ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 2 ΑΑΔ 251

18 Ιουνίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7176)

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Στάδιο της δίκης κατά το οποίο εξετάζεται ισχυρισμός για παραβίασή του ― Προσδιορίστηκε στη γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, η οποία τυγχάνει ανάλογης εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση.

Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Ένσταση στο κατηγορητήριο για τυπικό μειονέκτημα ― Χρόνος υποβολής της ― Άρθρο 66 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορία για παράβαση των Άρθρων 3, 4, 10 και 20 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως και όταν κλήθηκε να απαντήσει στην κατηγορία, δήλωσε πως ήθελε να υποβάλει προδικαστικές ενστάσεις.  Οι ενστάσεις αυτές αφορούσαν το Άρθρο 38(1) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99. Ο δικαστής του υπέδειξε ότι το στάδιο στο οποίο ήγειρε τα πιο πάνω θέματα δεν ήταν κατάλληλο, ο εφεσείων παρέμεινε προσκολλημένος στα ίδια, οπότε κλήθηκε από το δικαστή να εισέλθει στο εδώλιο για να απαντήσει στην κατηγορία.  Ο εφεσείων έθεσε τότε δύο θέματα:

α) Ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια στο κατηγορητήριο και ζήτησε τον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου.

β) Ζήτησε επίσης ακριβή προσδιορισμό της πράξης ή της παράλειψης που συνιστά το αδίκημα.

Ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κατηγορητήριο δεν έπασχε από ασάφεια και ότι περιείχε σε ικανοποιητικό βαθμό τις αναγκαίες λεπτομέρειες και στοιχεία που απαιτούνται για τη σύνταξη έγκυρου κατηγορητηρίου.  Διαπίστωσε περαιτέρω ότι η κατηγορία δεν έπασχε δικονομικά λόγω πολλαπλότητας.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης συγκλίνουν στο ότι ο δικαστής δεν επέτρεψε στον εφεσείοντα να αγορεύσει επί θεμάτων αντισυνταγματικότητας του νόμου στον οποίο στηριζόταν η κατηγορία και επί θεμάτων που αφορούσαν πτυχές δικαιωμάτων και ελευθεριών κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μόνη ένσταση που μπορούσε να προβληθεί πριν από την απάντηση του εφεσείοντα στην κατηγορία που αντιμετώπιζε ήταν η ένσταση που προβλέπεται στο Άρθρο 66 της Ποινικής Δικονομίας και αφορά αποκλειστικά την εκ πρώτης όψεως ύπαρξη τυπικού μειονεκτήματος του κατηγορητηρίου.

2.  Σχετική επί του θέματος είναι η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, στην οποία προσδιορίζεται το στάδιο της δίκης κατά το οποίο εξετάζεται ισχυρισμός κατηγορουμένου για παράβαση δικαιώματος του για δίκαιη δίκη η οποία τυγχάνει εν προκειμένω ανάλογης εφαρμογής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Δημοκρατία ν. Ford (Aρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.

Έφεση εναντίον Eνδιάμεσης Απόφασης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 1361/2001) ημερομηνίας 3/9/2001, με την οποία σε κατηγορία την οποία οι εφεσίβλητοι προσήψαν εναντίον του εφεσείοντα και άλλου προσώπου αναφορικά με παράβαση των Άρθρων 3, 4, 10 και 20 του περί Oδών και Oικοδομών Nόμου, Kεφ. 96, απέρριψε τις ενστάσεις του εφεσείοντα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κατηγορητήριο δεν έπασχε από ασάφεια, ότι περιείχε σε ικανοποιητικό βαθμό τις αναγκαίες λεπτομέρειες και στοιχεία που απαιτούντο για τη σύνταξη έγκυρου κατηγορητηρίου και διαπίστωσε περαιτέρω ότι η κατηγορία δεν ενσωμάτωνε πέραν του ενός αδικήματα, συνεπώς δεν έπασχε δικονομικά λόγω πολλαπλότητας.

Ο Εφεσείων είναι παρών και εμφανίζεται προσωπικά.

Χαρτζιώτης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Α. Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Τύχωνα (στο εξής «το Κοινοτικό Συμβούλιο»), προσήψε κατηγορία εναντίον του εφεσείοντα και άλλου προσώπου αναφορικά με παράβαση των άρθρων 3, 4, 10 και 20 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96.

Οι κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο. Οταν κλήθηκαν να απαντήσουν στην κατηγορία, ο εφεσείων, δήλωσε πως ήθελε να προβάλει προδικαστικές ενστάσεις. Το δικαστήριο θεώρησε πως οι ενστάσεις που επρόκειτο να προβληθούν ενέπιπταν στις πρόνοιες του άρθρου 66* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και αντίκρισε το αίτημα θετικά.

Ο εφεσείων, πρόβαλε ό,τι αυτός θεωρούσε ενστάσεις και το δικαστήριο, παρά την αντίρρηση του δικηγόρου του Κοινοτικού Συμβουλίου, όρισε νέα δικάσιμο (3.9.01) «για ακρόαση αναφορικά με τις προδικαστικές ενστάσεις  ...... ».

