ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 2334

22 Οκτωβρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

LEDRA FISHERIES LTD,

Εφεσείoντες,

v.

DICKINSONS CHARTERED ACCOUNTANTS,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 370/2008)

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων ― Στην παρούσα υπόθεση δεν εξεταζόταν η μεταξύ των μερών σύμβαση, αλλά το τυχόν αγώγιμο δικαίωμα που οι εφεσείοντες διέθεταν εναντίον των εφεσιβλήτων, δικαίωμα το οποίο βασιζόταν σε αστικό αδίκημα ― Προέκυπτε, ότι ενδεχόμενη διάπραξη του αστικού αδικήματος του δόλου, τελέστηκε εκτός Κύπρου.

Με την έφεση προσβλήθηκε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που είχαν εγείρει οι εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 4, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

Η αγωγή αρχικά αφορούσε σε περισσότερους εναγομένους και μεταγενέστερα αποσύρθηκε εναντίον των εναγομένων 1-3.

Η απαίτηση των εφεσειόντων παρέμεινε εναντίον των εφεσιβλήτων, και επικεντρώθηκε στην απόδειξη της επίδειξης από τους εφεσίβλητους δόλου, ψευδών παραστάσεων κλπ.

Αποδόθηκε συγκεκριμένα στους εναγόμενους 4 ότι αμελώς ή από επαγγελματική αμέλεια, δόλο και απόκρυψη στοιχείων παρουσίασαν ή επιβεβαίωσαν ψευδείς λογαριασμούς οι οποίοι έδειχναν μεγαλύτερα κέρδη των εναγομένων 3, με σκοπό να εξαπατήσουν τους εφεσείοντες για να προβούν στην αγορά μετοχών ιδιωτικής εταιρείας.

Οι εφεσίβλητοι στην υπεράσπισή τους ήγειραν θέμα κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Ύστερα από την ακροαματική διαδικασία το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε δικαιοδοσία για διάφορους λόγους που παρέθεσε στην αιτιολογία της απόφασης.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Το δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν μαρτυρία ότι οι διαπραγματεύσεις λάμβαναν χώρα τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Λονδίνο.

β) Δεν ελήφθη υπόψη ότι η συμπλήρωση των διαπραγματεύσεων έγινε στη Λευκωσία στα γραφεία των εναγόντων, οι δε υπηρεσίες των εφεσιβλήτων προσφέρθηκαν στους ενάγοντες στη Λευκωσία ύστερα από τηλεφωνικές επικοινωνίες και με την αποστολή των λογαριασμών, που ελήφθησαν στη Λευκωσία.

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε σημασία μόνο στη φυσική παρουσία των εφεσιβλήτων, μέσω του Μ.Υ.1, κατά τη συνάντηση των μερών στο Λονδίνο πριν από τη σύναψη της συμφωνίας.

δ) Το δικαστήριο δεν έλαβε επίσης υπ' όψιν ότι σύμφωνα με όρο της συμφωνίας, η συμφωνία θα διεπόταν από τους νόμους του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ στην περίπτωση οποιασδήποτε διαφοράς θα διευθετείτο με διαιτησία η οποία θα διενεργείτο στο Λονδίνο ή στην Κύπρο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Πράγματι, οι διαπραγματεύσεις έγιναν τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά εκείνο που είχε σημασία στην παρούσα υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, ήταν η συμμετοχή τους και η τυχόν συμβολή τους στο να επηρεάσουν τους εφεσείοντες να καταλήξουν στην απόφαση να αγοράσουν τις μετοχές.

2.  Εκείνο το οποίο εξεταζόταν στο εκείνο το στάδιο ήταν ο τόπος διάπραξης του αστικού αδικήματος. Αυτός δεν φαινόταν να ήταν η Κύπρος.

3.  Στην παρούσα υπόθεση δεν εξεταζόταν η μεταξύ των μερών σύμβαση, αλλά το τυχόν αγώγιμο δικαίωμα που οι εφεσείοντες διέθεταν εναντίον των εφεσιβλήτων, δικαίωμα το οποίο βασίζεται σε αστικό αδίκημα.

4.  Ούτε το επιχείρημα ότι η Κύπρος είναι το καταλληλότερο forum γιατί θα εξοικονομηθούν έξοδα κλπ μπορούσε να ευσταθήσει.

5.  Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι και οι εναγόμενοι, έχουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και σίγουρα γι' αυτούς δεν θα ήταν βολικότερη η Κύπρος ως δικαιοδοσία.

6.  Εκείνο που είχε σημασία ήταν με ποιο τρόπο από την όλη μαρτυρία προέκυπτε η τυχόν ανάμιξη των εφεσιβλήτων και η απόπειρά τους να επηρεάσουν τους εφεσείοντες.

7.  Στην ουσία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι με βάση όλα τα ενώπιόν του γεγονότα η ενδεχόμενη διάπραξη του αστικού αδικήματος του δόλου, τελέστηκε εκτός Κύπρου.

8.  Ήταν φανερό ότι το δικαστήριο έδωσε τη δέουσα σημασία στα γεγονότα που προηγήθηκαν της σύναψης της συμφωνίας, αλλά και το ρόλο των εφεσιβλήτων. Θεώρησε ωστόσο και ορθά, ότι τυχόν ανάμιξη των εφεσιβλήτων, δεν έγινε καθ' οιονδήποτε στάδιο στην Κύπρο, αλλά μόνο ενδεχομένως στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2387/01), ημερομηνίας 25/9/2008.

Γ. Ερωτοκρίτου με Ελ. Ερωτοκρίτου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που είχαν εγείρει οι εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 4, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

Οι εφεσείοντες συμφώνησαν με τους εναγόμενους 1 και 2 την αγορά των μετοχών τους, που αποτελούσε ποσοστό 51% στην εταιρεία των εναγομένων 3. Οι εφεσείοντες κατέβαλαν το συνολικό ποσό των 400.000 Στερλινών αλλά στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι οι λογαριασμοί και παραστάσεις στις οποίες είχαν προβεί οι εναγόμενοι 1, 2 και 4 για την κερδοφορία των εναγομένων 3, για το έτος που έληγε το 1999 και επί των οποίων στηρίχτηκαν οι εφεσείοντες για τη σύναψη της συμφωνίας, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

Ήγειραν αγωγή εναντίον των τεσσάρων εναγομένων, αλλά σε κάποιο στάδιο η αγωγή εναντίον των εναγομένων 1-3 συμβιβάστηκε στις 7.8.2003, με αποτέλεσμα οι μετοχές των εναγομένων 3 να επανέλθουν στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους, τους εναγόμενους 1 και 2 με αντίστοιχη καταβολή από τον εναγόμενο 1 του ποσού των £195.540. Στη συνέχεια η αγωγή προχώρησε εναντίον των εναγομένων 4, εφεσιβλήτων. Οι εφεσίβλητοι είναι ελεγκτικός οίκος ο οποίος ετοίμασε τους λογαριασμούς των εναγομένων 3 και συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις για την αγορά των μετοχών.

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το Φεβράρη του 2000 άρχισαν διαβουλεύσεις στην Κύπρο με τον εναγόμενο 1, διευθυντή των εναγομένων 3, για αγορά μεριδίου στο μετοχικό κεφάλαιο των εναγομένων 3. Ακολούθησε στις 8.5.2000 συνάντηση στο Λονδίνο, όπου μεταξύ άλλων έλαβαν μέρος και ο Μ.Υ.1 James Birch, ελεγκτής, συνέταιρος των εφεσιβλήτων. Στη συνάντηση συζητήθηκαν κυρίως οι πρόχειροι λογαριασμοί των εναγομένων 3 και την επομένη, βασιζόμενοι στα κέρδη που παρουσίαζαν οι λογαριασμοί των εφεσιβλήτων, οι εφεσείοντες υπέβαλαν πρόταση για την αγορά του 51% των μετοχών των εναγομένων 3.

Ακολούθησαν και άλλες συζητήσεις και κατέληξαν στην υπογραφή τελικής συμφωνίας στις 14.6.2000 η οποία υπογράφηκε στην Κύπρο. Η συμφωνία θα ετίθετο σε εφαρμογή την 31.7.2000, αφού θα προηγείτο ο οικονομικός και νομικός έλεγχος (due diligence) των εναγομένων 3. Για το σκοπό αυτό οι εφεσίβλητοι ετοίμασαν στις 10.7.2000 τελικούς λογαριασμούς των εναγομένων 3 (τεκμήριο 3) τους οποίους παρέδωσαν στους εφεσείοντες στις 10.7.2000.

Αφού διαπιστώθηκε ότι οι τελικοί λογαριασμοί δεν είχαν μεγάλη διαφορά από τους πρόχειρους και εν όψει του γεγονότος ότι είχαν ετοιμαστεί από τους εφεσίβλητους, προχώρησαν στην εφαρμογή της συμφωνίας καταβάλλοντας στους εναγομένους 1 και 2 το ποσό των £300.000.

Το Σεπτέμβρη του 2000 και Φεβράρη του 2001, ο Μ.Ε.3, εγκεκριμένος λογιστής, μετέβη κατ' εντολή των εφεσειόντων στην Αγγλία και ήλεγξε τους λογαριασμούς των εναγομένων 3, οπότε και διαπίστωσε ότι αυτοί δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφού τα πραγματικά καθαρά κέρδη των εναγομένων 3 για το 1999 ήταν προ της φορολογίας, λιγότερα από 30.000 Στερλίνες και όχι 88.068 Στερλίνες, όπως είχαν παραστήσει οι εναγόμενοι.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι 3 και τα οικονομικά τους στοιχεία περιλήφθηκαν στην πρόσκληση για εγγραφή που υπέβαλε η μητρική εταιρεία Ledra Tziallis Holdings Ltd στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Η αίτηση, κατόπιν συμβουλής αποσύρθηκε, αφού θα ήταν δύσκολο να προωθηθεί βάσει των οικονομικών καταστάσεων και προβλέψεων που συμπεριλήφθηκαν στο ενημερωτικό δελτίο και αφορούσαν τους εναγομένους 3.

Οι εφεσείοντες αξιώνουν αποζημιώσεις για τις ζημιές οι οποίες, όπως ισχυρίζονται, προέκυψαν συνεπεία των ενεργειών και παραλείψεων των εφεσιβλήτων, ύψους £1.961.822.

Οι εφεσίβλητοι στην υπεράσπισή τους ήγειραν θέμα κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Ύστερα από την ακροαματική διαδικασία το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε δικαιοδοσία για διάφορους λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε κατά την εξέταση των λόγων έφεσης.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν μαρτυρία ότι οι διαπραγματεύσεις λάμβαναν χώρα τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Λονδίνο. Οι διαπραγματεύσεις οι οποίες είχαν αρχίσει από το Φεβράρη του 2000, πρακτικά γίνονταν, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, από πλευράς των εφεσειόντων από τα γραφεία τους στη Λευκωσία και από πλευράς των εναγομένων από την Αγγλία. Η συμπλήρωση των διαπραγματεύσεων έγινε στη Λευκωσία στα γραφεία των εναγόντων, οι δε υπηρεσίες των εφεσιβλήτων προσφέρθηκαν στους ενάγοντες στη Λευκωσία ύστερα από τηλεφωνικές επικοινωνίες και με την αποστολή των λογαριασμών, του τεκμηρίου 8, το οποίο ελήφθη στη Λευκωσία.

Περαιτέρω το δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε σημασία μόνο στη φυσική παρουσία των εφεσιβλήτων, μέσω του Μ.Υ.1, κατά τη συνάντηση των μερών στο Λονδίνο πριν από τη σύναψη της συμφωνίας.

Το βασικό ερώτημα το οποίο θα έπρεπε να απασχολήσει το δικαστήριο, υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, είναι κατά πόσο υπήρχε περίπτωση οι εφεσείοντες να καταλήξουν σε οποιαδήποτε συμφωνία εξαγοράς ποσοστού 51% του μετοχικού κεφαλαίου των εναγομένων 3, χωρίς προηγουμένως να έχουν και τις διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων, οι οποίοι ήταν επί χρόνια λογιστές των εναγομένων 3 για τους λογαριασμούς και την κερδοφορία της εταιρείας.

Το δικαστήριο δεν έλαβε επίσης υπ' όψιν ότι σύμφωνα με όρο της συμφωνίας, η συμφωνία θα διέπεται από τους νόμους του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ στην περίπτωση οποιασδήποτε διαφοράς θα διευθετείται με διαιτησία η οποία θα διενεργηθεί στο Λονδίνο ή στην Κύπρο.

Οι εφεσείοντες σημειώνουν ότι η Κύπρος είναι το καταλληλότερο βήμα για να δικαστεί η υπόθεση, αφού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, η πλειονότητα των μαρτύρων βρίσκονται στην Κύπρο, ενώ δεν θα εξοικονομηθούν έξοδα σε μεταφορικά, διαμονή και δικηγορικά αν η εκδίκαση γίνει στο Λονδίνο.

Η βάση της αγωγής των εφεσειόντων ήταν, μεταξύ άλλων, ότι οι εναγόμενοι 1-4 μαζί και χωριστά χρησιμοποίησαν απάτη, ψευδείς παραστάσεις ή δόλο για να τους ωθήσουν στην υπογραφή των συμφωνιών για την αγορά του 51% των μετοχών. Ιδιαίτερα οι εναγόμενοι 4 αμελώς ή από επαγγελματική αμέλεια, δόλο και απόκρυψη στοιχείων παρουσίασαν ή επιβεβαίωσαν ψευδείς λογαριασμούς οι οποίοι έδειχναν μεγαλύτερα κέρδη των εναγομένων 3, με σκοπό να εξαπατήσουν τους εφεσείοντες.

Μετά την απόσυρση της αγωγής εναντίον των εναγομένων 1-3, η απαίτηση των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων, απομονώνεται στην απόδειξη της επίδειξης από τους εφεσίβλητους δόλου, ψευδών παραστάσεων κλπ.  Βέβαια, για την απόδειξη της υπόθεσης λαμβάνεται υπ΄ όψιν το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την απαίτησή τους.

Πράγματι, οι διαπραγματεύσεις έγιναν τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά εκείνο που έχει σημασία στην παρούσα υπόθεση εναντίον των εφεσιβλήτων, είναι η συμμετοχή τους και η τυχόν συμβολή τους στο να επηρεάσουν τους εφεσείοντες να καταλήξουν στην απόφαση να αγοράσουν τις μετοχές.  Εκτός από τη φυσική παρουσία του Μ.Υ.1 κατά τη συνάντηση των μερών στο Λονδίνο, οι εφεσίβλητοι ετοίμασαν και τους λογαριασμούς πάνω στους οποίους οι εφεσείοντες  δυνατόν να βασίστηκαν. Οι εφεσείοντες δυνατόν να βασίστηκαν σε όσα οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν για να καταλήξουν στην απόφασή τους να αγοράσουν τις μετοχές, αλλά εκείνο το οποίο εξετάζεται στο παρόν στάδιο είναι ο τόπος διάπραξης του αστικού αδικήματος. Αυτός δεν φαίνεται να είναι η Κύπρος.

Το επιχείρημα για τη συμβατική δυνατότητα διεξαγωγής της διαιτησίας είτε στο Λονδίνο ή στην Κύπρο, δεν μπορεί να ευσταθήσει γιατί στην παρούσα υπόθεση δεν εξετάζουμε τη μεταξύ των μερών σύμβαση, αλλά το τυχόν αγώγιμο δικαίωμα που οι εφεσείοντες διαθέτουν εναντίον των εφεσιβλήτων, δικαίωμα το οποίο βασίζεται σε αστικό αδίκημα.

Ούτε το επιχείρημα ότι η Κύπρος είναι το καταλληλότερο forum γιατί θα εξοικονομηθούν έξοδα κλπ μπορεί να ευσταθήσει. Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι και οι εναγόμενοι, έχουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και σίγουρα γι' αυτούς δεν θα ήταν βολικότερη η Κύπρος ως δικαιοδοσία.

Ένα από τα στοιχεία τα οποία σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης αποδεικνύει την εμπλοκή των εφεσιβλήτων στη σύναψη της συμφωνίας είναι και οι διαβεβαιώσεις τις οποίες οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν ως προς την ορθότητα των εξελεγμένων λογαριασμών με την επιστολή τους ημερομηνίας 24.8.2000.

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το δικαστήριο λανθασμένα απομόνωσε και αξιολόγησε τα γεγονότα, για να καταλήξει ότι δεν μπορεί να τίθεται θέμα αναφορικά με παραστάσεις ή ενέργειες των εφεσιβλήτων που επηρέασαν τους εφεσείοντες, αφού η επιστολή είναι μεταγενέστερη της συναφθείσας συμφωνίας. Είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη επιστολή, τεκμήριο 8, έχει σταλεί μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας.

Δεν είναι ορθό ότι η συγκεκριμένη επιστολή απομονώθηκε από την υπόλοιπη μαρτυρία. Είναι φανερό ότι το δικαστήριο ασχολήθηκε με όλη την ενώπιόν του μαρτυρία και εξέτασε όλα τα στοιχεία τα οποία αναφέρονταν στην τυχόν δικαιοδοσία του. Ένα από τα στοιχεία αυτά ήταν και η συγκεκριμένη επιστολή, η οποία, πράγματι, είχε σταλεί μετά τη σύναψη της συμφωνίας. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να πούμε ότι εκείνο που έχει σημασία είναι πως από την όλη μαρτυρία προκύπτει η τυχόν ανάμιξη των εφεσιβλήτων και η απόπειρά τους να επηρεάσουν τους εφεσείοντες.

Στην ουσία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι με βάση όλα τα ενώπιόν του γεγονότα η ενδεχόμενη διάπραξη του αστικού αδικήματος του δόλου, τελέστηκε εκτός Κύπρου.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι η συμφωνία ημερομηνίας 14.6.2000 υπογράφηκε χωρίς οιανδήποτε συμμετοχή και ανάμιξη των εφεσιβλήτων κατά τον πιο πάνω χρόνο. Το δικαστήριο λανθασμένα δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στα γεγονότα που προηγήθηκαν της σύναψης της συμφωνίας και τη σημασία της συμμετοχής των εφεσιβλήτων.  Όπως είναι προφανές, εκείνο το οποίο εννοεί το δικαστήριο είναι ότι κατά τη σύναψη, κατά την υπογραφή της συμφωνίας, οι εφεσίβλητοι δεν ήταν παρόντες και συνεπώς δεν μπορεί να υπόκεινται στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων γιατί είχαν ενδεχομένως επηρεάσει τους εφεσείοντες τότε. Είναι φανερό ότι το δικαστήριο έδωσε τη δέουσα σημασία στα γεγονότα που προηγήθηκαν της σύναψης της συμφωνίας, αλλά και το ρόλο των εφεσιβλήτων.  Απλώς θεωρεί, και ορθά, ότι τυχόν ανάμιξη των εφεσιβλήτων, δεν έγινε καθ' οιονδήποτε στάδιο στην Κύπρο, αλλά μόνο ενδεχομένως στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Δυνατόν η συμφωνία να μην κατέληγε αν οι εφεσείοντες δεν είχαν στα χέρια τους, τους εξελεγμένους λογαριασμούς που είχαν ετοιμάσει οι εφεσίβλητοι. Το γεγονός όμως αυτό είναι άσχετο με το υπό εξέταση θέμα. Δεν ασχολήθηκε το δικαστήριο στο παρόν στάδιο κατά πόσο οι εφεσίβλητοι δολίως ή αμελώς επηρέασαν ή αποπειράθηκαν να επηρεάσουν τους εφεσείοντες για να συνάψουν τη συγκεκριμένη συμφωνία, αλλά κατά πόσο τυχόν αστικό αδίκημα διεπράχθη στην Κύπρο, ούτως ώστε τα κυπριακά δικαστήρια να έχουν δικαιοδοσία.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα ότι λανθασμένα το δικαστήριο αποφάσισε ότι η επιστολή, τεκμήριο 8, δεν απευθύνεται στους εφεσείοντες αλλά προς τον Μ.Ε.2, ο οποίος δεν ενεργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο εκ μέρους των εφεσειόντων, αλλά εκ μέρους άλλης εταιρείας, της Ledra Tziallis Group, για σκοπούς ετοιμασίας του ενημερωτικού δελτίου για εισαγωγή στο Χρηματιστήριο.

Κατ' αρχάς έχει λεχθεί ότι το τεκμήριο 8 έχει σταλεί μετά τη σύναψη της συμφωνίας και συνεπώς λίγη ή καμιά σημασία μπορεί να έχει για απόδειξη της συμβολής των εφεσιβλήτων στη σύναψη της συμφωνίας.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι το δικαστήριο δεν προέβη σε επαρκή αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας. Ειδικότερα αναφέρονται στον Μ.Υ.1 ο οποίος δεν μπορούσε να κριθεί ως αξιόπιστος λόγω της προσπάθειάς του να  αποφεύγει τις ερωτήσεις που υποβάλλονταν αλλά και λόγω της παράλειψής του να καταθέσει οποιαδήποτε έγγραφα.

Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις επεμβαίνει. Δεν βρίσκουμε ότι τέτοια είναι η περίπτωση και συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

Καταλήγοντας το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι ακόμα κι' αν δεχόταν την προσαχθείσα μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων στο σύνολό της και πάλι η αγωγή δεν θα μπορούσε να επιτύχει για διάφορους λόγους, τους οποίους στη συνέχεια επεξηγεί. Και εναντίον αυτής της κατάληξης στρέφονται οι εφεσείοντες. Υποστηρίζουν ότι λανθασμένα το δικαστήριο παραγνώρισε συγκεκριμένα γεγονότα και δεν έλαβε υπ' όψιν διάφορα τεκμήρια, όπως για παράδειγμα το τεκμήριο 11.

Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Το δικαστήριο ανέφερε όσα ανέφερε αφού είχε ήδη απορρίψει την αξίωση των εφεσειόντων. Αυτό είναι φανερό και από τη δήλωση ότι ακόμα κι' αν δεχόταν την προσαχθείσα μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων στο σύνολό της, δεν θα μπορούσε η αγωγή να πετύχει για τους λόγους που εξηγεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ήδη καταλήξει ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί για τους λόγους που είχε αναφέρει προηγουμένως για έλλειψη δικαιοδοσίας και εκ του περισσού έκανε αναφορά στις διάφορες θεραπείες που αξιώνονταν στην έκθεση απαίτησης.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο