ο μάρτυρας, σύμφωνα με την οποία και οι κάρτες είχαν ακυρωθεί και ο ίδιος μαζί με τον εφεσείοντα προώθησαν σχέδιο απόσπασης εμπορευμάτων προς εξασφάλιση οικονομικού οφέλους. Όπως και στο ενισχυτικό των υποψιών εναντίον του ότι, κατά τις καταθέσεις, τα εμπορεύματα που αγόραζε πωλούνταν στον τρίτο ύποπτο σε χαμηλή τιμή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.