ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 2 ΑΑΔ 64

27 Μαρτίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΟΥΚΑ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6396)

 

Ποινική Δικονομία — Κατηγορητήριο — Τροποποίηση κατηγορητηρίου — Άρθρο 83 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να προσθέσει νέες κατηγορίες στο κατηγορητήριο οι οποίες έχουν αποδεικτεί με μαρτυρία —  Τέτοια εξουσία έχει το Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, υπό την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος δε θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε ή δε θα επηρεαστεί δυσμενώς η υπεράσπισή του.

Ο εφεσείων κατηγορήθηκε ότι παρέλειψε να προσδεθεί με τη ζώνη ασφαλείας ενώ οδηγούσε, κατά παράβαση των Άρθρων 15 και 18 του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 184/86. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο πρωτόδικος Δικαστής ήλθε σε κάποια λεκτική αντιπαράθεση με τον εφεσείοντα, και με την απόφασή του το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο όχι μόνο στην κατηγορία που προσήφθη εναντίον του αλλά και σε δύο άλλες, ήτοι για αμελή οδήγηση και μη συμμόρφωση σε σήμα αστυνομικού εν στολή, τις οποίες πρόσθεσε στο κατηγορητήριο ο ίδιος ο Δικαστής ενεργώντας, όπως ανέφερε, βάσει του Άρθρου 83 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

O συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε την έφεση αναφορικά με την 1η κατηγορία, μετά τη θέση που εξέφρασε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας να μη υποστηρίξει την καταδίκη του εφεσείοντα στις δύο κατηγορίες που πρόσθεσε το Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την πρόσθεση των δύο κατηγοριών στο κατηγορητήριο, αποφάνθηκε ότι:

Τό Άρθρο 83 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου, Κεφ. 155 δεν παρέχει την εξουσία που άσκησε το Δικαστήριο. Το άρθρο αυτό ρυθμίζει την εξουσία του Δικαστηρίου να μεταβάλλει κατηγορητήριο που είναι ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά, είτε τυπικά.

Η έφεση αναφορικά με τις πρόσθετες κατηγορίες γίνεται αποδεκτή. Η έφεση εναντίον της πρώτης κατηγορίας απορρίπτεται.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Xρίστο Λούκα, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 22 Σεπτεμβρίου, 1997, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 1920/97) στις κατηγορίες παράλειψης χρήσης της ζώνης ασφαλείας, κατά παράβαση των Άρθρων 15 και 18 του περί Oδικής Aσφάλειας Nόμου 184//86, αμελούς οδήγησης, κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 19 του N. 86/72 και μη συμμόρφωσης σε σήμα αστυνομικού εν στολή, κατά παράβαση του Kανονισμού 57(1)(ι) των περί Pυθμίσεως της Tροχαίας Mεταφοράς Kανονισμών του 1964 όπως τροποποιήθηκαν και καταδικάστηκε από Παπαμιχαήλ, Δ., σε £50 πρόστιμο στην 1η κατηγορία, στέρηση άδειας οδηγού για 3 μήνες στη 2η κατηγορία και £75 πρόστιμο στην 3η κατηγορία.

Α. Αλεξάνδρου, για τον Eφεσείοντα.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κατηγορήθηκε από την Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου ότι στις 13.12.96, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του στον κύριο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς - Πάφου, παρέλειψε να προσδεθεί με τη ζώνη ασφαλείας, κατά παράβαση των άρθρων 15 και 18 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου, 184/86

Ο εφεσείων δεν παραδέχτηκε την κατηγορία και η Αστυνομική Εισαγγελία κάλεσε, ως μοναδικό μάρτυρα για την απόδειξη της υπόθεσης, τον αστυφύλακα Στέλιο Βρυώνη ο οποίος είπε πως, γύρω στις 10.30 π.μ. είδε το όχημα του εφεσείοντα SA793 να οδηγείται από την Πάφο με διεύθυνση την Πόλη Χρυσοχούς. Αντιλήφθηκε πως ο οδηγός του δε φορούσε τη ζώνη ασφαλείας και έκαμε σ' αυτόν σήμα να σταματήσει. Ο εφεσείων αγνόησε το σήμα και προχώρησε σε απόσταση περίπου 50 μέτρων όπου, αφού έκαμε απότομη στροφή προς τα αριστερά, σταμάτησε. Κατέβηκε και περπάτησε γύρω από το αυτοκίνητο, προφασιζόμενος πως κάτι περιεργαζόταν σ' αυτό. Επανήλθε στη θέση του οδηγού και φόρεσε τη ζώνη του. Μετά οδήγησε το αυτοκίνητο προς τον αστυφύλακα και σταμάτησε. Ο αστυνομικός του υπέδειξε πως δε φορούσε τη ζώνη ασφαλείας και τον πληροφόρησε πως θα υπέβαλλε σχετική καταγγελία. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως φορούσε τη ζώνη του και πως κατέβηκε από το αυτοκίνητό του για να κλείσει την πίσω πόρτα, που διαπίστωσε πως είχε ανοίξει ενώ οδηγούσε.

Ο εφεσείων υποστήριξε τον ισχυρισμό του και ενόρκως στο Δικαστήριο, το οποίο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, έκρινε πως ο αστυφύλακας είπε την αλήθεια ενώ ο εφεσείων εψεύσθη.  Ακολούθησε η καταδίκη του εφεσείοντα.

Είναι έκδηλο από τα πρακτικά, πως ο πρωτόδικος δικαστής ήλθε σε κάποια λεκτική αντιπαράθεση με τον εφεσείοντα, του οποίου η γενική συμπεριφορά δεν ήταν η πρέπουσα. Το Δικαστήριο με την απόφαση του έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο όχι μόνο στην κατηγορία που προσήφθη εναντίον του αλλά και σε δυο άλλες, ήτοι για αμελή οδήγηση, κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του Ν.86/72 και μη συμμόρφωση σε σήμα αστυνομικού εν στολή, κατά παράβαση του Κ.57(1)(ι) των περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Κανονισμών του 1964, όπως τροποποιήθηκαν, τις οποίες πρόσθεσε στο κατηγορητήριο ο ίδιος ο δικαστής, αναφέροντας πως ενήργησε βάσει των εξουσιών που δίδει στο Δικαστήριο το άρθρο 83 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155. 

Το πιο πάνω άρθρο δεν παρέχει την εξουσία που άσκησε το Δικαστήριο. Το άρθρο τούτο ρυθμίζει την εξουσία του Δικαστηρίου να μεταβάλλει κατηγορητήριο που είναι ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά είτε τυπικά. Όταν το Δικαστήριο προβεί σε τέτοια μεταβολή του κατηγορητηρίου, το διάταγμα του σημειώνεται πάνω στο κατηγορητήριο, όπως προβλέπεται στο εδάφιο 2 του άρθρου. Το επόμενο άρθρο, 84, προνοεί για τη διαδικασία που ακολουθείται όταν μεταβληθεί κατηγορητήριο, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο 83.

Στην υπό συζήτηση υπόθεση δεν υπήρξε οποιοδήποτε αίτημα μεταβολής του κατηγορητηρίου επειδή ήταν ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά είτε τυπικά. Ο εφεσείων αντιμετώπισε μια κατηγορία, την οποία εκθέσαμε πιο πάνω.

Προφανώς ο δικαστής περιέπλεξε τις διατάξεις του άρθρου 83 με αυτές του 85(4) της Ποινικής Δικονομίας.  Το εδάφιο 4 του άρθρου πράγματι δίδει στο Δικαστήριο την εξουσία, όταν σχηματίσει τη γνώμη πως έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, και για το οποίο δεν μπορεί να καταδικαστεί χωρίς τροποποίησή του, να διατάξει την προσθήκη σχετικής κατηγορίας στο κατηγορητήριο και να αποφασίσει για την πρόσθετη αυτή κατηγορία ή κατηγορίες ως να αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση, για να λειτουργήσει το εδάφιο τούτο όπως ρητά αναφέρεται σ' αυτό, είναι ο κατηγορούμενος να μην υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε, ή να μην επηρεαστεί δυσμενώς η υπεράσπισή του. Τέτοια σοβαρά θέματα δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό συζήτηση απόφαση.

Ορθά, νομίζουμε, πως ο δικηγόρος της Δημοκρατίας δεν υποστήριξε την καταδίκη του εφεσείοντα στις δυο κατηγορίες που πρόσθεσε το Δικαστήριο. Η έφεση επομένως, που αφορά τις δύο αυτές κατηγορίες, γίνεται αποδεκτή και κηρύσσεται άκυρη η πρόσθεσή τους στο κατηγορητήριο. Μετά την εκφρασθείσα θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας, ο συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε την έφεση αναφορικά με την πρώτη κατηγορία, η οποία και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

H έφεση αναφορικά με τις πρόσθετες κατηγορίες γίνεται αποδεκτή. H έφεση εναντίον της πρώτης κατηγορίας απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο