ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1218
13 Ιουνίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΜΑTSAS & THEOFANOUS ESTATES LTD,
Εφεσείουσα - Εναγόμενη - Καθ' ης η αίτηση,
ν.
1. ENGEL & VOLKERS MARKEN GMBH & CO KG,
2. ENGEL & VOLKERS MARKEN INTERNATIONAL GMBH,
3. GRUND GENUG VERLAG UND WERBE GMBH,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων - Αιτητών.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2011)
Πολιτική Δικονομία ― Αποκλεισμός ανταπαίτησης ― Διάταξη 21 Θ. 10 ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέδωσε διάταγμα αποκλεισμού ανταπαίτησης ― Επέμβαση Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση περί του καθορισμού των επίδικων θεμάτων που απετέλεσε και το σκεπτικό του αποκλεισμού της ανταπαίτησης.
Η έφεση στράφηκε εναντίον ενδιάμεσης απόφασης με την οποία έγινε δεκτή αίτηση αποκλεισμού της ανταπαίτησης της εναγόμενης πλευράς, δυνάμει της Δ.21, Θ. 10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι, η βάση της απαίτησης ήταν διαφορετική από τη βάση της ανταπαίτησης. Συνακόλουθα εξέδωσε διάταγμα αποκλεισμού της ανταπαίτησης και λόγω της ύπαρξης, όπως έκρινε, ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας αλλά και λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας να εκδικάσει την ανταπαίτηση.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:
α) Το Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη τον Κανονισμό 44/01 στην απόφαση του εφόσον η αίτηση στηριζόταν στη ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας στην μεταξύ των διαδίκων σύμβαση.
β) Οι διαφορές που προέκυψαν μετά τον τερματισμό συνιστούσαν προσβολή δικαιωμάτων εκ συμβάσεως και δεν στοιχειοθετείτο διάπραξη αστικού αδικήματος όπως εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε.
γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε αποκλεισμό της Ανταπαίτησης όχι για έλλειψη δικαιοδοσίας, αλλά για λόγους δικονομικής τάξης και ταχύτητας στην εκδίκαση της αγωγής και ταυτόχρονα για έλλειψη δικαιοδοσίας κατ' Άρθρο 23 του Κανονισμού 44/01 θέτοντας και αναιρώντας ταυτόχρονα τη δικαστική κρίση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το όλο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης στηριζόταν στη διαπίστωση ότι το μόνο επίδικο θέμα που παρέμεινε για εκδίκαση σε σχέση με την αγωγή ήταν η χρήση από την εφεσείουσα των εμπορικών σημάτων μετά τον τερματισμό της σύμβασης.
2. Οι σχετικοί παράγραφοι των αντίστοιχων δικογράφων δεν ήταν όμως ακριβώς αυτό που αποκάλυπταν. Ρητά η εφεσείουσα με την έκθεση υπεράσπισης προέβαλλε ότι ο επικαλούμενος υπό των εφεσιβλήτων νόμιμος τερματισμός της ήταν παράνομος, καθιστώντας συνεπώς αυτό το θέμα επίδικο.
3. Έπετο ότι δεν ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το μόνο επίδικο θέμα που εγειρόταν με την αγωγή ήταν ο ισχυρισμός των αιτητριών ότι η καθ' ης η αίτηση δεν έπαυσε μετά τον τερματισμό να χρησιμοποιεί τα εμπορικά σήματα και όπως ήταν αυτονόητο για την εκδίκαση του απλού αυτού θέματος η μαρτυρία που θα χρειαζόταν να προσκομίσουν οι αιτήτριες θα περιστρεφόταν γύρω απ' αυτό και μόνο το θέμα.
4. Επίσης δοθέντος ότι ήταν επίδικο θέμα η νομιμότητα ή μη του τερματισμού της σύμβασης τόσο για την απαίτηση όσο και για την ανταπαίτηση, τίθετο θέμα εφαρμογής ή μη της ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας για αμφότερες τις απαιτήσεις με επακόλουθο η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί εφαρμογής της μόνο επί της ανταπαιτήσεως να κρινόταν λανθασμένη.
5. Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης, δεν προσφερόταν η εξέταση άλλων λόγων έφεσης.
Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε και η υπόθεση παραπέμφθηκε για εκδίκαση από άλλο Δικαστή.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την Εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7015/2009), ημερ. 18/2/2011.
Μ. Κυριακίδης, για την Εφεσείουσα.
Αλ. Γεωργιάδης με Δ. Κωνσταντίνου (κα) για Κ. Χρυσοστομίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Λ. Παρπαρίνος.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητες/ενάγουσες στην πρωτόδικη διαδικασία, όλες εγγεγραμμένες εταιρείες στο Αμβούργο και μέλη του γερμανικού ομίλου εταιρειών ENGEL & VOLKERS καταχώρησαν την 24/1/09 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή υπ' αρ. 7015/09 εναντίον της εφεσείουσας, κυπριακής εταιρείας. Με αυτή αξίωναν διάφορα διατάγματα και αποζημιώσεις. Το ιστορικό της διαφοράς και αξιώσεις υπό αμφοτέρων των διαδίκων καταγράφονται στο ακόλουθο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:
«Η συνεργασία των διαδίκων σηματοδοτήθηκε με τη σύναψη συμφωνίας ημερ. 27.9.05, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα 2 παραχώρησε στην καθ' ης η αίτηση άδεια χρήσης Κοινοτικών και Διεθνών Εμπορικών Σημάτων των αιτητριών.
Η πιο πάνω συμφωνία παρέμεινε σε ισχύ μέχρι 12.12.07 οπόταν αντικαταστάθηκε με νέα (στο εξής η Συμφωνία), σύμφωνα με την οποία η άδεια που είχε χορηγηθεί στην καθ' ης η αίτηση για χρήση των Εμπορικών Σημάτων τέθηκε σε νέα βάση. Όμως, ό,τι εδώ ενδιαφέρει δεν είναι η αναφορά στους πλήρης όρους της Συμφωνίας, αλλά ο τερματισμός της και τα δικαστικά μέτρα που ακολούθησαν.
Ο τερματισμός έγινε με επιστολή της ενάγουσας 2 ημερ. 11.9.09 κατ' επίκληση παραβίασης από την καθ' ης η αίτηση συγκεκριμένων όρων της Συμφωνίας και δύο μήνες περίπου μετά, στις 24.11.09, οι αιτήτριες καταχώρισαν και αγωγή επί γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος με αξίωση την έκδοση δύο διαταγμάτων και απόφασης για αποζημιώσεις. Συγκεκριμένα, αξιώνουν την έκδοση:
Α. Διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στην καθ' ης η αίτηση να ασκεί κτηματομεσιτικές εργασίες ή άλλες συναφείς εργασίες, χρησιμοποιώντας το όνομα ENGEL & VOLKERS ή οποιαδήποτε παρόμοια ή παραπλήσια ονόματα τα οποία παραβιάζουν τα εμπορικά τους σήμερα,
Β. Διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η καθ' ης η αίτηση όπως μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες μέρες από την επίδοση του προβεί σε ένορκη δήλωση αναφορικά με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε και τα κέρδη που αποκόμισε από τις 11.9.09 μέχρι σήμερα χρησιμοποιώντας τα εμπορικά τους σήματα και
Γ. Απόφασης για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης των εμπορικών τους σημάτων και/ή αντιποίηση εμπορευμάτων ή αθέμιτο ανταγωνισμό.
Πέραν της καταχώρησης της πιο πάνω αγωγής - και ταυτόχρονα με αυτή - οι αιτήτριες κατέθεσαν και μονομερή αίτηση για προσωρινό διάταγμα παρόμοιου περιεχομένου με το πρώτο διάταγμα που αξιώνεται με την αγωγή, το οποίο τους χορηγήθηκε αυθημερόν και το οποίο οριστικοποιήθηκε εκ συμφώνου στις 2.12.09. Ακολούθησε η κατάθεση στις 12.2.2010 της έκθεσης απαίτησης και στη συνέχεια η κατάθεση από την καθ' ης η αίτηση έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης, η οποία προκάλεσε και την υπό κρίση αίτηση για αποκλεισμό ή αναστολή και/ή απόρριψη της.
Με το δικόγραφο της η καθ' ης η αίτηση διατείνεται ότι με τη λήψη της επιστολής τερματισμού έπαυσε αμέσως να χρησιμοποιεί τα εμπορικά σήμερα που αναφέρονται στη Συμφωνία και, περαιτέρω, ότι ο τερματισμός ήταν αδικαιολόγητος και/ή παράνομος και στη βάση αυτή εγείρει ανταπαίτηση για την οικονομική ζημία ύψους €996.738 που όπως ισχυρίζεται υπέστη, πλέον γενικές αποζημιώσεις για παράβαση και/ή παράνομο τερματισμό της Συμφωνίας.»
Το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την αίτηση των εφεσιβλήτων ημερ. 18/5/10 με την οποία αξιώνοντο οι ακόλουθες δυο θεραπείες:
«(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάσσεται όπως η Ανταπαίτηση στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αποκλειστεί (be excluded), καθ' ότι η αξίωση της Εναγομένης δεν πρέπει να εκδικαστεί υπό μορφή ανταπαίτησης, αλλά θα πρέπει να εκδικαστεί στα πλαίσια ανεξάρτητης Αγωγής.
(Β) Επιπρόσθετα ή διαζευκτικά προς την πιο πάνω θεραπεία (Α), Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να απορρίπτεται και/ή αναστέλλεται η εκδίκαση της Ανταπαίτησης της Εναγομένης στην πιο πάνω Αγωγή, καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείται δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας και/ή εξουσίας να εκδικάσει την εν λόγω Ανταπαίτησης, επειδή, σύμφωνα με τον όρο 24(1) της Συμφωνίας ημερομηνίας 12.12.2007, η οποία Συμφωνία αποτελεί την βάση της Ανταπαίτησης της Εναγομένης, αποκλειστική δικαιοδοσία και/ή αρμοδιότητα και/ή εξουσία να εκδικάσουν την αξίωση της εναγομένης, η οποία προβάλλεται ως Ανταπαίτηση στην παρούσα αγωγή, έχουν τα Δικαστήρια του Αμβούργου.»
Με ενδιάμεση απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι, η βάση της απαίτησης είναι διαφορετική από τη βάση της ανταπαίτησης και περαιτέρω λόγω της ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας αλλά και λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας να εκδικάσει την ανταπαίτηση εξέδωσε διάταγμα αποκλεισμού της ανταπαίτησης.
Η εφεσείουσα με εννέα λόγους έφεσης προσβάλλει την πιο πάνω κατάληξη. Παραπονείται ουσιαστικά η εφεσείουσα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη τον Κανονισμό 44/01 στην απόφαση του εφόσον η αίτηση στηριζόταν στη ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας στην μεταξύ τους σύμβαση ημερ. 12/12/07, τον οποίο Κανονισμό εν πάση περιπτώσει, παρερμήνευσε. Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων δεν είναι διαφορά που αφορά προσβολή εμπορικού σήματος μεταξύ προσώπων που δεν έχουν νομική σχέση μεταξύ τους. Αντίθετα η διαφορά, κατά την εισήγηση του συνηγόρου, σχετίζεται άμεσα με την ερμηνεία, εφαρμογή, τερματισμό, νομικό χαρακτηρισμό του τερματισμού και συνέπειες του τερματισμού σύμβασης. Οι διαφορές που προέκυψαν μετά τον τερματισμό συνιστούν προσβολή δικαιωμάτων εκ συμβάσεως και δεν στοιχειοθετείται διάπραξη αστικού αδικήματος όπως εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως το έθεσε ο συνήγορος, αποφάσισε αποκλεισμό της Ανταπαίτησης κατά την Δ.21, θ. 10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δηλαδή όχι για έλλειψη δικαιοδοσίας, αλλά για λόγους δικονομικής τάξης και ταχύτητας στην εκδίκαση της αγωγής και ταυτόχρονα για έλλειψη δικαιοδοσίας κατ' Άρθρο 23 του Κανονισμού 44/01 θέτοντας και αναιρώντας ταυτόχρονα τη δικαστική κρίση.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας σε συνάρτηση πάντοτε και με αυτά που ανέφεραν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι. Το όλο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης στηρίζεται στη διαπίστωση ότι το μόνο επίδικο θέμα που παρέμεινε γι' εκδίκαση σε σχέση με την αγωγή είναι η χρήση υπό της εφεσείουσας των εμπορικών σημάτων μετά τον τερματισμό της σύμβασης. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως εξής:
«Η αγωγή δεν βασίζεται σε ισχυριζόμενη παραβίαση της Συμφωνίας εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση, αλλά σε πράξεις που της καταλογίζονται μετά τον τερματισμό και η ουσιαστική υπεράσπιση που προβάλλεται από την καθ' ης η αίτηση έναντι των πράξεων αυτών είναι ότι αμέσως μετά τη λήψη της επιστολής τερματισμού έπαυσε να χρησιμοποιεί τα εμπορικά σήματα που αναφέρονται στη Συμφωνία (παρ. 14 της Έκθεσης Υπεράσπισης). Δεν αμφισβητεί επομένως ότι επήλθε τερματισμός της Συμφωνίας και ότι ως αποτέλεσμα του τερματισμού είχε υποχρέωση να παύσει να χρησιμοποιεί τα αναφερθέντα εμπορικά σήματα. Στη βάση της επισήμανσης αυτής το μόνο επίδικο θέμα που εγείρεται με την αγωγή είναι ο ισχυρισμός των αιτητριών ότι η καθ' ης η αίτηση δεν έπαυσε μετά τον τερματισμό να χρησιμοποιεί τα εμπορικά σήματα και όπως είναι αυτονότητο για την εκδίκαση του απλού αυτού θέματος η μαρτυρία που θα χρειασθεί να προσκομίσουν οι αιτήτριες θα περιστραφεί γύρω από αυτό και μόνο το θέμα.»
Οι σχετικοί παράγραφοι των αντίστοιχων δικογράφων δεν είναι όμως ακριβώς αυτό που αποκαλύπτουν. Οι παραγρ. 10 και 11 της έκθεσης απαιτήσεως προβάλλουν:
«10. Κατά ή περί την περίοδο Δεκεμβρίου 2008 - Σεπτεμβρίου 2009, η Εναγομένη 2 παρέλειψε, παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις της Ενάγουσας 2, να συμμορφωθεί με ρητές συμβατικές της υποχρεώσεις, όπως αυτές προνοούνταν στην Συμφωνία 2007, και συγκεκριμένα τους όρους 1(4) και 12(2) αυτής. Ως αποτέλεσμα, η Ενάγουσα 2 προχώρησε στον νόμιμο τερματισμό της Συμφωνίας 2007, ακολουθώντας πιστά τους ρητούς όρους τερματισμού και αποστέλλοντας στην Εναγομένη τόσο σχετικές προειδοποιητικές επιστολές, όσο και επιστολή τερματισμού με ημερομηνία 11.09.2009. Περαιτέρω και πλήρεις λεπτομέρειες θα δοθούν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
11. Παρά τον τερματισμό της Συμφωνίας 2007, η Εναγομένη χρησιμοποιεί από τις 11.09.2009 παράνομα και χωρίς την άδεια και/ή την συγκατάθεση των Εναγουσών, κατά την διάρκεια των εργασιών της, μέσω των γραφείων της στην Λευκωσία, Λεμεσό και Πάφο, τα εμπορικά σήματα των Εναγουσών 1 και 3, που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 πιο πάνω.»
Οι σχετικές παράγραφοι της έκθεσης υπεράσπισης υποστηρίζουν:
«13. Η Εναγόμενη αρνείται την παρ. 10 της Εκθέσεως Απαιτήσεως και ισχυρίζεται ότι δεν παρέβη τους όρους της συμφωνίας ημ. 1.12.2007 ή αν παρέβη τον όρο 12(2) δεν εδικαιολογείτο τερματισμός της συμφωνίας αλλά άσκηση του δικαιώματος ελέγχου που προβλέπεται στον ίδιο όρο 12(2) ή και αποζημιώσεως εάν υπήρξαν ζημίες, πράγμα το οποίο η Εναγόμενη εταιρεία αρνείται. Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός της Εναγόμενης εταιρείας ότι τερματισμός της συμφωνίας ημ. 12.12.2007 με την επιστολή ημ. 11.9.2009 δεν έχει ούτε συμβατική, ούτε νομική βάση, ή/και έγινε για λόγους που δεν δικαιολογούν τερματισμό και συνιστά ως εκ τούτου παράνομο τερματισμό της συμφωνίας.
14. Η παρ. 11 της Εκθέσεως Απαιτήσεως, δεν είναι παραδεκτή. Η Εναγόμενη εταιρεία, έπαυσε αμέσως μετά τη λήψη της επιστολής ημ. 11.9.2009 να χρησιμοποιεί τα εμπορικά σήματα που αναφέρονται στη συμφωνία ημ. 12.12.2007 ή/και οποιονδήποτε εμπορικό σήμα που σχετίζεται με τις δραστηριότητες της Ενάγουσας 2, πλην μερικών πινακίδων σε καταστήματα της οι οποίες παρέμειναν για ελάχιστο χρόνο μετά μέχρι να εξευρεθεί το προσωπικό για να τες αφαιρέσει.»
Ρητά συνεπώς η εφεσείουσα με την έκθεση υπεράσπισης προβάλλει ότι ο επικαλούμενος υπό των εφεσιβλήτων νόμιμος τερματισμός της 11/9/09 ήταν παράνομος, καθιστώντας συνεπώς αυτό το θέμα επίδικο. Έπεται ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «το μόνο επίδικο θέμα που εγείρεται με την αγωγή είναι ο ισχυρισμός των αιτητριών ότι η καθ' ης η αίτηση δεν έπαυσε μετά τον τερματισμό να χρησιμοποιεί τα εμπορικά σήματα και όπως είναι αυτονόητο για την εκδίκαση του απλού αυτού θέματος η μαρτυρία που θα χρειαστεί να προσκομίσουν οι αιτήτριες θα περιστραφεί γύρω απ' αυτό και μόνο το θέμα» δεν είναι ορθό. Επίσης δοθέντος ότι είναι επίδικο θέμα η νομιμότης ή μη του τερματισμού της 11/9/09 τόσο για την απαίτηση όσο και για την ανταπαίτηση, τίθεται θέμα εφαρμογής ή μη της ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας για αμφότερες τις απαιτήσεις με επακόλουθο η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί εφαρμογής της μόνο επί της ανταπαιτήσεως να κρίνεται λανθασμένη.
Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης μας, που αφορά τον πρώτο και πέμπτο λόγο έφεσης και που έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή του θεμέλιου επί του οποίου στηρίχθηκε η όλη απόφαση κρίνουμε ότι δεν προσφέρεται η εξέταση άλλων λόγων έφεσης.
Η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 18/2/11 ακυρώνεται και η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για εκδίκαση της από άλλο Δικαστή.
Τα έξοδα της έφεσης να είναι υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων ενώ αυτά της πρωτόδικης διαδικασίας ν' ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.