ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 2 ΑΑΔ 672

16 Δεκεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7664)

 

Απόδειξη ― Κατάθεση ― Ομολογία υπόπτου προς την Αστυνομία ότι διέπραξε το αδίκημα ― Η υποχρέωση για απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της θεληματικότητας της κατάθεσης βρίσκεται στην πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ναρκωτικά ― Γνώση ― Η γνώση του κατηγορούμενου ότι οι ουσίες που είχε στην κατοχή του ήταν απαγορευμένα ναρκωτικά, στοιχειοθετήθηκε από τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας.

Μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα σε τέσσερις κατηγορίες κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ.29/77. Συγκεκριμένα βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως «Β» κατοχή με σκοπό την εμπορία και προμήθεια.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδικαστική απόφαση προβάλλοντας οκτώ λόγους έφεσης. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Εφετείου οι λόγοι έφεσης περιορίστηκαν στους ακόλουθους δύο:

1.  Tο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε ένσταση της υπεράσπισης ότι η δήθεν θεληματική κατάθεση του κατηγορούμενου, με την οποία αυτός παραδεχόταν την κατοχή των ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία και διάθεση τους σε τρίτα πρόσωπα, ήταν αποτέλεσμα ψυχολογικής πίεσης και εκβιασμού από συγκεκριμένα αστυνομικά όργανα προς τον κατηγορούμενο, και

2.      Εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντος ότι δεν εγνώριζε ότι αυτές οι ουσίες είναι ναρκωτικές ουσίες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  H Kατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη θεληματικότητα της κατάθεσης του εφεσείοντος, και το έχει πράξει. Όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έχουν τεκμηριωθεί οποιεσδήποτε αντιφάσεις στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, όπως είχε υποστηρίξει ο συνήγορος του εφεσείοντος.

2.  Η ύπαρξη της γνώσης, δεν είναι κάτι που συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας στοιχειοθετούν τη γνώση του εφεσείοντος ότι οι ουσίες που είχε στην κατοχή του ήταν απαγορευμένα ναρκωτικά. Η περιστατική μαρτυρία παρέχει συντριπτική μαρτυρία ενοχής του εφεσείοντα που δεν θα άφηνε αμφιβολία σε οποιοδήποτε Δικαστήριο για τη γνώση του ότι αυτά που επιχειρούσε να πωλήσει ήταν ναρκωτικά.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 24270/02) ημερομηνίας 17/3/04 με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως "Β", και κατοχή με σκοπό την εμπορία και προμήθεια κατά παράβαση του Νόμου 29/77.

Ν. Καλλής, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κανναουρίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Κατόπιν μακράς ακροαματικής διαδικασίας Επαρχιακός Δικαστής του Δικαστηρίου Λεμεσού βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα σε τέσσερις κατηγορίες κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/77.  Συγκεκριμένα βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως «Β», κατοχή με σκοπό την εμπορία και προμήθεια.

Στις 10.10.2002 λήφθηκαν από την αστυνομία πληροφορίες ότι ο εφεσείοντας είχε στην κατοχή του ποσότητα ναρκωτικών ουσιών με σκοπό να την πωλήσει. Λοχίας της Αστυνομίας που υπηρετεί στην Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (ΥΚΑΝ) υπό κάλυψη συναντήθηκε με τον εφεσείοντα. Στη συνάντηση αφού διαπιστώθηκε από το λοχία ότι ο εφεσείοντας ενδιαφερόταν να πωλήσει ναρκωτικές ουσίες, συγκεκριμένα μεθαμφεταμίνη, ναρκωτικό τάξεως «Β», προθυμοποιήθηκε να αγοράσει και συμφωνήθηκε το αντάλλαγμα σε £35 το γραμμάριο. Συμφωνήθηκε όπως ο εφεσείων τον προμηθεύσει 100 γραμμάρια έναντι του ποσού την £3.500,00. Όρισαν δε ως τόπο συνάντησης το ξενοδοχείο Mediterranean στη Λεμεσό.

Την ίδια μέρα και περί ώρα 19.55 ο υπό κάλυψη λοχίας και ο εφεσείων συναντήθηκαν στο λόμπυ του ξενοδοχείου.  Εκεί ο εφεσείων ζήτησε να δει τα χρήματα που θα πλήρωνε ο λοχίας και συμφώνησε ότι ακολούθως θα του έφερνε τα ναρκωτικά τα οποία ήταν στο αυτοκίνητο του μέσα σε ένα κουτί.  Πράγματι σηκώθηκαν από τη θέση τους και προχώρησαν προς μια γυναίκα, η οποία ήταν αναπληρωτής λοχίας της ΥΚΑΝ υπό κάλυψη, η οποία και του υπέδειξε τα χρήματα.  Ακολούθως ο εφεσείων και ο λοχίας εξήλθαν του ξενοδοχείου και ο πρώτος βγήκε από τον περιφραγμένο χώρο του ξενοδοχείου και επέστρεψε έχοντας μαζί του ένα κουτί το οποίο άνοιξε και είδε τα δύο νάυλον σακουλάκια  με τα ναρκωτικά.  Το κάθε νάυλον σακουλάκι περιείχε 50 γραμμάρια. Αμέσως μετά και με την επέμβαση άλλων αστυνομικών που καραδοκούσαν ο λοχίας του απεκάλυψε την ιδιότητα του ως αστυνομικός της ΥΚΑΝ.  Ο αστυνομικός 4397 Μάριος Ξενοφώντος που επενέβη υπέδειξε στον εφεσείοντα τα ναρκωτικά, ο οποίος απάντησε «ναι έκανα λάθος, είναι ναρκωτικά» ως επίσης και αμέσως μετά «σου είπα είναι ναρκωτικά, μου τα έφερε κάποιος Ηλίας».  Τις απαντήσεις αυτές ο εφεσείων τις έδωσε μετά που του είχε επιστηθεί η προσοχή του στο νόμο από τον αστυνομικό.  Ακολούθως ο εφεσείων είπε στον αστυνομικό ότι παρόμοια ναρκωτικά είχε και στο σπίτι του.  Ο εφεσείων οδήγησε την αστυνομία στο σπίτι του όπου τους παρέδωσε ένα φλιτζάνι που περιείχε ναρκωτική ουσία περιτυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο.

Ο εφεσείων οδηγήθηκε στην Αστυνομία όπου έδωσε θεληματική κατάθεση.  Ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε ένσταση στην παρουσίαση αυτής της κατάθεσης ότι λήφθηκε κατόπιν υποσχέσεων και απειλών.  Διεξήχθη δίκη εντός δίκης.  Κατέθεσαν τρεις αστυνομικοί μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή και ένας για την Υπεράσπιση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια εμπεριστατωμένη ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε την ένσταση της Υπεράσπισης.  Στη θεληματική κατάθεση του ο εφεσείων προβαίνει σε παραδοχή ότι κατείχε ναρκωτικές ουσίες, μεθαμφεταμίνη, με σκοπό την εμπορία και διάθεση τους σε τρίτα πρόσωπα.  Προβαίνει επίσης σε επιβεβαίωση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα στις τρεις κατηγορίες και τον αθώωσε στην πρώτη κατηγορία της συνωμοσίας.

Εναντίον της καταδικαστικής αυτής απόφασης καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα η παρούσα έφεση. Προβάλλει οκτώ λόγους έφεσης.  Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε τους έξι από τους λόγους έφεσης και περιορίστηκε σε δύο, τους ακόλουθους:-

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στην ενδιάμεση απόφαση του Δίκη εντός Δίκης 4 ημερ. 17.12.03 απέρριψε ένσταση της υπεράσπισης ότι η δήθεν θεληματική κατάθεση του κατηγορούμενου ήταν αποτέλεσμα ψυχολογικής πίεσης, και εκβιασμού από συγκεκριμένα αστυνομικά όργανα προς τον κατηγορούμενο.», και

«Εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την θέση του εφεσείοντα ότι δεν εγνώριζε ότι αυτές οι ουσίες είναι ναρκωτικές ουσίες.»

Για τον πρώτο λόγο, όπως πιο πάνω, της έφεσης έχουμε ήδη αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια αναλυτική απόφαση του απέρριψε την ένσταση της υπεράσπισης του εφεσείοντα ότι ασκήθηκε ψυχολογική βία ή απειλή εναντίον του για να δώσει την κατάθεση προς την Αστυνομία.  Ο συνήγορος του εφεσείοντα τόσο στο διάγραμμα του όσο και προφορικά ενώπιον μας επέμενε στον εξής συλλογισμό που βασίζεται στη μαρτυρία του Α. Μανωλά, Λειτουργού Ευημερίας που κάλεσε ο εφεσείων.  Ο Λειτουργός αυτός κατέθεσε ότι κλήθηκε στην αστυνομία διότι, όπως του είπαν, εμπλέκονται παιδιά στην υπόθεση και χρειαζόταν η επέμβαση του Τμήματος του.  Στην αστυνομία είδε τόσο τον εφεσείοντα όσο και τη σύζυγο του ονόματι Ιμέλτα.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρει τα εξής στο διάγραμμα του:-

«Επιβεβαιώνεται από όλα τα γεγονότα η θέση του Εφεσείοντα ότι τον απείλησαν και τον εκβίασαν ότι αν δεν προβεί σε θεληματική κατάθεση θα συλλάβουν και την σύζυγο του και προπάντος θα δώσουν τα παιδιά του στο γραφείο Ευημερίας.  Ασφαλέστατα ναι.»

Τη θέση του όμως ο εφεσείων δεν την έθεσε με μαρτυρία.  Ο ίδιος δεν κατέθεσε ενόρκως, ως είχε δικαίωμα, στη δίκη εντός δίκης.  Ούτε κάλεσε κανένα μάρτυρα για τα γεγονότα.  Ο συλλογισμός του παραμένει θεωρητικός και μετέωρος και δεν βασίζεται στα γεγονότα.  Είναι γεγονός ότι η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας τη θεληματικότητα της κατάθεσης παραμένει αναλλοίωτη, πράγμα που και το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει.

Έχουμε μελετήσει τόσο τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε στη δίκη εντός δίκης όσο και την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην οποία αναλύεται με λεπτομέρεια η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία αυτή και εύλογα και ορθά αποφάσισε να απορρίψει την ένσταση της Υπεράσπισης.  Ο συνήγορος του εφεσείοντα επέμενε ότι υπήρχαν αντιφάσεις στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, πράγμα, που όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είχαν τεκμηριωθεί.  Η θεληματικότητα της κατάθεσης είχε αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον άλλο και τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση του ότι δεν εγνώριζε ότι οι ουσίες που είχε στην κατοχή του ήταν απαγορευμένα ναρκωτικά.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα στηρίζει τη θέση αυτή του εφεσείοντα αποκλειστικά στη μαρτυρία του Λοχία Χατζηλύρα που κάλεσε κατά τη δίκη η Υπεράσπιση.  Ο λοχίας αυτός κατέθεσε ότι ο εφεσείων στις 16.8.2002 του παρουσίασε μικρή ποσότητα κάποιας ουσίας σε αλουμινόχαρτο και του ζήτησε να εξετάσει αν είναι απαγορευμένη ναρκωτική ουσία. Ο λοχίας προκαταρκτικά και εκ πρώτης όψεως του ανέφερε ότι πιθανό να μην ήταν ναρκωτική ουσία αλλά έπρεπε να σταλεί στο Γενικό Χημείο για ανάλυση για να βεβαιωθούν.  Ο εφεσείων παραπλάνησε τον λοχία λέγοντας του ότι βρήκε την ουσία σε χωράφι.  Για το σχετικό πιο πάνω συμβάν έγινε και καταχώρηση στο αστυνομικό βιβλίο. Ο εφεσείων για περίοδο σχεδόν δύο μηνών δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει για τις ναρκωτικές ουσίες που είχε στην κατοχή του, ούτε και τις παρέδωσε στην αστυνομία.  Αντίθετα διαπραγματεύετο να τις πωλήσει και να τις προμηθεύσει σε τρίτα πρόσωπα. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναλύει λεπτομερώς τη μαρτυρία κατέληξε για το θέμα ως εξής:-

«Για τους λόγους που έχω αναφέρει, δεν αποδέχομαι τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου και είναι η κατάληξη μου ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος στο σύνολο της μαρτυρίας του κρίνω ότι δεν είπε την αλήθεια αλλά προσπαθούσε να διαφοροποιήσει τη θέση του και να παρουσιάζει τα γεγονότα όπως θα ήταν ευνοϊκά γι' αυτόν.  Δεν αποδέχομαι τους ισχυρισμούς του για πιέσεις εκ μέρους της Αστυνομίας και για εκφοβισμό αναφορικά με τη λήψη της κατάθεσης του η οποία είναι όπως ανέφερα Τεκμήριο 16Α ενώπιον του Δικαστηρίου.  Οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο στην κατάληξη αυτή φαίνονται στην ενδιάμεση απόφαση.  Όπως ήδη έχω αναφέρει, δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου και είναι η κατάληξη μου ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η ύλη ήταν ναρκωτικά, ήταν «σιάπου» όπως τον είχε πληροφορήσει ο κουνιάδος του και σκοπός του δεν ήταν να τα παραδώσει στην Αστυνομία, αλλά να τα πωλήσει για δικό του όφελος.»

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογη και σύμφωνη με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

Προσθέτουμε και εμείς ότι αμέσως μετά τη σύλληψη του επ' αυτοφώρω στη σκηνή του εγκλήματος και αφού του επεστήθη η προσοχή του στο νόμο ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι κατείχε ναρκωτικά, δίδοντας την απάντηση «αφού σου είπα είναι ναρκωτικά, μου τα έφεραν και εμένα να τα πουλήσω.»  Απάντηση που επανέλαβε και λίγα λεπτά αργότερα.  Επίσης στη γραπτή θεληματική του κατάθεση προβαίνει σε παραδοχή χωρίς να ισχυρίζεται οποιαδήποτε άγνοια όσον αφορά τις ναρκωτικές ουσίες.  Η ύπαρξη της γνώσης, δεν είναι κάτι που συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία.  Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Βλ. Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211).  Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας, όπως έχουν αναφερθεί, στοιχειοθετούν τη γνώση του εφεσείοντα ότι οι ουσίες που είχε στην κατοχή του ήταν απαγορευμένα ναρκωτικά. Η περιστατική μαρτυρία παρέχει συντριπτική μαρτυρία ενοχής του εφεσείοντα που δεν θα άφηνε αμφιβολία σε οποιοδήποτε Δικαστήριο για τη γνώση του ότι αυτά που επιχειρούσε να πωλήσει ήταν ναρκωτικά.

Έχουμε καταλήξει ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο