ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2171
4 Οκτωβρίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
SALGROVE PROPERTIES INC,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
1. AMRO CONSULTANTS LTD,
2. GEORGE GREGORY PSAKIDES,
3. LORIS GEORGE,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 125/2009)
Συμβάσεις ― Υπηρεσίες συμβούλων επενδύσεων ― Κατά πόσον η εφεσείουσα απώλεσε χρηματικά ποσά συνεπεία ενεργειών της εφεσίβλητης εταιρείας η οποία προσέφερε υπηρεσίες στην εφεσείουσα ως ειδική σε θέματα επενδύσεων στο εξωτερικό ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή με διαζευκτικές βάσεις.
Συμβάσεις ― Παρανομία σύμβασης ― Άρθρα 23 και 65 του Κεφ. 149 ― Εξ' υπαρχής ακυρότητα ― Απόφανση εφετείου ότι ελλείψει μαρτυρίας περί προσποορισμού οφέλους δεν ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 65 του Κεφ. 149.
Η εφεσείουσα διεκδίκησε πρωτοδίκως από τους εφεσίβλητους ποσό $90.000 με τόκους, το οποίο ισχυρίστηκε ότι απώλεσε, συνεπεία ενεργειών των εφεσίβλητων.
Σύμφωνα με τις αξιώσεις και την εκδοχή της εφεσείουσας-ενάγουσας, η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 (οι διευθυντές και μέτοχοι της οποίας ήταν οι εφεσίβλητοι 2 και 3), παρουσιάστηκε ως ειδική σε θέματα επενδύσεων στο εξωτερικό και ως σύμβουλος επενδύσεων και με τη συμπεριφορά και τις υποσχέσεις της για σίγουρο κέρδος.
Η εφεσείουσα-ενάγουσα καταλόγισε στην εφεσίβλητη-εναγόμενη 1, παραβίαση της μεταξύ τους συμφωνίας, αμέλεια και παράβαση νομικών καθηκόντων και ισχυρίστηκε πως η συμφωνία είχε επιτευχθεί μεταξύ τους ως αποτέλεσμα δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων, και κατά συνέπεια δικαιούτο σε αποζημιώσεις, θέτοντας επιπρόσθετα τη διεκδίκηση της και στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Ήγειρε, τέλος, ζήτημα εξ υπαρχής ακυρότητας της συμφωνίας των μερών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η εφεσείουσα-ενάγουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε επί των ώμων της και, ενώ διαπίστωσε πως πράγματι η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 δεν είχε άδεια να παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στο κοινό και να ενεργεί ως σύμβουλος επενδύσεων, έκρινε πως, με βάση την νομολογία, δεν ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ των εναγομένων.
Με ένα μόνο λόγο έφεσης η εφεσείουσα υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν τύγχανε εφαρμογής η παράγραφος (α) ή (β) του Άρθρου 23, του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. που αφορά ακυρότητα συμβάσεων των οποίων η αντιπαροχή ή ο σκοπός είναι παράνομος ή τέτοιας φύσης που αν επιτρέπετο, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή θα αντίβαινε προς τη δημόσια πολιτική.
Παράλληλα, οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι καταχώρησαν ειδοποίηση εφεσίβλητου, υποβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της χορηγηθείσας άδειας από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως προέκυπτε από την εξέταση της μαρτυρίας που δόθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας-ενάγουσας, δεν είχαν δοθεί στοιχεία για όφελος το οποίο προσπορίστηκε η εφεσίβλητη-εναγόμενη εταιρεία, πέραν της γενικής αναφοράς σε κάποιο ποσό, κάτω από $500, που ήταν η προμήθεια για τις ενέργειές της. Έτσι δεν ετύγχανε εφαρμογής το σχετικό Άρθρο 65 του Κεφ.149.
2. Όσον αφορούσε στις αποζημιώσεις που απαιτούσε η εφεσείουσα-ενάγουσα, δεν είχε δοθεί καμία συγκεκριμένη μαρτυρία, ούτως ώστε με βάση αυτή να καθοριστεί η απώλεια που υπέστη η εφεσείουσα.
3. Στην παρούσα περίπτωση, πέρα από μια γενική αναφορά ενός μάρτυρα, ότι οι μετοχές δεν είχαν καμία αξία, ή είχαν μηδαμινή αξία δεν δόθηκε οποιαδήποτε λεπτομερής μαρτυρία για την αξία των μετοχών και την ζημιά στην ενάγουσα. Ως εκ τούτου, και αν επιτύγχανε ο λόγος έφεσης της εφεσείουσας-ενάγουσας και πάλι η αγωγή της θα αποτύγχανε, αφού δεν αποδείχτηκε η ζημιά που υπέστη. Έτσι, ήταν εκ του περισσού απόφανση για το θέμα παρανομίας της σύμβασης.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης η αντέφεση δεν εξετάστηκε.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. ν. Ζαρβού (2004) 1 Α.Α.Δ. 1261.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαλαχτός, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7538/02), ημερομηνίας 17/2/2009.
Α. Χαραλάμπους και Π. Παναγίδης, για την Εφεσείουσα.
Γ. Τριλλίδης εκ μέρους Π. Σαρρή, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Το ιστορικό και τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από την πρωτόδικη απόφαση, είναι, σε συντομία τα ακόλουθα. Η εφεσείουσα-ενάγουσα είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στον Παναμά και έχει έδρα της το Ισραήλ. Η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο υπεράκτια εταιρεία, εγγεγραμμένη στην Κύπρο, οι δε εφεσίβλητοι-εναγόμενοι 2 και 3 είναι διευθυντές και μέτοχοι της εφεσίβλητης.
Σύμφωνα με τις αξιώσεις και την εκδοχή της εφεσείουσας-ενάγουσας, η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 παρουσιάστηκε ως ειδική σε θέματα επενδύσεων στο εξωτερικό και ως σύμβουλος επενδύσεων και με την συμπεριφορά και τις υποσχέσεις της για σίγουρο κέρδος παραπλάνησε και έπεισε την εφεσείουσα να επενδύσει μέσω της σε διάφορες εταιρείες.
Η εφεσείουσα-ενάγουσα συμφώνησε και περί το Φεβρουάριο του 2000 απέστειλε στην εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 $70.000, εξουσιοδοτώντας την να τα επενδύσει. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1, με βάση τη συμφωνία τους, θα αποφάσιζε αποκλειστικά ποια επένδυση θα έκαμνε και θα μπορούσε να πωλεί μετοχές όποτε η ίδια επιθυμούσε. Ήταν, κατά την εισήγησή της, έτσι, καθήκον και υποχρέωσή της προς την εφεσείουσα-ενάγουσα, να ασκεί την εξουσία αυτή με επιδεξιότητα και προσοχή ειδικού επί του θέματος, ενεργώντας προς το συμφέρον της εφεσείουσας-ενάγουσας και εξασφαλίζοντας κέρδος για την τελευταία.
Με βάση αυτή τη συμφωνία αγοράστηκαν μετοχές σε πέντε εταιρείες, με συνολικό ποσό επένδυσης $70.652,50. Περαιτέρω, η εφεσείουσα-ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι το Μάρτιο του 2000, κατόπιν συμβουλών της εφεσίβλητης-εναγόμενης 1 και διαβεβαίωσης για σίγουρο κέρδος, η εφεσείουσα-ενάγουσα πείστηκε και αγόρασε, όχι όμως μέσω της εφεσίβλητης-εναγόμενης, μετοχές μιας ακόμη εταιρείας, επενδύοντας $20.000. Είναι τελικά η απαίτηση της ενάγουσας για το σύνολο της επένδυσης των $90.000, το οποίο διεκδικεί με τόκους, αφού ισχυρίζεται πως το απώλεσε. Επιπρόσθετη αξίωση για $50.000 ως απώλεια κέρδους που δικογραφήθηκε, φαίνεται να μην έχει προωθηθεί.
Η εφεσείουσα-ενάγουσα καταλογίζει στην εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 παραβίαση της μεταξύ τους συμφωνίας, αμέλεια και παράβαση νομικών καθηκόντων και ισχυρίζεται πως η συμφωνία είχεν επιτευχθεί μεταξύ τους ως αποτέλεσμα δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων, και κατά συνέπεια δικαιούται σε αποζημιώσεις, θέτοντας επιπρόσθετα τη διεκδίκηση της και στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ήγειρε, τέλος, ζήτημα ακυρότητας της συμφωνίας των μερών εξ υπ' αρχής ή κατ' επιλογή της στη βάση παρανομίας, καθόσον η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 ενήργησε χωρίς άδεια, ή κατά παράβαση της άδειας της από την Κεντρική Τράπεζα.
Όσον αφορά την εκδοχή της εφεσίβλητης-εναγόμενης 1, αυτή παραδέχεται ότι είναι σύμβουλος επενδύσεων και ότι κοινοποιεί προς τους πελάτες της πληροφορίες, στις οποίες το κοινό έχει πρόσβαση, προβαίνει σε ανάλυση και επεξήγηση στοιχείων, αλλά δεν εκφέρει άποψη, ούτε παροτρύνει τους πελάτες να αγοράσουν συγκεκριμένες μετοχές, αφήνοντας σ' αυτούς να εξισορροπήσουν τα στοιχεία και να αποφασίσουν τι θα αγοράσουν. Διενεργεί δε πράξεις αγοράς μετοχών προς όφελος των πελατών της μόνο κατόπιν συγκεκριμένης εξουσιοδότησής τους. Είναι, τέλος, η θέση των εφεσίβλητων-εναγομένων πως έτσι έγινε και στην επίδικη περίπτωση και αρνούνται ότι ενήργησαν δόλια ή εξαπάτησαν την εφεσείουσα-ενάγουσα, που εν πάση περιπτώσει, είχε πολύχρονη πείρα και γνώσεις όσον αφορά τις επενδύσεις.
Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού παρέθεσε και ανέλυσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του, αιτιολογώντας τα συμπεράσματά του, κατέληξε πως η εφεσείουσα-ενάγουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε επί των ώμων της και, ενώ διαπίστωσε πως πράγματι η εφεσίβλητη-εναγόμενη 1 δεν είχε άδεια να παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στο κοινό και να ενεργεί ως σύμβουλος επενδύσεων, έκρινε πως, με βάση την νομολογία, δεν τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, που αφορά ακυρότητα συμβάσεων των οποίων η αντιπαροχή ή ο σκοπός είναι παράνομος ή τέτοιας φύσης που αν επιτρέπετο, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή θα αντίβαινε προς τη δημόσια πολιτική. Κατά συνέπεια, απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ των εναγομένων.
Με τον μοναδικό λόγο έφεσης η εφεσείουσα-ενάγουσα υποβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι στην υπό κρίση περίπτωση «δεν τύγχανε εφαρμογής η παράγραφος (α) ή (β) του Άρθρου 23, του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (σελ. 37 της απόφασης)».
Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι καταχώρησαν ειδοποίηση εφεσίβλητου, υποβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της χορηγηθείσας από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου άδειας.
Παραμένει έτσι το μόνο επίδικο θέμα της έφεσης, το κατά πόσο τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 23, καθιστώντας τη σύμβαση άκυρη.
Μετά από εξέταση των θεμάτων που εγείρονται, καταλήξαμε πως ούτε και αποδοχή του λόγου έφεσης θα οδηγούσε σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, για τους ακόλουθους λόγους.
Το Άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, προνοεί τα ακόλουθα:
«65. Αν η συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη, ή η σύμβαση καταστεί άκυρη, το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.»
Όπως προκύπτει από την εξέταση της μαρτυρίας που δόθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας-ενάγουσας, δεν έχουν δοθεί στοιχεία για όφελος το οποίο προσπορίστηκε η εφεσίβλητη-εναγόμενη εταιρεία, πέραν της γενικής αναφοράς σε κάποιο ποσό, κάτω από $500, που ήταν η προμήθεια για τις ενέργειές της. Όσον αφορά της αποζημιώσεις που απαιτεί η εφεσείουσα-ενάγουσα, δεν έχει δοθεί καμία συγκεκριμένη μαρτυρία, ούτως ώστε με βάση αυτή να καθοριστεί η απώλεια που υπέστη η εφεσείουσα.
Στην υπόθεση Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. ν. Παναγιώτη Ζαρβού (2004) 1 Α.Α.Δ. 1261, όπου ο εφεσίβλητος απαιτούσε την επιστροφή της αξίας μετοχών που αγόρασε για παραβίαση ουσιώδους όρου της σύμβασης, το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ. 1266:
«Το Δικαστήριο και μάλιστα χωρίς καμιά αιτιολόγηση, επιδίκασε υπό μορφή αποζημιώσεων στον ενάγοντα-εφεσίβλητο ποσό £10.000 που ουσιαστικά αντιστοιχούσε στο ποσό που κατέβαλε για αγορά των μετοχών. Αν ήταν σωστή η διαπίστωση ότι παραβιάστηκε ουσιώδης όρος της σύμβασης, τότε το αναίτιο μέρος, δηλαδή ο εφεσίβλητος, θα έπρεπε να αποδείξει και τη ζημιά την οποία υπέστη. Δεν εξυπακούεται, χωρίς περαιτέρω απόδειξη του ύψους της κατ' ισχυρισμόν ζημιάς, ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος υπέστη ζημιά ίση με την αξία των μετοχών που αγόρασε. Κατ' αρχήν θα πρέπει να υπήρχε μαρτυρία για την αξία των μετοχών κατά το χρόνο αθέτησης της σύμβασης, αφού ο εφεσίβλητος θα δικαιούταν, στην περίπτωση αθέτησης από τους αντισυμβαλλόμενούς του, τη ζημιά που υπέστη, βασικό μέρος της οποίας ήταν η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς των μετοχών κατά το χρόνο υπογραφής της σύμβασης και της αξίας τους κατά το χρόνο αθέτησης της σύμβασης. Χαρακτηριστικό των πιο πάνω είναι και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, παρά την υπέρ του δικαστική απόφαση για το ποσό που κατέβαλε, παραμένει ιδιοκτήτης των μετοχών και οι οποίες εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένες επ' ονόματι του.»
Στην παρούσα περίπτωση, πέρα από μια γενική αναφορά του μάρτυρα Shapira, ότι οι μετοχές δεν είχαν καμία αξία, ή είχαν μηδαμινή αξία, όπως παρατηρήσαμε δεν δόθηκε οποιαδήποτε λεπτομερής μαρτυρία για την αξία των μετοχών και την ζημιά στην ενάγουσα. Ως εκ τούτου, και αν επιτυγχάνε ο λόγος έφεσης της εφεσείουσας-ενάγουσας και πάλι η αγωγή της θα αποτύγχανε, αφού δεν αποδείχτηκε η ζημιά που υπέστη. Έτσι, περιττεύει απόφανση για το θέμα παρανομίας.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξής μας δεν θα επιληφθούμε της αντέφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας-ενάγουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α.
Επίσης απορρίπτεται και η αντέφεση, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. H αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.