ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 767

26 Απριλίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΩΜΑ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

ΠΡΩΗΝ ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

ΠΡΩΗΝ ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 89/2008)

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία λειτουργίας τρεχούμενου λογαριασμού υπό τη μορφή trading account για το σκοπό αγοραπωλησιών αξιών του Χρηματιστηρίου ― Κατά πόσον ευσταθούσαν εισηγήσεις του εφεσείοντα ότι οι πράξεις δεν γίνονταν με δικές του εντολές αλλά με εντολές της Λαϊκής Επενδυτικής η οποία ενεργούσε έτσι ως διαχειριστής των επενδύσεών του ― Επικύρωση κατ' έφεση αγωγής με την οποία εκδόθηκε απόφαση για το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας σε αγωγή με την οποία απαίτησε από τον Εφεσείοντα  χρεωστικό υπόλοιπο  τρεχούμενου λογαριασμού του Εφεσείοντα υπό τη μορφή trading account για το σκοπό αγοραπωλησιών αξιών του Χρηματιστηρίου, ως επίσης και άλλο χρεωστικό υπόλοιπο άλλου λογαριασμού κάρτας Visa.

Οι συναλλαγές ως προς τον τρεχούμενο λογαριασμό γίνονταν με ανάλογες χρεωπιστώσεις μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής που ενεργούσε ως χρηματιστηριακός αντιπρόσωπος του Εφεσείοντα προς υλοποίηση των αναλόγων οδηγιών του. Στον Εφεσείοντα αποστέλλοντο σημειώσεις σύμβασης (contract notes) για τις πράξεις που εγίνοντο, τριμηνιαίες καταστάσεις των πράξεων και μηνιαίες καταστάσεις του λογαριασμού.

Ο εφεσείων προέβαλε υπεράσπιση υποστηρίζοντας ότι οι πράξεις γίνονταν όχι με δικές του εντολές αλλά με εντολές της Λαϊκής Επενδυτικής η οποία ενεργούσε έτσι ως διαχειριστής των επενδύσεών του. 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση ήταν  αυτονόητο ότι ο επίδικος λογαριασμός δεν ήταν τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από εκείνο που συμφωνήθηκε να είναι, δηλαδή ένας τρεχούμενος τραπεζικός λογαριασμός χωρίς κανένα συμπεφωνημένο πιστωτικό όριο, ο οποίος θα εχρησιμοποιείτο για απολήψεις και καταθέσεις που ήσαν αποτέλεσμα και προϊόν αγοραπωλήσεων μετοχών μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής Λτδ.

Έκρινε περαιτέρω ότι εκείνο που εξουσιοδότησε ο εναγόμενος τη Λαϊκή Επενδυτική να πράττει, ήταν να διενεργεί αγοραπωλησίες μετοχών εκ μέρους του κατόπιν δικών του εντολών και όχι κατά το δοκούν και όπως ο τρεχούμενος λογαριασμός λειτουργούσε με χρεώσεις και πιστώσεις που αποκλειστικά ήσαν το προϊόν αγοράς ή πώλησης μετοχών που γίνονταν κατόπιν εντολών του εναγομένου.

Συνακόλουθα απέρριψε και την εισήγηση ότι στον Εφεσείοντα ασκήθηκε πίεση, ή ότι υπήρξε άλλη αθέμιτη συμπεριφορά εκ μέρους της Εφεσίβλητης, για το άνοιγμα του λογαριασμού.

Περαιτέρω απορρίφθηκε και εισήγηση ότι υπήρχε παρανομία στη λειτουργία του λογαριασμού σε σχέση με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και τη δημόσια πολιτική.

Με την έκδοση απόφασης επί της απαίτησης απερρίφθη και η ανταπαίτηση.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:

α) Ελλείψει γραπτών ή ηχογραφημένων εντολών του προς τη Λαϊκή Επενδυτική, όπως εζητείτο με εγκύκλιο του Χρηματιστηρίου, έπασχε η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι οι πράξεις εγίνοντο με δικές του εντολές.

β) Συγκεκριμένες χρεώσεις στο λογαριασμό που, κατά τον Εφεσείοντα, δεν εδικαιολογούντο με αναφορά σε αντίστοιχες χρηματιστηριακές πράξεις.

γ)  Ήταν λανθασμένη η χρέωση τόκου πέραν του 8% επί του χρεωστικού υπολοίπου.

δ) Η απόφαση που  αφορούσε το λογαριασμό της κάρτας, εξεδόθη χωρίς το Δικαστήριο να εξετάσει το θέμα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η θέση του Εφεσείοντα ότι έπασχε η κρίση ότι υπήρξαν δικές του εντολές ήταν άνευ ερείσματος. Το κατά πόσο ο Εφεσείων έδιδε τις εντολές ή όχι, δεν ήταν θέμα που μπορούσε να κριθεί με αναφορά στις οδηγίες της εγκυκλίου αλλά συναρτάτο προς την όλη μαρτυρία ως θέμα πραγματικό, και ως τέτοιο το αντιμετώπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

2.  Πέραν του ότι το ίδιο το πληρεξούσιο προς τη Λαϊκή Επενδυτική ανέφερε ρητά ότι οι συναλλαγές θα εγίνοντο κατόπιν εντολών του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεφέρθη σε πολλά άλλα στοιχεία, τα οποία και ανέλυσε, που οδηγούσαν στο μόνο εύλογο συμπέρασμα ότι οι πράξεις εγίνοντο με εντολές του Εφεσείοντα.

3.  Δεν υπήρξε αντεξέταση και αμφισβήτηση κατά την ακρόαση των χρεώσεων για τις οποίες παραπονείτο ο εφεσείων, ώστε να ίσχυε και το τεκμήριο της ορθότητας του Άρθρου 22(1) του Κεφαλαίου 9 και επιπλέον άλλο ήταν το ουσιαστικό επίδικο θέμα.

4.  Δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση του δικαιώματος χρέωσης τέτοιου τόκου είτε δικογραφικά είτε στην ακρόαση, ο οποίος απεναντίας ήταν νόμιμος και σύμφωνος με την αύξηση του επιτοκίου που είχε κοινοποιηθεί δεόντως στον Εφεσείοντα.

5.  Αναφορικά με την απόφαση σχετικά με το λογαριασμό της κάρτας και το σχετικό παράπονο του εφεσείοντα περί μη εξέτασης του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπήρχε τίποτε να εξετασθεί. Η μαρτυρία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκε. Η έκδοση απόφασης ήταν επιβεβλημένη.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Κληρίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 86/02), ημερομηνίας 31/1/2008.

Μ. Χριστοδούλου για Α. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Ιωαννίδου (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη τράπεζα Marfin Popular με αγωγή της απαίτησε από τον Εφεσείοντα £60.447,07 ως το χρεωστικό υπόλοιπο κατά τον τερματισμό από την ίδια τρεχούμενου λογαριασμού του Εφεσείοντα μαζί της υπό τη μορφή trading account για το σκοπό αγοραπωλησιών αξιών του Χρηματιστηρίου, όπως και £3.620,44 ως το χρεωστικό υπόλοιπο άλλου λογαριασμού κάρτας Visa. Οι συναλλαγές ως προς τον τρεχούμενο εγίνοντο με ανάλογες χρεωπιστώσεις μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής που ενεργούσε ως χρηματιστηριακός αντιπρόσωπος του Εφεσείοντα προς υλοποίηση των αναλόγων οδηγιών του. Στο Εφεσείοντα αποστέλλοντο σημειώσεις σύμβασης (contract notes) για τις πράξεις που εγίνοντο, τριμηνιαίες καταστάσεις των πράξεων και μηνιαίες καταστάσεις του λογαριασμού.

Η υπεράσπιση του Εφεσείοντα συνίστατο κυρίως στο ότι οι πράξεις εγίνοντο όχι με δικές του εντολές αλλά με εντολές της Λαϊκής Επενδυτικής η οποία ενεργούσε έτσι ως διαχειριστής των επενδύσεών του. Όντας εταιρεία του ιδίου συγκροτήματος με την Εφεσίβλητη, η Εφεσίβλητη και η Λαϊκή Επενδυτική είχαν υποχρέωση να τον συμβουλεύουν και προστατεύουν ως προς την ωφέλεια και τους κινδύνους οποιωνδήποτε επενδύσεων. Αντί τούτου, παρέλειψαν να τον προειδοποιήσουν για τους κινδύνους της λειτουργίας του εν λόγω λογαριασμού και δη με χρήματα προερχόμενα από δάνειο και παρέλειψαν να του αποκαλύψουν τις σχετικές εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και τη δημόσια πολιτική, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός να λειτουργήσει παράνομα και ο Εφεσίβλητος να υποστεί ζημιά ίση με το απαιτούμενο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, την οποία και ανταπαίτησε.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ενώπιον του οποίου ετέθη η υπόθεση εξέτασε τη φύση και λειτουργία του λογαριασμού για να καταλήξει στο, όπως το απεκάλεσε, αυτονόητο ότι:

«. ο επίδικος λογαριασμός δεν ήταν τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από εκείνο που συμφωνήθηκε να είναι, δηλαδή ένας τρεχούμενος τραπεζικός λογαριασμός χωρίς κανένα συμπεφωνημένο πιστωτικό όριο, ο οποίος θα εχρησιμοποιείτο για απολήψεις και καταθέσεις που ήσαν αποτέλεσμα και προϊόν αγοραπωλήσεων μετοχών μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής Λτδ.»

Ως προς τούτο, απέρριψε την εισήγηση ότι στον Εφεσείοντα ασκήθηκε πίεση, ή ότι υπήρξε άλλη αθέμιτη συμπεριφορά εκ μέρους της Εφεσίβλητης, για το άνοιγμα του λογαριασμού. Διεπίστωσε περαιτέρω ότι:

«. εκείνο που εξουσιοδότησε ο εναγόμενος τη Λαϊκή Επενδυτική να πράττει ήταν να διενεργεί αγοραπωλησίες μετοχών εκ μέρους του κατόπιν δικών του εντολών και όχι κατά το δοκούν και όπως ο τρεχούμενος λογαριασμός λειτουργούσε με χρεώσεις και πιστώσεις που αποκλειστικά ήσαν το προϊόν αγοράς ή πώλησης μετοχών που γίνονταν κατόπιν εντολών του εναγομένου.»

Και ότι:

«Ως προς το θέμα κατά πόσο στην πραγματικότητα ο εναγόμενος έδιδε εντολές για τη διενέργεια αγοραπωλήσεων μετοχών, με βάση τη δοθείσα μαρτυρία δεν αποδέχομαι την προβληθείσα από τον εναγόμενο θέση ότι η Λαϊκή Επενδυτική προέβαινε σε τέτοιες συναλλαγές μετοχών εκ μέρους του χωρίς την εντολή ή συγκατάθεσή του και ότι ουσιαστικά διαχειριζόταν εν λευκώ αξίες για λογαριασμό του ωσάν να επρόκειτο για χαρτοφυλάκιο που την εξουσιοδότησε να μεταχειρίζεται κατά το δοκούν».

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απέρριψε και τη θέση του Εφεσείοντα ότι υπήρχε παρανομία στη λειτουργία του λογαριασμού σε σχέση με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας και τη δημόσια πολιτική, αναφέροντας σχετικά:

«. θα ήταν παντελώς αδικαιολόγητο για το Δικαστήριο να αρνηθεί να αναγνωρίσει και εφαρμόσει τις επίδικες συμβατικές διευθετήσεις που είχαν γίνει και λειτουργήσει μεταξύ των διαδίκων, ψηλώνοντας τόσο πολύ τον πήχυ της αυστηρότητας εφαρμογής εξουσιών και αρχών, η άσκηση των οποίων είχε εναποτεθεί σε άλλες κρατικές αρχές και αναλαμβάνοντας ένα συνταγματικά απαράδεκτο πατριαρχικό ρόλο, τον οποίο δεν του έχει αναθέσει ούτε το Σύνταγμα, ούτε συγκεκριμένος νόμος και του οποίου η ανάληψη δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα. Σημειώνεται δε το γεγονός ότι εδώ, δεν είχε καν εμποδισθεί από την Κεντρική Τράπεζα η διενέργεια των επίδικων συναλλαγών παρά μόνο δίδονταν οδηγίες για περιορισμό ή καταστολή κάποιων φαινομένων προσπάθειας κερδοσκοπίας. Και αν σε κάποια σημεία ή σε κάποιο χρονικό διάστημα δεν υπήρξε πλήρης συμμόρφωση προς τις πρόνοιες εγκυκλίου, αυτή προκάλεσε την επιβολή κυρώσεων στην ενάγουσα, πλην όμως η κήρυξη της συμβατικής σχέσης σαν παράνομης ή αντιβαίνουσας προς αρχές δημόσιας πολιτικής, συνοδευόμενη από άρνηση απόδοσης θεραπείας, θα ήταν από πάσης άποψης αδικαιολόγητη.»

Εξεδόθη λοιπόν απόφαση επί της απαίτησης και απερρίφθη η ανταπαίτηση.

Ο Εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση με δεκαπέντε λόγους έφεσης. Στο περίγραμμα του απέσυρε τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 9, 10, 11, 12 και 13. Τους λόγους έφεσης 4, 5, 6 και 7 τους πραγματεύεται ενιαία αφού όλοι αφορούν το θέμα του κατά πόσο έδιδε τις εντολές ο ίδιος. Παραπέμποντας στους όρους της συμφωνίας του με την Εφεσίβλητη και στο πληρεξούσιο του προς τη Λαϊκή Επενδυτική που εξουσιοδοτούσαν τη Λαϊκή Επενδυτική να αποσύρει χρήματα από το λογαριασμό του προς διακανονισμό των πράξεων και εκτελεί πράξεις εκ μέρους του, εισηγείται ότι, ελλείψει γραπτών ή ηχογραφημένων εντολών του προς τη Λαϊκή Επενδυτική, όπως εζητείτο με εγκύκλιο του Χρηματιστηρίου, πάσχει η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι οι πράξεις εγίνοντο με δικές του εντολές.

Η θέση του Εφεσείοντα είναι άνευ ερείσματος. Το κατά πόσο ο Εφεσείων έδιδε τις εντολές ή όχι δεν ήταν θέμα που μπορούσε να κριθεί με αναφορά στις οδηγίες της εγκυκλίου αλλά συναρτάτο προς την όλη μαρτυρία ως θέμα πραγματικό, και ως τέτοιο το αντιμετώπισε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος. Πέραν του ότι το ίδιο το πληρεξούσιο προς τη Λαϊκή Επενδυτική ανέφερε ρητά ότι οι συναλλαγές θα εγίνοντο κατόπιν εντολών του Εφεσείοντα, ανεφέρθη σε πολλά άλλα στοιχεία, τα οποία και ανέλυσε, που οδηγούσαν στο μόνο εύλογο συμπέρασμα ότι οι πράξεις εγίνοντο με εντολές του Εφεσείοντα. Αυτά ήσαν οι, σύμφωνα με τη μαρτυρία, τηλεφωνικές εντολές του Εφεσείοντα, η επιστολή σε αυτόν των contract notes και καταστάσεων όπως και καταστάσεων λογαριασμού, χωρίς οποτεδήποτε ο Εφεσείων να αμφισβητήσει ότι οι πράξεις είχαν γίνει με τις εντολές του. Απεναντίας μάλιστα, όπως υπέδειξε και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, όχι μόνο ο μάρτυρας της Εφεσίβλητης δεν αντεξετάσθηκε επί της μαρτυρίας του ότι οι πράξεις εγίνοντο με τις εντολές του Εφεσείοντα αλλά και η αντεξέταση που έγινε εκλάμβανε ως δεδομένο ότι έτσι είχαν γίνει και απέβλεπε μάλλον στο να καταδείξει ότι οι πράξεις δεν έπρεπε να είχαν γίνει με αναφορά στη βασική θέση του Εφεσείοντα ότι η Εφεσίβλητη είχε καθήκον να τον συμβουλεύει, θέση ως προς την οποία εξ άλλου οι σχετικοί λόγοι έφεσης έχουν αποσυρθεί. Ως εκ τούτου μάλιστα να παρατηρήσουμε ότι, με την απόσυρση εκείνων των λόγων έφεσης, το όλο υπόβαθρο της θέσης του Εφεσείοντα ότι η Λαϊκή Επενδυτική διαχειρίζετο το χαρτοφυλάκιο αξιών του, προς την οποία θα συναρτάτο και η θέση ότι ενεργούσε με δική της πρωτοβουλία, ουσιαστικά εξέλιπε, επηρεαζομένης έτσι αναλόγως και της θέσης του ότι οι πράξεις δεν εγίνοντο με δικές του εντολές.

Ο λόγος έφεσης 8 αφορά συγκεκριμένες χρεώσεις στο λογαριασμό που, κατά τον Εφεσείοντα, δεν εδικαιολογούντο με αναφορά σε αντίστοιχες χρηματιστηριακές πράξεις. Να περιορισθούμε να υιοθετήσουμε τη θέση του Δικαστηρίου επ' αυτού ότι δεν υπήρξε αντεξέταση και αμφισβήτηση των χρεώσεων αυτών κατά την ακρόαση, ώστε να ίσχυε και το τεκμήριο της ορθότητας του Άρθρου 22(1) του Κεφαλαίου 9, με την παρατήρηση μας ότι άλλο ήταν το ουσιαστικό επίδικο θέμα.

Τα ίδια ουσιαστικά ισχύουν ως προς το λόγο έφεσης 15 που αφορά τη χρέωση τόκου πέραν του 8% επί του χρεωστικού υπολοίπου. Δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση του δικαιώματος χρέωσης τέτοιου τόκου είτε δικογραφικά είτε στην ακρόαση, ο οποίος απεναντίας ήταν νόμιμος και σύμφωνος με την αύξηση του επιτοκίου που είχε κοινοποιηθεί δεόντως στον Εφεσείοντα.

Ο λόγος έφεσης 14 συναρτάται προς την απόφαση για το ποσό που αφορούσε το λογαριασμό της κάρτας. Ο Εφεσείων παραπονείται ότι η απόφαση επ' αυτού εξεδόθη χωρίς το Δικαστήριο να εξετάσει το θέμα. Δεν υπήρχε όμως τίποτε να εξετασθεί. Η μαρτυρία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκε. Η έκδοση απόφασης ήταν επιβεβλημένη.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο