ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 551
19 Οκτωβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 84/2005)
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Όταν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία μάρτυρα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε για αδικήματα που αφορούν την παράλειψη καταβολής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων και άλλων εισφορών και τελών σε σχέση με την παραπονούμενη η οποία ήταν υπάλληλος του. Οι κατηγορίες αφορούσαν ουσιαστικά μια περίοδο μηνών, από το Μάιο 2000 μέχρι τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, όπως και το ύψος των απολαβών της παραπονούμενης, ως προς τα οποία υπήρχε και η όλη διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών. Το γεγονός ότι η εργοδότηση της παραπονούμενης έληξε τον Ιανουάριο 2003 με δική της επιλογή καθώς και το γεγονός ότι υπέβαλε το παράπονό της στις 15/4/2004, αποτελούσαν μέρος των παραδεκτών γεγονότων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αφού έκρινε την παραπονούμενη αξιόπιστη μάρτυρα και τον εφεσείοντα αναξιόπιστο, αιτιολογώντας εκτενώς την κρίση του. Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του παραπονούμενου ουσιαστικά για την κρίση αξιοπιστίας της παραπονούμενης ως το θεμέλιο της καταδίκης. Αντικείμενο της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του εφεσείοντος αφορά και την συλλογιστική του Δικαστηρίου στην προσέγγιση της μαρτυρίας σε συνάρτηση ιδιαίτερα με τα κίνητρα της παραπονούμενης, δοθέντος ότι και το παράπονό της υπεβλήθη αρκετό καιρό μετά από τον τερματισμό της εργοδότησής της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι αντιφάσεις στις οποίες αναφέρεται ο εφεσείων ότι περιέπεσε η παραπονούμενη δεν μπορούν να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ανατροπής της κρίσης του Δικαστηρίου στη βάση των καθιερωμένων αρχών. Ούτε είναι δυνατό να οικοδομείται εισήγηση για αντίφαση όταν τα εγειρόμενα σημεία δεν ετέθησαν στην παραπονούμενη κατά την αντεξέτασή της και εν πάσει περίπτωση πρόκειται για φαινομενικές μικροδιαστάσεις.
2. Το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα του κινήτρου με βάση την κοινή λογική και προβληματίστηκε για το γεγονός ότι το παράπονό της παραπονούμενης υπεβλήθη αρκετό καιρό μετά τον τερματισμό της εργοδότησής της. Έδωσε όμως σαφείς εξηγήσεις γιατί αυτό μπορούσε να δικαιολογείτο ώστε να μην επηρέαζε την αξιοπιστία της. Το Δικαστήριο επετέλεσε ορθά το έργο του ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας τόσο της παραπονούμενης όσο και του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 10537/04), ημερομηνίας 18/2/05, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για αδικήματα τα οποία αφορούσαν την παράλειψη καταβολής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων και άλλων εισφορών και τελών σε σχέση με υπάλληλό του η οποία ήταν και η παραπονούμενη.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση είναι εναντίον της καταδίκης του Εφεσείοντα για αδικήματα που αφορούν την παράλειψη καταβολής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων και άλλων εισφορών και τελών σε σχέση με υπάλληλο του η οποία ήταν και η Παραπονούμενη. Οι κατηγορίες αφορούσαν ουσιαστικά μια περίοδο μηνών, εκείνη του Μαΐου 2000 μέχρι και Νοεμβρίου 2000, όπως και το ύψος των απολαβών της Παραπονούμενης, ως προς τα οποία υπήρχε και η όλη διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ ήταν κοινό έδαφος ότι η εργοδότηση της Παραπονούμενης έληξε τον Ιανουάριο 2003 με δική της επιλογή. Η μεν Παραπονούμενη (ΜΚ1), στην εκδοχή της οποίας και εβασίζετο η υπόθεση του Εφεσίβλητου Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ισχυρίζετο ότι η εργοδότησή της από τον Εφεσείοντα άρχισε το Μάιο 2000, με αρχικό μισθό £75 την εβδομάδα μέχρι το Δεκέμβριο 2000 και μετά £90 την εβδομάδα, ο δε Εφεσείων ισχυρίζετο, σε τούτο δε συνίστατο και η υπεράσπισή του, ότι η εργοδότηση άρχισε την 1.12.2000 με μισθό £200 το μήνα. Ήταν μάλιστα δεκτό, όπως ανέφερε και η ΜΚ2 Επιθεωρητής Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ότι ο Εφεσείων είχε δηλώσει ως ημερομηνία πρόσληψης της Παραπονούμενης την 1.12.2000 με μισθό £200 το μήνα και καταβάλει τις σχετικές εισφορές και τα σχετικά τέλη από την ημερομηνία εκείνη και μέχρι 13.12.2002. Ήταν επίσης δεκτό ότι η Παραπονούμενη υπόβαλε το παράπονο της στις 15.4.2004, αρκετό καιρό δηλαδή μετά από τον τερματισμό της απασχόλησής της, αλλά και ότι από τον Ιούλιο 2002 είχε υποβάλει αίτηση για πληρωμή των ποσών των ετήσιων αδειών της όχι μόνο για το 2001 αλλά και για το 2000.
Πρόδηλο είναι, με αυτή την εικόνα, ότι η έκβαση της υπόθεσης θα ήταν θέμα της προσέγγισης του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της ένορκης μαρτυρίας. Ο ευπαίδευτος Δικαστής προτίμησε τη μαρτυρία της Παραπονούμενης αντί εκείνη του Εφεσείοντα. Έκρινε την Παραπονούμενη αξιόπιστη μάρτυρα και τον Εφεσείοντα ως αναξιόπιστο, παρέχοντας σε έκταση τους λόγους της κρίσης του. Η καταδίκη ήταν κατόπιν τούτου φυσική κατάληξη.
Οι λόγοι έφεσης δεν διατυπώνουν με σαφήνεια το παράπονο του Εφεσείοντα. Το διάγραμμα περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, τοσούτο μάλλον αφού δεν έχει αντιστοιχία προς τους λόγους έφεσης. Φαίνεται όμως, όπως διεφάνη και κατά την ακρόαση, ότι ο Εφεσείων ουσιαστικά παραπονείται για την κρίση αξιοπιστίας της Παραπονούμενης ως το θεμέλιο της καταδίκης. Γίνεται συναφώς αναφορά σε πολλά σημεία της μαρτυρίας προς ενίσχυση της εισήγησης ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης διέπεται από τέτοιες αντιφάσεις, αδυναμίες και κενά ώστε να απολήγει ψευδής. Καμιά από αυτές τις αναφορές όμως, ούτε στο σύνολό τους, μπορούν να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ανατροπής της κρίσης του δικαστηρίου στη βάση των καθιερωμένων αρχών. Συνιστούν επί μέρους και αποσπασματικές αναφορές οι οποίες, και αν ακόμα ερμηνεύοντο όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα (και δεν είμαστε διατεθειμένοι να τις δούμε έτσι) δεν θα επηρέαζαν την καθολική εικόνα. Ιδιαίτερα ως προς τις αναφορές που γίνονται στο συσχετισμό της μαρτυρίας της Παραπονούμενης προς την κατάθεση της, να πούμε επί πλέον ότι, όπως παρατηρήσαμε και κατά την ακρόαση, δεν είναι δυνατό να οικοδομείται εισήγηση για αντίφαση όταν τα εγειρόμενα σημεία δεν ετέθησαν στην παραπονούμενη κατά την αντεξέτασή της και εν πάση περιπτώσει πρόκειται για φαινομενικές μικροδιαστάσεις.
Μία άλλη κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα φαίνεται να συνίσταται στη διατύπωση συλλογισμών και ερωτημάτων ως προς τα στοιχεία που διέπουν τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην προσέγγιση της μαρτυρίας σε συνάρτηση ιδιαίτερα με τα κίνητρα της Παραπονούμενης δοθέντος ότι και το παράπονό της υπεβλήθη αρκετό καιρό μετά από τον τερματισμό της εργοδότησής της. Να πούμε βεβαίως ότι, ιδιαίτερα εφ΄όσον η υπόθεση εκρίνετο με βάση την άποψη της αξιοπιστίας της ένορκης μαρτυρίας, ήταν σημαντικό για το Δικαστήριο να λάβει υπ΄όψη του τα οποιαδήποτε αναγόμενα σε ανύποπτο χρόνο στοιχεία που θα το βοηθούσαν να διαμορφώσει γνώμη συνάδουσα προς τη λογική του πράγματος. Το Δικαστήριο όμως δεν απέφυγε να προβληματισθεί σχετικά και δεν προκύπτει ανεπάρκεια ή πλάνη στην προσέγγισή του. Εξέτασε το θέμα του κινήτρου με γνώμονα την κοινή λογική και δεδομένου ότι δεν υπήρχε θέμα "εκδίκησης" προς τον Εφεσείοντα αφού, όπως παρατηρήσαμε, ο τερματισμός της εργοδότησης της Παραπονούμενης ήταν με δική της επιλογή, ούτε υπήρχε μαρτυρία για οτιδήποτε άλλο εκτός από καλές σχέσεις μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της εργοδότησης. Ιδιαίτερα προβλημάτισε το Δικαστήριο το γεγονός ότι το παράπονο της Παραπονούμενης υπεβλήθη αρκετό καιρό μετά τον τερματισμό της εργοδότησής της. Εξήγησε όμως γιατί αυτό μπορούσε να δικαιολογείτο ώστε να μην επηρέαζε την αξιοπιστία της, και μάλιστα με αναφορά στο ότι η θέση της ότι εργοδοτήθηκε από το Μάιο 2000 διατυπώθηκε για πρώτη φορά όχι εκ των υστέρων όταν υπέβαλε το παράπονο της αλλά κατά τη διάρκεια της εργοδότησής της, τον Ιούλιο 2002, όταν ζήτησε να της καταβληθούν τα ποσά των ετήσιων αδειών της για το 2001 όσο και για το 2002. Δεν έχουμε λόγο να θεωρούμε ότι ο ευπαίδευτος Δικαστής επετέλεσε λανθασμένα το έργο του ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης. Το ίδιο βεβαίως ισχύει ως προς εκείνη του Εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.