ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 466
30 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΜΑΥΡΟΣ, ΑΛΛΩΣ «ΧΑΤΖΗΣ»,
Eφεσείων,
v.
KYΠPIAKHΣ ΔHMOKPATIAΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6591)
Ποινή — Απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση του Άρθρου 325 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Μεμονωμένη ενέργεια μη συνδεόμενη με οργανωμένο έγκλημα που δεν ήταν δυνατό να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές λόγω της χαμηλής ισχύος της εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιήθηκε — Στόχος της τοποθέτησης της βόμβας ήταν η απόσπαση προσοχής της Αστυνομίας στη διερεύνηση άλλων σοβαρών αδικημάτων ώστε αυτή να παύσει να ασκεί έλεγχο σε νυκτερινό κέντρο με το οποίο ο εφεσείων είχε κάποιες σχέσεις — Συνεργασία με άλλο πρόσωπο — Επιβολή ποινής φυλάκισης 3½ ετών — Δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική.
Απόδειξη — Ομολογία — Προφορική δήλωση υπόπτου προς την Αστυνομία ότι διέπραξε αδίκημα — Συνιστά θέμα αξιοπιστίας μαρτύρων το κατά πόσο η δήλωση έγινε ή όχι.
Απόδειξη — Ομολογία — Γραπτή ομολογία (confession) υπόπτου προς την Αστυνομία — Η θεληματικότητα και, επομένως το αποδεκτό της κρίνεται πάντοτε με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες που την περιβάλλουν.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Εύρημα Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων — Σπάνια η επέμβαση του Εφετείου.
Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Συνεργασία κατηγορουμένου με άλλο πρόσωπο — Λαμβάνεται υπόψη ως ελαφρυντικός παράγων στην επιμέτρηση της ποινής του κατηγορουμένου.
Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Ισχυρισμός για δυσμενή διάκριση σε βάρος κατηγορουμένου λόγω διακοπής της υπόθεσης εναντίον συγκατηγορούμενου του — Δεν τεκμηριώθηκε.
Στις 19.1.1998, ο εφεσείων ο οποίος ανακρίνετο για διάρρηξη τουριστικού συγκροτήματος στην Αγία Νάπα, προέβη σε προφορική δήλωση ότι στις 28.2.1997, τοποθέτησε αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος είχε πυροδοτηθεί αλλά δεν εξερράγη, στο Ταχυδρομείο Αγίας Νάπας.
Στις 20.1.1998, ο εφεσείων έδωσε γραπτή κατάθεση που περιείχε ομολογία του για την τοποθέτηση βόμβας στο Ταχυδρομείο. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε την κατάθεση με το σκεπτικό ότι λόγω της αβεβαιότητας των συνθηκών λήψης της κατάθεσης η αποδοχή της δεν θα εξυπηρετούσε το γενικότερο συμφέρο της διεξαγωγής δίκαιης δίκης.
Στις 22.1.1998 λήφθηκε άλλη γραπτή κατάθεση από τον εφεσείοντα την οποία η Κατηγορούσα Αρχή, για δικούς της λόγους δεν επεδίωξε να παρουσιάσει στο Κακουργιοδικείο.
Στις 23.1.1998 λήφθηκε τρίτη γραπτή κατάθεση από τον εφεσείοντα, που περιείχε και πάλι ομολογία του εφεσείοντα για την τοποθέτηση της βόμβας. Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε την εν λόγω κατάθεση.
Στις 30.1.1998 ο εφεσείων οδηγήθηκε και υπέδειξε διάφορα σημεία συνδεόμενα με την τοποθέτηση της βόμβας. Η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε να παρουσιαστεί έντυπο πάνω στο οποίο είχαν καταχωρηθεί οι απαντήσεις του εφεσείοντα σχετικά με τις εν λόγω υποδείξεις. Η Υπεράσπιση έφερε ένσταση προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι οι υποδείξεις έγιναν ύστερα από κακομεταχείριση του εφεσείοντα. Επικουρικά επικαλέσθηκε το γεγονός ότι, την προηγούμενη μέρα, ο εφεσείων αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε την παρουσίαση του εντύπου, λόγω της ψυχολογικής κατάστασης του εφεσείοντα και του γεγονότος ότι αυτός οδηγήθηκε στους εν λόγω χώρους φορώντας χειροπέδες.
Στις 2.2.1998 ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς και παραδέχθηκε ενοχή. Η παραδοχή του εφεσείοντα δεν έγινε αποδεκτή με το σκεπτικό ότι έγινε κάτω από σύνθήκες που δημιουργούσαν στο Δικαστήριο αμφιβολίες αναφορικά με το όλο υπόβαθρο το οποίο αφορούσε τη λήψη της και επομένως και το επιθυμητό της δεκτότητάς της ακόμα και αν αυτή ήταν θεληματική.
Ο εφεσείων αρνήθηκε κατηγορηματικά ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι έκαμε τη δήλωση της 19.1.1998.
Το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας τη διϊστάμενη μαρτυρία αποφάνθηκε ότι "η εμπλοκή του κατηγορουμένου στην υπόθεση της βόμβας στο Ταχυδρομείο όσον αφορά την ομολογία του υπάρχει εξ αρχής (και δεν αμφισβητήθηκε η θεληματικότητα της προφορικής δήλωσης του στις 19.1.1998 παρά μόνο ότι έγινε) και συνεχίζει μέχρι τις 23.1.1998 που προέβη στην κατάθεση Τεκμήριο 3. Αυτό το θεωρούμε σαν ένα στοιχείο που ενισχύει την αξιοπιστία της σχετικής ομολογίας του".
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο και καταδικάστηκε σε ποινή 3½ ετών φυλάκισης. Εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη του όσο και την ποινή του. Η έφεση κατά της καταδίκης επικεντρώθηκε σε δύο σημεία:
1) Στο αποδεκτό της γραπτής ομολογίας του εφεσείοντα της 23.1.1998 και την αξιολόγησή της, και
2) Στο εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων στις 19.1.1998, είχε πράγματι παραδεχθεί προφορικά στην Αστυνομία ότι αυτός ήταν ο δράστης της τοποθέτησης της βόμβας στο Ταχυδρομείο.
Η έφεση κατά της ποινής, αφορά το ύψος της. Υποστηρίχθηκε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική για τον λόγο ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι ελαφρυντικοί παράγοντες που συνέτρεχαν υπέρ του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θεληματικότητα και, επομένως, το αποδεκτό της κάθε κατάθεσης που δίδει ύποπτος στην Αστυνομία κρίνεται πάντοτε με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες που την περιβάλλουν. Εφόσον οι συνθήκες αυτές δεν δημιουργούν οποιαδήποτε αμφιβολία για τη θεληματικότητα της, η οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενη κατάθεση, που για κάποιο λόγο κρίθηκε ως μη αποδεκτή ή δεν παρουσιάστηκε, δεν εξυπακούει ότι και η κατάθεση που ακολούθησε πρέπει να θεωρηθεί ως μη αποδεκτή, παρά τη θεληματικότητά της.
Το Κακουργιοδικείο παραθέτει στην απόφασή του εκτενή αποσπάσματα εξηγώντας με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους στηρίχθηκε στην κατάθεση της 23.1.1998 τονίζοντας ιδιαίτερα ότι η αλήθεια του περιεχομένου της εύρισκε επιβεβαίωση από ανεξάρτητη μαρτυρία.
2. Ο λόγος έφεσης 2) ανάγεται στην αξιοπιστία των μαρτύρων, θέμα στο οποίο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Οι λόγοι που επικαλέστηκε το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στην αποδοχή της προφορικής παραδοχής του εφεσείοντα είναι απόλυτα πειστικοί.
3. Όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες λήφθηκαν επαρκώς υπόψη. Όμως οι επιβαρυντικοί παράγοντες ήταν πολύ περισσότεροι. Ιδιαίτερα ο λόγος, που όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων, τοποθετήθηκε η βόμβα στο Ταχυδρομείο και που ήταν η απόσπαση προσοχής της Αστυνομίας στη διερεύνηση άλλων σοβαρών αδικημάτων, ώστε αυτή να παύσει να ασκεί έλεγχο σε νυκτερινό κέντρο με το οποίο ο ίδιος είχε σχέση. Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Watson [1980] 2 All E.R. 293,
R. v. Murray [1951] 1 K.B. 391,
Demetriades v. R. 21 C.L.R. 180,
Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Γεώργιο Π. Mαύρο, άλλως "Xατζή", ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 9 Σεπτεμβρίου 1998, από το Kακουργιοδικείο Λάρνακας/Aμμοχώστου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 242/98) στην κατηγορία της απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, κατά παράβαση του Άρθρου 325 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 3 1/2 ετών.
N. Kληρίδης, για τον Eφεσείοντα.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής που επέβαλε στον εφεσείοντα το Κακουργιοδικείο μετά που τον βρήκε ένοχο για απόπειρα καταστροφής του Ταχυδρομείου Αγίας Νάπας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση του Άρθρου 325 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Για τους σκοπούς της έφεσης έχει σημασία το ιστορικό της υπόθεσης. Το παραθέτουμε σε συντομία.
Μετά από τηλεφώνημα που λήφθηκε στο Τ.Α.Ε. Αμμοχώστου, στις 00.50 της 28/2/1997, η αστυνομία εντόπισε στο Ταχυδρομείο Αγίας Νάπας ένα αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό αποτελούμενο από μια μπρούτζινη μεταλλική υδροσωλήνα που περιείχε εκρηκτική ύλη χαμηλής ισχύος μαζί με διάφορα μεταλλικά αντικείμενα. Από επιστημονικές εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε πυροδοτηθεί αλλά δεν εξερράγη. Οι αστυνομικές ανακρίσεις για εντοπισμό του δράστη ή των δραστών δεν καρποφόρησαν.
Μετά ένα περίπου χρόνο, στις 19/1/1998, ο Λοχίας Παναγιώτου του Τ.Α.Ε. Αμμοχώστου συνέλαβε και ανέκρινε τον εφεσείοντα στα γραφεία του Τ.Α.Ε. στο Παραλίμνι σχετικά με τη διάρρηξη τουριστικού συγκροτήματος στην Αγία Νάπα που διαπράχθηκε λίγες μέρες προηγουμένως. Ενώ ανέκρινε τον εφεσείοντα στην παρουσία και των Υπαστυνόμου Σπύρου και Λοχία Χατζηγιασεμή, σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, ο εφεσείων είπε «Οι χειροπέδες που μου εβάλετε εν άδικα, εγώ έτσι πράμα εν έκαμα. Έκαμα όμως άλλα.» Αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο νόμο συνέχισε λέγοντας «Εγώ έβαλα την πόμπα στο Ταχυδρομείο». Στο Κακουργιοδικείο ο εφεσείων αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έκαμε τέτοια δήλωση. Για το πώς τελικά το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη διϊστάμενη αυτή μαρτυρία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Στις 20/1/1998 ο αστυφύλακας Καπνουλλάς του Τ.Α.Ε. πήρε από τον εφεσείοντα γραπτή κατάθεση στην παρουσία του Υπαστυνόμου Σωτηρίου. Η κατάθεση περιείχε ομολογία του εφεσείοντα για την τοποθέτηση της βόμβας στο Ταχυδρομείο. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης η Κατηγορούσα Αρχή επεδίωξε να παρουσιάσει την κατάθεση. Η Υπεράσπιση έφερε ένσταση. Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η κατάθεση δόθηκε κάτω από συνθήκες βίας, απειλών και φόβου. Το Κακουργιοδικείο, αν και δεν αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα ούτε απέρριψε την αντίθετη εκδοχή της αστυνομίας, εντούτοις, με την ενδιάμεση απόφαση του, δεν αποδέχθηκε την κατάθεση με το σκεπτικό ότι «οι συνθήκες λήψης της κατάθεσης προβάλλουν τέτοια αβεβαιότητα που να δημιουργεί επαρκείς υποψίες ώστε να κρίνεται ότι η αποδοχή της κατάθεσης, όπως και των αμέσως προηγηθέντων αυτής προφορικών αναφορών, δεν θα ήταν δίκαιο προς τον κατηγορούμενο ούτε συνάδουσα προς το γενικότερο συμφέρον της διεξαγωγής δίκαιης δίκης».
Δυο μέρες αργότερα, στις 22/1/1998, λήφθηκε άλλη γραπτή κατάθεση από τον εφεσείοντα την οποία η Κατηγορούσα Αρχή, για δικούς της λόγους, δεν επεδίωξε να παρουσιάσει στο Κακουργιοδικείο.
Την επόμενη μέρα, 23/1/1998, ο Καπνουλλάς πήρε τρίτη γραπτή κατάθεση από τον εφεσείοντα στην παρουσία των Υπαστυνόμων Σωτηρίου και Σπύρου. Η κατάθεση αυτή, που περιείχε και πάλι ομολογία του εφεσείοντα, άρχιζε ως εξής: «Επειδή στις προηγούμενες καταθέσεις έκαμα την αρχή τζιαι είπα σας ορισμένα πράματα τα οποία είναι αλήθεια άφηκα όμως τζιαι άλλα πράματα που έκαμα τζιαι δεν σας τα είπα επήρα το τελικά απόφαση να πω τα πάντα ακριβώς όπως εγινήκαν να ξεκαθαρίσω.». Και συνεχίζει ο εφεσείων λέγοντας ότι τη βόμβα στο Ταχυδρομείο την είχε κατασκευάσει ο ίδιος αλλά με οδηγίες κάποιου Δημητρίου, άλλως Jimmy. Στην ίδια κατάθεση ο εφεσείων αναφέρει ότι, μετά την τοποθέτηση της βόμβας, ο Jimmy έκαμε ένα τηλεφώνημα πληροφορώντας τον τηλεοπτικό σταθμό «ΑΝΤΕΝΑ» για τη βόμβα. Κατά την ακρόαση η Κατηγορούσα Αρχή επεδίωξε, και αυτή τη φορά πέτυχε, παρά την ένσταση της Υπεράσπισης, να παρουσιάσει την κατάθεση. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε ύποπτο στις συνθήκες λήψης της ώστε να την καθιστά μη αποδεκτή για οποιοδήποτε λόγο.
Στις 30/1/1998 ο εφεσείων οδηγήθηκε και υπέδειξε διάφορα σημεία συνδεόμενα με την τοποθέτηση της βόμβας. Κατά την ακρόαση ο Υπαστυνόμος Σπύρου επεχείρησε να παρουσιάσει έντυπο πάνω στο οποίο είχαν καταχωρηθεί οι απαντήσεις του εφεσείοντα σχετικά με τις εν λόγω υποδείξεις. Η Υπεράσπιση έφερε ένσταση. Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι οι υποδείξεις έγιναν ύστερα από κακομεταχείριση του εφεσείοντα από τους αστυνομικούς που τον συνόδευαν. Επικουρικά επικαλέστηκε το γεγονός ότι, την προηγούμενη μέρα, ο εφεσείων αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Το Κακουργιοδικείο, με ενδιάμεση απόφαση του, δεν αποδέχθηκε την παρουσίαση του εντύπου με το σκεπτικό ότι «ο κατηγορούμενος την αμέσως προηγούμενη νύκτα είχε προβεί σε απόπειρα αυτοκτονίας αφού ευρέθη σε μια κατάσταση μεγάλης αναστάτωσης και ότι μετά από αυτό δεν είχε τύχει, όπως είναι κοινό έδαφος, ιατρικής περίθαλψης για διαπίστωση της ψυχολογικής του κατάστασης». «Δεν εξετάζουμε», είπε το Κακουργιοδικείο, «κατά πόσο δεν έτυχε ιατρικής περίθαλψης διότι ο ίδιος δεν το επιθυμούσε ή διότι δεν του παρεσχέθη αυτή. Εξετάζουμε μόνο το αποτέλεσμα, το οποίο είναι ότι ο κατηγορούμενος δεν έτυχε ιατρικής περιθάλψεως με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα ότι η ψυχολογική του κατάσταση την επόμενη μέρα ήταν τέτοια ώστε να μην δημιουργούνται οποιεσδήποτε αμφιβολίες για την έκταση της ελευθερίας με την οποία ενδεχομένως να προέβη στην υπόδειξη των χώρων που σχετίζονται με τη διάπραξη των αδικημάτων.» «Χωρίς να υπεισερχόμεθα λοιπόν», συνέχισε το Κακουργιοδικείο, "σε οποιοδήποτε εύρημα ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε από τη ψυχολογική του κατάσταση σχετιζόμενη με την απόπειρα αυτοκτονίας του, θεωρούμε ότι το γεγονός αυτό αντικειμενικά κρινόμενο είναι τέτοιο που να μπορούσε να θεωρηθεί ότι δημιουργεί δεδομένα με βάση τα οποία το Δικαστήριο πρέπει να αντικρίσει με μεγάλη επιφυλακτικότητα τη συμπεριφορά του την επόμενη μέρα.» «Σε συνδυασμό με το δεδομένο αυτό το οποίο παίρνουμε ως βάση», κατέληξε το Κακουργιοδικείο, «αναφερόμεθα και στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εν πάση περιπτώσει οδηγήθηκε στους εν λόγω χώρους φορώντας χειροπέδες έστω και αν σε ορισμένους τουλάχιστο χώρους οι χειροπέδες είχαν αφαιρεθεί από το ένα χέρι.»
Στις 2/2/1998 ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς από τον Καπνουλλά στην παρουσία του Υπαστυνόμου Σπύρου. Η απάντηση του ήταν παραδοχή και καταγράφηκε μετά από τη γραπτή κατηγορία. Η Κατηγορούσα Αρχή επεδίωξε να παρουσιάσει την απάντηση ύστερα όμως από ένσταση της Υπεράσπισης αυτή δεν έγινε αποδεκτή με το ακόλουθο σκεπτικό: «... πρέπει», είπε το Κακουργιοδικείο, «όμως να εξετάσουμε τις όλες συνθήκες οι οποίες περιβάλλουν τη λήψη της ομολογίας και επισημαίνουμε δύο σημεία τα οποία σίγουρα πρέπει να είναι σημαντικά στην κρίση μας. Το ένα αφορά ακριβώς το τελευταίο παρατηρηθέν ότι ο μάρτυρας Στυλιανού έκαμε καταχώριση στο βιβλίο του σταθμού Αγίας Νάπας με βάση το ότι, όπως είπε και ο ίδιος, του ζητήθηκε να μεταφερθεί εκτός σταθμού ο κρατούμενος και ότι αυτή η καταχώριση γίνεται πάντοτε και μόνον όταν πρόκειται να γίνει μεταφορά εκτός σταθμού και όχι όταν πρόκειται να παραμείνει ο κρατούμενος στο σταθμό. Το δεύτερο σημείο είναι το γεγονός ότι η ώρα της καταχωρίσεως που φαίνεται να έγινε από το μάρτυρα αναφορικά με την παράδοση του κατηγορούμενου είναι η ώρα 6:01 μ.μ. που δεν συνάδει βεβαίως με την ώρα των 6:20 με 6:25 που έχει αναφερθεί από τους άλλους μάρτυρες. Και πάλι δεν τίθεται θέμα να κάνουμε εύρημα αναφορικά με το θέμα αυτό, παρατηρούμε όμως ότι οι καταχωρίσεις αυτές έγιναν βεβαίως σε ανύποπτο χρόνο. Λαμβάνοντας υπόψη και τα δύο αυτά σημεία, πιστεύουμε ότι δεν θα ήτο ορθό να δεχθούμε την απάντηση του κατηγορουμένου, που είναι η παραδοχή του στις κατηγορίες που του προσήφθησαν, εφόσον υπάρχουν συνθήκες που περιβάλλουν τη λήψη της ομολογίας αυτής που να δημιουργούν στο Δικαστήριο αμφιβολίες αναφορικά με το όλο υπόβαθρο το οποίο αφορά τη λήψη της και επομένως και το επιθυμητό της δεκτότητας της ακόμα και αν αυτή ήταν θεληματική.».
Αξιολογώντας τον ισχυρισμό για προφορική παραδοχή (admission) του εφεσείοντα στις 19/1/1998, το Κακουργιοδικείο, στην τελική του απόφαση, είπε τα ακόλουθα:-
«... Είναι γεγονός ότι η δήλωση του κατηγορουμένου της 19/1/1998, η οποία ισοδυναμεί με ομολογία του ότι ο ίδιος τοποθέτησε τη βόμβα του ταχυδρομείου, δεν ήταν το αντικείμενο δίκης εντός δίκης αφού δεν προσβλήθηκε ως μη θεληματική αλλά αμφισβητήθηκε το ότι έγινε καν. Στο στάδιο αυτό λοιπόν το θέμα είναι καθαρά θέμα αξιοπιστίας κατά πόσο η δήλωση έγινε ή όχι. Επ' αυτού δεν έχουμε αμφιβολία. Η μαρτυρία των Υπασ. Σπύρου (ΜΚ 5), Λοχία Παναγιώτου (ΜΚ 3) και Λοχία Χατζηγιασεμή (ΜΚ 10) είναι θετική και δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε την αξιοπιστία της. Απεναντίας, είναι η γραμμή της Υπεράσπισης επί του θέματος που δεν έχει πειστικότητα. Στον Σπύρου το θέμα ουσιαστικά δεν τέθηκε στην αντεξέταση του. Στον Παναγιώτου ετέθη αρχικά ότι ο κατηγορούμενος φορούσε χειροπέδες όταν έκανε αυτή τη δήλωση, εκλαμβάνοντας δηλαδή ότι η δήλωση έγινε, ενώ μετά του υπεβλήθη ότι δεν έγινε. Ομοίως, ο Χατζηγιασεμής ερωτήθη κατ' αρχήν κατά πόσο είχε επιστηθεί η προσοχή του κατηγορουμένου στο νόμο πριν κάνει τη δήλωση αυτή, ακολούθως ερωτήθηκε τι απάντησε ο κατηγορούμενος μετά που του επεστήθη η προσοχή στο νόμο αμέσως μετά τη δήλωση του, και μόνο στο τέλος ότι ο Χατζηγιασεμής έλεγε ψέματα. Αλλά ούτε και ο κατηγορούμενος, στην ένορκη μαρτυρία του, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα αυτό. Η συνολική μας άποψη, που αποτελεί και το εύρημα μας, είναι ότι ως γεγονός ο κατηγορούμενος προέβη στην εν λόγω δήλωση στις 19/1/1998.»
Επανεξετάζοντας το αποδεκτό της γραπτής ομολογίας (confession) του εφεσείοντα της 23/1/1998, το Κακουργιοδικείο, στην τελική του απόφαση, είπε τα ακόλουθα:-
«... Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να αναθεωρήσει απόφαση του για τη δεκτότητα καταθέσεως η οποία έγινε δεκτή κατόπιν δίκης εντός δίκης - ίδε R. v. Watson [1980] 2 All E.R. 293, R. v. Murray [1951] 1 K. B. 391, Demetriades v. R. 21 C.L.R. 180. Αυτό βέβαια δεν αναμένεται να συμβαίνει συχνά, αλλά η σχετική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι δεδομένη και στην κατάλληλη περίπτωση, εφ΄ όσον υπάρχει μαρτυρία η οποία δίδεται μετά από τη δίκη εντός δίκης και η οποία δείχνει ότι η κατάθεση δεν είναι θεληματική, το Δικαστήριο μπορεί να αναθεωρήσει την άποψη του για τη δεκτότητα της κατάθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει τέτοια μαρτυρία. Κατ' αρχή, ούτε στον Αστ. Καπνουλλά, που κατέγραψε την κατάθεση, ούτε στον Υπαστ. Σπύρου, που ήταν παρών κατά τη λήψη της, αλλά ούτε και στον Υπαστ. Σωτηρίου, ο οποίος κατ' ισχυρισμό ήταν ο κύριος υπεύθυνος της κακοποίησης του κατηγορουμένου και επίσης παρών κατά τη λήψη της κατάθεσης, ετέθη ουσιαστικά το θέμα στην αντεξέταση τους. Ενώ και στη μαρτυρία του ίδιου του κατηγορούμενου δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε νέο στοιχείο, πέραν των αναφερθέντων κατά τη δίκη εντός δίκης, που θα καταδείκνυε τη μη θεληματικότητα της κατάθεσης. Περαίνουμε λοιπόν λεγοντας ότι δεν έχουμε οποιαδήποτε βάση στη μαρτυρία η οποία εδόθη μετά τη δίκη εντός δίκης για να αναθεωρήσουμε την απόφαση μας ότι η κατάθεση Τεκμήριο 3 ήταν θεληματική και αποδεκτή.»
Εξετάζοντας τη βαρύτητα που θα 'πρεπε να δοθεί, τόσο στην προφορική παραδοχή όσο και στη γραπτή ομολογία του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο είπε τα εξής:-
«... Το έργο του Δικαστηρίου δεν εξαντλείται στη διαπίστωση της δεκτότητας της μαρτυρίας αλλά ασκείται κυρίως στην αξιολόγηση της στο σύνολο της και στη διαπίστωση της αλήθειας και αποτελεσματικότητας της ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα κατά πόσο η ενοχή του κατηγορουμένου αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από τη μαρτυρία. Προφορικές δηλώσεις και γραπτές καταθέσεις που περιέχουν ομολογία και που κρίνονται σαν αποδεκτή μαρτυρία δεν εξαιρούνται του κανόνα αυτού. Όπως το έθεσε ο Δικαστής Αρτεμίδης στην υπόθεση Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65, στη σελ. 73:
«Είναι καθιερωμένη νομολογιακή αρχή πως, έστω και αν μια κατάθεση-ομολογία, δόθηκε θεληματικά, το Δικαστήριο προχωρεί να βεβαιωθεί κατά πόσο το περιεχόμενο της συνάδει με την αλήθεια των γεγονότων, όπως αυτά έχουν διακριβωθεί. Η υιοθέτηση της αρχής αυτής γίνεται για αυταπόδεικτους λόγους προκειμένου η καταδίκη να ακολουθεί πάντοτε τη διαπίστωση από το Δικαστήριο πως η ενοχή αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εξετάζοντας λοιπόν την κατάθεση όπως και την προφορική δήλωση του κατηγορουμένου υπό το πιο πάνω πρίσμα, παρατηρούμε κατ' αρχήν ότι, αντίθετα με τη βόμβα στο Δημοτικό Σχολείο, ο κατηγορούμενος ενέπλεξε εξ αρχής τον εαυτό του στη βόμβα του ταχυδρομείου. Πρώτα με την προφορική δήλωση του της 19/1/1998 και μετά με την κατάθεση του Τεκμήριο 3, ενώ μεσολάβησαν και άλλες δύο καταθέσεις του, μία στις 20/1/1998 που δεν έγινε δεκτή κατόπιν δίκης εντός δίκης, και μία στις 22/1/1998 η οποία δεν μας παρουσιάσθηκε, τις οποίες όμως ο κατηγορούμενος αναφέρεται στο Τεκμήριο 3 ότι και σε αυτές είχε ομολογήσει την εμπλοκή του. Αναφέρουμε τις καταθέσεις αυτές όχι ασφαλώς για να βασισθούμε σε αυτές αλλά απλώς για να σημειώσουμε τη συνέχεια της αναφοράς του στο Τεκμήριο 3. Η εμπλοκή του κατηγορουμένου στην υπόθεση της βόμβας στο Ταχυδρομείο λοιπόν, όσον αφορά την ομολογία του, υπάρχει εξ αρχής (και δεν αμφισβητήθηκε η θεληματικότητα της προφορικής δήλωσης του στις 19/1/1998 παρά μόνο το ότι έγινε) και συνεχίζει μέχρι τις 23/1/1998 που προέβη στην κατάθεση Τεκμήριο 3. Αυτό το θεωρούμε σαν ένα στοιχείο που ενισχύει την αξιοπιστία της σχετικής ομολογίας του.
Είναι γεγονός, όπως παρατήρησε και ο κ. Κληρίδης, ότι οι εν λόγω προηγούμενες καταθέσεις του κατηγορουμένου, στις οποίες, όπως λέγει στο Τεκμήριο 3, ανάφερε τους λόγους της πράξεως του, τον τρόπο που κατασκεύασε τη βόμβα, και το πώς την τοποθέτησε (πράγματα που δεν εξηγά στο Τεκμήριο 3 παρά μόνο παραπέμπει) δεν είναι ενώπιον μας για να μπορέσει να κριθεί σωστά και ολοκληρωμένα η αξιοπιστία της ομολογίας στο Τεκμήριο 3. Όντως στο Τεκμήριο 3 ο κατηγορούμενος παίρνει σαν δεδομένες τις προηγούμενες καταθέσεις του και εξηγά ότι, αντίθετα με το τι είπε σε αυτές, δεν έδρασε μόνος του αλλά σε συνεργασία με τον Jimmy. Σίγουρα αυτό μειώνει την πληρότητα της ομολογίας, με όλα τα πρεπόμενα.
Υπάρχει όμως ένα συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο θεωρούμε σημαντικό στην κρίση μας. Ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του αναφέρει ότι μετά την τοποθέτηση της βόμβας ο Jimmy του είπε να τον πάρει να τηλεφωνήσει, όπως και έκανε, και ότι πριν κάνει το τηλεφώνημα ο Jimmy του είπε ότι θα τηλεφωνούσε στον Αντένα να τους πει για τη βόμβα. Είναι δε γεγονός, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του Ζαμανή του Αντένα, την οποία και αποδεχόμεθα και η οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, ότι στις 12.30 πήρε ανώνυμο τηλεφώνημα ότι υπήρχε βόμβα στο Ταχυδρομείο της Αγίας Νάπας, σαν αποτέλεσμα του οποίου ειδοποίησε την Αστυνομία, είναι δε επίσης γεγονός ότι η βόμβα εντοπίσθηκε εκεί από την Αστυνομία είκοσι λεπτά αργότερα σαν αποτέλεσμα της πληροφορίας αυτής. Αυτό ενισχύει τα μέγιστα την αξιοπιστία της αναφοράς του κατηγορουμένου και της ομολογίας του.
Επί πλέον παρατηρούμε ότι στην ουσία ο κατηγορούμενος δεν παρουσίασε οποιοδήποτε άλλοθι σχετικά με την υπόθεση της βόμβας του Ταχυδρομείου. Η αναφορά του ιδίου στη μαρτυρία του ήταν ότι στο Majestic - και ήταν σε αυτό που δόθηκε το βάρος του άλλοθι - πήγαν στις 1.30, που είναι πολύ μετά από τον κρίσιμο χρόνο των 12.30 - 12.50, με αποτέλεσμα και η μαρτυρία του Καϊμακλιώτη, που και ο ίδιος τοποθετεί την άφιξη του κατηγορουμένου στο Majestic μετά τις 12.00 - 12-30, να καθίσταται άσχετη. Υπάρχει βέβαια η μαρτυρία του Δημητρίου η οποία στην ουσία επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του κατηγορουμένου ότι από τις 11.00 περίπου ήσαν μαζί στο Dreams μέχρι που πήγαν στο Majestic. Όμως δεν θα δίδαμε οποιαδήποτε σημασία, όχι μόνο διότι προέρχεται από τον ίδιο τον φερόμενο από τον κατηγορούμενο σαν συνένοχο του αλλά και διότι περιέχει γενικότητα και αοριστία, σημειώνουμε δε χαρακτηριστικά και την αναφορά του στο ότι ο κατηγορούμενος ήρθε στη Dreams περί τις 10.00 - 11.00 ενώ ο ίδιος λέγει ότι πήγε στις 11.30. Καμιά βαρύτητα λοιπόν δεν μπορούμε να προσδώσουμε στο προβληθέν άλλοθι του κατηγορουμένου.
Επί του συνόλου δε της μαρτυρίας, δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία για την αλήθεια της ομολογίας του κατηγορουμένου σε σχέση με την τοποθέτηση από αυτόν της βόμβας στο Ταχυδρομείο.»
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό το Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα.
Η έφεση κατά της καταδίκης επικεντρώθηκε ουσιαστικά σε δύο σημεία.
Το πρώτο σημείο έχει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αναφέρεται στο αποδεκτό της γραπτής ομολογίας του εφεσείοντα της 23/1/1998. Το δεύτερο στην αξιολόγηση της.
Αναφορικά με το αποδεκτό της γραπτής ομολογίας του εφεσείοντα είναι η θέση του συνήγορου του ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι η εν λόγω ομολογία ήταν αποδεκτή ως μαρτυρία σε βάρος του εφεσείοντα και τούτο διότι αυτή έκαμνε εισαγωγική αναφορά και είχε ως υπόβαθρο προηγούμενες γραπτές καταθέσεις του εφεσείοντα, ήτοι τη γραπτή ομολογία της 20/1/1998, που κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως μη αποδεκτή ύστερα από δίκη εντός δίκης, και, επίσης, δεύτερη γραπτή ομολογία του εφεσείοντα ημερομηνίας 22/1/1998, την οποία η Κατηγορούσα Αρχή, για δικούς της λόγους, δεν επεδίωξε να παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν συμφωνούμε με αυτή τη θέση. Η θεληματικότητα και, επομένως, το αποδεκτό της κάθε κατάθεσης που δίδει ύποπτος στην αστυνομία κρίνεται πάντοτε με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες που την περιβάλλουν. Εφόσον οι συνθήκες αυτές δεν δημιουργούν οποιαδήποτε αμφιβολία για τη θεληματικότητα της, η οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενη κατάθεση, που για τον «άλφα» ή «βήτα» λόγο κρίθηκε ως μη αποδεκτή ή δεν παρουσιάστηκε, δεν εξυπακούει ότι και η κατάθεση που ακολούθησε πρέπει να θεωρηθεί ως μη αποδεκτή, παρά τη θεληματικότητα της.
Αναφορικά με την αξιολόγηση της γραπτής ομολογίας του εφεσείοντα ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο την έκρινε ως αληθή και στηρίχθηκε σ' αυτή για να καταδικάσει τον εφεσείοντα. Είναι η θέση του ότι, εφόσο απορρίφθηκε ως μη αποδεκτή η γραπτή ομολογία του εφεσείοντα της 20/1/1998, ομολογία που προηγήθηκε της επίδικης, και εφόσο, μετά την αποδοχή της επίδικης, με δύο ενδιάμεσες αποφάσεις που ακολούθησαν, απορρίφθηκε ως μη αποδεκτό το έντυπο της 30/1/1998 και, επίσης, η γραπτή κατηγορία της 2/2/1998, το Κακουργιοδικείο όφειλε να θεωρήσει ως ακροσφαλή την επίδικη κατάθεση και να μην στηριχθεί σε αυτή τοσούτο μάλλον καθ' όσον η εν λόγω κατάθεση λήφθηκε από τα ίδια αστυνομικά όργανα που είχαν λάβει την κατάθεση της 20/1/1998, είχαν ετοιμάσει το έντυπο της 30/1/1998 και είχαν κατηγορήσει γραπτώς τον εφεσείοντα στις 2/2/1998. Ούτε η θέση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Το Κακουργιοδικείο, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του, εκτενή αποσπάσματα της οποίας παραθέσαμε πιο πάνω, εξηγά με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους στηρίχθηκε στην επίδικη κατάθεση τονίζοντας ιδιαίτερα ότι η αλήθεια του περιεχομένου της εύρισκε επιβεβαίωση από ανεξάρτητη μαρτυρία. Όσον αφορά την όλη δραστηριότητα της αστυνομίας δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό τους, σε καμμιά από τις τρεις ενδιάμεσες αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν η γραπτή ομολογία της 20/1/1998, το έντυπο της 30/1/1998 και η γραπτή κατηγορία της 2/2/1998, το Κακουργιοδικείο απέδωσε οποιαδήποτε αξιόμεμπτη ή αθέμιτη ενέργεια στην αστυνομία.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο επικεντρώθηκε η έφεση αναφέρεται στο εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων, στις 19/1/1998, είχε πράγματι παραδεχθεί προφορικά στην αστυνομία ότι αυτός ήταν ο δράστης της τοποθέτησης της βόμβας στο Ταχυδρομείο. Προς υποστήριξη της θέσης του ότι το εύρημα αυτό δεν είναι ορθό ο συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέσθηκε το γεγονός ότι ο εφεσείων φορούσε χειροπέδες κατά τη στιγμή της υποτιθέμενης δήλωσης του, ότι αρνήθηκε να προβεί αμέσως μετά την προφορική δήλωση σε θεληματική κατάθεση και ότι η συνολική εικόνα της αστυνομίας, όπως εμφανίσθηκε στο Κακουργιοδικείο, άφηνε σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο ο εφεσείων είχε πράγματι προβεί στην επίδικη προφορική παραδοχή. Μελετήσαμε με προσοχή το σκεπτικό με βάση το οποίο το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ότι ο εφεσείων είχε πράγματι προβεί στην εν λόγω προφορική παραδοχή. Δεν διαπιστώσαμε οποιοδήποτε στοιχείο που να δικαιολογεί την επέμβαση μας. Το θέμα αναγόταν στην αξιοπιστία των μαρτύρων, θέμα στο οποίο, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν επεμβαίνει το Εφετείο παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Οι λόγοι που επικαλείται το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στην αποδοχή της προφορικής παραδοχής του εφεσείοντα είναι απόλυτα πειστικοί.
Ερχόμαστε τώρα στην έφεση κατά της ποινής.
Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή των 3½ ετών φυλάκισης. Η ποινή αυτή είναι, σύμφωνα με το συνήγορο του, έκδηλα υπερβολική για το λόγο ότι οι ελαφρυντικοί παράγοντες που συνέτρεχαν υπέρ του εφεσείοντα δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη. Οι παράγοντες αυτοί είναι ότι η ενέργεια του κατηγορούμενου ήταν μεμονωμένη και επιπόλαια, δεν είχε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα ούτε και είχε ως σκοπό, αλλά δεν ήταν και δυνατόν, να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές λόγω της χαμηλής ισχύος της εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιήθηκε. Επιπλέον, σύμφωνα πάντοτε με το συνήγορο του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος συνεργάσθηκε με άλλο πρόσωπο για την τοποθέτηση της βόμβας, πρόσωπο το οποίο ήταν συγκατηγορούμενο του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όμως, κατά την έναρξη της δεύτερης μέρας της ακρόασης, η υπόθεση εναντίον του διακόπηκε με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα. Η θέση του συνήγορου του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει καθόλου σύμφωνους. Όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες λήφθηκαν επαρκώς υπόψη. Όμως οι επιβαρυντικοί παράγοντες ήταν πολύ σοβαροί. Σύμφωνα με τη γραπτή ομολογία του εφεσείοντα της 23/1/1998 ο λόγος για τον οποίο τοποθέτησε τη βόμβα στο Ταχυδρομείο ήταν για να αποσπασθεί η προσοχή της αστυνομίας στη διερεύνηση άλλων σοβαρών αδικημάτων, όπως βομβιστικών επιθέσεων, ώστε αυτή να παύσει να ασκεί έλεγχο σε νυκτερινό κέντρο με το οποίο ο εφεσείων είχε κάποιες σχέσεις. Αν και πυροδοτήθηκε από τον ίδιο, ο εκρηκτικός μηχανισμός δεν εξεράγη λόγω ελαττωματικότητας του. Σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος του εφεσείοντα με τη διακοπή της υπόθεσης εναντίον του συγκατηγορούμενου του Δημητρίου, άλλως Jimmy, παρατηρούμε ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα αφού η διακοπή της δίωξης από το Γενικό Εισαγγελέα έγινε λόγω μη ύπαρξης ικανοποιητικής μαρτυρίας εναντίον του, κάτι που διαφάνηκε μετά που ο Μ.Κ.1 Αναστασίου κηρύχθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ως εχθρικός μάρτυρας. Εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι στη διάπραξη του αδικήματος συνεργάσθηκε και με άλλο πρόσωπο.
Κρίνουμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν μπορεί με κανένα τρόπο να χαρακτηρισθεί ως έκδηλα υπερβολική. Δεν είναι καν αυστηρή. Το Κακουργιοδικείο εξάντλησε κάθε περιθώριο επιείκειας.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.