ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 407
13 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7247)
Ποινή ― Αμελής οδήγηση ― Επιβολή ποινής προστίμου £180 σε οδηγό οχήματος ο οποίος πέρασε με κόκκινο φως σε διασταύρωση ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας, ανακόπτοντας την πορεία άλλου οχήματος και προκαλώντας σύγκρουση με αυτό ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Μαρτυρία ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αντιφάσεις ― Έλλειψη αντίφασης στη μαρτυρία ― Δεν είναι αρκετή για να καταστήσει αποδεκτή τη μαρτυρία ― Η αξιοπιστία της μαρτυρίας κρίνεται σε πολύ ευρύτερο πλαίσιο και με αναφορά σε οτιδήποτε σχετικό, περιλαμβάνει δε και την ίδια την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος δικαστή.
Ο εφεσείων στην υπόθεση αυτή βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για αμελή οδήγηση και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £180. Η αμέλεια του εφεσείοντος συνίστατο στο ότι εισήλθε σε διασταύρωση ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας όταν το φως ήταν κόκκινο και χωρίς να ελέγξει την κίνηση αριστερά του, αν και είχε ορατότητα ανακόπτοντας την πορεία οχήματος το οποίο ερχόταν από τα αριστερά του. Η έφεσή του στρεφόταν τόσο εναντίον της καταδίκης του όσο και της επιβληθείσας ποινής προστίμου. Οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης αφορούσαν τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την κατάληξη του σε εύρημα ότι ο εφεσείων εισήλθε στη διασταύρωση με κόκκινο φως και ότι μπορούσε εύλογα να δει το όχημα που ερχόταν από αριστερά του. Ο λόγος έφεσης εναντίον της ποινής ήταν ότι αυτή ήταν έκδηλα υπερβολική.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε λόγο παρέμβασης στην πρωτόδικη απόφαση τόσο αναφορικά με την καταδίκη όσο και αναφορικά με την ποινή την οποία χαρακτήρισε ως επιεική υπό τις συνθήκες της υπόθεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 14274/99) ημερομηνίας 8/1/2002, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για αμελή οδήγηση και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £180,-.
Ν. Πιριλίδης με Ν. Κυριακίδη, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του για αμελή οδήγηση ως και την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή προστίμου £180.
Ο ευπαίδευτος δικαστής, ουσιαστικώς αποδεχόμενος τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και απορρίπτοντας εκείνη των μαρτύρων υπεράσπισης, προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις (σελίδες 22-23 της απόφασης):
"Στις 23.3.99 και περί ώρα 11:10 το βράδυ η ΜΚ4 οδηγούσε το όχημα της με αρ. εγγραφής WW12, στο οποίο επέβαινε ως συνεπιβάτιδα στη θέση του συνοδηγού, φίλη της, με κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά στην λεωφ. Αρχ. Μακαρίου Γ΄.
Παρά την πυροσβεστική η οποία εβρίσκεται όχι λιγότερο από 100 μέτρα από τα φώτα τροχαίας στα ανατολικά της διασταύρωσης της Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου Γ΄ με την Απ. Βαρνάβα και την Γιαν Σιμπέλιους, η ΜΚ4 προσπέρασε τα οχήματα των ΜΥ1 και 2 καθώς και ένα άλλο όχημα από τα δεξιά και στη συνέχεια εισήλθε στην διασταύρωση επειδή το φως στην πορεία της στα φώτα τροχαίας ήταν πράσινο και συνέχισε την πορεία της.
Την ίδια ημέρα και ώρα ο κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα του με αρ. εγγραφής YW610 στην οδό Απ. Βαρνάβα από βόρεια προς νότια κατεύθυνση και εισήλθε στην διασταύρωση όταν το φως στην πορεία του ήταν κόκκινο και βλέποντας μόνο μπροστά του και χωρίς να κοιτάξει καν ούτε να ελέγξει στα αριστερά του ήτοι στα ανατολικά στην λεωφ. Αρχ. Μακαρίου Γ΄ για να δει εάν εκινούντο άλλα οχήματα και δη το όχημα της ΜΚ4.
Αποτέλεσμα της πιο πάνω ενέργειας και οδικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ήταν η σύγκρουση, μέρους του μπροστινού μέρους και της αριστερής γωνίας και αριστερού φτερού του οχήματος του επί δεξιάς γωνίας, δεξιού φτερού και δεξιού τροχού του οχήματος της ΜΚ4, στο σημείο Χ επί του Τεκμηρίου 2 ήτοι 15.50 μέτρα από τα φώτα τροχαίας δηλαδή από το σημείο 0 της βασικής γραμμής μέτρησης και 2:10 μέτρα από το σημείο 15:50 μέτρα της ίδιας γραμμής προς τα βόρεια της διασταύρωσης."
Το συμπέρασμα του ήταν (σελίδες 29-30 της απόφασης):
"Ο κατηγορούμενος όφειλε πριν οδηγήσει το όχημα του ευθεία για να κατευθυνθεί στην οδό Γιαν Σιμπέλιους νότια να διαπιστώσει ότι το φως στην πορεία του ήταν πράσινο και να ελέγξει επαρκώς την κίνηση και δη από την ανατολική κατεύθυνση της λεωφ. Αρχ. Μακαρίου Γ΄ προς την δυτική κατεύθυνση και μόνο τότε να πραγματοποιούσε την ευθεία πορεία του όταν ήταν απόλυτα σίγουρος ότι δεν εκινήτο κανένα άλλο όχημα και δη το όχημα της ΜΚ4 από τα αριστερά του, ήτοι ανατολικά προς δυτικά της Αρχ. Μακαρίου Γ΄.
Αντ' αυτού εισήλθε στην διασταύρωση όταν το φως στην πορεία του ήταν κόκκινο και δεν ήλεγξε την κίνηση αριστερά του, αν και είχε ορατότητα, και χωρίς παρατηρητικότητα επιχείρησε να κατευθυνθεί ευθεία όταν τούτο ήταν επικίνδυνο και ανασφαλές ανακόπτοντας την πορεία του οχήματος της ΜΚ4. Η ενέργεια και η πράξη του αυτή ήταν μια εκ των γενεσιουργών αιτιών του δυστυχήματος.
Ο κατηγορούμενος είχε καθήκον να ακινητοποιήσει το όχημα του υπ' αρ. εγγραφής YW610 στα φώτα τροχαίας της οδού Απ. Βαρνάβα, πριν εισέλθει στην συμβολή των αναφερθείσων οδών επειδή ήταν κόκκινο το φως σ' αυτά, αλλά αντ' αυτού συνέχισε την πορεία του και διασταύρωσε όταν το φανάρι στα φώτα πορείας του ήταν κόκκινο. Ακόμη, όπως ο ίδιος μάλιστα είπε δεν είδε το όχημα της ΜΚ4 στα αριστερά του ήτοι ανατολικά στην λεωφ. Αρχ. Μακαρίου Γ΄ ενώ εύλογα μπορούσε να το δει εάν ήταν παρατηρητικός και έλεγχε την κίνηση προς τα αριστερά του.
Ο κατηγορούμενος παρέλειψε να εκτελέσει το καθήκον του για φροντίδα και μέριμνα προς τους άλλους χρήστες του δρόμου και μάλιστα προς την ΜΚ4. Κανένας λογικός και συνετός οδηγός δεν αναμένεται να οδηγήσει με τον τρόπο που οδήγησε, ήτοι να κατευθυνθεί ευθεία όταν το φανάρι στα φώτα από τα οποία περνά είναι κόκκινο όπως περιέγραψα και πιο πάνω."
Οι λόγοι έφεσης Α, Ε και Ζ προσβάλλουν τις διαπιστώσεις του ευπαίδευτου δικαστή ως προς την αξιοπιστία. Οι λόγοι έφεσης Α και Ε και εν μέρει ο λόγος έφεσης Ζ, αφορούν την κρίση του επί της αξιοπιστίας των ΜΚ2 και ΜΚ4, ο δε λόγος έφεσης Ζ κατά τα λοιπά, αφορά την κρίση του επί της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα και του ΜΥ2.
Συγκεκριμένα, οι λόγοι έφεσης Α και Ε και εν μέρει ο λόγος έφεσης Ζ, είναι ότι εσφαλμένα το δικαστήριο θεώρησε ότι οι αντιφάσεις στη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων ήσαν επουσιώδεις και δεν έπλητταν την αξιοπιστία τους. Γίνεται δε αναφορά στην αιτιολογία σε έξη σημεία ως προς τα οποία λέγεται ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της ΜΚ2 και του ΜΚ4.
Ο ισχυριζόμενος λανθασμένη προσέγγιση ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το δικαστήριο επωμίζεται μεγάλο βάρος εφ' όσον καλεί το Εφετείο να παρέμβει σε ένα τομέα που είναι ο κατ' εξοχήν τομέας κρίσης του πρωτόδικου δικαστή ως εκ της μοναδικής θέσης του κατά την ακρόαση. Εδώ ο ευπαίδευτος δικαστής αιτιολόγησε με υπέρμετρη λεπτομέρεια και με προσήλωση στη νομολογία την άποψη του για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Οι κατ' ισχυρισμόν αντιφάσεις δεν είναι παρά επουσιώδεις και αφορούν διαφορές παρατήρησης και διαφορές στο όλο πλέγμα της μαρτυρίας τους σε συνάρτηση με την ουσιαστική δομή της υπόθεσης στην οποία, όπως παρατήρησε και ο ευπαίδευτος δικαστής, δεν δημιουργούσαν ρήγμα και δεν αποκάλυπταν αναλήθεια ή αναξιοπιστία. Αυτά καλύπτουν και το λόγο έφεσης ΣΤ που δεν έχει ιδιαίτερη εμβέλεια.
Μια επί μέρους πτυχή που αφορά την αξιοπιστία του ΜΚ2 θίγεται με το λόγο έφεσης Η, με αφορμή την παρατήρηση του ευπαίδευτου δικαστή, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, ότι (σ. 17 της απόφασης):
"Η προσπάθεια να πληγεί η αξιοπιστία του με την υποβολή σ' αυτόν εκ μέρους της υπεράσπισης ότι ανάφερε όσα ανάφερε γιατί χρωστούσε και του εστάλη επιστολή από τον κατηγορούμενο έπεσε στο κενό αφού μια τέτοια θέση δεν προωθήθηκε από την Υπεράσπιση ούτε από την μαρτυρία του κατηγορούμενου ούτε από άλλη μαρτυρία. Εν πάση περιπτώσει εάν ήταν έτσι ίσα-ίσα που θα έλεγε πράγματα υπέρ του κατηγορούμενου για να έχει την εύνοια του."
Το παράπονο που εκφράζεται στο λόγο έφεσης Η είναι ότι εσφαλμένα το δικαστήριο θεώρησε ότι η εν λόγω θέση του Εφεσείοντα δεν προωθήθηκε εφ' όσον ετέθη εις το ΜΚ2 κατά την αντεξέταση του ότι όφειλε £2.000 στο κατάστημα που εργάζετο ο Εφεσείων.
Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι ο λόγος έφεσης δεν διατυπώνει ορθά το τι ελέχθη από τον ευπαίδευτο δικαστή. Εκείνο που ελέχθη δεν ήταν ότι το θέμα δεν ετέθη στο ΜΚ2 αλλά ότι δεν προωθήθηκε "ούτε από τη μαρτυρία του κατηγορουμένου ούτε από άλλη μαρτυρία". Κατά δεύτερο λόγο, η απάντηση του ΜΚ2, όταν του υπεβλήθη ότι ο Εφεσείων του έστειλε επιστολή για να πληρώσει £2.000 που όφειλε στο εν λόγω κατάστημα, ήταν ότι δεν πήρε τέτοια επιστολή και ότι, αν και είχε κάποια οφειλή προς το εν λόγω κατάστημα και όχι προς τον Εφεσείοντα, αυτή δεν ήταν του ύψους εκείνου. Εφ' όσον δεν εδόθη μαρτυρία ως προς το θέμα από πλευράς υπεράσπισης, ήταν ορθή η διαπίστωση του ευπαίδευτου δικαστή ότι το θέμα δεν προωθήθηκε με μαρτυρία εκ μέρους της υπεράσπισης. Εν πάση περιπτώσει, η όλη αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ΜΚ2 είχε άλλους και θεμελιακούς άξονες, η δε αναφορά που έκανε ο ευπαίδευτος δικαστής στο θέμα για να καταδείξει ότι η αξιοπιστία του ΜΚ2 δεν επλήγη είναι χαρακτηριστική της πληρότητας με την οποία επελήφθη του έργου του.
Ο λόγος έφεσης Ζ είναι, κατά τα λοιπά, ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα το δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και του ΜΥ2 "οι οποίες ήσαν καθόλα εξισορροπημένες και φυσιολογικές". Το μόνο που λέγεται σε αιτιολογία της εισήγησης αυτής είναι ότι δεν εντοπίζεται αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και του ΜΥ2 "αλλά και του ΜΥ3, των οποίων η μαρτυρία ευρίσκεται εις πλήρη ευθυγράμμισιν, είναι φυσιολογική και αποτελεί έναν ακριβή απολογισμόν των γεγονότων και περιστατικών του ατυχήματος", και ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και του ΜΥ2 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η έλλειψη αντίφασης στη μαρτυρία μιας πλευράς, και αν ακόμα εκλαμβάνετο ως δεδομένη, δεν αρκεί για να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία. Η αξιοπιστία της μαρτυρίας κρίνεται σε πολύ ευρύτερο πλαίσιο και με αναφορά σε οτιδήποτε σχετικό, περιλαμβάνει δε και την ίδια την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος δικαστή. Εδώ όμως ο ευπαίδευτος δικαστής δεν περιορίσθηκε στην τέτοια εντύπωση του για τους μάρτυρες αλλά επεκτάθηκε, και πάλι με περισσή φροντίδα, να εξηγήσει και να αιτιολογήσει την άποψη του με αναφορά σε αντικειμενικά και λογικά δεδομένα, ώστε να μην καταδεικνύεται λόγος παρέμβασης μας.
Οι λόγοι έφεσης Β, Γ και Δ αφορούν την αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας ως προς τη διαπίστωση αμέλειας του Εφεσείοντα. Ο λόγος έφεσης Β είναι ότι το δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στη διαπίστωση ότι ο Εφεσείων εισήλθε στη διασταύρωση με κόκκινο φως. Η αιτιολογία που δίδεται όμως επαναφέρει το θέμα της αξιοπιστίας της ΜΚ4 και των μαρτύρων υπεράσπισης. Εκλαμβάνοντας ως δεδομένη τη μαρτυρία των ΜΚ2 και ΜΥ3, γίνεται εισήγηση ότι η ΜΚ4 είχε περάσει με κόκκινο φως και ο Εφεσείων με πράσινο φως. Η μαρτυρία των ΜΥ2 και ΜΥ3 όμως είναι δεδομένη μόνο ως αναξιόπιστη στην κρίση του ευπαίδευτου δικαστή, κρίση η οποία δεν ανατρέπεται στην έφεση. Η άλλη παράλληλη εισήγηση είναι ότι η μαρτυρία της ΜΚ4 ήταν παράλογη και απίστευτη και δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, με αναφορά στην απόσταση από την οποία είδε τον Εφεσείοντα όταν εισήλθε στη διασταύρωση. Για το θέμα της ευρύτερης προσέγγισης του ευπαίδευτου δικαστή στην αξιοπιστία της ΜΚ4 έχουμε ήδη αναφερθεί. Περιοριζόμεθα να πούμε ότι ο συλλογισμός που τίθεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης δεν επηρεάζει την καθολική κρίση της αξιοπιστίας της, δεδομένου μάλιστα ότι ο ευπαίδευτος δικαστής εξαίρεσε ειδικά από την αποδοχή της μαρτυρίας της την αναφορά της ως προς την εν λόγω απόσταση.
Ο λόγος έφεσης Γ προσβάλλει ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων μπορούσε εύλογα να είχε δει τη ΜΚ4. Η αιτιολογία του όμως αποκαλύπτει ότι βασίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, στο λανθασμένο δεδομένο ότι η ΜΚ4 επέρασε με κόκκινο φως, ενώ η μαρτυρία που εδέχθη το δικαστήριο και η οποία δεν ανετράπη στην έφεση είναι ότι η ΜΚ4 επέρασε με πράσινο φως. Κατά τα λοιπά, η αιτιολογία αναφέρεται στο συσχετισμό αποστάσεων και ταχυτήτων των οχημάτων. Και σε αυτά όμως αν περιορισθούμε, η διαπίστωση του ευπαίδευτου δικαστή εβασίζετο στο ότι ο Εφεσείων δεν ήλεγξε την τροχαία κίνηση προς τα αριστερά του από όπου ερχόταν η ΜΚ4, ενώ είχε ορατότητα. Εν πάση περιπτώσει δε, το συμπέρασμα του ευπαίδευτου δικαστή για την αμέλεια του Εφεσείοντα δεν ήταν πρωταρχικά ότι αυτός εισήλθε στη διασταύρωση χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση αλλά ότι εισήλθε στη διασταύρωση με κόκκινο φως, παράλληλα παραλείποντας να ελέγξει την τροχαία κίνηση ώστε η αμέλεια του έτσι να επαυξάνετο.
Ο λόγος έφεσης Δ βασίζεται στον υποθετικό συλλογισμό του δικαστηρίου ότι, και αν ακόμα ο Εφεσείων είχε γίνει πιστευτός ότι εισήλθε με πράσινο φως, θα ήταν και πάλι ένοχος αμέλειας εφ' όσον θα μπορούσε εύλογα να είχε αντιληφθεί τη ΜΚ4 αν έλεγχε την τροχαία κίνηση. Ο συλλογισμός αυτός ήταν υποθετικός όσο και αχρείαστος, και επομένως ούτε αυτός ούτε ο λόγος έφεσης Δ που τον αφορά θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Απομένει ο λόγος έφεσης Θ ο οποίος προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή ως υπερβολική με την αιτιολογία "... των πραγματικών περιστατικών του κατηγορουμένου, της σημαντικής υλικής αλλά και σωματικής ζημίας την οποίαν υπέστη, αλλά και των προσωπικών συνθηκών αυτού, ...". Παρατηρούμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα στο στάδιο πριν από την επιβολή της ποινής, περιορίσθηκε να πει:
"Πέραν του νεαρού του κατηγορουμένου και του γεγονότος ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω και ότι απολογείται σε σχέση πάντα με τα δικά σας ευρήματα."
Ουδεμία έμφαση εδόθη λοιπόν στα αναφερόμενα στο λόγο έφεσης Θ. Ο ευπαίδευτος δικαστής όμως δεν παρέλειψε να λάβει υπ' όψη του, και ορθά, πέραν των αναφερθέντων από τον ευπαίδευτο συνήγορο, τον τραυματισμό του Εφεσείοντα όσο και δύο άλλων προσώπων, τονίζοντας τη σοβαρότητα του αδικήματος ως εκ των κινδύνων που δημιουργεί ιδιαίτερα για ανθρώπινες ζωές. Υπό αυτές τις συνθήκες, επιεικής ήταν η ποινή την οποία επέβαλε.
Η έφεση αποτυγχάνει στο σύνολό της και απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.