ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 2 ΑΑΔ 120

7 Μαρτίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ALEXANDER VIDAKOVIC,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7616)

 

Δίκη ― Αδικαιολόγητη διακοπή δίκης και αθώωση κατηγορουμένου σε κατηγορία για σοβαρό αδίκημα επειδή ο μεταφραστής που διευθέτησε η Κατηγορούσα Αρχή δεν ήταν παρών ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Δίκη ― Διακοπή δίκης και απαλλαγή κατηγορουμένου ― Πρέπει να ασκείται με πολλή περίσκεψη και μόνο όπου οι εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης το επιβάλλουν.

Στην υπόθεση αυτή το Εφετείο αποδέχθηκε την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία ο εφεσίβλητος αθωώθηκε στην κατηγορία κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 270(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.  Το χρηματικό ποσό το οποίο έκλεψε ο εφεσείων ανερχόταν στις £2.400. Το ιστορικό της υπόθεσης είναι εν συντομία το ακόλουθο:  Η υπόθεση ορίστηκε γι' ακρόαση στις 28.1.2004 μετά από αριθμό αναβολών.  Ο εισαγγελεύων ζήτησε αναβολή γιατί η μεταφράστρια, από τα Γιουγκοσλαβικά στα Ελληνικά δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο.  Είχε μεταβεί σε κηδεία συγγενικού της προσώπου.  Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κατηγορουμένου να έχει δωρεάν τις υπηρεσίες διερμηνέα, που έχει υποχρέωση το Δικαστήριο να του διασφαλίσει και παρόλο ότι το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η κατηγορία που αντιμετώπιζε ήταν σοβαρή, έκρινε πως η διαδικασία δεν μπορούσε να συνεχιστεί, τη διέκοψε και αθώωσε τον εφεσίβλητο.

Το Εφετείο αποδεχόμενο την έφεση αποφάνθηκε ότι:

1.  Η διακοπή της δίκης από τον Επαρχιακό Δικαστή ήταν νομικά εσφαλμένη, αλλά και ολωσδιόλου αδικαιολόγητη αν ληφθούν υπόψη τα γεγονότα, όπως εμφαίνονται στο πρακτικό της διαδικασίας που προηγήθηκε της 28ης Ιανουαρίου 2004.  Από τα γεγονότα αυτά προκύπτει καθαρά ότι ο εφεσίβλητος μιλούσε και καταλάβαινε Ελληνικά πράγμα που επιβεβαίωσε προς το Δικαστήριο και ο ίδιος ο εφεσίβλητος όπως και ο δικηγόρος του.  Το θέμα του μεταφραστή ηγέρθη στις 21 Οκτωβρίου 2003, οπόταν και η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 28 Ιανουαρίου 2004.

2.  Κακώς το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε το αίτημα της κατηγορούσας αρχής για αναβολή αφού, από τις πολλές αναβολές που δόθηκαν, αυτή ευθυνόταν μόνο για μία.

3.  Η διακοπή της δίκης και απαλλαγή κατηγορουμένου σε ποινική υπόθεση είναι πολύ σοβαρό μέτρο, που πρέπει να ασκείται με πολλή περίσκεψη και μόνο όπου οι εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης το επιβάλλουν.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 13255/02) ημερ. 28/1/04, με την οποία ο κατηγορούμενος, Γιουγκοσλαβικής καταγωγής, ο οποίος αντιμετώπιζε την κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 270(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 43(Ι)/2000, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε, επειδή το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να έχει δωρεάν τις υπηρεσίες διερμηνέα, όπως διασφαλίζεται από το Σύνταγμα.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Αδάμου, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσίβλητος είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π..

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος κατηγορείτο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ότι τον Απρίλιο 2001 έκλεψε χρηματικό ποσό £2400, που του εμπιστεύθηκε η «Zora Sabo Batanc» για να το παραδώσει στο Γεώργιο Σαλώφ. (Κλοπή υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των άρθρων 270(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 43(1)/2000.)

Η υπόθεση, μετά από αριθμό αναβολών στις οποίες θα αναφερθούμε πιο κάτω, ορίστηκε για ακρόαση στις 28 Ιανουαρίου 2004, η ώρα 1:10 μ.μ.  Ο εισαγγελεύων ζήτησε αναβολή γιατί η μεταφράστρια, από τα Γιουγκοσλάβικα στα Ελληνικά, δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο.  Είχε μεταβεί σε κηδεία συγγενικού της προσώπου.  Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κατηγορουμένου να έχει δωρεάν τις υπηρεσίες διερμηνέα (άρθρο 30(3)) που έχει υποχρέωση το Δικαστήριο να του διασφαλίσει και μολονότι η κατηγορία που αντιμετώπιζε, όπως το ίδιο το Δικαστήριο παρατήρησε, ήταν σοβαρή, έκρινε πως η διαδικασία δεν μπορούσε να συνεχιστεί, τη διέκοψε και αθώωσε τον εφεσίβλητο.

Ο Γενικός Εισαγγελέας με την υπό συζήτηση έφεση επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ώστε να συνεχιστεί η εκδίκαση της εις βάρος του εφεσίβλητου κατηγορίας.

Έχει δίκαιο ο Γενικός Εισαγγελέας.  Η διακοπή της δίκης από τον Επαρχιακό Δικαστή ήταν νομικά εσφαλμένη, αλλά και ολωσδιόλου αδικαιολόγητη αν ληφθούν υπόψη τα γεγονότα, όπως εμφαίνονται στο πρακτικό της διαδικασίας που προηγήθηκε της 28ης Ιανουαρίου 2004.

Στις 27 Ιουνίου 2002, όταν εμφανίστηκε ο εφεσίβλητος για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστή είπε πως μιλούσε Ελληνικά και μάλιστα έγινε και στιχομυθία στην Ελληνική.  Διατάχθηκε η ετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας.  Δεν απάντησε στην κατηγορία.

Στις 29 Ιουλίου 2002 ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτημα για νομική αρωγή. Στις 2 Σεπτεμβρίου 2002, που ορίστηκε η υπόθεση για απάντηση στην κατηγορία, ο ίδιος ο εφεσίβλητος ανταποκρινόμενος ξανά σε ρητή ερώτηση του Δικαστηρίου είπε πως μιλούσε Ελληνικά, και μάλιστα ακολούθησε μακρύς διάλογος αναφορικά με το αίτημα του για νομική αρωγή. Απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες, τις οποίες και αρνήθηκε.  Είχε, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, εμφανιστεί συνήγορος της δικής του επιλογής με νομική αρωγή.  Στις 4 Νοεμβρίου 2002, που ορίστηκε η υπόθεση για ακρόαση, ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους του δικηγόρου του εφεσίβλητου, που δόθηκε.  Στις 17 Δεκεμβρίου 2002, προτού αρχίσει η δίκη, επαναλήφθηκε η διαβεβαίωση πως ο εφεσίβλητος μιλά Ελληνικά και μάλιστα ο δικηγόρος του εξέφρασε την επιθυμία (του εφεσίβλητου) να διορίσει άλλο δικηγόρο. Το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για τις 7 Μαρτίου 2003, οπόταν και εμφανίστηκε άλλος δικηγόρος εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο οποίος και ζήτησε χρόνο να μελετήσει την υπόθεση.  Ορίστηκε στις 2 Ιουνίου 2003.  Διαπιστώθηκε πως από λάθος δεν είχαν κλητευθεί οι μάρτυρες για την κατηγορούσα αρχή, και το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για τις 21 Οκτωβρίου 2003.  Την τελευταία αυτή ημερομηνία τέθηκε από το δικηγόρο του εφεσίβλητου, για πρώτη φορά, ζήτημα γλώσσας.  Εισηγήθηκε πως θα έπρεπε να παρευρίσκεται στο Δικαστήριο μεταφραστής.  Μετά την εξέλιξη αυτή η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 28 Ιανουαρίου 2004, οπόταν και είχε το αποτέλεσμα που καταγράψαμε στην αρχή της απόφασής μας.

Είπαμε ήδη πως δεν λειτούργησε ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Από το σχετικό πρακτικό διαπιστώνεται πως διέκοψε τη διαδικασία και απάλλαξε τον εφεσίβλητο γιατί δεν είχε έλθει ο μεταφραστής που διευθέτησε η κατηγορούσα αρχή να είναι παρών.  Και το ερώτημα που προβάλλεται είναι:  γιατί το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε το αίτημα της κατηγορούσας αρχής για αναβολή;  Από το πρακτικό της διαδικασίας καταδεικνύεται πως δόθηκαν πολλές αναβολές που ζητήθηκαν, και εξυπηρετούσαν, τον ίδιο τον εφεσίβλητο, και μόνο μία για την οποία ευθυνόταν η κατηγορούσα αρχή. Υποδείξαμε επίσης πως μέχρι την προτελευταία ημερομηνία, που ήταν ορισμένη η υπόθεση, ο ίδιος ο εφεσίβλητος και ο προηγούμενος δικηγόρος του διαβεβαίωναν το Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος μιλούσε και καταλάβαινε Ελληνικά.  Ηγέρθη το θέμα μεταφραστή στις 21 Οκτωβρίου 2003, οπόταν και η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 28 Ιανουαρίου 2004.

Τα πιο πάνω στοιχεία δεν μέτρησαν καθόλου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστή, και ιδιαίτερα η σοβαρότητα της κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος.

Η διακοπή και απαλλαγή κατηγορουμένου σε ποινική υπόθεση είναι πολύ σοβαρό μέτρο, που πρέπει να ασκείται με πολλή περίσκεψη και μόνο όπου οι εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης το επιβάλλουν.

Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται η εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου από άλλο δικαστή.

Η�έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο