ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 2 ΑΑΔ 555

9 Δεκεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7472)

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7473)

ST. MICHAELIDES (FARM) LTD,

Εφεσείοντες,

v.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7472, 7473)

 

Κοινωνικές Ασφαλίσεις ― Υποχρέωση καταβολής εισφοράς ― Διεθνής Σύμβαση 143 περί των Μεταναστεύσεων υπό Συνθήκας Αθέμιτους και της Προωθήσεως Ισότητας Ευκαιριών και Μεταχειρίσεως Μεταναστών Εργατών, Άρθρα 10 και 11 ― Κατά πόσο οι εργοδότες απαλλάττονται από την πληρωμή Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τις καλλιτέχνιδες βραχυχρόνιας διαμονής στην Κύπρο ― Υιοθέτηση της προσέγγισης στην Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3817.

Το θέμα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο με βάση τα Άρθρα 10 και 11 της Συμβάσεως 143 περί των Μεταναστεύσεων υπό Συνθήκας Αθέμιτους και της Προωθήσεως Ισότητας Ευκαιριών και Μεταχειρίσεως Μεταναστών Εργατών (η Σύμβαση) που κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί των Μεταναστών Εργατών (Συμπληρωματικαί Διατάξεις) (Κυρωτικό) Νόμο του 1977 (Ν.36/77), οι εργοδότες απαλλάττονται από την πληρωμή Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τους καλλιτέχνες βραχείας διαμονής στην Κύπρο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Σύμβαση δεν «εξαιρεί αυτή την κατηγορία εργοδοτουμένων από την υποχρέωση καταβολής κοινωνικών ασφαλίσεων». Έκρινε περαιτέρω ότι «ουδεμία ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των προνοιών του νόμου των κοινωνικών ασφαλίσεων που περιλαμβάνει την υπό κρίση απασχόληση στις ασφαλιστέες απασχολήσεις και του ως άνω ακυρωτικού νόμου, Ν 36/77». Επί του προκειμένου άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3817.

Το Εφετείο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση αποφάνθηκε ότι:

1.  Η απόφαση Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής και άλλων (ανωτέρω) είναι ερμηνευτική των Άρθρων 10 και 11 του Νόμου 36/77 - και της Σύμβασης - σε συνάρτηση με τις σχετικές πρόνοιες του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Νόμου 41/80). Επομένως η δοθείσα ερμηνεία μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην παρούσα ποινική υπόθεση. Το γεγονός ότι δόθηκε σε προσφυγή δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την πιο πάνω υπόθεση.

2.  Η προσέγγιση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην πιο πάνω υπόθεση υιοθετείται και στην παρούσα υπόθεση. Σκοπός του Άρθρου 10 του Νόμου 36/77 - και της Σύμβασης - είναι η διασφάλιση ισότητας στην μεταχείριση των μεταναστών και ημεδαπών εργατών και στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Η εξαίρεση που εισάγεται από το Άρθρο 11 δεν εμποδίζει τα συμβαλλόμενα κράτη να προβούν σε ρυθμίσεις οι οποίες σαφώς ευεργετούν παρά ζημιώνουν τις κατηγορίες των μεταναστών οι οποίοι εξαιρούνται με βάση το Άρθρο 11. Καθορίζουν τις ελάχιστες υποχρεώσεις και δεν είναι απαγορευτικά ρυθμίσεων ευεργετικών για τους ενδιαφερόμενους. Ακολουθεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει ορθά τις σχετικές Νομοθετικές Διατάξεις και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Oι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3817.

Eφέσεις εναντίον Kαταδίκης.

Eφέσεις από την εφεσείουσα 2, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία τους μήνες Iούλιο μέχρι Oκτώβριο του έτους 1998 απασχόλησε ως μισθωτά πρόσωπα, αριθμό ξένων καλλιτέχνιδων και τον εφεσείοντα 1, Διευθυντή της εφεσείουσας 2 εταιρείας, ο οποίος είχε άμεση γνώση των παραλείψεων της εταιρείας που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 10402/2000), ημερομηνίας 20/5/2003, με την οποία οι πιο πάνω βρέθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε έξι κατηγορίες για παράλειψη πληρωμής εισφορών Kοινωνικών Aσφαλίσεων και πρόσθετου τέλους κατά παράβαση του περί Kοινωνικών Aσφαλίσεων Nόμου του 1980, παράλειψη πληρωμής εισφορών πλεονάζοντος προσωπικού κατά παράβαση του περί Tερματισμού Απασχολήσεως Nόμου του 1967, παράλειψη πληρωμής τέλους βιομηχανικής κατάρτισης κατά παράβαση του περί Bιομηχανικής Kατάρτισης Nόμου του 1974 και παράλειψη πληρωμής έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και πρόσθετου τέλους κατά παράβαση του περί Eκτάκτου Eισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Nόμου του 1985.

Α. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Παπαλοΐζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα 2 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Κατά τους μήνες Ιούλιο μέχρι Οκτώβριο του έτους 1998 απασχόλησε ως μισθωτά πρόσωπα αριθμό ξένων καλλιτέχνιδων. Ο εφεσείων 1 είναι διευθυντής της εφεσείουσας 2 εταιρείας και είχε άμεση γνώση των  παραλείψεων της εταιρείας που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

Οι δύο εφεσείοντες καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) πάνω σε 6 κατηγορίες, τις εξής:

1.  Παράλειψη πληρωμής εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά παράβαση του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980.

2.      Παράλειψη πληρωμής πρόσθετου τέλους κατά παράβαση του ίδιου νόμου.

3.  Παράλειψη πληρωμής εισφορών πλεονάζοντος προσωπικού κατά παράβαση του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967.

4.  Παράλειψη πληρωμής τέλους βιομηχανικής κατάρτισης κατά παράβαση του  περί Βιομηχανικής Κατάρτισης Νόμου του 1974.

5.  Παράλειψη πληρωμής έκτακτης εισφοράς για την άμυνα κατά παράβαση του περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου του 1985.

6.  Παράλειψη πληρωμής πρόσθετου τέλους κατά παράβαση του ιδίου νόμου.

Όλες οι κατηγορίες αφορούσαν την περίοδο Ιουλίου 1998 - Οκτωβρίου 1998. Η υπεράσπιση που είχε προβληθεί από τους εφεσείοντες ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε βασισθεί επί των αρ. 10 και 11 της Συμβάσεως 143 περί των Μεταναστεύσεων υπό Συνθήκας Αθέμιτους και της Προωθήσεως Ισότητας Ευκαιριών και Μεταχειρίσεως Μεταναστών Εργατών (η Σύμβαση) που κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί των Μεταναστών Εργατών (Συμπληρωματικαί Διατάξεις) (Κυρωτικό) Νόμο του 1977 (Ν 36/77). Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι με βάση τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων της Σύμβασης οι Εργοδότες απαλλάττονται από την πληρωμή Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τους καλλιτέχνες βραχείας διαμονής στην Κύπρο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Σύμβαση δεν «εξαιρεί αυτή την κατηγορία εργοδοτουμένων από την υποχρέωση καταβολής κοινωνικών ασφαλίσεων». Έκρινε περαιτέρω ότι «ουδεμία ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των προνοιών του νόμου των κοινωνικών ασφαλίσεων που περιλαμβάνει την υπό κρίση απασχόληση στις ασφαλιστέες απασχολήσεις και του ως άνω κυρωτικού νόμου, Ν 36/77». Επί του προκειμένου άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην  Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3817

Η έφεση.

Ο κ. Παπαντωνίου υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στην απόφαση του ερμήνευσε τις καταλυτικές επιπτώσεις του Περί της Συμβάσεως περί των Μεταναστών Εργατών (Συμπληρωματικές Διατάξεις) (Κυρωτικού) Νόμου του 1977 (Ν. 36/77) με βάση τον οποίο οι Εργοδότες απαλλάττονται από την πληρωμή Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τους καλλιτέχνες βραχείας διαμονής στην Κύπρο, και καταδίκασε τους εφεσείοντες. Υποστήριξε συναφώς ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι στον Πίνακα Α του Μέρους Ι του Νόμου Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενώ ορίζονται ποιοί είναι μισθωτοί (άρθρο 3 του Νόμου) και ποιές οι ασφαλιστέες και ποιές οι εξαιρούμενες απασχολήσεις, εν τούτοις δεν αναφέρονται οι καλλιτέχνιδες σε αυτόν (βραχείας διαμονής) διότι ακριβώς εξαιρούνται με βάση το άρθρο 11 του Ν 36/77 ο οποίος είναι προγενέστερος του Νόμου Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Νόμος του 1980 ως ετροποποιήθη)». Επομένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι «ο Νόμος Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων που είναι μεταγενέστερος του Κυρωτικού Νόμου 36/77 εντάσσει ή μπορεί να ερμηνευθεί ότι εντάσσει τις αλλοδαπές καλλιτέχνιδες βραχείας διαμονής στο σύστημα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων χωρίς μάλιστα να υπάρχει ρητή ή εξυπακουόμενη αναφορά στο Νόμο για αυτές».

Επίσης ο κ. Παπαντωνίου υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι πρόνοιες του Νόμου 36/77, ο οποίος είναι κυρωτικός της Διεθνούς Συμβάσεως, υπερτερούν και έχουν αυξημένη τυπική και νομική ισχύ έναντι του Κοινού Νόμου όπως είναι ο Νόμος Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Περαιτέρω ο κ. Παπαντωνίου υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στήριξε την απόφαση του στην απόφαση Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής και Άλλων (πιο πάνω) «αφού η υπόθεση αυτή αφορούσε Προσφυγή επί διοικητικής πράξης και με γεγονότα και σκεπτικό διαφορετικό από τη φύση της παρούσας ποινικής υποθέσεως».

Τέλος ο κ. Παπαντωνίου υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι ουδεμία ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των προνοιών του Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων που περιλαμβάνει την υπό κρίση απασχόληση στις ασφαλιστικές απασχολήσεις και του ως άνω κυρωτικού Νόμου 36/77 και διέλαθε της προσοχής του ότι,

(α)   Ο νόμος 36/77 εξαιρεί ρητά τους καλλιτέχνες βραχείας διαμονής από την εφαρμογή του Νόμου.

(β)   Ο Νομοθέτης παρά το γεγονός ότι είχε υπ' όψη του τις διατάξεις του Νόμου 36/77 δεν ενέταξε ρητά στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων τις ξένες καλλιτέχνιδες με τον  μεταγενέστερο νόμο του 1980.

Το αρ. 3 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Νόμος 41/80), όπως έχει τροποποιηθεί καθορίζει ποιοί είναι οι «ησφαλισμένοι» δυνάμει του Νόμου. Το παραθέτουμε:

«3. Τα ακόλουθα πρόσωπα ασφαλίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου:

(α)   μισθωτοί.

(β)   αυτοτελώς εργαζόμενοι.

(γ)   έτερα πρόσωπα, ως καθορίζονται εν τω άρθρω 15.»

Οι ασφαλιστέες απασχολήσεις προσδιορίζονται από το Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα του Νόμου 41/80 (παραγ. 1-5).  Παραθέτουμε την παραγ. 1:

«Άρθρον 3(α)

ΜΙΣΘΩΤΟΙ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΑΙ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ Ι - ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ

1.  Απασχόλησις εν Κύπρω προσώπου τινός δυνάμει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας ή υπό τοιαύτας περιστάσεις εξ ων δύναται να συναχθή ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου, περιλαμβανομένης της απασχολήσεως εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας.»

Ο Νόμος 41/80 ορίζει ποιες απασχολήσεις είναι εξαιρούμενες στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Πίνακα. Οι εφεσείοντες δεν έχουν εισηγηθεί ότι περιλαμβάνονται στις εξαιρούμενες περιπτώσεις.

Τα αρ. 10 και 11 του Νόμου 36/77 - και της Σύμβασης - τα  οποία έχουν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες έχουν ως εξής:

«Μέρος ΙΙ - ΙΣΟΤΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ

Άρθρον 10

Έκαστον Μέλος έναντι ούτινος ισχύει η παρούσα Σύμβασις αναλαμβάνει να διακηρύξη και ακολουθή εθνικήν πολιτικήν αποσκοπούσαν να προωθήση και εξασφαλίση, δια μεθόδων αρμοζουσών εις τας εθνικάς συνθήκας και πρακτικήν, ισότητα ευκαιριών και μεταχειρίσεως εν σχέσει προς την απασχόλησιν και το επάγγελμα, την κοινωνικήν ασφάλισιν, τα συνδικαλιστικά και μορφωτικά δικαιώματα, τας ατομικάς και συλλογικάς ελευθερίας των προσώπων άτινα ως μετανάσται εργάται ή ως μέλη των οικογενειών των ευρίσκονται νομίμως εντός του εδάφους του.

Άρθρον 11

1.  Εν τη εννοία του Παρόντος Μέρους της παρούσης Συμβάσεως ο όρος 'μετανάστης εργάτης' σημαίνει πρόσωπον όπερ μεταναστεύει ή έχει μεταναστεύσει από μιαν χώραν εις ετέραν προς τον σκοπόν να εύρη απασχόλησιν άλλως ή ως αυτοτελώς εργαζόμενος και περιλαμβάνει παν πρόσωπον κανονικώς γενόμενον δεκτόν ως μετανάστης εργάτης.

2. Το παρόν Μέρος της παρούσης Συμβάσεως δεν εφαρμόζεται εις -

(α)          τους μεθοριακούς εργάτας.

(β)          τους καλλιτέχνας και τα μέλη ελευθερίων επαγγελμάτων οίτινες εισήλθον εις την χώραν επί βραχυχρονίου βάσεως·

................................................................................................»

Τα πιο πάνω αρ. 10 και 11 έχουν ερμηνευθεί από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην Παγκύπριος Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Κέντρων Αναψυχής κ.ά. (πιο πάνω). Παραθέτουμε το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης εκείνης:

«Ο Αναπληρωτής Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή του ημερομηνίας 29 Οκτωβρίου, 1991, αντίθετα προς τη θέση των αιτητών, έκρινε ότι η απασχόληση των ξένων καλλιτέχνιδων είναι απασχόληση μισθωτού με την έννοια του άρθρου 3 και του Πρώτου Πίνακα των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 (Ν 41/80 έως 1990) και ότι, επομένως, οι αιτητές είχαν υποχρέωση καταβολής εισφορών για αυτές, όπως συμβαίνει με όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται στην Κύπρο. Συναφώς, απέρριψε τη διεκδίκηση των αιτητών για απαλλαγή τους από την υποχρέωση για καταβολή εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την απόφασή του της 9 Δεκεμβρίου 1991, έκρινε ότι η απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή ήταν ορθή και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή που ασκήθηκε.»

Στην απόφαση του Υπουργού, η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές, αναφέρονται, ανάμεσα σ' άλλα, τα ακόλουθα:

«Σκοπός της Διεθνούς Σύμβασης, στην οποία αναφέρεστε, είναι να προστατεύσει τους μετανάστες εργάτες με την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και μεταχείρισης με τους εργάτες της χώρας στην οποία μεταναστεύουν και προβλέπει ότι κάθε Μέλος το οποίο επικυρώνει τη Σύμβαση υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει και ισότητα μεταχείρισης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλειας.

Παρόλο που η εν λόγω Σύμβαση ορίζει ότι ο όρος 'μετανάστες εργάτες' δεν περιλαμβάνει ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και οι καλλιτέχνιδες, τούτο δεν σημαίνει ότι αν το Σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων μιας χώρας είναι ευεργετικότερο από τις διατάξεις της Σύμβασης, θα πρέπει, με την επικύρωση της Σύμβασης, να καταργούνται οι οποιεσδήποτε ευεργετικότερες διατάξεις. Εξάλλου, οι Διεθνείς Συμβάσεις, οι οποίες έχουν προστατευτικό σκοπό, καθορίζουν πάντοτε τα ελάχιστα επίπεδα και υποχρεώσεις, δηλαδή το 'έλασσον' και  όχι το 'μείζον'.»

Οι αιτητές στην πιο πάνω υπόθεση υπέβαλαν τα εξής:

«Οι καλλιτέχνιδες βρίσκονται στην Κύπρο πάνω σε βραχυχρόνια βάση και καλύπτονται από την εξαίρεση του Άρθρου 11.  Με την κύρωση της η Σύμβαση έχει αποκτήσει ισχύ υπέρτερη από την ημεδαπή νομοθεσία και η θεσμοθέτηση υποχρέωσης καταβολής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων πρέπει να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες της Σύμβασης.  Το συμπέρασμα στο οποίο θα πρέπει να οδηγηθούμε είναι πως σκόπιμα ο Νομοθέτης δεν περιέλαβε τους ξένους καλλιτέχνες που βρίσκονται στην Κύπρο πάνω σε βραχυχρόνια βάση στις εξαιρούμενες απασχολήσεις του Νόμου 41/80 ακριβώς γιατί είχε υπόψη του τη ρητή εξαίρεσή τους με τη σύμβαση.»

Ο Κωνσταντινίδης, Δ. απέρριψε τις πιο πάνω εισηγήσεις.  Υπέδειξε ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης δημιουργεί υποχρέωση των Μελών να διακηρύξουν και να ακολουθούν εθνική πολιτική αποσκοπούσα στην προώθηση και εξασφάλιση, με μεθόδους αρμόζουσες στις εθνικές συνθήκες και πρακτική, ισότητα ευκαιριών και μεταχείρισης, μεταξύ άλλων και σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση των προσώπων τα οποία ως μετανάστες εργάτες ή ως μέλη των οικογενειών τους βρίσκονται νόμιμα στο έδαφος τους. Υπέδειξε, επίσης, ότι το άρθρο 11 της Σύμβασης, εξαιρεί από την έννοια του όρου «μετανάστης εργάτης», μεταξύ άλλων, «τους καλλιτέχνας και τα μέλη ελευθερίων επαγγελμάτων οίτινες εισήλθαν εις την χώραν επί βραχυχρονίου βάσεως».  Έκρινε ότι ο αντίλογος βρίσκεται στην πιο πάνω προσέγγιση του Υπουργού. Έθεσε το θέμα ως εξής στη σελ. 3827:

«Θεωρώ ορθή την πιο πάνω προσέγγιση. Η μη επιβολή υποχρέωσης από τη Σύμβαση για προώθηση και εξασφάλιση στους καλλιτέχνες, που βρίσκονται στη χώρα πάνω σε βραχυχρόνια βάση, ισότητας ευκαιριών ως προς την κοινωνική ασφάλιση, δεν  μπορεί να ερμηνευθεί ότι σημαίνει πως η θέσπιση του Νόμου που εντάσσει αυτούς τους καλλιτέχνες στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων μιας χώρας, είναι αντίθετη προς τις πρόνοιες της Σύμβασης, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της, είναι να διασφαλίσει ισότητα ευκαιριών μεταξύ των μεταναστών και των ημεδαπών εργατών. Αναφέρεται στο προοίμιό της και η κοινωνική ασφάλιση ως μέτρο επιθυμητό προς το σκοπό της προώθησης αυτής τις ισότητας ευκαιριών. Η θέσπιση Νόμου που, παρά την έλλειψη υποχρέωσης από τις πρόνοιες της Σύμβασης, εξισώνει με τους ημεδαπούς μισθωτούς τους καλλιτέχνες που εργάζονται στην Κύπρο ως μισθωτοί πάνω σε βραχυχρόνια βάση, δεν είναι αντίθετη ούτε προς το γράμμα ούτε προς το πνεύμα της Σύμβασης.

Στην απόφασή του ο Υπουργός αναφέρεται και στις πρόνοιες άλλων Συμβάσεων που, κατά την άποψή του, ενισχύουν την ορθότητα της θέσης του. Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ σ' αυτά. Από όσα έχω σημειώσει προκύπτει πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και πως, επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.»

Η πιο πάνω απόφαση είναι ερμηνευτική των αρ. 10 και 11 του  Νόμου 36/77 - και της Σύμβασης - σε συνάρτηση με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου 41/80. Επομένως η δοθείσα ερμηνεία μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην παρούσα ποινική υπόθεση.  Το γεγονός ότι δόθηκε σε προσφυγή δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο. Ορθά, επομένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την πιο πάνω υπόθεση. 

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις επίμαχες διατάξεις σε συνάρτηση με την δοθείσα ερμηνεία στην πιο πάνω απόφαση.  Συμφωνούμε με την προσέγγιση του Κωνσταντινίδη, Δ. και την υιοθετούμε. Σκοπός του αρ. 10 του Νόμου 36/77 - και της Σύμβασης - είναι η διασφάλιση ισότητας στην μεταχείριση των μεταναστών και ημεδαπών εργατών και στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Η εξαίρεση που εισάγεται από το αρ. 11 δεν εμποδίζει τα συμβαλλόμενα κράτη να προβούν σε ρυθμίσεις οι οποίες σαφώς ευεργετούν παρά ζημιώνουν τις κατηγορίες των μεταναστών οι οποίοι εξαιρούνται με βάση το αρ. 11. Καθορίζουν τις ελάχιστες υποχρεώσεις και δεν είναι απαγορευτικά ρυθμίσεων ευεργετικών για τους ενδιαφερόμενους. Ακολουθεί πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει ορθά τις σχετικές Νομοθετικές Διατάξεις και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.

Για τους πιο πάνω λόγους οι εφέσεις απορρίπτονται.

Oι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο