ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 794
20 Δεκεμβρίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7083)
Έφεση ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Έφεση εναντίον των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για επέμβαση στην κρίση του Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν δίκης ότι οδηγούσε το αυτοκίνητό του στο νέο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με ταχύτητα 124 χ.α.ω. ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ήταν 100 χ.α.ω. Ο εφεσείων είχε υποστηρίξει ότι:
(α) το αυτοκίνητό του το είχε προσπεράσει κάποιο άλλο αυτοκίνητο και ήταν το άλλο αυτοκίνητο που προκάλεσε στη συσκευή την καταγραφή ταχύτητας, και όχι το δικό του,
(β) η χρησιμοποιηθείσα συσκευή ήταν παλαιάς τεχνολογίας, μη δυνάμενη να δώσει το ορθό αποτέλεσμα και ως εκ τούτου αναξιόπιστη,
(γ) οι δοκιμές που έγιναν για την ακρίβεια της συσκευής δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο λανθασμένης ρύθμισής της, και
(δ) υπήρχαν, κατά τη χρήση της συσκευής, διάφορες πηγές παρεμβολών που δεν λήφθηκαν υπόψη.
Κατ' έφεση προσβλήθηκαν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επικρίθηκε ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Το Εφετείο δεν διαπίστωσε λόγο για επέμβαση.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 26980/99, ημερομηνίας 5/3/01 με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε κατηγορία για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72) όπως τροποποιήθηκε, δηλ. του καταλογίστηκε ότι στις 30 Δεκεμβρίου 1998 οδηγούσε το αυτοκίνητο υπ' αρ. εγγραφής ΕΒΧ 437 στο νέο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με ταχύτητα 124 χ.α.ω. ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ήταν 100 χ.α.ω.
Χρ. Χριστοφή, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μάρκου-Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν δίκης σε κατηγορία για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72) όπως τροποποιήθηκε. Του καταλογίστηκε ότι στις 30 Δεκεμβρίου 1998 οδηγούσε το αυτοκίνητο υπ' αρ. εγγραφής EBX 437 στο νέο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με ταχύτητα 124 χ.α.ω. ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ήταν 100 χ.α.ω.
Τις περιστάσεις που συνέθεταν την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής τις περιέγραψε στη μαρτυρία του ο αστυφύλακας Θ. Θωμά ο οποίος ενωρίς το βράδυ, συνοδευόμενος από συνάδελφό του, διενεργούσε έλεγχο με ραντάρ για οχήματα που κατευθύνονταν από Λευκωσία προς Λεμεσό. Στο σημείο όπου οι αστυνομικοί τοποθετήθηκαν με τη συσκευή ραντάρ, παρά την Αλάμπρα, τα οχήματα εμφανίζονταν από απόσταση περίπου 400 μέτρων καθώς έβγαιναν από στροφή. Τη συσκευή, ο αστυφύλακας Θ. Θωμά την είχε ελέγξει και είχε διαπιστώσει ότι λειτουργούσε κανονικά και με ακρίβεια και τη ρύθμισε ώστε να καταγράφει ένδειξη ταχύτητας μόνο εφόσον η ταχύτητα υπερέβαινε τα 120 χ.α.ω. Περί τις 8.15 μ.μ. εμφανίστηκε αυτοκίνητο το οποίο κρατούσε την αριστερή πλευρά του δρόμου, ελέγχθηκε με τη συσκευή και δεν δόθηκε σήμα υπέρβασης. Διήνησε μόνο μικρή απόσταση όταν εμφανίστηκε δεύτερο αυτοκίνητο το οποίο κρατούσε τη δεξιά πλευρά του δρόμου και προσπέρασε το πρώτο. Με τον έλεγχο η συσκευή ήχησε και κατέγραψε ταχύτητα 124 χ.α.ω. Ο αστυφύλακας Θ. Θωμά βγήκε στο δρόμο και, με λαμπτήρα που κρατούσε στο χέρι, έκαμε από απόσταση σήμα στο δεύτερο αυτοκίνητο να σταματήσει. Εκείνο προχώρησε, συνεχίζοντας να κρατά τη δεξιά πλευρά του δρόμου, πέρασε το σημείο όπου αυτός στεκόταν και σταμάτησε στο έξω μέρος του δρόμου αφού κάλυψε απόσταση ακόμα 400 μέτρων. Ο αστυφύλακας πλησίασε το αυτοκίνητο. Πληροφόρησε τον οδηγό, που ήταν ο εφεσείων, για την καταγραφείσα ταχύτητα, του ζήτησε τα αναγκαία στοιχεία, του παρέσχε την προβλεπόμενη προειδοποίηση δικαιωμάτων και του ανέφερε ότι θα κατηγορείτο. Ο εφεσείων προέβαλε τότε σε απάντηση ότι δεν ήταν αυτός που έτρεχε αλλά ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου που, καθώς ισχυρίστηκε, προσπέρασε το δικό του από δεξιά και όχι το αντίστροφο όπως υποστήριζε ο αστυφύλακας. Εξήγησε δε πως δεν σταμάτησε πιο έγκαιρα "για να μην έχει πρόβλημα".
Καταθέτοντας ο εφεσείων στο Δικαστήριο προς υπεράσπισή του, ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με το ότι χρειάστηκε περίπου 600 μέτρα να σταματήσει παρόλον που κατά την εκδοχή του η ταχύτητά του ήταν μόνο 90-95 χ.α.ω. Το πρώτο απόσπασμα είναι από την κύρια εξέταση σε απάντηση ερώτησης ως προς το γιατί σταμάτησε 400 μέτρα πιο πέρα από το σημείο ελέγχου:
"Μου πήρε 400 μέτρα γιατί είδα τον αστυνομικό, είδα την κίνηση που έκαμε και απορούσα αν κινούσε το λαμπτήρα του για μένα ή για κάποιον άλλο, δεν πήγε ο νους μου ότι ήθελε εμένα να με σταματήσει γιατί δεν ήμουν ούτε καν 100 χιλιόμετρα. Μου πήρε χρόνο να σταματήσω γιατί πρώτον οδηγώ συντηρητικά και αμυντικά, κοίταξα από τους καθρέφτες μου, τον δεξιό και αριστερό καθρέφτη αν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο πίσω μου όταν πρόσεξα ότι δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο πίσω μου τότε με κάποια ασφάλεια βγήκα στο πλαϊνό μέρος του δρόμου λόγω του ότι δεν υπήρχε ο ανάλογος φωτισμός ήμουν τόσο συντηρητικός μήπως υπάρχει κάτι, κάποιο αντικείμενο και κτυπήσω."
Τα επόμενα αποσπάσματα είναι από την αντεξέταση:
"Ε. Πότε αρχίσατε να ελαττώσετε ταχύτητα;
Α. Μόλις είχα δει τον αστυνομικό να εξακολουθεί να κινεί το φωτισμένο λαμπτήρα άρχισα να ελαττώνω για να βεβαιωθώ αν είναι για μένα ή για άλλο αυτοκίνητο και εφόσον είδα ότι δεν είναι για άλλο αυτοκίνητο υπέθεσα ότι ήθελε να κάμει έλεγχο.
Ε. Σε πόσα μέτρα είδατε τον λαμπτήρα του αστυνομικού να κινείται;
Α. Στα 200 μέτρα.
.....................................................................................................
Ε. Αφού είδατε τον αστυνομικό στα 200 μέτρα να σας κινεί τον λαμπτήρα γιατί εκάματε 400 μέτρα να σταματήσετε;
Α. Ο τρόπος που κινούσε τον λαμπτήρα δεν ήταν τόσο έντονος που να εννοούσε να σταματήσω εγώ στο συγκεκριμένο σημείο. Από τα 200 μέτρα κοιτούσα τον αστυνομικό, δεν κοίταξα πίσω το καθρεφτάκι μου μέχρι που έφθασα στον αστυνομικό και όταν μετά τον είδα να κινεί τον λαμπτήρα τότε κοίταξα πίσω. Αφού έφθασα κοντά και τον είδα να συνεχίζει τότε κοίταξα να δω αν είναι για μένα ή για άλλο αυτοκίνητο, μη βλέποντας άλλο αυτοκίνητο αποφάσισα να βγω άκρια του δρόμου."
Ως προς τη συχνότητα όμως με την οποία κοιτούσε το καθρεφτάκι, ο εφεσείων είχε νωρίτερα αναφέρει τα εξής:
"Κοιτάζω τον μιλιοδείκτη και τους καθρέφτες, το καθρεφτάκι συνεχώς, είναι πολύ βασικό να γνωρίζεις τι γίνεται όχι μόνο μπροστά σου αλλά και πίσω σου την ώρα της οδήγησης."
Το Δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία του αστυφύλακα Θ. Θωμά και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος. Αποδέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ότι το αυτοκίνητο που προσπέρασε άλλο προπορευόμενο και προκάλεσε στη συσκευή την καταγραφή ταχύτητας ήταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντος.
Απασχόλησε στη δίκη και δεύτερο ζήτημα. Η υπεράσπιση αμφισβήτησε, ανεξάρτητα από το ποιο εκ των δύο αυτοκινήτων προσπέρασε και επομένως εκινείτο με μεγαλύτερη ταχύτητα, και το ότι η καταγραφείσα ταχύτητα ήταν ορθή ή βάσιμη. Προέβαλε, πρώτο, ότι η χρησιμοποιηθείσα συσκευή ήταν παλαιάς τεχνολογίας, ευαίσθητη σε παρεμβολές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα και ως εκ τούτου αναξιόπιστη( δεύτερο, ότι οι προηγηθείσες δοκιμές - μια στο σταθμό και μια στη σκηνή - για την ακρίβεια της συσκευής δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο λανθασμένης ρύθμισής της· και, τρίτο, ότι υπήρχαν, κατά τη χρήση της συσκευής, διάφορες πηγές παρεμβολών που δεν λήφθηκαν υπόψη. Ας σημειωθεί, σε σχέση με το τελευταίο, πως αρχικά, υποβλήθηκαν ερωτήσεις αναφορικά με το αν στα 400 μέτρα, από τη μεριά που έρχονταν τα αυτοκίνητα, υπήρχε σταματημένο αυτοκίνητο, αν το ραδιόφωνο του αστυνομικού αυτοκινήτου ήταν ανοικτό, αν υπήρχε εκεί ασύρματος σε λειτουργία, σπίτια και στύλοι ηλεκτρικού ρεύματος. Ύστερα όμως από εκτενή αντεξέταση του αστυφύλακα Θ. Θωμά, η οποία κάλυψε πολλές πτυχές αναφορικά με τη λειτουργία της συσκευής, ο συνήγορος υπεράσπισης φαίνεται να περιορίστηκε, με σχετική εισήγησή του, στα μεταλλικά κιγκλιδώματα του δρόμου:
"Ε. Σου λέω ότι δεν γνωρίζεις πως έπρεπε να λειτουργεί το ραντάρ για να τηρούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις λειτουργίας.
Α. Γνωρίζω.
Ε. Και με τον τρόπο που βάλατε το ραντάρ στο δρόμο και με τις παρεμβολές που υπήρχαν από τα μεταλλικά κιγκλιδώματα του δρόμου το ραντάρ δεν μπορούσε να δώσει ασφαλή αποτελέσματα ως προς την ταχύτητα οποιουδήποτε οχήματος."
Σχετικά με τη λειτουργία της συσκευής κατέθεσε για την Κατηγορούσα Αρχή και ένας άλλος αστυνομικός, ο Μ. Κυπριανού, τεχνικός για τον εξοπλισμό τηλεπικοινωνιών και συσκευών ραντάρ, του Τμήματος Τηλεπικοινωνιών του Αρχηγείου Αστυνομίας, ο οποίος γνώριζε τη συγκεκριμένη συσκευή και επεκτάθηκε σε τεχνικά θέματα. Εξήγησε, μεταξύ άλλων, ότι η συσκευή ενεργοποιείται μόνο από κινούμενο μεταλλικό στόχο, ότι αυτή μπορεί να ξεχωρίσει μεταξύ δύο κινούμενων αυτοκινήτων όταν το ένα έχει ταχύτητα μικρότερη από το καθορισθέν όριο και το άλλο μεγαλύτερη, αφού τότε θα δώσει σήμα μόνο για τη μεγαλύτερη και ότι σε περίπτωση παρεμβολής θα υπάρξει δεύτερο ηχητικό σήμα.
Ο εφεσείων ο οποίος, καθώς ανέφερε, έχει ειδικότητα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στην ηλεκτρολογία και είναι μεταξύ άλλων καθηγητής σε τριτοβάθμια σχολή, κάλεσε ως μάρτυρα για συσκευές ραντάρ τον κ. Θ. Λούμπα που είχε ειδικότητα στο θέμα. Ο κ. Λούμπα γνώριζε για το είδος γενικά της υπό αναφορά συσκευής και για το πώς αυτή λειτουργούσε, αλλά όχι το συγκεκριμένο μοντέλο. Επρόκειτο, καθώς εξήγησε, για παλαιάς τεχνολογίας συσκευή με σοβαρές αδυναμίες και, με τα σημερινά δεδομένα, πολύ αναξιόπιστη. Τα ακόλουθα αποσπάσματα που περιέχουν την άποψή του για τις πτυχές που πιο πολύ απασχόλησαν στον υπό συζήτηση τομέα - τις πηγές παρεμβολών και τη δυνατότητα ή όχι της συσκευής να τις ανιχνεύει και να προειδοποιεί γι' αυτές - είναι αντιπροσωπευτικά της προσέγγισής του:
"Α. Τα κύρια προβλήματα που έχουν είναι τα λάθη που παρουσιάζουν στην καταγραφή των στόχων. Για παράδειγμα έχεις μια κεραία που είναι 10 μέτρα, υπάρχουν προδιαγραφές που πριν την βάλεις, η κεραία λαμβάνει ακτινοβολία. Οι ακτινοβολίες μπορεί να έρθουν από τον ευρύτερο ατμοσφαιρικό χώρο και από το τι υπάρχει σε αυτό το χώρο, όλα τα αντικείμενα που είναι γύρω, γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνικές γραμμές, κινούμενα αντικείμενα γύρω του μέχρι και κοσμική ακτινοβολία μπορεί να πιάσει.
.............................................................................................................
Ε. Αν δέχεται οποιαδήποτε παρεμβολή το ραντάρ θα ακουστεί κάποιος ήχος;
Α. Ορισμένα ραντάρ έχουν κάποιο κύκλωμα που επισημαίνει στο χειριστή ότι υπάρχει κάποια παρεμβολή όμως μέσα στην όλη ακτινοβολία που λαμβάνει η κεραία στην επιστροφή παραλαμβάνει παρεμβολές εφόσον θα περάσει με την ακτινοβολία που λαμβάνει πίσω δεν θα ενεργοποιηθεί το κύκλωμα που θα κτυπήσει θα ληφθεί σαν κανονική ακτινοβολία λήψεως.
Ε. Θα ακουστούν αν υπάρχουν παρεμβολές, θα υπάρχει κάποιος δεύτερος ήχος και τότε ο χειριστής όχι μόνο δεν θα καταγγείλει αλλά ίσως θα φύγει από τον τόπο τον οποίο είναι;
Α. Αυτά είναι αυτά που ισχυρίζονται οι κατασκευαστές των ραντάρ όταν κάνουν την ρύθμιση για να μην έχουν παρεμβολές στον τόπο που πάνε, εγώ λέω ότι έχει τις παρεμβολές και δεν μπορεί να το αντιληφθεί αυτό το κύκλωμα που βάζουν."
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε, σε ό,τι αφορούσε τη λειτουργία και τις δυνατότητες της χρησιμοποιηθείσας συσκευής, τη μαρτυρία του αστυνομικού τεχνικού κ. Μ. Κυπριανού, την οποία χαρακτήρισε ως σαφώς πιο θετική, ακριβή και εμπεριστατωμένη. Στη μαρτυρία του κ. Θ. Λούμπα δεν απέδωσε βαρύτητα. Ανέφερε ότι αυτός δεν είχε εξειδικευμένη γνώση σε σχέση με τη λειτουργία του τύπου συσκευής που χρησιμοποιήθηκε και επομένως δεν μπορούσε να θεωρηθεί πραγματογνώμονας σε ό,τι εδώ ενδιέφερε. Χαρακτήρισε τη μαρτυρία του ως περιορισμένη "σε μιαν εντελώς γενική και θεωρητική αντίκρυση του θέματος". Το Δικαστήριο έκρινε λοιπόν ότι η συσκευή ραντάρ κατέγραψε την ταχύτητα του οχήματος του εφεσείοντος με την αναγκαία ακρίβεια.
Με την έφεση τέθηκαν υπό αμφισβήτηση τα επίδικα ευρήματα αναφορικά τόσο με το ποιο αυτοκίνητο είχε προσπεράσει ποιο, όσο και με την υπό τις περιστάσεις ακρίβεια του αποτελέσματος που παρέσχε η συσκευή. Επικρίθηκε ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία και διατυπώθηκε σωρεία σημείων αναφορικά με λεπτομέρειες αλλά και γενικότερης σημασίας, προς υποστήριξη των επικρίσεων. Δεν χρειάζεται να τα εξειδικεύσουμε για να τα συζητήσουμε. Η πρωτόδικη απόφαση περιέχει πράγματι κάποιες αδυναμίες, κυρίως υπερτονισμού κάποιων πτυχών και εσφαλμένης αντίληψης σε σχέση με άλλες. Καμιά όμως από αυτές δεν θα μπορούσε εύλογα να αποβεί κρίσιμη σε ό,τι αφορούσε τις καταλήξεις στα βασικά θέματα, καταλήξεις που θεμελιώνονται πειστικά σε ευρύτερα ερείσματα. Δεν διακρίνουμε λόγο για επέμβαση.
Η έφεση απορρίπτεται.
H�έφεση απορρίπτεται.