ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A629

(2015) 1 ΑΑΔ 2011

28 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΝΕΑΡΧΟΣ ΧΑΤΖΗΖΑΧΑΡΙΑ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΓΙΑΝΝΗ ΑΡΜΕΥΤΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 374/2010)

 

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία εκπόνησης αρχιτεκτονικών σχεδίων ― Quantum Meruit ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης, με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε και υπολόγισε στη βάση του quantum meruit, δίκαιο και εύλογο ποσό αμοιβής το οποίο θα διατάχθηκε όπως καταβληθεί στον εφεσίβλητο ― Δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αρχής ή κατέληξε σε παράλογα συμπεράσματα ― Απόρριψη λόγων έφεσης επί αξιοπιστίας.

 

Αγωγή ― Έκθεση Απαίτησης ― Δικογράφιση αξιώσεων ― Καταβολή Φόρου Προστιθέμενης αξίας επί αμοιβής ― Στην έκθεση απαίτησης του εφεσίβλητου-ενάγοντα, δεν γινόταν ισχυρισμός ότι συμφωνήθηκε η καταβολή ΦΠΑ επί της αμοιβής ― Το γεγονός ότι στο παρακλητικό της έκθεσης απαίτησης ζητείτο ΦΠΑ, χωρίς αυτό να αιτιολογείτο στο σώμα της αγωγής, δεν παρείχε δικαίωμα σε ΦΠΑ ―  Ούτε και η μονομερής χρέωση ΦΠΑ από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, στα τιμολόγια του χωρίς συμφωνία, δικαιολογούσε την παροχή ΦΠΑ.

 

[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]

 

Η Έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Rsumovic v. Gregoria Developers Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 581.

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο 2 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ψαρά-Μιλτιάδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5472/2002), ημερομ. 2/11/2010.

 

Σ. Φασουλιώτης, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Μελίδης για Α. Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με έξι λόγους έφεσης. Οι πρώτοι τέσσερις λόγοι αφορούν ουσιαστικά σε ζητήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας των διαδίκων. Αμφισβητείται έντονα, ειδικά, η αξιοπιστία της μαρτυρίας του ενάγοντα-εφεσίβλητου.

 

Κατά τον εφεσείοντα-εναγόμενο 2 η μαρτυρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα δεν θα έπρεπε να είχε κριθεί ως αξιόπιστη και δεν θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η θέση του ότι δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο και συμφωνημένο κόστος του έργου (πρώτος λόγος έφεσης). Η μαρτυρία του εφεσίβλητου δεν θα έπρεπε να είχε γίνει πιστευτή και ως προς το ότι αυτός (ο εφεσίβλητος) αντέδρασε έντονα και δεν αποδέχθηκε τον υπολογισμό του κόστους που του είχε αποστείλει ο εφεσείων (δεύτερος λόγος έφεσης). Η εκδοχή του εφεσίβλητου ως προς το λόγο για τον οποίον αυτός απέστειλε στους λογιστές του εφεσείοντα, στις 26.2.2003, νέα ανάλυση και υπολογισμό του κόστους του έργου, δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο (τρίτος λόγος έφεσης). Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν έδωσε ευκαιρία στον εφεσίβλητο να τροποποιήσει τα σχέδια του για να προσαρμόσει το κόστος του έργου, είναι λανθασμένο (τέταρτος λόγος έφεσης).

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του πρωτόδικου συμπεράσματος ότι η χαμηλότερη προσφορά που υποβλήθηκε από τους εργολάβους για την εκτέλεση του έργου ήταν πολύ κοντά στην ανάλυση του κόστους, ημερ. 30.1.2003.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και να απορρίψει την ανταπαίτηση του εφεσείοντα.

 

Με την αντέφεση του ο εφεσίβλητος-ενάγων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να μην επιδικάσει ΦΠΑ επί της αμοιβής του εφεσίβλητου, η οποία υπολογίστηκε σε ποσοστό 3% επί αξίας έργου Λ.Κ. 925.000.- (€1.580,456.-).

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο ενάγων-εφεσίβλητος, ο οποίος είναι αρχιτέκτονας στη Λεμεσό, καταχώρησε την αγωγή με αρ. 5472/2004, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, και με αυτή αξίωνε αμοιβή για αρχιτεκτονικά σχέδια τα οποία είχε εκπονήσει κατόπιν συμφωνίας με τον εναγόμενο-εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε τις εκδοχές των δύο πλευρών, απέρριψε την αξίωση του ενάγοντα εναντίον της πρώτης εναγόμενης εταιρείας αλλά συμπέρανε ότι μεταξύ του ενάγοντα και του εναγόμενου 2, προσωπικά (εφεσείοντα) είχε γίνει συμφωνία εκπόνησης αρχιτεκτονικών σχεδίων για το επίδικο έργο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το δηλωθέν προκαταρκτικό κόστος του έργου ήταν Λ.Κ. 600.000.- . Το συμφωνηθέν κόστος του έργου όμως αυξήθηκε στη συνέχεια και το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε, ως γεγονός, ότι ο ενάγοντας-εφεσίβλητος, ενήργησε στη βάση οδηγιών του εναγόμενου-εφεσείοντα, και με επιστολή του ημερ. 26.2.2003 παρουσίασε το κόστος ανέγερσης του έργου ως ανερχόμενο στο ποσό των Λ.Κ. 925.000.-. Στις 13.3.2003 ο εφεσίβλητος-ενάγων εξέδωσε τιμολόγιο για το ποσό των Λ.Κ. 11.500.-, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, έναντι της αμοιβής του για τα κατασκευαστικά σχέδια, τα στατικά σχέδια και την επιμέτρηση.

 

Στις 28.3.2003 ο εναγόμενος 2-εφεσείων τερμάτισε τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία επικαλούμενος έλλειψη συνεννόησης και συνεργασίας από πλευράς του εφεσίβλητου και παράλειψη του να ακολουθήσει τις εντολές του εναγόμενου 2-εφεσείοντα. Το συνολικό ποσό που πληρώθηκε έναντι της αμοιβής του εφεσίβλητου ανήλθε σε Λ.Κ. 13.600.- που ισοδυναμεί σε €23.237.-

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο προβληματίστηκε αναφορικά με το ποσό που θα πρέπει να θεωρηθεί ως εύλογη αμοιβή για τον εφεσίβλητο. Έκρινε ότι η αξία του έργου, όπως τη βεβαίωσε ο εφεσίβλητος, ως εφικτή για την διεκπεραίωση του έργου, ήταν η αξία των Λ.Κ. 925.000.- (€1.580.456.-), αξία στην οποία θα μπορούσαν να καταλήξουν οι διάδικοι αν εύλογα ενεργούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επειδή οι εργασίες, όμως, ως προς την δυνατότητα έναρξης εκτέλεσης του έργου, δεν ολοκληρώθηκαν, το προαναφερόμενο ποσό ήταν σύμφωνο με τις αρχές του quantum meruit, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο. Επί του προαναφερόμενου ποσού το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο σε ποσοστό 3%, όπως προέκυπτε από τη γραπτή εντολή που του δόθηκε και επομένως αυτός δικαιούτο σε συνολικό ποσό €47.413,68.- μείον το ποσό που αυτός πληρώθηκε έναντι, δηλαδή €23.237.-, κατά συνέπεια το πρωτόδικο δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του το υπόλοιπο ποσό των €24.176.- με νόμιμο τόκο. Η ανταπαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα, για ΦΠΑ, απορρίφθηκε.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι γνωστές. Στην προκείμενη περίπτωση ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, πολύ έντονα, εισηγήθηκε ότι η παρούσα υπόθεση είναι από τις περιπτώσεις στις οποίες το Εφετείο θα πρέπει να επέμβει στα πρωτόδικα ευρήματα και συμπεράσματα. Μεταξύ άλλων επέσυρε την προσοχή του Εφετείου και στα εξής ζητήματα:

 

(α)  Ως προς την εκτίμηση του κόστους του έργου ο εφεσίβλητος-ενάγων ανέφερε, σε σχετική ερώτηση, ότι αυτό έπεσε από τις Λ.Κ. 1.234.000.- στις Λ.Κ. 900.000.- για καθαρά λογιστικούς λόγους. Σε σημείο της μαρτυρίας του παραδέχθηκε, ο εφεσίβλητος, ότι ο εφεσείων, ιδιοκτήτης, ήθελε χαμηλότερη εκτίμηση για δικούς του λόγους σύμφωνα με εισήγηση των λογιστών του. Οι λογιστές του ήθελαν μια κοστολόγηση περίπου στις Λ.Κ. 900.000.- και αυτό σχετιζόταν με την υποβολή σχετικού αιτήματος σε τραπεζικό ίδρυμα.

 

(β)  Για το ποσό των Λ.Κ. 900.000.-, ως υπολογιζόμενο κόστος του έργου, ο εφεσίβλητος είπε ότι αυτό έγινε για καθαρά λογιστικούς λόγους, ότι ήταν «εξωπραγματικό» και ότι ήταν απίθανο να πραγματοποιηθεί το έργο με εκείνο το ποσό.

 

Με τις προαναφερόμενες θέσεις του εφεσίβλητου, ο κ. Φασουλιώτης εισηγήθηκε, ότι η μαρτυρία του δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο. Δεν είναι δυνατόν, εισηγήθηκε ο κ. Φασουλιώτης, ένας άνθρωπος ο οποίος προσαρμόζει την εκτίμηση του αναφορικά με το κόστος ενός έργου, για να παραπλανήσει ένα τραπεζικό ίδρυμα, με σκοπό την εξυπηρέτηση του πελάτη του, να θεωρείται ως αξιόπιστος και να γίνεται δεκτή η μαρτυρία του.  

Το πρωτόδικο δικαστήριο προβληματίστηκε σοβαρά αναφορικά με το ζήτημα του κόστους του έργου και της εκτίμησης του.    Παρατήρησε ότι το δηλωθέν προκαταρκτικό κόστος ήταν Λ.Κ. 600.000.-, στη συνέχεια όμως ανέβηκε. Ο εφεσίβλητος παρουσίασε ανάλυση κόστους που ανερχόταν στο Λ.Κ. 1.234,300.- και άλλη ανάλυση κόστους όπου το έργο ανέβαινε στις Λ.Κ. 925.000.-.    Εμφανώς υπήρχε πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής δεν παρεγνώρισε, ούτε αγνόησε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, κατόπιν αιτήματος του εφεσείοντα, παρουσίασε μειωμένο το κόστος ανέγερσης του έργου, «για να υποστηρίξει αίτημα που υπέβαλε η εναγόμενη 1 εταιρεία, σε τραπεζικό οργανισμό, για εξασφάλιση δανειοδότησης για την ανέγερση του έργου».    Με τα προαναφερόμενα δεδομένα, όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των Λ.Κ. 925.000.- ήταν το δίκαιο ποσό επί του οποίου θα έπρεπε να υπολογιστεί η εύλογη αμοιβή του εφεσίβλητου, στη βάση του quantum meruit. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αρχής ή κατέληξε σε παράλογα συμπεράσματα και δεν θεωρούμε ότι η παρούσα είναι περίπτωση στην οποία το Εφετείο θα πρέπει να επέμβει ανατρέποντας τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το δικαστήριο στάθμισε τα ενώπιον του στοιχεία, εξέτασε εις βάθος την ενώπιον του μαρτυρία και καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές κρίνοντας την εκδοχή του εφεσίβλητου ως, βασικά, αξιόπιστη παρά την προαναφερόμενη αδυναμία στη μαρτυρία του. Εν πάση περιπτώσει το ποσό των Λ.Κ. 925.000.- ήταν το χαμηλότερο ποσό επί του οποίου το δικαστήριο θα μπορούσε να υπολογίσει την εύλογη αμοιβή του. Επομένως οι λόγοι έφεσης 1-4 δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης, επίσης, αφορά στην αξιοπιστία των μαρτύρων και εφόσον η μαρτυρία του εφεσίβλητου έγινε, βασικά, αποδεκτή, ούτε ο πέμπτος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη των πέντε προηγούμενων λόγων έφεσης και επίσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Απομένει το ζήτημα της αντέφεσης. Στην πρωτόδικη απόφαση σημειώνεται ότι στο τιμολόγιο που έστειλε ο εφεσίβλητος στον εφεσείοντα ημερ. 13.3.2003, για το ποσό των Λ.Κ. 11.500.-, συμπεριλαμβανόταν και ΦΠΑ. Δεν του επεδίκασε όμως ΦΠΑ επί του ποσού των €24.176.- που επεδίκασε υπέρ του. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο. Στην έκθεση απαίτησης του εφεσίβλητου-ενάγοντα δεν γίνεται ισχυρισμός ότι συμφωνήθηκε η καταβολή ΦΠΑ επί της αμοιβής. Το γεγονός ότι στο παρακλητικό της έκθεσης απαίτησης ζητείται ΦΠΑ, χωρίς αυτό να αιτιολογείται στο σώμα της αγωγής, δεν παρέχει δικαίωμα σε ΦΠΑ. Ούτε και η μονομερής χρέωση ΦΠΑ από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, στα τιμολόγια του, χωρίς συμφωνία, δικαιολογεί την παροχή ΦΠΑ (Δέστε: Rsumovic v. Gregoria Developers Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 581). 

 

Με αυτά τα δεδομένα κρίνουμε ότι η έφεση και η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθούν με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου, αντίστοιχα.

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα και η αντέφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσίβλητου. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

Η Έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο