ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2001) 2 ΑΑΔ 490
13 Ιουλίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Εφεσείων,
ν.
ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΠΙΕΡΑ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6982)
Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση μη εξόφλησης εκδοθείσας επιταγής κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Η ύπαρξη εύλογης αιτίας για μη εξόφληση της επιταγής αποτελεί υπεράσπιση.
Απόδειξη ― Διαπιστώσεις πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Έφεση εναντίον των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της προσαχθείσας μαρτυρίας η οποία έμεινε αναντίλεκτη ― Δεν διαπιστώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος γιατί προκάλεσε τη μη εξόφληση επιταγής που εξέδωσε, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ο εφεσείων είχε εκδόσει την επιταγή για να εξοφλήσει την δικηγορική αμοιβή του εφεσίβλητου κατήγορου. Ο εφεσείων δεν είχε δώσει κατάθεση στο Δικαστήριο - κατά την ακροαματική διαδικασία - ούτε παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία. Προέβη σε δήλωση χωρίς όρκο, στην οποία υιοθέτησε το περιεχόμενο τηλεμοιότυπου που είχε αποστείλει μία ημέρα πριν την ημερομηνία που ήταν πληρωτέα η επιταγή - η οποία είχε εκδοθεί 6 μήνες προηγουμένως - στο οποίο ισχυριζόταν ότι πιθανόν η επιταγή να εκδόθηκε κατά λάθος ή ότι το ποσό της αμοιβής δεν ήταν αποτέλεσμα ορθού υπολογισμού. Ο εφεσείων καταδικάσθηκε σε πρόστιμο ΛΚ200.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και υποστήριξε ότι η απόφαση έρχεται σε αντίθεση με αυτά που είπε ο Δικαστής επιβάλλοντας την ποινή, όπου δέχεται την ύπαρξη εύλογης αιτίας για να σταματήσει ο εφεσείων την πληρωμή της επιταγής.
Αποφασίστηκε ότι:
Η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα των διαπιστώσεων του πάνω στη μαρτυρία η οποία είχε προσαχθεί και που έμεινε αναντίλεκτη. Ο εφεσείων δεν έδωσε ένορκη κατάθεση για να υποστηρίξει και να προωθήσει τον ισχυρισμό πως σταμάτησε την πληρωμή της επιταγής για εύλογη αιτία. Από την απόφαση του Δικαστή δεν μεταφέρεται οποιοδήποτε μήνυμα πως ο Δικαστής είχε την πεποίθηση ότι ο εφεσείων είχε εύλογη αιτία όταν έδινε οδηγίες στην τράπεζά του να μην τιμήσει την επιταγή.
Η έφεση απορρίφθηκε με £200 έξοδα.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 26037/98, ημερομηνίας 4/9/00, με την οποία κρίθηκε ένοχος γιατί προκάλεσε τη μη εξόφληση επιταγής που εξέδωσε, κατά παράβαση του άρθρου 305 Α(2) του Π.Κ., Κεφ. 154 και του επέβαλε την ποινή προστίμου Λ.Κ.200,-.
Χρ. Σ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Χ"Λοΐζου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος γιατί προκάλεσε τη μη εξόφληση επιταγής που εξέδωσε, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από την ακροαματική διαδικασία, διαπίστωσε ως αληθή τα πιο κάτω γεγονότα. Ο εφεσείων ήταν πελάτης του δικηγόρου, εφεσίβλητου κατήγορου. Μετά που αναφύησαν ορισμένες διαφορές μεταξύ τους διευθετήθηκε όπως ο εφεσείων πληρώσει την αμοιβή του δικηγόρου, που συμφωνήθηκε, και ο τελευταίος να παραδώσει στον εφεσείοντα όλους τους φακέλους των υποθέσεών του. Η διευθέτηση αυτή επιμαρτυρήθηκε σε σχετικό έγγραφο, ημερ. 17.3.98. Σύμφωνα με αυτό ο εφεσείων παρέδωσε στο δικηγόρο επιταγή, πληρωτέα στις 17.9.98 για ΛΚ1.000 προς πλήρη εξόφληση του υπόλοιπου ποσού της δικηγορικής αμοιβής. Στις 16.9.98, μια ημέρα δηλαδή πριν από την ημερομηνία που η επιταγή ήταν πληρωτέα, ο εφεσείων έστειλε τηλεομοιότυπο στο δικηγόρο, τεκμ.5, στο οποίο ισχυριζόταν πως πιθανόν η επιταγή να εκδόθηκε κατά λάθος, γιατί ήταν με την εντύπωση πως είχε ήδη εξοφληθεί το ποσό που συμφωνήθηκε, και ίσως λόγω ανακρίβειας στον υπολογισμό να εκδόθηκε και η επιταγή. Γι' αυτό, καθώς πληροφορούσε το δικηγόρο στο πιο πάνω μήνυμα, είχε δώσει οδηγίες στην τράπεζά του να μην τιμήσει την επιταγή. Ο δικηγόρος παρουσίασε στις 17.3.01 την επίδικη επιταγή στην τράπεζα για εξόφληση, από την οποία βεβαιώθηκε πως ο εφεσείων είχε δώσει οδηγίες να μην εξοφληθεί.
Ο εφεσείων δεν έδωσε ένορκη κατάθεση στο Δικαστήριο, μήτε και παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία. Προέβη σε δήλωση χωρίς όρκο, στην οποία υιοθέτησε το περιεχόμενο του τηλεομοιότυπου που έστειλε στο δικηγόρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είχαν αποδειχτεί. Έκανε δε και ειδική αναφορά στο τεκμ.5, που όπως είπαμε πιο πριν υιοθέτησε ο εφεσείων στην κατάθεσή του, ανωμοτί, για να πει (το Δικαστήριο) πως δεν μπορούσε να εντοπίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο βάσει του οποίου να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων είχε αποδείξει εύλογη αιτία, να σταματήσει την πληρωμή της επιταγής που εξέδωσε.
Από την ενώπιόν μας επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντα εντοπίσαμε μόνο ένα σημείο που χρειάζεται να μας απασχολήσει. Ο,τιδήποτε άλλο είπε, ενόψει των αποδειγμένων γεγονότων στην υπόθεση που συνοψίσαμε πιο πάνω, δεν βοήθησε σε τίποτε. Μετά την καταδίκη του εφεσείοντα, και αφού το Δικαστήριο άκουσε το δικηγόρο του για την επιμέτρηση της ποινής, εξέδωσε την απόφασή του, στην οποία κατέληξε να του επιβάλει την επιεική ποινή των ΛΚ200 πρόστιμο. Ο δικαστής όμως, αναφέροντας τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του για μετριασμό της ποινής, είπε πως ένα απ΄αυτά ήταν και η: «έντονη εντύπωση του κατηγορούμενου ότι με το ποσό το οποίο είχε ήδη δώσει προηγουμένως, που όντως ήταν ένα μεγάλο ποσό, εύλογα θεωρούσε ότι έδωσε ένα αρκετά μεγάλο ποσό και δεν θα χρειαζόταν να δώσει και το ποσό των £1.000.» Εισηγήθηκε λοιπόν ο δικηγόρος του εφεσείοντα πως η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με αυτά που είπε επιβάλλοντας την ποινή, όπου δέχεται την ύπαρξη εύλογης αιτίας για να σταματήσει ο εφεσείων την πληρωμή της επιταγής.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Να παρατηρήσουμε πρώτα πως η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα των διαπιστώσεών του πάνω στη μαρτυρία η οποία είχε προσαχθεί, και που έμεινε αναντίλεκτη. Ο εφεσείων δεν έδωσε ένορκη κατάθεση για να υποστηρίξει και να προωθήσει τον ισχυρισμό του πως σταμάτησε την πληρωμή της επιταγής για εύλογη αιτία. Το τεκμήριο 5 δεν περιέχει καθαρά μηνύματα. Σ΄αυτό αναφέρει πως νομίζει ότι δεν έγινε ορθός υπολογισμός των οφειλών του και γι' αυτό μπορεί να πλήρωσε τις ΛΚ1.000 της επιταγής επιπλέον. Καλούσε δε το δικηγόρο να επαναελέγξει τους λογαριασμούς του. Και βεβαίως όλα αυτά σε τηλεομοιότυπο που στάληκε την προτεραία που ήταν πληρωτέα η επιταγή, που εκδόθηκε 6 μήνες προηγουμένως, στις 17.3.98. Η έκφραση της σκέψης του Δικαστή, για την αιτιολόγηση της επιβολής της ποινής, που τοποθετούμε σε εισαγωγικά πιο πάνω, δεν είναι δόκιμη. Εντούτοις δεν μεταφέρεται οποιοδήποτε μήνυμα πως ο δικαστής είχε την πεποίθηση ότι ο εφεσείων είχε εύλογη αιτία όταν έδινε οδηγίες στην τράπεζα του να μην τιμήσει την επιταγή. Εκείνο το οποίο μεταδίδει η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Δικαστής είναι πως, επειδή ο εφεσείων πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό στο δικηγόρο ο ίδιος έκρινε πως τον πλήρωσε ικανοποιητικά, και γι΄αυτό αποφάσισε ότι δεν χρειαζόταν να εξοφληθεί και η επιταγή των ΛΚ1000.
Καταλήγουμε επομένως πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με £200 έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με £200 έξοδα.