ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 1789

23 Ιουλίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

GREMONA ADVERTISING LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

1.          THE INTERPUBLIC GROUP OF COMPANIES INC,

2.          MCCANN-ERICKSON ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.Ε.,

   ΝΟΜΙΜΩΣ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

   ΚΑΙ ΜΕ ΕΔΡΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 76/2009)

 

Συμβάσεις ― Τερματισμός σύμβασης ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία κρίθηκε νόμιμος ο τερματισμός σύμβασης λόγω παραβιάσεων για τις οποίες κρίθηκαν υπαίτιοι οι εφεσείοντες προβαίνοντας σε παράνομη εγγραφή επωνυμιών με το όνομα των Εφεσιβλήτων χωρίς τη συγκατάθεσή τους, και δεν τους εφοδίαζαν με ελεγμένους λογαριασμούς παρά την ύπαρξη αντίθετων συμβατικών προνοιών στις συναφθείσες συμφωνίες.

Οι εφεσείοντες επιδίωξαν την ανατροπή πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους αναφορικά με ζητήματα που προέκυψαν συνεπεία παραβίασης σύμβασης που είχαν συνάψει με τους εφεσίβλητους η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της από τους τελευταίους.

Οι διάδικοι είναι εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στο χώρο της διαφήμισης.

Στις 2.3.1999 υπογράφηκαν δύο συμφωνίες μεταξύ των Εφεσιβλήτων 2 και των Εφεσειόντων.  Με την πρώτη - «Licence Agreement» παραχωρήθηκε στην Εφεσίβλητη το δικαίωμα να παρουσιάζεται ως «"Gremona", Affiliate of McCann-Erickson» (όρος 1). Το παραχωρηθέν δικαίωμα δεν ήταν αποκλειστικό ή διαιρετό και σύμφωνα με τον όρο 2 δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί, χωρίς την προηγούμενη γραπτή έγκριση της άλλης πλευράς, ενώ σε περίπτωση που οι Εφεσείοντες δεν θα εκπλήρωναν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ή θα εξέθεταν ή χρησιμοποιούσαν λανθασμένα ή προκαλούσαν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο υποτίμηση της επωνυμίας, οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να ανακαλέσουν μετά από γραπτή ειδοποίηση 30 ημερών (όρος 3β).

Με τη δεύτερη συμφωνία - «Management & Technical Service Agreement» καθορίστηκαν οι όροι της μεταξύ τους πενταετούς συνεργασίας. Μεταξύ άλλων είχαν υποχρέωση να υποβάλλουν στους Εφεσίβλητους ελεγμένους ισολογισμένους λογαριασμούς για κάθε οικονομικό έτος, το αργότερο μέσα σε 90 μέρες από τη λήξη του κάθε έτους (όρος 1-5).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, και απεδέχθη εκείνη των  Εφεσιβλήτων προέβη σε ευρήματα ότι: (1) οι Εφεσείοντες ενώ στις 8.3.1999 ενέγραψαν χωρίς τη συγκατάθεση των Εφεσιβλήτων την επωνυμία: «Gremona/McCann-Erickson», το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2001 και πάλι χωρίς τη συγκατάθεση των Εφεσιβλήτων, ενέγραψαν άλλες δύο εμπορικές επωνυμίες, την «Gremona/McCann» και «Gremona Universal McCann», (2) καθ' όλη τη διάρκεια της συνεργασίας των διαδίκων, οι Εφεσείοντες ποτέ δεν εφοδίασαν τους Εφεσίβλητους με ελεγμένους λογαριασμούς μέσα στην προθεσμία των 90 ημερών από το τέλος κάθε οικονομικού έτους, (3) μέχρι 11.9.2001 οι Εφεσείοντες όφειλαν τιμολογηθέντα ποσά, τα οποία ουδέποτε πλήρωσαν και (4) στις 22.11.2001 οι Εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και ότι ο τερματισμός ήταν νόμιμος λόγω των κατάφωρων παραβιάσεων των δύο συμφωνιών (παράνομη εγγραφή επωνυμιών με το όνομα των Εφεσιβλήτων χωρίς τη συγκατάθεσή τους, μη εφοδιασμός των Εφεσιβλήτων με ελεγμένους λογαριασμούς - όρος 2 της δεύτερης συμφωνίας - και τουλάχιστον μέχρι τις 11.9.2011 υπήρχαν απλήρωτα τιμολογηθέντα ποσά).

Με την έφεση αμφισβητήθηκε μεταξύ άλλων :

α) Η πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με τη νομιμότητα του τερματισμού των συμφωνιών,

β) Η κατάληξη ότι οι εγγραφές των τριών επωνυμιών ήταν παράνομες,

γ)  Ότι δεν υποβάλλονταν ελεγμένοι λογαριασμοί και

δ) Ότι υπήρχαν απλήρωτες οφειλές.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι λόγοι έφεσης 1 και 4, δεν ευσταθούσαν. Οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η χρήση των επωνυμιών για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς τη λέξη «affiliate» δημιουργούσε κώλυμα για τους Εφεσίβλητους να αρνούνται τη νόμιμη χρήση του ονόματος από τους Εφεσείοντες. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν εκτός δικογράφων και δεν μπορούσε να εξεταστεί.

2.  Το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε ρητός όρος στη συμφωνία για να αναζητηθεί η συγκατάθεση των Εφεσιβλήτων ή για να ενημερωθούν για την εγγραφή των επωνυμιών, δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, αφού ένας τέτοιος όρος εξυπακουόταν από τα όσα είχαν μεταξύ τους συμφωνηθεί.

3.  Πέραν τούτου, όφειλαν να είχαν ενημερώσει τους Εφεσίβλητους για κάθε ενέργειά τους, που αφορούσε την εγγραφή των επωνυμιών, οι οποίες διαφοροποιούσαν το όνομα που είχε μεταξύ τους συμφωνηθεί.

4.  Με τον τρόπο που αιτιολογείτο ο δεύτερος λόγος έφεσης και ιδιαίτερα με την αγόρευση του δικηγόρου τους, οι Εφεσείοντες, εμμέσως πλην σαφώς, αμφισβητούσαν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό χωρίς να υπήρχε προς τούτο συγκεκριμένος λόγος έφεσης.

5.  Επί της ουσίας του θέματος, το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες δεν εφοδίασαν τους Εφεσίβλητους με ελεγμένους λογαριασμούς για κανένα έτος, δεν μπορούσε να κλονισθεί.

6.  Δεν ευσταθούσε ούτε το επιχείρημα ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν από τη μη υποβολή των στοιχείων.  Όπως ανέφερε ο Μ.Ε.1, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεχτή, οι Εφεσείοντες με τη μη υποβολή των ελεγμένων λογαριασμών, θα απέφευγαν ή θα καθυστερούσαν να καταβάλουν την αμοιβή του 6,67% επί του συνολικού εσόδου που θα είχαν από πελάτες που θα παραπέμπονταν.

7.  Δεν ευσταθούσε ο τρίτος λόγο έφεσης με τον οποίο οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι υπήρχαν οφειλές προς τους Εφεσίβλητους και ότι αυτό αποτελούσε πρόσθετο λόγο τερματισμού των συμφωνιών.

8.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέλαβε μεταξύ άλλων, δήλωση μάρτυρα των εφεσειόντων ως έμμεση παραδοχή, ότι πριν από την επίδικη ημερομηνία υπήρχαν τιμολόγια τα οποία σκόπιμα δεν είχαν εξοφληθεί, με πρόθεση να συμψηφιστούν με αποζημιώσεις που ενδεχομένως να επιδικάζονταν προς όφελός τους.

9.  Ήταν ορθή η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο τερματισμός των δύο συμφωνιών ήταν νόμιμος όπως  και η απόρριψη της ανταπαίτησης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9709/03), ημερομηνίας 27/2/2009.

Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

M. Κυριακίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι είναι εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στο χώρο της διαφήμισης. Οι Εφεσίβλητοι 1-Ενάγοντες είναι Αμερικάνικος διαφημιστικός οίκος, ο οποίος δραστηριοποιείται σε πολλές χώρες του κόσμου, μέσω θυγατρικών εταιρειών. Μια από αυτές και η Εφεσίβλητη 2-Ενάγουσα, η οποία έχει έδρα την Αθήνα. Οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι είναι κυπριακή διαφημιστική εταιρεία.

Στις 2.3.1999 υπογράφηκαν δύο συμφωνίες μεταξύ των Εφεσιβλήτων 2 και των Εφεσειόντων. Με την πρώτη - «Licence Agreement» (Τεκμήριο 2α) παραχωρήθηκε στην Εφεσίβλητη το δικαίωμα να παρουσιάζεται ως «"Gremona", Affiliate of McCann-Erickson» (όρος 1). Το παραχωρηθέν δικαίωμα δεν ήταν αποκλειστικό ή διαιρετό και σύμφωνα με τον όρο 2 δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί, χωρίς την προηγούμενη γραπτή έγκριση της άλλης πλευράς, ενώ σε περίπτωση που οι Εφεσείοντες δεν θα εκπλήρωναν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ή θα εξέθεταν ή χρησιμοποιούσαν λανθασμένα ή προκαλούσαν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο υποτίμηση της επωνυμίας, οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να ανακαλέσουν μετά από γραπτή ειδοποίηση 30 ημερών (όρος 3β).

Με τη δεύτερη συμφωνία - «Management & Technical Service Agreement» (Τεκμήριο 3Α), καθορίστηκαν οι όροι της μεταξύ τους πενταετούς συνεργασίας.  Η συμφωνία μπορούσε να τερματιστεί με κοινή συμφωνία και κατόπιν εξάμηνης προειδοποίησης (όρος 4).  Με αυτή τη συμφωνία οι Εφεσίβλητοι αναλάμβαναν υποχρέωση να παραπέμπουν στους Εφεσείοντες πελάτες που επιθυμούσαν να διαφημίσουν στην Κύπρο (όρος 1-1), ενώ οι Εφεσείοντες, μεταξύ άλλων, ανέλαβαν: (1) να τηρούν πλήρη και ακριβή αρχεία των λογιστικών συναλλαγών των πελατών και μέσα σε 25 ημέρες από τη λήξη του κάθε τριμήνου, να εφοδιάζει τους Εφεσίβλητους με αναλυτική κατάσταση των συναλλαγών (όρος 1-5), (2) να καταβάλλουν στους Εφεσίβλητους μέσα σε 120 μέρες από την παρέλευση του τριμήνου, αμοιβή 6.67% των συνολικών εσόδων που θα είχε από τους πελάτες που θα τις παρέπεμπε (όρος 2-1) και (3) να υποβάλλουν στους Εφεσίβλητους ελεγμένους ισολογισμένους λογαριασμούς για κάθε οικονομικό έτος, το αργότερο μέσα σε 90 μέρες από τη λήξη του κάθε έτους (όρος 1-5).

Μετά από δύο περίπου χρόνια, παρουσιάστηκαν προβλήματα στη συνεργασία τους. Το Μάιο του 2001 οι Εφεσείοντες ανησύχησαν από την εγγραφή στην Κύπρο της εταιρείας Ashley Universal Cyprus Ltd. Σε επιστολή τους ημερ. 11.5.2001 προς τη McCann Λονδίνου, οι Εφεσείοντες αφού διατύπωσαν παράπονα εναντίον του εκπροσώπου του δικτύου στην Ελλάδα κ. Σεριατού για αντιδεοντολογική συμπεριφορά, ζήτησαν όπως στο μέλλον υπάγονται υπό την ομπρέλα του Ηνωμένου Βασιλείου.  Το αίτημα τους όχι μόνο δεν εισακούστηκε, αλλά στις 20.6.2001 έλαβαν επιστολή με την οποία τους γνωστοποιείτο ότι η επιστολή τους διαβιβάστηκε στον κ. Σεριατό για να χειριστεί ο ίδιος το θέμα.  Μέσα σ' αυτό το κλίμα αντιπαράθεσης, στις 23.8.2001 δημοσιεύτηκε στον τύπο ότι η διαφημιστική εταιρεία DeLeMa σταματούσε να αντιπροσωπεύει στην Κύπρο την εταιρεία TBWA και ότι ένα μήνα μετά θα υπέγραφε συμφωνία συνεργασίας με τη McCann-Erickson. Στις 11.9.2001 οι Εφεσίβλητοι απέστειλαν επιστολή στους Εφεσείοντες με την οποία αφού τους εφιστούσαν την προσοχή τους στο ότι η χρηματοπιστωτική τους εικόνα υποβάθμιζε την επωνυμία McCann-Erickson, τους καλούσαν (α) να συμμορφωθούν άμεσα με τις υποχρεώσεις τους για τήρηση και υποβολή λογαριασμών (όρος 1-5 της δεύτερης συμφωνίας), (β) να προχωρήσουν στη διαγραφή της επωνυμίας «McCann-Erickson» που είχε εγγραφεί στον Έφορο Εταιρειών χωρίς τη συγκατάθεση τους και (γ) να τακτοποιήσουν άμεσα τα μη εξοφληθέντα τιμολογηθέντα ποσά, με βάση ανάλυση λογαριασμών που επεσύναπταν. Ταυτόχρονα τους κοινοποιούσαν την απόφασή τους να συνεργαστούν και με την εταιρεία DeLeMa Consultants Ltd, όχι όμως σε αποκλειστική βάση. Όπως εξήγησαν, ο διορισμός της πιο πάνω εταιρείας δεν επρόκειτο να επηρεάσει τις εργασίες των Εφεσειόντων και τις μεταξύ των διαδίκων συμβατικές σχέσεις.

Οι Εφεσείοντες δεν αποδέχθηκαν τα όσα τους καταλογίζονταν και ισχυρίστηκαν ότι βρίσκονται σε πλήρη συμμόρφωση με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.  Περαιτέρω, διατύπωσαν και δύο παράπονα:- (α) ότι η παραπομπή από τους Εφεσίβλητους του λογαριασμού της Coca Cola στην εταιρεία Ashley αποτελούσε παραβίαση των όρων της μεταξύ τους συμφωνίας και (β) ότι ο τρόπος δημοσιοποίησης της συνεργασίας με την εταιρεία DeLeMa Consultants Ltd υπέσκαπτε τις συμβατικές τους σχέσεις. Τέλος, υποσχέθηκαν ότι μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 2001 θα απέστελλε όλα τα οικονομικά στοιχεία που ζήτησαν οι Εφεσίβλητοι.

Η ένταση στις σχέσεις των δύο πλευρών τελικά οδήγησε στην οριστική λύση της συνεργασίας.  Οι Εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 22.11.2001 (Τεκμήριο 13) τερμάτισαν τις δύο συμφωνίες, επιρρίπτοντας ευθύνες στους Εφεσείοντες ότι:- (1) δεν υπέβαλαν μέχρι τότε ελεγμένους λογαριασμούς για κανένα έτος, (2) παρακρατούσαν οφειλόμενα ποσά κατά παράβαση των συμφωνιών και (3) χωρίς δικαίωμα ενέγραψαν προς όφελος τους στον Έφορο Εταιρειών την επωνυμία McCann-Erickson.

Επειδή όπως ισχυρίζονται οι Εφεσίβλητοι δεν υπήρξε συμμόρφωση εκ μέρους των Εφεσειόντων, οι πρώτοι ήγειραν αγωγή αξιώνοντας: (α) δήλωση του δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν την επωνυμία McCann-Erickson, (β) διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους Εφεσείοντες να χρησιμοποιούν την πιο πάνω επωνυμία ή παράγωγά της, (γ) διάταγμα που διατάσσει τους Εφεσείοντες να διαγράψουν όσες επωνυμίες ενέγραψαν στον Έφορο Εταιρειών με το πιο πάνω όνομα, (δ) £30.000 αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστησαν και (ε) γενικές αποζημιώσεις.

Οι Εφεσείοντες με την Υπεράσπισή τους, όχι μόνο αρνήθηκαν ότι παρέβησαν τις μεταξύ τους συμφωνίες, αλλά ανταπαιτητικά αξίωσαν δήλωση ότι είχαν δικαίωμα να εμπορεύονται υπό την επωνυμία «McCann-Erickson». Επίσης, ανταξίωσαν £600.000 ειδικές αποζημιώσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν απολεσθέντα κέρδη για τα έτη 2001-2004.

Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, οι διάδικοι δήλωσαν ότι με την εκ συμφώνου έκδοση δηλωτικής απόφασης και διατάγματος ως προς την επωνυμία, η απαίτηση των Εφεσιβλήτων έχει ικανοποιηθεί και ότι το μόνο που παρέμεινε ήταν η ανταπαίτηση για το θέμα της ευθύνης για τον τερματισμό, καθώς και για το θέμα των αποζημιώσεων των Εφεσειόντων. Στη συνέχεια οι Εφεσείοντες απέσυραν την ανταπαίτηση εναντίον των Εναγομένων 1, με αποτέλεσμα αυτή να παραμείνει μόνο εναντίον των Εφεσιβλήτων 2. Παρά ταύτα, η ειδοποίηση έφεσης συνέχισε εσφαλμένα να παρουσιάζει τους Εναγόμενους 1, ως Εφεσίβλητους.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ο οποίος εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, πίστεψε τους μάρτυρες των Εφεσιβλήτων.  Βρήκε ότι: (1) οι Εφεσείοντες ενώ στις 8.3.1999 ενέγραψαν χωρίς τη συγκατάθεση των Εφεσιβλήτων την επωνυμία: «Gremona/McCann-Erickson», το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2001 και πάλι χωρίς τη συγκατάθεση των Εφεσιβλήτων, ενέγραψαν άλλες δύο εμπορικές επωνυμίες, την «Gremona/McCann» και «Gremona Universal McCann», (2) καθ' όλη τη διάρκεια της συνεργασίας των διαδίκων, οι Εφεσείοντες ποτέ δεν εφοδίασαν τους Εφεσίβλητους με ελεγμένους λογαριασμούς μέσα στην προθεσμία των 90 ημερών από το τέλος κάθε οικονομικού έτους, (3) μέχρι 11.9.2001 οι Εφεσείοντες όφειλαν τιμολογηθέντα ποσά, τα οποία ουδέποτε πλήρωσαν και (4) στις 22.11.2001 οι Εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και ότι ο τερματισμός ήταν νόμιμος λόγω των κατάφωρων παραβιάσεων των δύο συμφωνιών (παράνομη εγγραφή επωνυμιών με το όνομα των Εφεσιβλήτων χωρίς τη συγκατάθεσή τους, μη εφοδιασμός των Εφεσιβλήτων με ελεγμένους λογαριασμούς - όρος 2 της δεύτερης συμφωνίας - και τουλάχιστον μέχρι τις 11.9.2011 υπήρχαν απλήρωτα τιμολογηθέντα ποσά). Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, παρά το διαγραφόμενο απορριπτικό αποτέλεσμα της ανταπαίτησης, ορθά προχώρησε και υπολόγισε τις αποζημιώσεις στο ποσό των €5.000, το οποίο θα επιδίκαζε σε περίπτωση που θα κατέληγε ότι ο τερματισμός των συμφωνιών θα ήταν παράνομος.

Οι Εφεσείοντες με 6 λόγους έφεσης αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Κύριος άξονας των λόγων έφεσης είναι η πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με τη νομιμότητα του τερματισμού των συμφωνιών, με παρεμφερή ζητήματα, την κατάληξη ότι οι εγγραφές των τριών επωνυμιών ήταν παράνομες (λόγοι 1 και 4), ότι δεν υποβάλλονταν ελεγμένοι λογαριασμοί (λόγος 2) και ότι υπήρχαν απλήρωτες οφειλές (λόγος 3).  Δεύτερος και αυτοτελής άξονας, αφορά στο θέμα του υπολογισμού των αποζημιώσεων στα €5.000 σε περίπτωση που θα παρίστατο ανάγκη να υπολογιστούν (λόγοι έφεσης 5 και 6).

Ως προς το θέμα των επωνυμιών, ο δικηγόρος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι η χρήση των παραπλήσιων επωνυμιών γινόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς ποτέ οι Εφεσίβλητοι να παραπονεθούν. Ως προς το θέμα της εγγραφής τους στον Έφορο Εταιρειών, θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την υποχρέωσή τους, δυνάμει του Άρθρου 50 του περί Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ. 116, δυνάμει του οποίου κάθε εταιρεία που διεξάγει εργασία με εμπορική επωνυμία, η οποία δεν αποτελείται από την επωνυμία της εταιρείας, δεν μπορεί να εμπορεύεται χωρίς προηγουμένως να έχει εγγραφεί ως εμπορική επωνυμία.

Οι λόγοι έφεσης 1 και 4, δεν ευσταθούν. Οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η χρήση των επωνυμιών για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς τη λέξη «affiliate» δημιουργεί κώλυμα για τους Εφεσίβλητους να αρνούνται τη νόμιμη χρήση του ονόματος από τους Εφεσείοντες. Ο ισχυρισμός αυτός είναι εκτός δικογράφων και δεν μπορεί να εξεταστεί.  Ανεξάρτητα τούτου, έστω και αν είναι αναντίλεκτο ότι οι Εφεσείοντες χρησιμοποιούσαν σε αλληλογραφία τις επωνυμίες, χωρίς τη λέξη «affiliate», οι Εφεσίβλητοι δεν διαμαρτυρήθηκαν τόσο για τη χρήση των επωνυμιών, όσο για την εγγραφή τους στον Έφορο Εταιρειών, χωρίς τη συγκατάθεσή τους.  Επ' αυτού, το μόνο που αντιτείνουν οι Εφεσείοντες, είναι ότι είχαν υποχρέωση να εγγράψουν τις επωνυμίες, δυνάμει του Άρθρου 50 του Κεφ. 116. Όμως ακόμη και έτσι, η υποχρέωση τους δυνάμει των όσων είχαν μεταξύ τους συμφωνηθεί, ήταν να εγγράψουν την επωνυμία με τη λέξη «affiliate». Το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε ρητός όρος στη συμφωνία για να αναζητηθεί η συγκατάθεση των Εφεσιβλήτων ή για να ενημερωθούν για την εγγραφή των επωνυμιών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, αφού ένας τέτοιος όρος εξυπακούεται από τα όσα είχαν μεταξύ τους συμφωνηθεί. Πέραν τούτου, όφειλαν να είχαν ενημερώσει τους Εφεσίβλητους για κάθε ενέργειά τους, που αφορούσε την εγγραφή των επωνυμιών, οι οποίες διαφοροποιούσαν το όνομα που είχε μεταξύ τους συμφωνηθεί.  Επομένως, αν οι Εφεσείοντες περιορίζονταν στην εγγραφή του ονόματος «"Gremona" affiliate of McCann-Erickson» ίσως να είχαν περισσότερο έρεισμα τα επιχειρήματα του δικηγόρου τους.  Ο συνήγορος των Εφεσειόντων υποστήριξε επίσης ότι το Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι η τρίτη επωνυμία «Gremona Universal McCann» είχε εγγραφεί στις 26.10.2001, αφού αυτή είχε εγγραφεί το 2003. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 31 που αποτελεί Έρευνα Ονομάτων στο Αρχείο του Εφόρου, η συγκεκριμένη επωνυμία ενεγράφη στις 26.10.2001. Όμως, ακόμα και αν ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ουδόλως επηρεάζει την τελική κατάληξή του, αφού παραμένουν οι άλλες δύο επωνυμίες για τις οποίες δεν υπήρξε αμφισβήτηση ότι είχαν εγγραφεί το 1999 και 2001 αντίστοιχα. Ως προς τη σύγχυση που επήλθε, διαπιστώνεται ότι αυτή προήλθε από τους ίδιους του Εφεσίβλητους. Στην παράγραφο 7(iii)(γ) της Έκθεσης Απαίτησής τους, ισχυρίζονται ότι η εγγραφή της συγκεκριμένης επωνυμίας έγινε στις 26.10.2003. Όμως στην απάντηση στην υπεράσπιση, αναφέρουν ότι η εγγραφή των τριών επωνυμιών έγινε πριν την καταχώρηση της αγωγής, δηλαδή πριν τις 11.9.2003 και επομένως, αναιρέθηκε η εσφαλμένη αρχική αναφορά περί εγγραφής της τον Οκτώβριο του 2003. Παρά την ασάφεια που όντως είχε δημιουργηθεί, το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε όλη την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε στο ορθό εύρημα ότι η τρίτη επωνυμία είχε εγγραφεί στις 26.10.2001. Γι' αυτή του την κατάληξη επικαλέστηκε την προσφυγή 846/2004, ημερ. 21.3.2006, Gremona Advertising Ltd v. Δημοκρατίας στην οποία αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη επωνυμία είχε εγγραφεί στις 26.10.2001. Η απόφαση στην πιο πάνω προσφυγή, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 16.5.2008, στην Gremona Advertising Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 205. Το θέμα τελικά ξεκαθάρισε με το πιστοποιητικό - Τεκμήριο 31 - το οποίο κατατέθηκε εκ συμφώνου και από το οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ότι η τρίτη επωνυμία είχε εγγραφεί στις 26.10.2001.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποστέλλονταν στους Εφεσίβλητους οι ελεγμένοι λογαριασμοί σύμφωνα με τους όρους 1-5 της δεύτερης συμφωνίας. Με τον τρόπο που αιτιολογείται ο λόγος έφεσης και ιδιαίτερα με την αγόρευση του δικηγόρου τους, οι Εφεσείοντες, εμμέσως πλην σαφώς, αμφισβητούν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό χωρίς να υπάρχει προς τούτο συγκεκριμένος λόγος έφεσης. Ως εκ τούτου, δεν θα ασχοληθούμε ειδικά με τα επιχειρήματα που στοχεύουν αποκλειστικά στο να αμφισβητήσουν την απόρριψη της μαρτυρίας της Διευθύνουσας Συμβούλου των Εφεσειόντων, Μαρίας Γεωργίου. Εξάλλου, και να υπήρχε λόγος έφεσης, είναι αμφίβολο αν θα πετύχαινε για τους λόγους που εξέθεσε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, αφού δεν διαφαίνονται λόγοι για επέμβαση του Εφετείου σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας.

Επί της ουσίας του θέματος, το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες δεν εφοδίασαν τους Εφεσίβλητους με ελεγμένους λογαριασμούς για κανένα έτος, δεν μπορεί να κλονισθεί με τα όσα ανέφερε ο κ. Αγγελίδης. Κατ' αρχάς, η μαρτυρία που δόθηκε δεν αφορούσε τα έτος 2001, αλλά τα έτη 1999 και 2000, εφόσον το έτος 2001 δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί όταν διαδραματίζονταν τα γεγονότα που σχετίζονται με τον τερματισμό (βλ. σχετικά Τεκμήριο 13). Εν πάση περιπτώσει, υπήρχε η αόριστη μαρτυρία της Μαρίας Γεωργίου, ότι οι ελεγμένοι λογαριασμοί δόθηκαν δια χειρός στον Α. Πασπαλλή (Μ.Ε.1), Οικονομικό Διευθυντή των Εφεσιβλήτων, στο γραφείο του στην Αθήνα, χωρίς όμως η μάρτυς να προσδιορίσει χρονολογικά πότε έγινε το συμβάν. Αντίθετη, βέβαια, ήταν η μαρτυρία του Μ.Ε.1, ο οποίος κατάθεσε ότι όχι μόνο δεν στάληκαν οι λογαριασμοί, αλλά ότι ο ίδιος τους ζήτησε επανειλημμένως, χωρίς να υπάρξει ανταπόκριση. Το δικαστήριο επέλεξε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του δεύτερου, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία της πρώτης, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση. Επί της κρίσης για την αξιοπιστία, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, δεν υπάρχει λόγος έφεσης και επομένως το θέμα εξαντλείται εδώ. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είχε τεθεί οτιδήποτε άλλο, όπως για παράδειγμα κάποιες από τις πολλές επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων, στις οποίες να γίνεται αναφορά για την παράδοση των ελεγμένων λογαριασμών. Το μόνο σχετικό είναι η επιστολή των Εφεσιβλήτων - Τεκμήριο 13 - με την οποία πληροφορούσαν τους Εφεσείοντες ότι μέχρι τότε (22.11.2001), δεν είχαν υποβάλει λογαριασμούς «για κανένα έτος συνεργασίας» τους. Η μόνη αντίδραση των Εφεσειόντων ήταν με την απαντητική επιστολή τους ημερ. 5.10.2001, με την οποία πληροφόρησαν τους Εφεσίβλητους ότι τα οικονομικά στοιχεία που ζητούσαν «ετοιμάζονται και θα σας τα υποβάλουμε προς το τέλος Οκτωβρίου 2001». Για το ότι δεν είχε σταλεί οποιαδήποτε άλλη επιστολή εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, δίδεται εξήγηση από το Μ.Ε.1, ότι αυτό δεν έγινε, για να μην χειροτερεύσουν τα πράγματα.

Δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν από τη μη υποβολή των στοιχείων. Όπως ανέφερε ο Μ.Ε.1, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεχτή, οι Εφεσείοντες με τη μη υποβολή των ελεγμένων λογαριασμών, θα απέφευγαν ή θα καθυστερούσαν να καταβάλουν την αμοιβή του 6,67% επί του συνολικού εσόδου που θα είχαν από πελάτες που θα παραπέμπονταν.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες αμφισβητούν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι υπήρχαν οφειλές προς τους Εφεσίβλητους και ότι αυτό αποτελούσε πρόσθετο λόγο τερματισμού των συμφωνιών. Διατείνονται ότι οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι πρωτοδίκως είχαν και το βάρος απόδειξης, δεν προσκόμισαν καμία μαρτυρία για να πείσουν ότι υπήρχαν απλήρωτα τιμολόγια. Δεν συμφωνούμε.  Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, τέθηκε η επιστολή ημερ. 11.9.2201, Τεκμήριο 12, η οποία συνοδευόταν από αναλυτική κατάσταση με απλήρωτα τιμολογηθέντα ποσά. Παρά την ύπαρξη αυτής της μαρτυρίας, η Μ. Γεωργίου (Μ.Α.1), εκ μέρους των Εφεσειόντων, στους οποίους μεταφέρθηκε το μαρτυρικό βάρος (evidential burden) δεν κατάφερε να πείσει, αφού η μαρτυρία της κρίθηκε γενική και αόριστη και δεν έγινε πιστευτή. Ενώ τα απλήρωτα τιμολόγια ήταν ένα από τα τρία επίδικα θέματα που συνδέονταν με τον τερματισμό, στη μαρτυρία της δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ποια ακριβώς από τα τιμολόγια ήταν εξοφλημένα και ποια όχι. Περιορίστηκε να αναφέρει ότι δεν θυμόταν και ότι θα έπρεπε να βρει τα στοιχεία προτού δεσμευτεί.  Τέτοια στοιχεία όμως δεν προσκόμισε ούτε στην επόμενη δικάσιμο που συνέχισε η αντεξέτασή της. Κατά την κρίση μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι έστω και με τα περιορισμένα στοιχεία που κατατέθηκαν από τους Εφεσίβλητους και ιδιαίτερα το Τεκμήριο 12, οι τελευταίοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης. Εν πάση περιπτώσει, κατά την αντεξέταση της κας Μ. Γεωργίου, ρωτήθηκε για τα απλήρωτα τιμολόγια που αναφέρονται στην επιστολή, Τεκμήριο 12, και απάντησε ότι «ήταν πλέον γνωστή σε μας η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, δηλαδή ότι μας είχε ήδη καταργήσει (εννοώντας τους Εφεσίβλητους) και ήταν τότε που ξεκίνησε και από μας κατά κάποιο τρόπο η άρνηση γιατί να πληρώσουμε εφόσον εμείς θα διεκδικούσαμε αποζημιώσεις;». Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέλαβε τα πιο πάνω ως έμμεση παραδοχή, ότι πριν την επίδικη ημερομηνία υπήρχαν τιμολόγια τα οποία σκόπιμα δεν είχαν εξοφληθεί, με πρόθεση να συμψηφιστούν με αποζημιώσεις που ενδεχομένως να επιδικάζονταν προς όφελός τους.  Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Ενόψει της αποτυχίας και των τεσσάρων λόγων έφεσης, καθίσταται φανερό ότι η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο τερματισμός των δύο συμφωνιών ήταν νόμιμος, ήταν ορθή, όπως ήταν και η απόρριψη της ανταπαίτησης. Υπό τις περιστάσεις, δεν είναι αναγκαίο να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 5 και 6 οι οποίοι αφορούν στο θέμα των αποζημιώσεων που θα επιδίκαζε το πρωτόδικο δικαστήριο σε περίπτωση που δεν θα απέρριπτε την ανταπαίτηση.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των Εφεσιβλήτων 2, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο