ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 42
4 Μαρτίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΙΩΑΝΝΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 5879)
Φορολογικές υποθέσεις — Ψευδείς δηλώσεις κατηγορουμένου αναφορικά με το εισόδημά του με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς στο Δημόσιο — Ο κατηγορούμενος υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση για τη ζημιά που προέκυψε από την πράξη του υπό μορφή επιβάρυνσης — Ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος του 1978 (Ν. 4/78), Άρθρο 49 (3)(β) — Εφαρμοστέες αρχές.
Ο εφεσείων προέβη σε ψευδείς δηλώσεις αναφορικά με τα εισοδήματά του. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι το εισόδημά του από ενοικίαση κτήματος ήταν ΛΚ20.500 αντί ΛΚ37.000. Οι φορολογικές αρχές προέβησαν σε έρευνα για διαπίστωση της φορολογικής του υποχρέωσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, διέπραξε σφάλμα γιατί δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του Άρθρου 49(3)(β) του Ν. 4/78.
Το μόνο θέμα που εγείρεται ενώπιον του Εφετείου είναι ο καθορισμός της επιβάρυνσης δυνάμει του Άρθρου 49(3)(β) του Ν. 4/78.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι η δαπάνη που υπέστη το Δημόσιο δεν υπερβαίνει τις ΛΚ500, ενώ η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι το ποσό αυτό ανέρχεται σε ΛΚ2.000.
Το Εφετείο αφού έλαβε υπόψη την έρευνα και την εργασία που έγινε, υιοθέτησε την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου.
Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσίβλητος διατάσσεται να πληρώσει ποσό ΛΚ500 ως επιβάρυνση, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 49(3)(β) του Ν. 4/78.
Η έφεση επιτρέπεται.
Έφεση για ανεπάρκεια Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε την 1 Φεβρουαρίου, 1994 στον Ιωάννη Νικολάου Πατσαλίδη όταν κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12757/92) στην κατηγορία της ψευδούς δήλωσης σε σχέση με την εξακρίβωση της φορολογικής υποχρέωσής του, κατά παράβαση του Άρθρου 49(1 )(α) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, και καταδικάσθηκε από Παπαδοπούλου, Α.Ε.Δ. σε χρηματικό πρόστιμο £500, καθώς και σε πληρωμή του ποσού που απωλέσθηκε ως αποτέλεσμα της αναληθούς δήλωσης.
Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Π. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το μόνο ζήτημα που παραμένει για να περατωθεί η παρούσα έφεση, που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας εναντίον της ποινής που επέβαλε στον εφεσίβλητο το Επαρχιακό Δικαστήριο, είναι αυτό που προέκυψε από την απόφασή μας, που εκδόθηκε στις 29.11.96, και στην οποία κρίθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην απόφασή του κατά την επιμέτρηση της ποινής, γιατί δεν εφάρμοσε και τις διατάξεις του άρθρου 49(3)(β) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 Ν.4/78. Υπενθυμίζουμε πως στο εδάφιο 3(α) και (β) προβλέπονται τα εξής:
(3) Παν πρόσωπον το οποίον διαπράττει οιονδήποτε αδίκημα καθοριζόμενον εν τω εδαφίω (1) ή (2) υπόκειται επί τη καταδίκη του, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας χιλίας λίρας ή εις φυλάκισιν δια χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τα τρία έτη ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης, προσέτι δε, εάν είναι πρόσωπον καταδικασθέν δι' αδίκημα καθοριζόμενον εν τω εδαφίω (1) -
(α)καταβάλλει το ποσόν του συνεπεία της δολίας ή εσκεμμένης πράξεως αυτού απωλεσθέντος φόρου· και
(β) επιβαρύνεται υπό του Δικαστηρίου δια περαιτέρω ποσού μη υπερβαίνοντος το διπλάσιον του επιπροσθέτου φόρου ο οποίος κανονικώς επιβαρύνεται επί του αντικειμένου φόρου δια το εν λόγω έτος."
Ενόψει της παραπάνω απόφασης μας καλέσαμε τις δυο πλευρές να επιχειρηματολογήσουν αναφορικά με το βασικό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της επιβάρυνσης, που το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ.β του εδαφίου 3, δηλαδή την αποζημίωση του Δημοσίου για τη ζημιά που έχει υποστεί από την πράξη του εφεσίβλητου.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε στην εργασία που έγινε και το χρόνο που αναλώθηκε από τις φορολογικές αρχές για να προβούν στη διερεύνηση της φορολογικής υποχρέωσης του εφεσίβλητου, αποτέλεσμα του ποινικού αδικήματος που παρεδέχθη, δηλαδή την ψευδή δήλωση στην οποία προέβη αναφορικά με τα εισοδήματά του. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας είπε πως σύμφωνα με τον υπολογισμό των αρμοδίων υπηρεσιών τα έξοδα που υπέστη το δημόσιο για την πιο πάνω έρευνα ανέρχονται σε £2.000. Αντίθετα ο δικηγόρος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε πως, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, της μικρής δηλαδή εργασίας που χρειαζόταν για να διαπιστωθεί το πραγματικό εισόδημα του εφεσίβλητου, η δαπάνη αυτή δεν υπερβαίνει τις £500.
Έχουμε τη γνώμη πως η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου είναι ορθή και δίκαιη. Το αδίκημα του εφεσίβλητου συνίστατο στη ψευδή δήλωσή του πως δεν είχε έγγραφο συμβόλαιο για την ενοικίαση κτήματός του. Οι φορολογικές όμως αρχές εξασφάλισαν αντίγραφο της γραπτής αυτής συμφωνίας, από την οποία και διαπιστώθηκε πως το εισόδημα του εφεσίβλητου από την ενοικίαση ήταν £37.000 και όχι £20.500, που δήλωσε ο ίδιος. Μετά την ανακάλυψη του στοιχείου αυτού οι φορολογικές υπηρεσίες προέβησαν στις αναγκαίες αναπροσαρμογές στη φορολογική υποχρέωση του εφεσίβλητου.
Δε νομίζουμε πως η έρευνα και εργασία που επακολούθησε στοίχισε στο δημόσιο πάνω από £500, όπως είναι και η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου.
Ως εκ τούτου η έφεση γίνεται αποδεκτή. Διατάσσεται όπως ο εφεσίβλητος πληρώσει ποσό £500 ως επιβάρυνση, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 49.3(β) του Ν. 4/78.
Η έφεση επιτρέπεται.