ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6195
Σύνθεση Δικαστηρίου: Γ.Μ. ΠΙΚΗΣ, Π., Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
ΧΡ. ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,
Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Π. ΚΑΛΛΗΣ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές
Γεώργιος Ιωάννου
Εφεσείων
ν.
Α σ τ υ ν ο μ ί α ς
Εφεσίβλητης
_ _ _ _ _ _ _ _
17 Ιουλίου, 1997
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον Εφεσείοντα: Κος. Μ. Τριανταφυλλίδης, με τη δ/δα Α. Μιλτιάδους και τη δ/δα Λ. Στυλιανού.
Για την Εφεσίβλητη: Κος. Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
_ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο Αντώνης Συμιλλίδης και ένας άλλος συγκατηγορούμενος καταδικάστηκαν στις 21/6/996 σε φυλάκιση 18 μηνών έκαστος για αδικήματα παράνομης κράτησης θήλεως, αποζείν από κέρδη πορνείας και μαστροπείας. Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση εναντίον της καταδίκης και του ύψους της ποινής προσβάλλοντας την ως έκδηλα υπερβολική. Προτού συμπληρωθεί η ακρόαση της έφεσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 14/2/1997 ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το ΄Αρθρο 53.4 του Συντάγματος και με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, ανέστειλε την ποινή του Αναστάση Συμιλλίδη με όρους για μια περίοδο πέντε χρόνων. Το άρθρο 53.4 προνοεί ότι,
"Εις πάσαν άλλην πλην της ποινής του θανάτου περίπτωσιν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας."
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εξέλιξης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος απέσυρε την έφεση κατά της καταδίκης και περιόρισε την έφεση στο θέμα της ποινής.
Περιληπτικά είναι η θέση του εφεσείοντος ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 28.1 του Συντάγματος που προνοεί ότι, "πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.", δικαιούται και αυτός μιας μείωσης της ποινής που του επιβλήθηκε, εισηγούμενος συγκεκριμένα την αναστολή της ποινής φυλάκισης όπως και στην περίπτωση Συμιλλίδη. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι μόνο έτσι διασφαλίζεται η ισότητα έναντι του νόμου, αφού ληφθεί υπόψη ότι η συμμετοχή και των τριών κατηγορούμενων στη διάπραξη των αδικημάτων ήταν η ίδια.
Προς υποστήριξη της θέσης του ο εφεσείων επικαλέστηκε την απόφαση Καύκαρος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. σ. 51, όπου το Εφετείο μείωσε την ποινή των δύο εφεσειόντων από οκτώ χρόνια σε έξι χρόνια φυλάκιση, επειδή η ποινή φυλάκισης του τρίτου κατηγορουμένου είχε ανασταλεί μετά την επιβολή της από το Κακουργιοδικείο, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 53.4 του Συντάγματος. Στη σχετική απόφαση του το Εφετείο τόνισε ότι ανκαι η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ελέγχεται δικαστικά, εν τούτοις λαμβάνεται υπ΄ όψη "στον καθορισμό της ποινής καταδικασθέντος, ο οποίος βρίσκεται από της άποψης ποινής στην ίδια θέση όπως και ο συγκατηγορούμενος του, του οποίου μειώθηκε η ποινή.".
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπεστήριξε ότι οι λόγοι για τους οποίους ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί το προνόμιο δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, αλλά δήλωσε ότι θα ήταν πρόθυμος να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τους λόγους για τους οποίους είχε ανασταλεί η ποινή του Αντώνη Συμιλλίδη για να "δει το Δικαστήριο αν οι λόγοι αυτοί δικαιολογούσαν την απόλυση.". Ο εφεσείων έφερε ένσταση ως προς την αποκάλυψη των λόγων της αναστολής της ποινής του Συμιλλίδη.
Το Εφετείο που λόγω της σοβαρότητας του θέματος απεφάσισε να διευρυνθεί, με ενδιάμεση απόφαση του δεν δέχθηκε την παρουσίαση των λόγων αφού "η εξέταση των λόγων για τους οποίους ασκείται η εξουσία του Προέδρου, θα οδηγούσε στη θεώρηση αυτής τούτης της απόφασης αντίθετα προς το ανέλεγκτο της προνομίας του, που δεν γίνεται δεκτή κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.".
Η φρασεολογία του άρθρου 53.4 παρέχει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την ευχέρεια να μειώσει, αναστείλει ή μετατρέψει οποιαδήποτε ποινή που έχει επιβληθεί από οποιοδήποτε Δικαστήριο. Οι λόγοι για τους οποίους κατά κανόνα ασκείται το πιο πάνω προνόμιο δεν έχουν σχέση με την εφαρμογή νομικών κανόνων.
Η αρχή της δέσμευσης από προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις γνωστή ως "stare rationibus decidendi" (εφαρμογή παλαιών δικαστικών αποφάσεων) ή όπως είναι πιο πλατειά γνωστή "stare decisis" , είναι ένας γνωστός κανόνας του Αγγλικού Δικαίου που εφαρμόζεται σε μια προσπάθεια καθορισμού του νομικού συστήματος πάνω στο οποίο βασίζεται μια ομοιόμορφη ανάπτυξη των νομικών κανόνων. Ο γνωστός κανόνας που καθιερώθηκε με την απόφαση London Steel Tramways v. London County Council (1898) A.C. 375 ότι η Βουλή των Λόρδων δεσμεύεται με προηγούμενες δικές της αποφάσεις, έχει δεχθεί μια χαλάρωση με την έκδοση των οδηγιών του Λόρδου Καγκελλάριου Practice Statement (Judicial Precedent) (1966) 1 W.L.R. 1234, σύμφωνα με τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να παρεκκλίνει από μια προηγούμενη απόφαση αν το κρίνει ορθό.
Ανκαι ο αριθμός των δικαστών που παρακάθονται δεν έχει σημασία ως προς το νομικό αποτέλεσμα μιας απόφασης (συνήθως στη Βουλή των Λόρδων κάθονται 5 και σε μερικές περιπτώσεις κάθονται 7), εντούτοις σε υποθέσεις που είναι ιδιαίτερα σημαντικές παρακάθονται 7 δικαστές. (΄Ιδε Jones v. Secretary of State for Social Services (1972) 1 A.C. 944, όπου εξετάστηκε για πρώτη φορά η ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις του, Pepper v. Heart (1893) 1 All E.R. 42 όπου εξετάστηκε αν οι εκδόσεις Hansard θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται ως βοηθήματα σε περιπτώσεις ερμηνείας νόμων και Merphy v. Brentwood District Council (1990) 2 All E.R. 908 που ανέτρεψε τη γνωστή απόφαση Anns v. Merton London Borough Council και Boys v. Chaplin (1968) Q.B. 1, όπου 3 Δικαστές του Εφετείου (Court of Appeal) απεφάσισαν ότι δεν δεσμεύονταν από μια προηγούμενη απόφαση άλλων 2 Δικαστών του ιδίου Δικαστηρίου σε έφεση που καταχωρήθηκε εναντίον ενός ενδιάμεσου διατάγματος.
Στην Κύπρο η αρχή της δέσμευσης σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις έχει εξετασθεί σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων. Στην τελευταία απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αίτηση 1/95 της 26/3/93) τονίστηκε ότι η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου δημιουργεί πηγή δικαίου αφού σε αυτές προσδιορίζεται το δίκαιο που εφαρμόζεται. Παρέκκλιση από μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να γίνει αν η προηγούμενη απόφαση είναι έκδηλα λανθασμένη ή αν τα γεγονότα των δυο υποθέσεων διαφοροποιούνται μεταξύ τους.
Το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση κρίνει ότι δεν δεσμεύεται να ακολουθήσει την απόφαση Καύκαρος και τούτο γιατί δε φαίνεται ότι το θέμα είχε εξεταστεί στην υπόθεση εκείνη σε βάθος μετά από την προβολή των θέσεων των δυο πλευρών. Αντίθετα στην παρούσα περίπτωση η διευρημένη σύνθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δίνει την ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο για μια διεξοδική συζήτηση του θέματος αφού δόθηκε προς τούτο η ευχέρεια και στις δυο πλευρές να αναπτύξουν τη δική τους επιχειρηματολογία. (´Éäå Jones v. Secretary of State for Social Services [1972] 1 A.C. 946.)
Οι πρόνοιες του άρθρου 53.4 παρέχουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την ευχέρεια να μειώσει, αναστείλει ή μετατρέψει οποιαδήποτε ποινή που έχει επιβληθεί από οποιοδήποτε Δικαστήριο. ΄Εστω και αν οι λόγοι της εξάσκησης του προνομίου αυτού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι γνωστοί, το ανέλεγκτο του δικαιώματος του Προέδρου να μειώσει ή να αναστείλει μια ποινή, δεν μπορεί να επενεργήσει ως λόγος μείωσης ή αναστολής από τα Δικαστήρια της ποινής ενός άλλου συγκαταδικασθέντος.
Τ. Ηλιάδης,
Δ.
/ΜΝ