ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 950

21 Μαΐου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΑΛΛΩΣ MICHAEL TONY SOTERIOY,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

CYPRUS AIRWAYS LTD,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 210/2007)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Παράβαση σύμβασης εργοδότησης ― Κατά πόσον η εργοδότρια εταιρεία υπείχε υποχρέωσης αποζημίωσης στον εφεσείοντα λόγω ισχυριζόμενης παράβασης των συμβατικών της υποχρεώσεων κατά τρόπο που προκάλεσε, κατά τον εφεσείοντα, ανακοπή της επαγγελματικής ανέλιξης του.

Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης στην οποία υπηρέτησε ως πιλότος, αξιώνοντας διάφορες θεραπείες για ισχυριζόμενες ζημίες που υπέστη συνεπεία ενεργειών της εφεσίβλητης αεροπορικής εταιρείας.

Οι εν λόγω ενέργειες  σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα προκάλεσαν σε αυτόν μια άδικη και μεροληπτική αντιμετώπιση του εφεσείοντα σε σχέση με την επαγγελματική του ανέλιξη, που είχε σαν αποτέλεσμα να μην του δοθεί η ευκαιρία συμμετοχής σε εκπαίδευση για πιο υπεύθυνες θέσεις από αυτές που κατείχε κατά καιρούς και να μην τοποθετηθεί σε τέτοιες θέσεις ενώ θα έπρεπε, αφού είχε το αναγκαίο επαγγελματικό επίπεδο και προβάδισμα σε αρχαιότητα έναντι άλλων συναδέλφων του οι οποίοι έτυχαν προαγωγής. Λόγω ακριβώς αυτής της αντιμετώπισης έχασε όπως ισχυρίστηκε στη δικογραφία του την ευκαιρία ανέλιξης και τα ψηλότερα εισοδήματα που θα κέρδιζε αν πράγματι είχε προαχθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εξετάζοντας μόνο τις αξιώσεις που καλύπτονταν από τα δικόγραφα και κατόπιν αναλυτικής εξέτασης των ενώπιον του στοιχείων και επίδικων θεμάτων, κατέληξε μεταξύ άλλων ότι η Σύμβαση Εργοδότησης δεν έδιδε δικαίωμα σε προαγωγή του εφεσείοντα, αλλά ούτε η Συλλογική Σύμβαση, που περιείχε όρους περί προαγωγών, δημιουργούσε ατομικό δικαίωμα στον εφεσείοντα να τους επικαλεσθεί και ούτε οι όροι αυτής είχαν ενσωματωθεί στην Ατομική Σύμβαση.

Η τελική κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι καμία από τις βάσεις που αποτελούσαν έρεισμα για την αξίωση του ενάγοντα δεν μπορούσε να τη στηρίξει.

Με την έφεσή του ο εφεσείων προσέβαλε όλα τα συμπεράσματα και καταλήξεις του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε και το μέρος της πρωτόδικης κρίσης με βάση την οποία χαρακτηρίστηκε «εξαιρετικά καχύποπτο πρόσωπο που φαινόταν να πιστεύει ότι όλοι σχεδόν στην εναγόμενη εταιρεία ήσαν προκατειλημμένοι εναντίον του», υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί στην απαραίτητη αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ήταν απόλυτα θεμιτό για το Δικαστή να εκφράσει της απόψεις του σχετικά με την εντύπωση που του δημιούργησε ως μάρτυρας ο εφεσείων.

2.  Ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος να τεκμηριώσει με αντικειμενικά στοιχεία ότι οποιαδήποτε ενδεχόμενα συμβατικά του δικαιώματα παραβιάστηκαν. Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής προέβη σε λεπτομερή ανάλυση των περιβαλλουσών συνθηκών.

3.  Ο πρωτόδικος Δικαστής για να καταλήξει στα συμπεράσματά του για τους όρους εργοδότησης του εφεσείοντα και την κατ' ισχυρισμό παραβίασή τους, ανέλυσε τη νομολογία και εφάρμοσε τη νομική θέση, ορθά, στα γεγονότα της υπόθεσης.

4.  Η κρίση του περί μη ενσωμάτωσης της Συλλογικής Σύμβασης και του Εγχειριδίου Επιχειρήσεων στη Σύμβαση Εργοδότησης του εφεσείοντα-ενάγοντα ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, υπό τις συνθήκες.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 14571/97), ημερομηνίας 28/6/2007.

A. Xρίστου (κα) για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Tο ιστορικό της υπόθεσης παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

«(1) Ο Ενάγων υπηρέτησε ως πιλότος στην εναγόμενη αεροπορική εταιρεία. Προσελήφθηκε το 1976 στη θέση του Πρώτου Αξιωματικού και αφυπηρέτησε στην ηλικία των 60 ετών το 2003 στη θέση του Καπετάνιου στην οποία είχε προαχθεί από το 1977. Ισχυρίζεται ότι από το έτος 1986 και μετά έγινε μια σειρά γεγονότων τα οποία αποτελούν παραβίαση των δικαιωμάτων του που απορρέουν από τη σύμβαση εργοδότησης μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης και τη συλλογική σύμβαση μεταξύ της εναγομένης και της παγκύπριας συντεχνίας πιλότων.

(2) Στις 27.11.1997, με πολύ μεγάλη καθυστέρηση που ξεπερνά τα 10 χρόνια για κάποια από τα περιστατικά για τα οποία παραπονείται, ο ενάγων καταχώρησε αυτή την αγωγή. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(3) Σύμφωνα με την εκδοχή του ενάγοντα έναυσμα της προβληματικής του σχέσης με την εναγόμενη ήταν ένα περιστατικό το οποίο έγινε τον Σεπτέμβριο του 1986. Ο ίδιος διαπίστωσε ότι το πρόγραμμα Υποχρεώσεων Πτήσης που εκδόθηκε από την εταιρεία δεν ήταν σύμφωνο με τις πρόνοιες του Εγχειριδίου Χρήσης της εναγομένης και των Κανονισμών Πολιτικής Αεροπορίας επειδή δεν του παρείχε 2 συνεχόμενες μέρες ανάπαυσης σε περίοδο 14 ημερών. Για το λόγο αυτό διαμαρτυρήθηκε προς την εταιρεία και αρνήθηκε να αναλάβει υποχρεώσεις που θα ήταν κατά παράβαση των κανονισμών.

(4) Ισχυρίζεται ο Ενάγων ότι η αντίδραση του για το θέμα των υποχρεώσεων πτήσης έγινε η αιτία να εκτεθεί το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την ετοιμασία και έγκριση του προγράμματος Υποχρεώσεων Πτήσης και να δημιουργηθεί προκατάληψη εναντίον του Ενάγοντα τόσο από το πρόσωπο αυτό όσο και από άλλα στελέχη της εταιρείας. Το αποτέλεσμα κατά τον ενάγοντα ήταν μια άδικη και μεροληπτική αντιμετώπιση του σε σχέση με την επαγγελματική ανέλιξη που είχε σαν αποτέλεσμα να μην το δοθεί η ευκαιρία συμμετοχής σε εκπαίδευση για πιο υπεύθυνες θέσεις από αυτές που κατείχε κατά καιρούς και να μην τοποθετηθεί σε τέτοιες θέσεις ενώ θα έπρεπε, αφού είχε το αναγκαίο επαγγελματικό επίπεδο και προβάδισμα σε αρχαιότητα έναντι άλλων συναδέλφων του οι οποίοι έτυχαν προαγωγής. Λόγω ακριβώς αυτής της αντιμετώπισης έχασε όπως λέγει την ευκαιρία ανέλιξης και τα ψηλότερα εισοδήματα που θα κέρδιζε αν πράγματι είχε προαχθεί.»

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφερόμενος στην οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος καθορίζει ως ακολούθως τις βασικές διεκδικήσεις του ενάγοντα:

«1.  Δήλωση η οποία να επιβεβαιώνει τη θέση του ότι το Πρόγραμμα Υποχρεώσεων Πτήσης ήταν αντίθετο με τους Κανονισμούς.

 2.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι διαδικασίες που ακολούθησε η εναγόμενη σχετικά με την μετεκπαίδευση και προαγωγή του ήταν άδικες, αδικαιολόγητες, κατά παράβαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων και αποτέλεσμα δυσμενούς διάκρισης και μεταχείρισης.

 3.  Στις 26.9.1986 ο ενάγων είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα για περίοδο 13 ημερών.  Και σε σχέση με αυτή την εξέλιξη ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη αυτή ήταν παράνομη, κατά παράβαση της σύμβασης εργοδότησης και της συλλογικής σύμβασης, έγινε χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση των καθιερωμένων διαδικασιών της εναγομένης και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 4.  Παραπονείται και για αναφορά η οποία τοποθετήθηκε στον προσωπικό του φάκελο στις 22.11.1986 και ζητά δήλωση ότι και αυτή η ενέργεια έγινε κατά παράβαση των δικαιωμάτων του,  των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και των καθιερωμένων διαδικασιών της εταιρείας.

5.     Υπάρχει βέβαια και οικονομική πτυχή στις αξιώσεις του ενάγοντα, ο οποίος ζητά ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια γνώσεων εκπαίδευσης, μισθών, ωφελημάτων και επιδομάτων ως επίσης και γενικές, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις.»

Επισημαίνει όμως ακολούθως ο πρωτόδικος Δικαστής ότι στην Έκθεση Απαίτησης του εφεσείοντα-ενάγοντα, αυτός ζητά μόνο ειδικές και γενικές αποζημιώσεις, νόμιμο τόκο και έξοδα και, κατ' επέκταση, θεωρεί ότι οι υπόλοιπες αξιώσεις του κλητηρίου εντάλματος έχουν εγκαταλειφθεί. Αναφέρεται δε και σε σχετική νομολογία και προχωρεί δηλώνοντας ότι θα εξετάσει μόνο τις αξιώσεις που καλύπτονται από τα δικόγραφα και που συνίστανται στην απαίτηση για αποζημιώσεις.

Ο εφεσείων βάσιζε την απαίτηση του στην εισήγηση ότι οι όροι εργοδότησης του περιέχονταν στην σύμβαση εργοδότησης ημερομηνίας 30.4.1976, την Συλλογική Σύμβαση μεταξύ της εναγόμενης και της συντεχνίας των πιλότων και μηχανικών και το Εγχειρίδιο Επιχειρήσεων (Οperations Μanual) της εφεσίβλητης-εναγομένης, Τόμος 5.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, μετά από μία λεπτομερή και αναλυτική εξέταση των ενώπιον του στοιχείων και επίδικων θεμάτων, κατέληξε ότι η Σύμβαση Εργοδότησης δεν έδιδε δικαίωμα σε προαγωγή του εφεσείοντα, αλλά ούτε η Συλλογική Σύμβαση, που περιείχε όρους περί προαγωγών, αφού ούτε η Συλλογική Σύμβαση δημιουργεί ατομικό δικαίωμα στον εφεσείοντα να τους επικαλεσθεί και ούτε οι όροι αυτής έχουν ενσωματωθεί στην Ατομική Σύμβαση.

Κατέληξε επί του προκειμένου, στο συμπέρασμα ότι η επίκληση των προνοιών της Συλλογικής Σύμβασης, ακόμη και αν είχαν ενσωματωθεί στη Σύμβαση Εργοδότησης, δε θα βοηθούσε τον ενάγοντα. Όσον αφορά την επίκληση του Εγχειριδίου Επιχειρήσεων της εναγομένης, καταλήγει πως αυτό δεν δημιουργεί νομικές υποχρεώσεις στον εργοδότη έναντι του εργοδοτούμενου, αλλά αντίθετα, δημιουργεί υποχρέωση στον εργοδοτούμενο να ακολουθεί τις οδηγίες αυτές.

Η τελική κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν «ότι καμία από τις βάσεις που αποτελούν έρεισμα για την αξίωση του ενάγοντα δεν μπορεί να τη στηρίξει».

Παρόλη την κατάληξή του, ο ευπαίδευτος Δικαστής προχώρησε  να εξετάσει γεγονότα που παράμειναν αμφισβητούμενα. Παρόλο ότι έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε οποιοδήποτε συμβατικό δικαίωμα κατάληξε πως, έστω και αν το συμπέρασμα αυτό κρινόταν λανθασμένο, δεν αποδείχθηκε η παραβίαση του δικαιώματος. Περαιτέρω, προχώρησε να εξετάσει και το θέμα των αποζημιώσεων, καταλήγοντας πως, με την ενώπιον του μαρτυρία, δεν μπορούσε να καθορισθεί ποσό, το οποίο θα εδικαιούτο ο ενάγων ως αποζημιώσεις, σε περίπτωση που ικανοποιούσε το Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη ήταν υπαίτια παράβασης.

Με την έφεσή του ο εφεσείων προσβάλλει όλα τα συμπεράσματα και καταλήξεις του Δικαστηρίου, που αφορούν τους όρους κάτω από τους οποίους υπηρετούσε ο εφεσείων και τυχόν παραβίασή τους και, επιπρόσθετα, προσβάλλει ως λανθασμένη την αντιμετώπιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του εφεσείοντα, χαρακτηρίζοντας τον ως «εξαιρετικά καχύποπτο πρόσωπο που φαίνεται να πιστεύει ότι όλοι σχεδόν στην εναγόμενη εταιρεία ήσαν προκατηλειμμένοι εναντίον του» αντί να προβεί στην απαραίτητη αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας.

Ασχολούμενοι πρώτα με την τελευταία αυτή θέση του εφεσείοντα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ήταν απόλυτα θεμιτό για το Δικαστή να εκφράσει της απόψεις του σχετικά με την εντύπωση που του δημιούργησε ως μάρτυρας ο εφεσείων. Τοσούτω μάλλον, αφού το Δικαστήριο δέχθηκε τα γεγονότα όπως τα αφηγήθηκε ο εφεσείων, αλλά εκείνο που εξέτασε ήταν η ερμηνεία που απέδιδε σε αυτά ο εφεσείων για τα κίνητρα των αξιωματούχων της εναγομένης που εμπλέκονταν σε διάφορες αποφάσεις, τα οποία ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ήταν εκδικητικά εναντίον του. Παρατηρούμε, εντούτοις, πως αυτός ο λόγος έφεσης δεν προωθήθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης, αλλά ούτε και προφορικά ενώπιον μας.

Όσον αφορά ενδεχόμενη προκατάληψη εναντίον του εφεσείοντα, το Δικαστήριο αναγνωρίζει και αντιλαμβάνεται την ανησυχία του εφεσείοντα να τίθεται στην κρίση προσώπων με τα οποία έχει κακές σχέσεις, αλλά επισημαίνει ότι η απόδειξη ύπαρξης προκατάλειψης και επηρεασμού είναι διαφορετικό ζήτημα και κρίνει ότι ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος να τεκμηριώσει με αντικειμενικά στοιχεία ότι οποιαδήποτε ενδεχόμενα συμβατικά του δικαιώματα παραβιάστηκαν. Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση των περιβαλλουσών συνθηκών.

Ο πρωτόδικος Δικαστής για να καταλήξει στα συμπεράσματά του για τους όρους εργοδότησης του εφεσείοντα και την κατ' ισχυρισμό παραβίασή τους, ανέλυσε τόσο τη νομολογία και εφάρμοσε τη νομική θέση, κατά την άποψη μας, ορθά, στα γεγονότα της υπόθεσης. Η κρίση του περί μη ενσωμάτωσης της Συλλογικής Σύμβασης και του Εγχειριδίου Επιχειρήσεων στη Σύμβαση Εργοδότησης του εφεσείοντα-ενάγοντα ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, υπό τις συνθήκες, και θεωρούμε αδικαιολόγητη οποιαδήποτε επέμβαση μας για ανατροπή των συμπερασμάτων του. Περαιτέρω, ορθά είναι, κατά την άποψη μας, και το συμπέρασμα ότι η ανάθεση ειδικών καθηκόντων εκπαιδευτού στον εφεσείοντα, δεν συνιστούσε «προαγωγή».

Παραπέμπουμε, τέλος, στην πρωτόδικη απόφαση (Σωτηρίου ν. Cyprus Αirways Ltd, Αρ. Αγωγής 14571/97) και υιοθετώντας το σκεπτικό της καταλήγουμε πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο