ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 2 ΑΑΔ 683

4 Οκτωβρίου, 2001

[ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΡΟΓΗΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6972)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πλαστογραφία ― Η πλαστογραφία αφορούσε την υπογραφή εγγυήτριας σε συμβόλαιο ενοικιαγοράς ― Καταδίκη στηριζόμενη στη μαρτυρία της παραπονουμένης και στη μαρτυρία γραφολόγου ― Κατά πόσο ετίθετο θέμα εφαρμογής του Άρθρου 10 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Κατά πόσο η μαρτυρία του γραφολόγου χωρίς ενισχυτική μαρτυρία μπορούσε να στηρίξει την καταδίκη.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Διαπιστώσεις πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για επέμβαση στην κρίση του Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Η μαρτυρία εμπειρογνώμονος μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε ότι πλαστογράφησε την υπογραφή της Μ.Κ. 2 ως εγγυήτριας σε συμβόλαιο ενοικιαγοράς εκσκαφέα από τον σύζυγό της.  Η καταδίκη του εφεσείοντος στηρίχθηκε σε μαρτυρία γραφολόγου του Μ.Κ. 3 ο οποίος αποφάνθηκε ότι η επίμαχη υπογραφή προήλθε από τον εφεσείοντα και επίσης στο εύρημα ότι η Μ.Κ. 2 δεν έδωσε την έγκρισή της να υπογράψει άλλος αντ' αυτής.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδικαστική απόφαση αμφισβητώντας τις διαπιστώσεις αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και προβάλλοντας νομικά θέματα.  Ο εφεσείων υποστήριξε ότι στην παρούσα περίπτωση είχε εφαρμογή το Άρθρο 10 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Επίσης ότι το Δικαστήριο έπρεπε να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία της γνώμης του γραφολόγου πριν καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι λόγοι που αφορούν τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν ευσταθούν.

2.  Δεν υπήρχε υπόβαθρο για την εφαρμογή του ΄Αρθρου 10, ούτε ήταν ως εκ τούτου δυνατή η εφαρμογή του ως θέμα υπαλλακτικής υπεράσπισης.

3.  Η προσέγγιση  του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεκτεί τη μαρτυρία του Μ.Κ. 3 σε στήριξη της καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ήταν ορθή.  Πέραν τούτου η περίπτωση εμπειρογνώμονα δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητη η προειδοποίηση προκειμένου περί "υπόπτων μαρτύρων".

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Υπόθεση Αρ. 11895/99, ημερομηνίας 21/6/00 με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για το αδίκημα της πλαστογραφίας.

Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Παπαγαπίου-Χρίστου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης του Εφεσείοντα μετά από ακροαματική διαδικασία για το αδίκημα της πλαστογραφίας, μη επεκτεινόμενη στην ακόλουθη επιβληθείσα ποινή. Η πλαστογραφία αφορούσε την υπογραφή της Μ.Κ.2 ως εγγυήτριας σε συμβόλαιο ενοικιαγοράς εκσκαφέα από το σύζυγό της.  Η Μ.Κ.2, τη μαρτυρία της οποίας ο ευπαίδευτος δικαστής απεδέχθη ως αξιόπιστη, κατέθεσε ότι δεν υπέγραψε ως εγγυήτρια και έλαβε γνώση του ότι η υπογραφή της ως εγγυήτριας εμφανίζετο στο συμβόλαιο όταν της εζητήθη να καταβάλει καθυστερημένες δόσεις, οπότε και κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία.  Τούτο εξ άλλου ήταν δεκτό και από το σύζυγό της, Μ.Υ.2, και από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, Μ.Υ.1, εξάδελφο του Μ.Υ.2.  Η μαρτυρία αυτών, την οποία ο ευπαίδευτος δικαστής δεν απεδέχθη, ήταν ότι μετέβησαν στα γραφεία του προμηθευτή του εκσκαφέα, ο μεν Μ.Υ.2 για να δει τον εκσκαφέα ο δε Εφεσείων για να δει κάποιο ημιφορτηγό που τον ενδιέφερε να αγοράσει.  Εκεί υπεγράφη το συμβόλαιο ενοικιαγοράς από τον Μ.Υ.2 ως ενοικιαγοραστή και από τον Εφεσείοντα ως εγγυητή.  Ο Μ.Υ.2 τηλεφώνησε στη σύζυγό του να προσέλθει για να υπογράψει επίσης ως εγγυήτρια αλλά αυτή δεν μπορούσε και έδωσε τα στοιχεία της στο σύζυγό της λέγοντας του να υπογράψει άλλος αντ΄αυτής, πράγμα που η Μ.Κ.2 αρνήθηκε στη μαρτυρία της.  Ο Εφεσείων είπε ότι έφυγε από τα γραφεία μόλις υπόγραψε ως εγγυητής και δεν γνώριζε ποιος υπόγραψε εκ μέρους της Μ.Κ.2.  Ο Μ.Κ.2 είπε ότι υπόγραψε εκ μέρους της συζύγού του αλλά επειδή τα γράμματα του δεν ήσαν καλά η υπάλληλος πέταξε την κόλλα και ούτε αυτός γνώριζε ποίος υπόγραψε τελικά εκ μέρους της συζύγου του.  Κρίσιμη ήταν η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα γραφολόγου Μ.Κ.3 ο οποίος, εξετάζοντας την επίμαχη υπογραφή στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς και δείγματα υπογραφών της Μ.Κ.2, του Εφεσείοντα και του Μ.Υ.2, αποφάνθηκε ότι η επίμαχη υπογραφή στο συμβόλαιο προήλθε από τον Εφεσείοντα.  Η μαρτυρία αυτή έγινε δεκτή από τον ευπαίδευτο δικαστή και σε αυτή, όπως και στο εύρημα ότι η Μ.Κ.2 δεν έδωσε την έγκρισή της για να υπογράψει άλλος αντ΄αυτής, βασίσθηκε η καταδίκη.

Ο όγδοος λόγος έφεσης προσβάλλει ακριβώς τη διαπίστωση του δικαστηρίου για την αξιοπιστία του Μ.Κ.3, χωρίς την οποία ασφαλώς η καταδίκη δεν θα μπορούσε να υφίσταται.  Εξειδικεύεται στο λόγο έφεσης ότι η αντικειμενικότητα του Μ.Κ.3 πλήττεται ως εκ του ότι υπέπεσε σε αντίφαση ως προς (α) το αν υπήρχαν διαφορές στη γραφή που εξέτασε, (β) τα επιστημονικά βιβλία που χρησιμοποίησε και (γ) την έκβαση άλλων ποινικών υποθέσεων στις οποίες έδωσε μαρτυρία.  Στο διάγραμμά του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα παραπέμπει με λεπτομέρεια στα πρακτικά που όπως εισηγείται υποστηρίζουν τη θέση του.  Οι σχετικές αναφορές στα πρακτικά όμως δεν υποστηρίζουν την εισήγηση που γίνεται ούτε εν πάση περιπτώσει τεκμηριώνουν αντίφαση που να μην επέτρεπε στο δικαστήριο την αποδοχή της αξιοπιστίας του μάρτυρα.  Ο λόγος έφεσης αυτός δεν ευσταθεί καθόλου.

Όπως δεν ευσταθούν οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 6, που αναφέρονται στην αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Κ.2 ως αξιόπιστης.  Ως προς το λόγο έφεσης 4 μάλιστα, ο ίδιος ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα διαφοροποίησε την εισήγηση με τρόπο που ουσιαστικά αναιρεί το λόγο έφεσης, δεχόμενος ότι η αναφορά του στη μαρτυρία δεν υποστηρίζεται από τα πρακτικά.  Ως προς το λόγο έφεσης 5, ουσιαστικά διατυπώνεται μια ερμηνεία μέρους της μαρτυρίας της Μ.Κ.2 η οποία όχι μόνο δεν είναι αναγκαστικά ακόλουθη αλλά και εν πάση περιπτώσει ουδόλως επηρεάζει την άποψη αξιοπιστίας στην οποία η συνολική αξιολόγηση του δικαστηρίου το οδήγησε.  Ως προς δε το λόγο έφεσης 6, όχι μόνο είναι δεκτό στον ίδιο το λόγο έφεσης ότι το εγειρόμενο θέμα δεν ετέθη στη Μ.Κ.2 κατά την αντεξέτασή της αλλά και πάλι, και τοσούτο μάλλον ως εκ τούτου, δεν πλήττει την καταληκτική αξιολόγηση αξιοπιστίας της Μ.Κ.2.

Ο λόγος έφεσης 3 αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσίβλητου ως αναξιόπιστης.  Ο ευπαίδευτος δικαστής θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος, αν και είπε την αλήθεια σε όλα τα επουσιώδη σημεία, δεν έπραξε τούτο ως προς τα επίμαχα σημεία, αναφέροντας ιδιαίτερα ότι "Ενώ ήταν παρών καθόλη τη διάρκεια της υπογραφής του Τεκμ. 1 και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το ό,τι είχε γίνει, είπε ότι δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση για το πώς είχε βρεθεί η πλαστογραφημένη υπογραφή της Παραπονούμενης στη θέση του δεύτερου εγγυητή, το μόνο σίγουρο για τον ίδιο είναι ότι δεν είναι δική του.  Το κενό αυτό στη μαρτυρία του τον αφήνει εκτεθειμένο και στο σημείο αυτό είμαι πεπεισμένος ότι δεν είπε την αλήθεια, αφού βάζει τον εαυτό του παρόντα στη σκηνή." (σελ. 145).  Την αναφορά αυτή είναι που ο εφεσείων, με τον τρίτο λόγο έφεσης, θεωρεί πεπλανημένη, λέγοντας ότι ο ίδιος έδωσε εξήγηση για το ότι δεν γνώριζε πώς βρέθηκε η υπογραφή της παραπονούμενης στο συμβόλαιο, δηλαδή ότι έφυγε από το γραφείο για να πάει να δει το ημιφορτηγό για το οποίο ενδιαφέρετο.  Ότι ο εφεσίβλητος έδωσε κάποια εξήγηση είναι γεγονός. Ο ευπαίδευτος δικαστής όμως αναφέρετο ουσιαστικά στη λογική επάρκεια της θέσης του Εφεσείοντα ότι δεν γνώριζε πώς ετέθη η υπογραφή της Μ.Κ.2, λαμβανομένης υπ΄όψη της όλης προηγηθείσας εμπλοκής και γνώσης του των γεγονότων, που απέληγε σε κενό στη μαρτυρία του και εντάσσετο, όπως παρατήρησε γενικά ο ευπαίδευτος δικαστής αμέσως πριν από την πιο πάνω αναφορά, στην εντύπωση ότι "Προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποκρύψει γεγονότα τα οποία θα προσμετρούσαν εναντίον του". Και αυτό, σε συνδυασμό με τη θέση του ίδιου του μάρτυρα υπεράσπισης του, Μ.Υ.2, ότι ούτε εκείνος γνώριζε πώς ετέθη τελικά η υπογραφή της Μ.Κ.2 στο συμβόλαιο.  Δεν υπήρχε λοιπόν λανθασμένη προσέγγιση του δικαστηρίου στη μαρτυρία.  Και εν πάση περιπτώσει η έκβαση της υπόθεσης δεν εξαρτήθηκε από απ΄ευθείας μαρτυρία ως προς το ποιος υπόγραψε (υπενθυμίζοντας μάλιστα ότι η υπεράσπιση δέχθηκε ότι δεν υπόγραψε η Μ.Κ.2), αφού κρίσιμη για την ενοχή του Εφεσείοντα ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.3, η αποδοχή της οποίας, επί των δικών της δεδομένων ως επιστημονικής μαρτυρίας, αναιρούσε την όποια εκδοχή του Εφεσείοντα.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν νομικά θέματα. Με το δεύτερο λόγο έφεσης διατυπώνεται το παράπονο ότι το δικαστήριο κακώς απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα, ως προς τα διαμειφθέντα μεταξύ Μ.Υ.2 και Μ.Κ.2 σε τηλεφωνική επικοινωνία τους ενώ ο Εφεσείων και ο Μ.Κ.2 ήσαν στο γραφείο του προμηθευτή, ως εξ ακοής μαρτυρία.  Το θέμα, λέγεται, δεν ήταν η αλήθεια των λεχθέντων από τηλεφώνου αλλά η εντύπωση που σχημάτισε ο Εφεσείων ως προς το ότι η Μ.Κ.2 εξουσιοδότησε το σύζυγό της να μεριμνήσει ώστε να υπογράψει άλλος εκ μέρους της.  Τούτο συναρτάται βέβαια προς το εγειρόμενο στον πρώτο λόγο έφεσης θέμα που αφορά την απόφαση του ευπαιδεύτου δικαστή ότι δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής του άρθρου 10 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο προνοεί:

"10.  Πράξη η οποία διενεργήθηκε υπό το κράτος ειλικρινής και εύλογης, όχι όμως λιγότερο από την πλανημένη αντίληψη των πραγματικών περιστατικών, δεν καταλογίζεται σε εκείνο που διάπραξε σε βαθμό μεγαλύτερο από εκείνο που θα ίσχυε αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν όπως τα επίστευε αυτός.

Η εφαρμογή του κανόνα αυτού δύναται να αποκλειστεί είτε ρητά είχε σιωπηρά από εκείνο το νόμο που αφορά το ζήτημα."

Ο Εφεσείων λέγει ότι κακώς το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το άρθρο 10 με το αιτιολογικό ότι, σύμφωνα με τα ευρήματά του, η Μ.Υ.2 δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή της να υπογράψει άλλος εκ μέρους της, αφού το σχετικό ερώτημα βάσει του άρθρου 10 δεν θα ήταν κατά πόσο η Μ.Κ.2 είχε δώσει τέτοια συγκατάθεση αλλά κατά πόσο ο εφεσείων πίστευε καλόπιστα, με βάση την εντύπωση που σχημάτισε από τα λεχθέντα από τηλεφώνου, ότι είχε δώσει τέτοια συγκατάθεση. Οι εισηγήσεις αυτές όμως αγνοούν εντελώς το ότι δεν ετίθετο καθόλου εδώ θέμα εφαρμογής της υπεράσπισης που παρέχεται από το άρθρο 10, δοθέντος ότι η θέση του Εφεσείοντα δεν ήταν ότι υπόγραψε καλόπιστα εκ μέρους της Μ.Κ.2 αλλά ότι δεν υπόγραψε εκ μέρους της και ούτε γνώριζε πως η υπογραφή της βρέθηκε στο συμβόλαιο.  Δεν υπήρχε λοιπόν καν το υπόβαθρο για την εφαρμογή του άρθρου 10, ούτε ήταν ως εκ τούτου δυνατή η εφαρμογή του ως θέμα υπαλλακτικής υπεράσπισης. Καταρρέοντος του πρώτου λόγου έφεσης, καθίσταται βέβαια άσχετος και άνευ αντικειμένου και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης εκφράζεται το παράπονο ότι το δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στον κίνδυνο καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία της γνώμης του γραφολόγου.  Ο ευπαίδευτος δικαστής όμως απευθύνθηκε ευθέως στο θέμα αυτό, και μάλιστα στις αυθεντίες τις οποίες παρέθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, καταλήγοντας ότι ο Μ.Κ.3 του έκανε τέτοια καλή εντύπωση που αποδέχθηκε τη μαρτυρία του σε στήριξη της καταδίκης.  Πέραν τούτου, παρατηρούμε βέβαια ότι η περίπτωση εμπειρογνώμονα δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητη η πλήρης ή έστω και μερική προειδοποίηση προκειμένου περί "υπόπτων μαρτύρων".

Η έφεση αποτυγχάνει στο σύνολό της και απορρίπτεται.

Η�έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο