ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 2 ΑΑΔ 244

23 Μαΐου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΜΠΟΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7173)

 

Οδοί και Οικοδομές ― Αλλαγή χρήσεως οικοδομής ― Ανοχή της μετατροπής χρήσεως οικοδομής ― Συμπέρασμα ενοχής κατηγορουμένου, αόριστο και αναιτιολόγητο και καταδίκη του για πράξη που δεν ήταν αξιόποινη όταν διαπράχθηκε ― Επιπρόσθετα ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε ταυτόχρονα να κριθεί ένοχος και στις δύο πιο πάνω κατηγορίες ― Ακύρωση της καταδίκης κατ' έφεση.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στις κατηγορίες για αλλαγή χρήσεως οικοδομής και, ταυτόχρονα, για ανοχή της μετατροπής χρήσεως της οικοδομής, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 9 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Τιμωρήθηκε με ποινή προστίμου £150 στην κατηγορία για αλλαγή χρήσεως οικοδομής και εκδόθηκε διάταγμα εναντίον του να άρει την αλλαγή χρήσεως. Στην κατηγορία ανοχής της μετατροπής χρήσεως δεν επεβλήθη καμία ποινή. Επιπρόσθετα, ο εφεσείων διατάχθηκε να καταβάλει £200 έξοδα στην Κατηγορούσα Αρχή.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος είναι εμφανώς αόριστο και αναιτιολόγητο, αφού ουδόλως εξηγεί πως αποδεικνύεται η ενοχή από τη μαρτυρία.

2. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, η χρήση της επίδικης οικοδομής δεν είχε αλλάξει ποτέ, από το 1975.  Η μετατροπή στη χρήση οικοδομής κατέστη κατά πρώτον αδίκημα με τροποποιητική νομοθεσία το 1978 από το Νόμο 24/78. Έτσι είναι προφανές ότι, όταν έγινε η αλλαγή στη χρήση, τέτοια μετατροπή δεν αποτελούσε αδίκημα.

3. Οι δύο πιο πάνω κατηγορίες είναι υπαλλακτικές και δεν θα ήταν δυνατό το ίδιο πρόσωπο να είναι ταυτόχρονα ένοχος και της μετατροπής και της ανοχής για τη μετατροπή.

4. Εφόσον, όταν μετετράπη η χρήση, ο εφεσείων καμία σχέση δεν είχε με το υποστατικό, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για ανοχή του γεγονότος της μετατροπής της χρήσης. Επίσης δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί για πράξη που δεν ήταν αξιόποινη όταν έγινε.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Δημητρίου ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 375.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Υπόθεση Αρ. 20208/00), ημερ. 16/7/01, με την οποία βρέθηκε ένοχος στις κατηγορίες 3 και 4 του κατηγορητήριου δηλ. για αλλαγή χρήσεως της οικοδομής και για ανοχή της μετατροπής χρήσεως της οικοδομής, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 9 και 20 του Κεφ. 96 και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £150,- καθώς και διάταγμα άρσης της αλλαγής της χρήσεως.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παπακοκκίνου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων πρωτόδικα ήταν κατηγορούμενος σε υπόθεση που καταχώρησε εναντίον του ο Δήμος Λευκωσίας.  Αντιμετώπιζε κατηγορίες μετατροπής οικοδομής και ανοχής μετατροπής οικοδομής χωρίς άδεια, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, αλλαγής χρήσεως και ανοχής στη μετατροπή της χρήσεως, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 9 και 20 του Κεφ.96, καθώς και κατηγορίες ανέγερσης κουζίνας και αποχωρητηρίου και ανοχής τέτοιας ανέγερσης, κατά παράβαση των ίδιων άρθρων του ίδιου Νόμου.

Τελικά ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάγηκε από τις κατηγορίες που αφορούσαν τη μετατροπή της οικοδομής καθώς και την παράνομη ανέγερση και βρέθηκε ένοχος για την αλλαγή χρήσεως της οικοδομής και, ταυτόχρονα, για την ανοχή της μετατροπής της χρήσεως της οικοδομής, δηλαδή στις κατηγορίες 3 και 4 αντίστοιχα στο κατηγορητήριο.

Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή προστίμου £150 στην 3η κατηγορία και εκδόθηκε διάταγμα εναντίον του να άρει την αλλαγή της χρήσεως, ενώ στην κατηγορία ανοχής της μετατροπής της χρήσης δεν επεβλήθη καμία ποινή. Επιπρόσθετα, ο εφεσείων διατάχθηκε να καταβάλει £200 έξοδα στην Κατηγορούσα Αρχή.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.

Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατείχε τα επίδικα υποστατικά από τότε που τα ενοικίασε το 1991 και τα χρησιμοποιούσε ως ξυλουργείο-εργαστήριο και αποθήκη. Σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή και με την άδεια που είχε εκδοθεί για την οικοδομή, η χρήση αυτής θα έπρεπε να ήταν για καταστήματα. Όταν υπάλληλος του Δήμου Λευκωσίας επιθεώρησε τα υποστατικά διαπίστωσε την «νέα» χρήση αυτών παρατηρώντας ότι τα καταστήματα είχαν ενοποιηθεί και μετατραπεί σε εργαστήριο ξυλουργικής. Ο μάρτυρας αυτός όμως στην αντεξέτασή του ανέφερε πως δεν γνώριζε πότε και ποιος μετέτρεψε τα καταστήματα σε ξυλουργείο.

Ο Μ.Υ.1 Γεώργιος Ανδρέου κατέθεσε πως τα κτίσματα και τα μηχανήματα δεν είχαν αλλάξει ποτέ από το 1975 μέχρι την ημέρα που έδιδε τη μαρτυρία του.  Κατατέθηκε δε εκ μέρους του κατηγορούμενου βεβαίωση από το Υπουργείο Εσωτερικών, στην οποία φαινόταν ότι τα Τουρκοκυπριακά καταστήματα που είναι επίδικα χρησιμοποιούνταν σαν επιπλοποιείο-ξυλουργείο από την 1.9.1975.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανάλυσε την πιο πάνω μαρτυρία, κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιόν του που να καταδεικνύει πότε και ποιος μετέτρεψε τα υποστατικά. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τη μετατροπή της οικοδομής με σαφή μαρτυρία και αθώωσε τον κατηγορούμενο τόσο στην κατηγορία αυτή όσο και σε εκείνη της ανοχής της μετατροπής, αφού έκρινε πως ο εφεσείων δεν γνώριζε την ύπαρξη οποιασδήποτε μετατροπής και έτσι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η ανοχή του (δέστε Δημητρίου ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 375 αναφορικά με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για στοιχειοθέτηση ανοχής). Το Δικαστήριο επίσης αθώωσε τον εφεσείοντα, λόγω ελλείψεως μαρτυρίας και στις κατηγορίες 5 και 6, που αφορούσαν την ανέγερση κουζίνας και αποχωρητηρίου χωρίς άδεια.

Όσον αφορά τις υπό έφεση κατηγορίες, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε στο βαθμό που είχε υποχρέωση την 3η κατηγορία, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος είχε προβεί σε αλλαγή χρήσης της οικοδομής χωρίς τη σχετική άδεια. Περαιτέρω, καταδίκασε τον εφεσείοντα και στην 4η κατηγορία για ανοχή της μετατροπής της χρήσης, θεωρώντας τον ένοχο, αφού από τη μαρτυρία προέκυπτε ότι γνώριζε ότι τα υποστατικά αυτά θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται ως καταστήματα.

Καταλήγοντας σε καταδίκη στην 3η κατηγορία το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«Με βάση την ενώπιόν μου μαρτυρία του ίδιου του κατηγορούμενου αλλά και του μάρτυρα υπεράσπισης όπως επίσης και του μάρτυρα της κατηγορούσας αρχής την οποία μαρτυρία του αποδέχομαι σαν αντικειμενική και αξιόπιστη τα υποστατικά αυτά χρησιμοποιούνται σαν εργαστήριο ξυλουργικής και είναι η κατάληξή μου ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει στο βαθμό που έχει υποχρέωση εναντίον του κατηγορουμένου την τρίτη κατηγορία».

Το συμπέρασμα αυτό είναι εμφανώς αόριστο και αναιτιολόγητο, αφού ουδόλως εξηγεί πώς αποδεικνύεται η ενοχή από τη μαρτυρία. Και διερωτόμαστε πώς μπορεί το αόριστο αυτό εύρημα να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι, με βάση την ίδια μαρτυρία, το Δικαστήριο θεώρησε πως η μετατροπή στην οικοδομή δεν είχε αποδειχθεί. Αφού δεν υπήρχε μαρτυρία για το πότε και ποιος μετέτρεψε τη χρήση της οικοδομής, αλλά αντίθετα η μαρτυρία έδειχνε ότι αυτή η μετατροπή πρέπει να έγινε πριν την 1.9.75, πώς μπορούσε ο εφεσείων να θεωρηθεί ένοχος της μετατροπής της χρήσης, αφού ο ίδιος, σύμφωνα με τη μαρτυρία, παρέλαβε τα υποστατικά το 1991 ενώ χρησιμοποιούνταν ήδη ως εργαστήριο-ξυλουργείο;  Η κατάληξη του Δικαστηρίου θα έπρεπε λογικά να ήταν η ίδια όπως και στην κατηγορία μετατροπής της οικοδομής.

Περαιτέρω, παρατηρούμε πως η μετατροπή στη χρήση οικοδομής κατέστη κατά πρώτον αδίκημα με τροποποιητική νομοθεσία το 1978 από το Νόμο 24/78. Έτσι, είναι προφανές ότι, όταν έγινε η αλλαγή στη χρήση, τέτοια μετατροπή δεν αποτελούσε αδίκημα. 

Επίσης, διερωτούμαστε πώς, αφού το Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για τη μετατροπή, με βάση τα ίδια γεγονότα, τον έκρινε ταυτόχρονα και ένοχο για ανοχή αυτής της ίδιας μετατροπής; Οι δύο κατηγορίες είναι υπαλλακτικές και δεν θα ήταν δυνατό το ίδιο πρόσωπο να είναι ταυτόχρονα ένοχος και της μετατροπής και της ανοχής για τη μετατροπή. 

Λανθασμένο όμως είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, αφού γνώριζε ο εφεσείων ότι η άδεια ήταν για καταστήματα, με το να χρησιμοποιεί το κατάστημα ως ξυλουργείο, ανεχόταν τη μετατροπή. Υποδεικνύουμε πως η ανοχή είναι για τη μετατροπή της χρήσης. Εφόσον όταν μετετράπη η χρήση ο κατηγορούμενος καμία σχέση δεν είχε με το υποστατικό δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για ανοχή του γεγονότος της μετατροπής της χρήσης. Επίσης δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί για πράξη που δεν ήταν αξιόποινη όταν έγινε. 

Έτσι, η συνέχιση της χρήσης του υποστατικού ως εργαστηρίου, που από τη μαρτυρία φαίνεται να είναι και ο σκοπός για τον οποίο του δόθησαν με ενοικίαση τα υποστατικά, δεν μπορούσε εν όψει των πιο πάνω, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να θεωρηθεί ότι συνιστούσε ανοχή της μετατροπής της χρήσης.

Κάτω από το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων μας, η έφεση γίνεται αποδεκτή και η καταδίκη ακυρώνεται. Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάττεται. Το πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα ακυρώνεται και επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο