ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 624
15 Νοεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΡΥΩΝΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7880)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση εναντίον των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία βρέθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορία για παράνομο τραυματισμό του παραπονούμενου και για κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητό του. Η καταδίκη στηρίχθηκε στην ευθεία μαρτυρία του παραπονούμενου και σε κάποιο βαθμό της συζύγου του πως ο εφεσείων κατ' αρχάς και, στην συνέχεια, ο ίδιος και η παρέα του, τον πυροβόλησαν με κυνηγετικό όπλο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία του παραπονούμενου και της συζύγου του και, για τους λόγους που εξήγησε, απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο παραπονούμενος είδε τον εφεσείοντα να τον σημαδεύει με το κυνηγετικό όπλο και να τον πυροβολεί. Οι λόγοι έφεσης αφορούν στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κυρίως με αναφορά στο κατά πόσο ήταν δυνατό να τον είχε ακούσει και να τον είχε δει ο παραπονούμενος, ενόψει της διαμόρφωσης του εδάφους και της μαρτυρίας του εξεταστή της υπόθεσης πως μεταξύ των σημείων που υπέδειξε ο παραπονούμενος δεν υπήρχε ορατότητα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι η παρούσα περίπτωση απέχει πολύ από περίπτωση κατά την οποία θα δικαιολογείτο, κατά τις καθιερωμένες αρχές, παρέμβασή του σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 10330/01), ημερομηνίας 9/8/04, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για παράνομο τραυματισμό του παραπονουμένου και για κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητό του.
Χ. Ζόππος και Σ. Σωκράτους, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Μετά από ακροαματική διαδικασία, ο εφεσείοντας βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για παράνομο τραυματισμό του παραπονουμένου και για κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητό του. Η καταδίκη στηρίχτηκε στην ευθεία μαρτυρία του παραπονούμενου και σε κάποιο βαθμό της συζύγου του πως ο εφεσείοντας κατ' αρχάς και, στη συνέχεια, ο ίδιος και η παρέα του, τον πυροβόλησαν με κυνηγετικό όπλο.
Από τη μαρτυρία μελών της Αστυνομικής Δύναμης που αναμείχθηκαν στη διερεύνηση της υπόθεσης, εμπειρογνώμονα για τα πυροβόλα όπλα, ιατρού, φωτογράφου και ιατροδικαστή, ήταν σαφές ότι ο παραπονούμενος, το πρωΐ της 13.12.00, δέχτηκε πυροβολισμούς από κυνηγετικό όπλο. Κτυπήθηκε στο δεξί χέρι, ίχνη κτυπημάτων από σφαιρίδια κυνηγετικών όπλων έφερε και το ημιφορτηγό αυτοκίνητό του και τέτοια σφαιρίδια βρέθηκαν στο πάτωμα και στην κάσια του. Σύμφωνα με την υπόλοιπη μαρτυρία, θα λέγαμε περιλαμβανομένης και της ένορκης μαρτυρίας του ιδίου του εφεσείοντα, αμέσως προηγουμένως ο παραπονούμενος είχε κτυπήσει με το ημιφορτηγό του το σκύλο του εφεσείοντα ο οποίος, μαζί με την παρέα του, κυνηγούσε στην περιοχή. Εκείνο που αρνείτο ο εφεσείων ήταν η εμπλοκή η δική του αλλά και της παρέας του στο επεισόδιο. Δεν αποδίδει, συναφώς, κάποιας μορφής λάθος στον παραπονούμενο σε σχέση με την αναγνώρισή του. Υπήρχε το φως της ημέρας, ήταν συγχωριανοί με τον παραπονούμενο και, όπως άλλωστε σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος. Ό,τι αποδίδει στον παραπονούμενο είναι κατασκεύασμα της ιστορίας, για να τον ενοχοποιήσει. Χωρίς, όμως, και να προσδιορίζει οτιδήποτε που θα μπορούσε να εξηγήσει τέτοια επιδίωξη του παραπονούμενου.
Ήταν η μαρτυρία του παραπονούμενου πως, μόλις ελάττωσε ταχύτητα αφού αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητό του κτύπησε κάπου, άκουσε τον εφεσείοντα να βλαστημά και να λέγει «ετσίλλισέν τον». Οπότε και τον είδε, από τα δεξιά του, να τον σημαδεύει με το κυνηγετικό του όπλο και να τον πυροβολεί. Είπε στη σύζυγό του που καθόταν δίπλα του πως ήταν ο εφεσείοντας, προχώρησε για να διαφύγει και ακολούθησαν και άλλοι πυροβολισμοί. Το ίδιο πρωΐ προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία.
Ο εφεσείοντας, με την ένορκη μαρτυρία του, αφού αναφέρθηκε σε πυροβολισμούς που έριξε εναντίον μπεκάτσας, ισχυρίστηκε πως δεν έριξε άλλους πυροβολισμούς όταν στη συνέχεια, αναζητώντας το θήραμα, είδε το σκύλο του κτυπημένο δίπλα από την άσφαλτο. Απλώς τέθηκε σε αναζήτηση του αυτοκινήτου που προηγουμένως είχε δει στο δρόμο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία του παραπονούμενου και της συζύγου του και, για λόγους που εξήγησε, απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Οι λόγοι δε έφεσης ακριβώς αφορούν σ' αυτές τις κρίσεις. Κυρίως με αναφορά στο κατά πόσο ήταν δυνατό να τον είχε ακούσει και να τον είχε δει ο παραπονούμενος, ενόψει της διαμόρφωσης του εδάφους και της μαρτυρίας του εξεταστή της υπόθεσης πως μεταξύ των σημείων που υπέδειξε ο παραπονούμενος δεν υπήρχε ορατότητα. Ή, ακόμα και να είχε κτυπηθεί ο παραπονούμενος και το αυτοκίνητό του με τον τρόπο που εκείνος περιέγραψε, με επίκληση και της μαρτυρίας πως, εν τέλει, στο σημείο που υποτίθεται βρισκόταν ο εφεσείων, οι μόνοι δυο κάλυκες που βρέθηκαν δεν συνδέθηκαν με το όπλο του. Και, περαιτέρω, της παράληψης κλήσης άλλων μαρτύρων, αυτοπτών κατά την εκδοχή του παραπονούμενου, και της αμφιβολίας που άφηνε η μαρτυρία του παραπονούμενου πως, όπως το έθεσε ενώπιόν μας ο εφεσείοντας, ήταν η παρέα του και όχι ο ίδιος που τον πυροβόλησε.
Έχουμε μελετήσει τις εισηγήσεις και τα πρακτικά. Καταλήγουμε πως απέχει πολύ η παρούσα περίπτωση από περίπτωση κατά την οποία θα δικαιολογείτο, κατά τις καθιερωμένες αρχές, παρέμβασή μας σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δεν δικαιολογείται να επεκταθούμε σε πολλές λεπτομέρειες αλλά σημειώνουμε πως οι αυτόπτες μάρτυρες στους οποίους αναφέρθηκε ο παραπονούμενος, όπως διευκρινίστηκε, ήταν μέλη της παρέας του εφεσείοντα, είχαν αναφερθεί τα ονόματά τους και ο εφεσείων θα μπορούσε να τους είχε καλέσει ο ίδιος. Η αναφορά δε του παραπονούμενου σ' αυτούς είχε την έννοια της διαμαρτυρίας επειδή δεν είχε ληφθεί και από αυτούς κατάθεση και σημειώνουμε πως, πράγματι, το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε κίνητρο στον εξεταστή της υπόθεσης, του οποίου ο εφεσείοντας υπήρξε συνάδελφος. Με αποτέλεσμα και την απόρριψη ως ψευδούς της μαρτυρίας του σε σχέση με την ορατότητα στην περιοχή. Θεώρησε επ' αυτού πως ο εξεταστής προσπάθησε να βοηθήσει τον εφεσείοντα όπως είχε κάμει και κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης όταν, όπως ήταν η μαρτυρία του παραπονούμενου, τον πίεζε να διαφοροποιήσει την κατάθεσή του και να αποσύρει το παράπονό του. Σημειώνουμε πως ισχυρισμοί για αντιφατικές γραπτές καταθέσεις του παραπονούμενου εγκαταλείφθηκαν κατά την ακρόαση όταν διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε το υπόβαθρο για τη στοιχειοθέτησή τους.
Περαιτέρω, δεν ήταν η μαρτυρία του παραπονούμενου πως τον πυροβόλησε γενικά η παρέα του εφεσείοντα. Ο παραπονούμενος ήταν σαφής πως είδε τον ίδιον τον εφεσείοντα να τον πυροβολεί και πως η αναφορά του «και στην παρέα του» αφορούσε στους επόμενους πυροβολισμούς. Η ανεύρεση δε στην περιοχή μόνο δυο καλύκων θα μπορούσε να σημαίνει κάτι μόνο αν ο παραπονούμενος είχε κατασκευάσει όχι απλώς την ενοχή του εφεσείοντα αλλά όλο το περιστατικό. Ενώ, όπως σημειώσαμε, ο ίδιος και το αυτοκίνητό του είχαν σημάδια από σκάγια, μέρος των οποίων βρέθηκε και μέσα στο αυτοκίνητο. Στο πλαίσιο των δεδομένων αυτή η εκδοχή είναι εξωπραγματική και η μή ανεύρεση άλλων καλύκων που θα μπορούσαν βεβαίως να είχαν περισυλλεγεί από τους ίδιους τους δράστες, δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.