Θα παραθέσουμε στη συνέχεια το μέρος των πρακτικών που περιέχει τις ενστάσεις του εφεσείοντα για να καταδειχθεί πως δεν υπήρχε αντικείμενο συζήτησης με βάση το άρθρο 66 της Ποινικής Δικονομίας. Όμως, μια και η αντίληψη του δικαστή ήταν διαφορετική, αφού κατά την κρίση του υπήρχε βάση προς συζήτηση των ενστάσεων, αυτές οι ενστάσεις έπρεπε να είχαν προσδιοριστεί ώστε το αντικείμενο της συζήτησης να καθίστατο εξ αρχής ευδιάκριτο. Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να προκληθούν, όπως θα δούμε αργότερα, κάποιοι περισπασμοί στη διαδικασία. Παραθέτουμε το μέρος των πρακτικών:

«Κατηγορούμενος 1: Η πρώτη ένσταση είναι βάση της σύμβασης της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στρασβούργου το οποίο έχει συμφωνηθεί με την Κυπριακή Δημοκρατία και βάσει ορισμένων άρθρων και συγκεκριμένα Άρθρο 14, Άρθρο 8, Άρθρο 3 και επίσης Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Νούμερο 1. Αυτή είναι η πρώτη ένσταση. Η δεύτερη ένσταση βασίζεται στις γενικές αρχές της καλής και ορθής δίκης, η οποία βάσει του νόμου 158 μέρος 1 του 1999, θάθελα εντιμότατε επίσης να πω ότι γι' αυτό που κατηγορούμαι, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι παράνομο. Αυτά τα πράγματα που λένε ότι έκανα είναι σαν μα μου λένε ότι περπάτησα.»

Στις 3.9.01 ο εφεσείων άρχισε να αγορεύει επί των ενστάσεων του. Αναφέρθηκε στο άρθρο 38(1) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 αρ. 158(1)/99 και ισχυρίστηκε ότι η εκδίκαση της υπόθεσης δεν συνήδε με την αρχή της ισότητας. Ανέφερε ότι θα ανέπτυσσε θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου και ότι θα πραγματευόταν ζητήματα που αφορούσαν τη σχέση του πολίτη με τα όργανα της διοίκησης.

Όταν ο δικαστής διαπίστωσε ότι ο εφεσείων ήταν εκτός δικονομικής τάξης, υπέδειξε πως το στάδιο δεν ήταν κατάλληλο για να συζητηθούν τα θέματα για τα οποία αγόρευε και ότι αυτά μπορούσαν να θιγούν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Ο εφεσείων, παρά την υπόδειξη του δικαστηρίου παρέμεινε προσκολλημένος στα ίδια, οπότε κλήθηκε από το δικαστή να εισέλθει στο εδώλιο για να απαντήσει στην κατηγορία. Ο εφεσείων είπε ότι θα επικέντρωνε την αγόρευσή του σε ζητήματα που αφορούσαν το κατηγορητήριο αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι εγκαταλείπει τις «ενστάσεις» περί αντισυνταγματικότητας του νόμου, παραβίασης δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα και τον Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 αρ. 158(1)/99. Έτσι λοιπόν έθεσε δύο θέματα:

(α)       Ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια στο κατηγορητήριο και ζήτησε τον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου.

(β)       Ζήτησε επίσης ακριβή προσδιορισμό της πράξης ή της παράλειψης που συνιστά το αδίκημα.

Όταν συμπληρώθηκε το προκαταρκτικό τούτο στάδιο της διαδικασίας, επιφυλάχθηκε η έκδοση της απόφασης για τις 6.1.01. 

Ο πρωτόδικος δικαστής, κατόπιν ορθής αναφοράς του νόμου και των αρχών που διέπουν το θέμα της σύνταξης έγκυρου κατηγορητηρίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κατηγορητήριο δεν έπασχε από ασάφεια και ότι περιείχε σε ικανοποιητικό βαθμό τις αναγκαίες λεπτομέρειες και στοιχεία που απαιτούνται για τη σύνταξη έγκυρου κατηγορητηρίου. Διαπίστωσε περαιτέρω ότι η κατηγορία δεν ενσωματώνει πέραν του ενός αδικήματα και συνεπώς δεν έπασχε δικονομικά λόγω πολλαπλότητας. 

Με την παρούσα έφεση η οποία, υπογράφεται από τον εφεσείοντα αμφισβητείται η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης.  Οι λόγοι έφεσης συγκλίνουν στο ότι ο δικαστής δεν επέτρεψε στον εφεσείοντα να αγορεύσει επί θεμάτων αντισυνταγματικότητας του νόμου στον οποίο στηριζόταν η κατηγορία και επί θεμάτων που αφορούσαν  πτυχές δικαιωμάτων και ελευθεριών κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου καθόσον αφορά το κύρος του κατηγορητηρίου, (σαφήνεια περιεχομένου - πολλαπλότητα κατηγοριών) δεν αμφισβητούνται με την έφεση. 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Η μόνη ένσταση που μπορούσε να προβληθεί πριν από την απάντηση του εφεσείοντα στην κατηγορία που αντιμετώπιζε ήταν η ένσταση που προβλέπεται στο άρθρο 66 της Ποινικής Δικονομίας και αφορά αποκλειστικά την εκ πρώτης όψεως ύπαρξη τυπικού μειονεκτήματος του κατηγορητηρίου.

Οι προδικαστικές ενστάσεις που ο εφεσείων προσπάθησε να προωθήσει, εκτός εκείνης που αφορούσε το κατηγορητήριο, δεν  μπορούσαν να εξετασθούν στο στάδιο που προβλήθηκαν και συνεπώς ορθά ο δικαστής δεν επέτρεψε την προώθησή τους. Σχετική επί του θέματος είναι η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Ford (Aρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, στην οποία προσδιορίζεται το στάδιο της δίκης κατά το οποίο εξετάζεται ισχυρισμός κατηγορουμένου για παράβαση δικαιώματος του για δίκαιη δίκη η οποία τυγχάνει εν προκειμένω ανάλογης εφαρμογής.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Κοινοτικού Συμβουλίου και εναντίον του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο