ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 770
17 Δεκεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΡΣΙΩΤΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7071, 7073)
Ποινική Δικονομία ― Προσθήκη κατηγορίας μετά το τέλος της δίκης ―Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 85(4) ― Μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του είναι να μην επηρεάζεται δυσμενώς από την προσθήκη, στην υπεράσπισή του, ο κατηγορούμενος.
Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν, μεταξύ άλλων, κατηγορία συνωμοσίας προς καταδολίευση, κατά παράβαση του Άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι εφεσίβλητοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή και η πρωτόδικη διαδικασία προχώρησε αποκλειστικά πάνω στη βάση συμφωνημένων παραδεκτών γεγονότων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον των εφεσιβλήτων στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
Κατ' έφεση, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και εισηγήθηκε ότι, σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο την υιοθετήσει, ασκήσει τη διακριτική του εξουσία βάσει του Άρθρου 85(4) του Κεφ. 155, τροποποιήσει το κατηγορητήριο, προσθέτοντας νέα κατηγορία, εκείνη της ψευδούς δήλωσης, και καταδικάσει του εφεσίβλητους σε αυτή, εφόσον, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, οι εφεσίβλητοι αποδέκτηκαν ότι πράγματι έκαμαν ψευδή δήλωση.
Αποφασίστηκε ότι:
Οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν τα εν λόγω γεγονότα υπό το φως των συγκεκριμένων κατηγοριών που αντιμετώπιζαν και, μάλιστα, σε συνάρτηση με την αποδοχή, εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, της εκδοχής τους, όπως αυτή περιεχόταν στις ανακριτικές τους καταθέσεις. Είναι άγνωστο αν και τι γεγονότα θα συμφωνούσαν να παραδεχθούν αν αντί των συγκεκριμένων κατηγοριών αντιμετώπιζαν κατηγορία για ψευδή δήλωση. Ενόψει των δεδομένων αυτών δεν είναι ορθό να ασκηθεί η διακριτική εξουσία του Εφετείου βάσει του Άρθρου 85(4) του Κεφ. 155, προς ικανοποίηση της εισήγησης του Βοηθου Γενικού Εισαγγελέα, εφόσον κάτι τέτοιο, θα επηρέαζε, ενδεχόμενα, δυσμενώς τους εφεσίβλητους στην υπεράσπισή τους.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, Υπόθεση Αρ. 727/00, ημερομηνίας 23/1/01, με την οποία οι κατηγορούμενοι οι οποίοι αντιμετώπιζαν, μεταξύ άλλων, την κατηγορία της συνωμοσίας προς καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, την κατηγορία της αποφυγής πληρωμής δασμού, κατά παράβαση του άρθρου 191(β) του Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και ο δεύτερος εφεσίβλητος την κατηγορία του δόλου από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση των άρθρων 133 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, απαλλάχθηκαν και αθωώθηκαν λόγω του ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον τους.
Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα
Χρ. Θεοφίλου, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Αρ. 7071.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Αρ. 7073
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με βάση κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε στο Ε.Δ. Πάφου, οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν, μεταξύ άλλων, την κατηγορία της συνωμοσίας προς καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, οι εφεσίβλητοι, μεταξύ της 18 και 23/4/1999, συνωμότησαν να καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, ήτοι να συμπληρώσουν το έντυπο C168, αναγράφοντας ψευδώς ότι εισήχθησαν μέσω του αεροδρομίου Πάφου, από την εταιρεία VODAFONE CYPRUS LTD, 72 φορητά τηλέφωνα, αντί 77, με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία να απολέσει δασμούς ύψους £203. Με βάση το ίδιο κατηγορητήριο, οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν και την κατηγορία της αποφυγής πληρωμής δασμού, κατά παράβαση του άρθρου 191(β) του Νόμου 82 του 1967 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, οι εφεσίβλητοι, μεταξύ της 18 και 23.4.1999, εν γνώσει τους, προέβηκαν σε δόλια αποφυγή καταβολής δασμών ύψους £203 με την ψευδή δήλωση ότι εισήχθησαν στην Κυπριακή Δημοκρατία 72 φορητά τηλέφωνα, αντί 77. Τέλος, με βάση πάντοτε το ίδιο κατηγορητήριο, ο δεύτερος εφεσίβλητος αντιμετώπιζε και την κατηγορία του δόλου από δημόσιο λειτουργό, κατά παράβαση των άρθρων 133 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, ο δεύτερος εφεσίβλητος, μεταξύ της 18 και 23/4/1999, ενώ ήταν δημόσιος λειτουργός, ήτοι τελωνειακός λειτουργός, διέπραξε δόλο, ήτοι συμπλήρωσε και υπέγραψε το έντυπο C168, αναγράφοντας ψευδώς ότι εισήχθησαν μέσω του αεροδρομίου Πάφου, από την εταιρεία VODAFONE CYPRUS LTD, 72 φορητά τηλέφωνα, αντί 77, με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία να απωλέσει δασμούς ύψους £203.
Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, και αφού οι εφεσίβλητοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή σε καμιά κατηγορία, η Κατηγορούσα Αρχή και η Υπεράσπιση κατέθεσαν εκ συμφώνου ενώπιον του Δικαστηρίου δέσμη εγγράφων αποτελούμενη (α) από έγγραφο τιτλοφορούμενο «Παραδεκτά γεγονότα στην υπόθεση με αρ. Ε.Δ. Πάφου 727/2000» και υπογεγραμμένο από τον Υπαστυνόμο Δ. Σαββίδη, δημόσιο κατήγορο Εισαγγελίας Πάφου, τον κ. Ε. Χρ. Πουργουρίδη, δικηγόρο του εφεσίβλητου 2 και από την κα Χρ. Θεοφίλου, διά τον κ. Α. Θεοφίλου, δικηγόρο του εφεσίβλητου 1, (β) από έγγραφο τιτλοφορούμενο «Τμήμα Τελωνείων, Κατάθεση», ημερομηνίας 7.5.1999, που λήφθηκε από τον εφεσίβλητο 2, (γ) από την ανακριτική κατάθεση του εφεσίβλητου 1, ημερομηνίας 11.5.1999, στην Αστυνομία, και, τέλος, (δ) από την ανακριτική κατάθεση του εφεσίβλητου 2, ημερομηνίας 12.5.1999, στην Αστυνομία. Μετά από κοινή δήλωση όλων των πλευρών ότι το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών αποτελούσε παραδεκτά γεγονότα, με την έγκριση του Δικαστηρίου, το εν λόγω περιεχόμενο κατέστη παραδεκτά γεγονότα. Όλη δε η δέσμη σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1.
Η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσκόμισε οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία.
Ακολούθως, και αφού το Δικαστήριο κάλεσε τους εφεσίβλητους να προβάλουν την υπεράσπισή τους, και οι δύο επέλεξαν να μην προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση ή να μαρτυρήσουν. Ούτε και κάλεσαν οποιονδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης.
Από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, ως συνεπακόλουθο του ό,τι αποτελούσε παραδεκτά γεγονότα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι, λόγω αποτυχίας σύνδεσης της αποφυγής των δασμών με το έντυπο C168 και, συνεπακόλουθα, με το ψευδές περιεχόμενό του, η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον των εφεσιβλήτων, τόσο στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν από κοινού όσο και στην κατηγορία που αντιμετώπιζε ο 2ος εφεσίβλητος μόνος.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με την εισήγηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, από τα παραδεκτά γεγονότα προέκυπτε άμεσα η σύνδεση του εντύπου C168 με την αποφυγή των δασμών. Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, και αν ακόμα δεν υπήρχε σύνδεση του εν λόγω εντύπου με την αποφυγή των δασμών, και πάλι υπήρχαν ικανοποιητικά παραδεκτά γεγονότα για την καταδίκη του 2ου εφεσίβλητου στην κατηγορία του δόλου από δημόσιο λειτουργό.
Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Διαβάζοντας το υπό (α) πιο πάνω έγγραφο, «Παραδεκτά γεγονότα στην υπόθεση με αρ. Ε.Δ. Πάφου 727/2000», το μόνο που διαπιστώνουμε είναι ότι είναι παραδεκτό ότι στο έντυπο C168 αναγράφεται ψευδώς ότι εισήχθησαν 72 φορητά τηλέφωνα, αντί 77, και ότι δασμός πληρώθηκε για 72 φορητά τηλέφωνα και όχι για 77. Δεν διαφαίνεται από πουθενά ότι η απώλεια των δασμών, για τα 5 τηλέφωνα, προέκυψε ως αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης του εν λόγω εντύπου C168. Ούτε ότι η εν λόγω απώλεια των δασμών προέκυψε ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε άλλης ψευδούς δήλωσης. Πέραν τούτου, από την ανακριτική κατάθεση του εφεσίβλητου 1, όπως και από την ανακριτική κατάθεση του εφεσίβλητου 2, το περιεχόμενο των οποίων αποτέλεσε μέρος των παραδεκτών γεγονότων, προκύπτει, ως γεγονός παραδεκτό εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ότι η κατάρτιση του εντύπου C168, με το ψευδές περιεχόμενο ότι εισήχθησαν 72, αντί 77, φορητά τηλέφωνα, δεν απέβλεπε στην αποφυγή καταβολής δασμών για 5 τηλέφωνα. Απέβλεπε σε εντελώς διαφορετικό σκοπό. Συγκεκριμένα:
Στο έγγραφο «Παραδεκτά γεγονότα στην υπόθεση με αρ. Ε.Δ. Πάφου 727/2000» αναφέρονται και τα εξής:
«Ο 2ος κατηγορούμενος όταν πληροφορήθηκε για τα ελλείμματα που υπήρχαν στα δύο χαρτοκιβώτια επικοινώνησε με τον 1ο κατηγορούμενο και του ζήτησε όπως τους εκδώσει πιστοποιητικό απώλειας των φορητών τηλεφώνων για να γίνει πιστευτός στην εταιρεία που του τα απέστειλε και να μην τον χρεώσει. Επίσης ο 2ος κατηγορούμενος ανάφερε στον 1ο κατηγορούμενο ότι στο παρελθόν είχε ακόμη άλλα ελλείμματα 5 φορητών τηλεφώνων και του ζήτησε όπως αντί ελλείμματα τριών φορητών τηλεφώνων να γράψει ψευδώς ότι υπήρχαν ελλείμματα οκτώ φορητών τηλεφώνων.
Την 19.4.99 ο 1ος κατηγορούμενος έκδωσε έντυπο C 168 στο οποίο έγραψε ότι από τα δύο χαρτοκιβώτια έλειπαν 8 φορητά τηλέφωνα λιγότερα από την ποσότητα που φαινόταν στο τιμολόγιο.»
Πάνω στο ίδιο ζήτημα διαβάζουμε τα ακόλουθα αποσπάσματα από τις ανακριτικές καταθέσεις των εφεσιβλήτων:
Από την ανακριτική κατάθεση του εφεσίβλητου 1:
«Σε κάποια άλλη περίπτωση μετά τες 15/4/99, δεν θυμάμαι ημερομηνία ακριβή, ο συνέταιρός μου Κώστας, με οδηγίες του, έστειλε τον υπάλληλό μας Τόνι στο Τελωνείο του Αεροδρομίου Πάφου για να πιάσει δείγματα τηλεφώνου που εισάγουμε για να βγει σχετική άδεια εισαγωγής από τη ΣΥΤΑ. Όταν επέστρεψε ο Τόνις, στη παρουσία δύο Τελωνειακών, όπως μας είπεν, ανοίχθηκαν οι κάσιες και διαπιστώθηκε ότι απουσιάζουν τρία τηλέφωνα μάρκες τες οποίες δεν γνωρίζω. Από ό,τι θυμούμαι ο Τόνις μας παρέδωσε τρία δείγματα τηλεφώνων και πάλι μάρκες δεν ανθυμούμαι. Μετά έπιασα εγώ τηλέφωνο, νομίζω την ίδια μέρα, ή την άλλη, δεν ανθυμούμαι, τον Κυριάκο Αρσιώτη στο Τελωνείο Πάφου και του είπα τι γίνεται τωρά που λείπουν τρία τηλέφωνα. Ο Αρσιώτης με τη σειρά του μου είπε ότι μπορώ να κάμω claim, εάν τα έχω ασφαλισμένα. Εγώ του είπα ότι μα καλά που είχα στες προάλλες άλλα πέντε τηλέφωνα (δηλαδή ελείπαν που τες κάσιες) τσιε άλλα ανταλλακτικά, μπαταρίες, τα οποία επιβαρύνετο η Εταιρεία και επειδή εμείς τα τηλέφωνα τα παίρνομεν με πίστωση που πρέπει να τα πουλήσω για να τον πληρώσω, μας δίδει ένα μήνα, εγώ εζήτησα του Κυριάκου μέσω τηλεφώνου, ένα χαρτί για να έχω στοιχεία, να αποδείξω σε κείνο που μου τα στέλλει, ότι πράγματι όποτε έχω παραλαβή κάποτε λείπουν πράγματα. Δεν είχα πρόθεση ούτε να επωφεληθώ δασμούς και Φ.Π.Α. και ούτε είχα πρόθεση να εξαγοράσω κανένα. Ουδέ και αλοίμονό μου για διακόσιες έξι λίρες, να έκαμνα έτσι πράμα. Επίσης το χαρτί που έδωσε ο Κυριάκος Αρσιώτης, ούτε χρησιμοποιήθηκε για ασφαλιστικούς σκοπούς και ούτε θα χρησιμοποιηθεί.»
Από την ανακριτική κατάθεση του εφεσίβλητου 2:
«Ερώτηση 9η Εσύ επήρες οποιαδήποτε τηλέφωνα από τα δύο κιβώτια; Απάντηση 9η Τα κιβώτια για 1η φορά ανοίχθηκαν στες ... στην παρουσία του συναδέλφου Σταύρου Ιωάννου και του υπαλλήλου της Εταιρείας. Καταμετρήθησαν και από τους τρεις μας. Δηλαδή ο Σταύρος Ιωάννου έκαμνε την καταγραφή μαζί με εμένα και με τον υπάλληλο της εταιρείας Vodafon που ήρθε να πάρει τα δείγματα και πήρε ο υπάλληλος τρία δείγματα, δύο ασύρματα του σπιτιού και ένα φορητό τηλέφωνο. Στην καταμέτρηση βρέθηκε ότι ελείπαν τρία φορητά τηλέφωνα και ήταν όλα 77 εβδομήντα επτά τηλέφωνα, δηλαδή ελείπαν τρία και στο τιμολόγιο ήταν 80. Ερώτηση 10η Πότε συμπλήρωσες το έντυπο C 168; Απάντηση 10η Το έντυπο αυτό το συμπλήρωσα στες 19.4.99 το απόγευμα και έγραψα ότι το συμπλήρωσα στες 18.4.99, παρασυρόμενος από την παραλαβή του φορτίου που έγινε στες 19.4.99. Έλεγξα τα δύο χαρτοκιβώτια και βρήκα 77 εβδομήντα επτά τηλέφωνα δηλαδή ελείπαν τρία. Ετηλεφώνησέ μου ο Γεώργιος Ανδρέου και με παρακάλεσε όπως του γράψω κάτι περισσότερο για να καλύψει τες ζημιές από τα ελλείμματά του δηλαδή να γράψω ότι αντί τρία ότι ελείπαν οκτώ πράγμα το οποίο εγώ δέχθηκα και συμπλήρωσα με ψευδή δήλωση την οποία υπέβαλα στο Τελωνείο Πάφου. Ο λόγος που το έκαμα δεν ήταν για χρηματισμό μου ή για οτιδήποτε άλλο. Το έκαμα επειδή εγώ ένοιωθα επαγγελματική υποχρέωση στον Γεώργιο Ανδρέου γιατί ήταν συνεργάτης μου υπηρεσιακά και μου έδιδε πληροφορίες για οτιδήποτε έπεφτε στην αντίληψή του για Τελωνειακά αδικήματα ή άλλα αδικήματα που αφορούσαν την Αστυνομία και μάλιστα για θέματα της Αστυνομίας έδιδα πληροφορίες στον Βάκη Βαρνάβα το τηλέφωνο του οποίου τώρα δεν κρατώ αλλά είναι Αστυνομικός στην Λ/σό. Επίσης πληροφορίες έδιδα και σε διάφορους αξιωματούχους της Αστυνομίας.»
Όσον αφορά την εισήγηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όπως, σε περίπτωση που θα υιοθετούσαμε την πρωτόδικη απόφαση, προχωρήσουμε, ασκώντας τη διακριτική μας εξουσία βάσει του άρθρου 85(4), του Κεφ. 155, με την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, προσθέτοντας νέα κατηγορία εναντίον των εφεσιβλήτων, εκείνη της ψευδούς δήλωσης, και καταδικάζοντάς τους σε αυτή, εφόσον, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, οι εφεσίβλητοι αποδέχτηκαν ότι πράγματι έκαμαν ψευδή δήλωση, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Μετά που οι εφεσίβλητοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή σε καμιά κατηγορία, η πρωτόδικη διαδικασία προχώρησε αποκλειστικά πάνω στη βάση συμφωνημένων παραδεκτών γεγονότων. Αναμφίβολα, οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν τα εν λόγω γεγονότα υπό το φως των συγκεκριμένων κατηγοριών που αντιμετώπιζαν και, μάλιστα, σε συνάρτηση με την αποδοχή, εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, της εκδοχής τους, όπως αυτή περιεχόταν στις ανακριτικές τους καταθέσεις, ότι το ψευδές περιεχόμενο του εντύπου C168 απέβλεπε σε εντελώς διαφορετικό σκοπό από εκείνο που τους αποδιδόταν με τις εν λόγω κατηγορίες. Είναι άγνωστο αν και τι γεγονότα θα συμφωνούσαν να παραδεχθούν αν, αντί των συγκεκριμένων κατηγοριών, αντιμετώπιζαν κατηγορία για ψευδή δήλωση. Με αυτά τα δεδομένα, δεν θεωρούμε ορθό να ασκήσουμε τη διακριτική μας εξουσία βάσει του άρθρου 85(4), του Κεφ. 155, προσθέτοντας την κατηγορία της ψευδούς δήλωσης, εφόσον, κάτι τέτοιο, θα επηρέαζε, ενδεχόμενα, δυσμενώς τους εφεσίβλητους στην υπεράσπισή τους.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.