ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 757

26 Απριλίου, 2012

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

1. ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

2. ΑΔΑΜΟΣ ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 1 δι' Ανταπαιτήσεως,

v.

1. ΠΑΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

2. ΕΛΕΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΣ Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων,

Δι' Αντεφέσεως

1. ΠΑΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

2. ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥ Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Αντεφεσείοντες-Ενάγοντες δι' Ανταπαιτήσεως,

v.

1. ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης δι' Ανταπαιτήσεως,

2. ΑΔΑΜΟΥ ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ,

Εφεσιβλήτου-Εναγόμενου 1 δι' Ανταπαιτήσεως,

3. ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγόμενου 2 δι' Ανταπαιτήσεως,

4. ΛΑΖΑΡΟΥ ΠΙΕΡΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγόμενου 3 δι' Ανταπαιτήσεως.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2007)

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Ειδική εκτέλεση ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη νόμιμος ο τερματισμός αγοραπωλητήριας σύμβασης ― Επικύρωση άρνησης πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση διαταγής ειδικής εκτέλεσης.

Συμβάσεις ― Άδικη συμφωνία (unconscionable bargain) ― Εφαρμοστέες αρχές ― Απόφανση εφετείου ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για άδικη συμφωνία (unconscionable bargain) συνήδε πλήρως με τις ευρύτερες διαπιστώσεις του για τη δόλια συμπεριφορά συγκεκριμένου προσώπου.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία εκρίθη ότι οι εφεσίβλητοι δικαιωματικά είχαν τερματίσει συμφωνία  που είχαν συνάψει σχετικά με αγοραπωλησία ακινήτων.

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω να εξετάσει σε έκταση το κατά πόσο θα μπορούσε να διατάσσετο ειδική εκτέλεση εν πάση περιπτώσει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.

Κατέληξε ότι, δεν θα ήταν διατεθειμένο να το πράξει αφού επρόκειτο, με αναφορά σε όλα τα πιο πάνω στοιχεία, για άδικη συμφωνία (unconscionable bargain), αλλά και διότι το πρόσωπο που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος (agent) για την πώληση των ακινήτων επί προμήθεια ενέχοντας έτσι θέση μέγιστης εμπιστοσύνης, δεν αποκάλυψε εξ αρχής το δικό του ενδιαφέρον για τα παραλιακά ακίνητα.

Έκρινε δε ότι εν όψει όμως του ότι είχε ήδη διαπιστωθεί δικαιωματικός τερματισμός της συμφωνίας, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε ότι δεν συνέτρεχε λόγος για άσκηση της εν λόγω εξουσίας προς άρνηση ειδικής εκτέλεσης.

Με την έφεση που ασκήθηκε υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Λανθασμένα ασκήθηκε η εν λόγω διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ των Εφεσιβλήτων προς μη έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης.

β) Η διαπίστωση ότι επρόκειτο για άδικη συμφωνία (unconscionable bargain) περέμεινε χωρίς κατάληξη.

γ)  Λανθασμένα θεωρήθηκε ότι τα δύο πωλητήρια έγγραφα αφορούσαν μία κοινή συναλλαγή ως πακέτο.

δ) Λανθασμένα απερρίφθη η θέση της Εφεσείουσας ότι η συμφωνία επήλθε την 19.8.2001 και ότι προηγουμένως δεν υπήρχε δεσμευτική συμφωνία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τέτοια εξουσία αναφορικά με ειδική εκτέλεση αφού το θεώρησε αχρείαστο, αν και υπό τις συνθήκες ορθά εκρίθη ότι ασφαλώς δεν θα έπρεπε να διαταχθεί ειδική εκτέλεση.

2.  Αναφορικά με τη διαπίστωση ότι επρόκειτο για άδικη συμφωνία (unconscionable bargain) η διαπίστωση του Δικαστηρίου συνήδε πλήρως με τις ευρύτερες διαπιστώσεις του για τη δόλια συμπεριφορά του εφεσείοντα 2.

3.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν σχολαστικά εξαντλητική, διεισδυτική και καθ' όλα εύλογη. Συναρτάτο δε πρωτίστως προς όλα τα γεγονότα που υποστήριζαν την κατάληξη του Δικαστηρίου, και δη την αλληλογραφία, τις ίδιες τις συμφωνίες και το ρόλο του εφεσείοντα 2 στον καταρτισμό τους. Θα ήταν αφέλεια να ήταν άλλως πως η εκτίμηση όλων αυτών.

4.  Ότι επρόκειτο για πώληση πακέτο ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της υπόθεσης από την αρχή μέχρι το τέλος. Και μάλιστα ήταν ως εκ τούτου που ο εφεσείων 2 προσέφυγε στην προσαρμογή των τιμών στις δύο συμφωνίες σε συνάρτηση με την αύξηση της έκτασης του 627 στη συμφωνία του εφεσίβλητου - εναγόμενου 2 δι' ανταπαιτήσεως για να επιτύχει τη χαμηλότερη δυνατή τιμή για τα παραλιακά στη δική του συμφωνία. Το πράγμα βοά.

5.  Ως εκ της κατάληξης  επί της έφεσης, δεν χρειαζόταν η ενασχόληση με την  αντέφεση καθ'όσον αφορά τους επιπρόσθετους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε αποφασίσει υπέρ των Εφεσιβλήτων επί της Υπεράσπισης (λόγοι αντέφεσης 1 και 2).

Έφεση και αντέφεση απορρίφθησαν με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γιασεμή, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4040/01) ημερομηνίας 20/2/2007.

Α. Χαρίτωνος, Διευθυντής της Εφεσείουσας 1-Ενάγουσας και Εφεσίβλητης-Εναγομένης δι'Ανταπαιτήσεως στην Αντέφεση.

Α. Χαρίτωνος, Εφεσείων 2-Εναγόμενος δι' Ανταπαιτήσεως.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσίβλητους-Εναγόμενους και Εφεσείοντες-Ενάγοντες δι' Ανταπαιτήσεως στην Αντέφεση.

Χρ. Σιακαλλή (κα) για Γ. Χριστοφίδη, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο 2 δι' Ανταπαιτήσεως στην Αντέφεση.

Κ. Κνώφου για Κ. Δημητριάδη, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο 3 δι' Ανταπαιτήσεως στην Αντέφεση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι, Εναγόμενοι και Ενάγοντες δι'Ανταπαιτήσεως, είναι εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες τριών ακινήτων στον Άγιο Θεόδωρο. Τα δύο ακίνητα (216, 217) είναι συνεχόμενα και εφάπτονται της παραλίας. Το άλλο και μεγαλύτερο (627) είναι πιο πίσω και απέναντι τους, έχει δε ως εκ τούτου πρόσβαση στη θάλασσα μέσω εκείνων. Την 21.8.2001 υπεγράφησαν δύο συμφωνίες για την πώληση όλων των ακινήτων - η μία με αγοραστή των παραλιακών ακινήτων την Εφεσείουσα/ Ενάγουσα για £20.000 και η άλλη με αγοραστή του 627 τον Παναγίδη, Εφεσίβλητο στην Αντέφεση/Εναγόμενο 2 δι' Ανταπαιτήσεως, για £430.000. Η μεταβίβαση ορίσθηκε για την 10.10.2001, δεν έγινε όμως αφού την 3.9.2001 ο Παναγίδης, προσερχόμενος στο Κτηματολόγιο για να καταθέσει τη συμφωνία του, διαπίστωσε ότι η έκταση του 627 ήταν μικρότερη από την αναγραφόμενη στη συμφωνία, οπότε και ακύρωσε τη συμφωνία (να σημειωθεί απλώς ότι η μεταξύ του Παναγίδη και των Εφεσιβλήτων προκύψασα συμβατική διαφορά ως προς τη δοθείσα προκαταβολή διευθετήθηκε στα πλαίσια άλλης αγωγής, κατά δε την ακρόαση της έφεσης η απαίτηση των Εφεσιβλήτων εναντίον του ως Εφεσίβλητου στην Αντέφεση/Εναγομένου 2 δι' Ανταπαιτήσεως απεσύρθη στα πλαίσια της αντέφεσης). Η Εφεσείουσα, έχοντας καταθέσει στο Κτηματολόγιο τη συμφωνία της, επέμενε στη μεταβίβαση, οι Εφεσίβλητοι όμως δεν εδέχθησαν να προχωρήσουν αφού δεν θα μεταβιβάζετο και το 627 και ακύρωσαν τη συμφωνία με την Εφεσείουσα. Η Εφεσείουσα ήγειρε τότε αγωγή κατά των Εφεσιβλήτων ζητώντας ειδική εκτέλεση.

Η λεπτομερής υπεράσπιση των Εφεσιβλήτων ήταν αποκαλυπτική της ουσίας της διαφοράς. Αυτοί είναι κάτοικοι Αγγλίας.  Αποφασίζοντας να πωλήσουν τα ακίνητα, ανέθεσαν το Μάρτιο του 2001 μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου τους Ανδρέα Χριστοφόρου, συζύγου και πατέρα τους, στον κοινοτάρχη του Αγίου Θεοδώρου, ονόματι Πιερή, Εφεσίβλητο στην Αντέφεση/Εναγόμενο 3 δι' Ανταπαιτήσεως, να εξεύρει αγοραστή. Εξ αρχής ήταν αντιληπτό ότι τα τρία κτήματα θα επωλούντο μαζί και όχι μεμονωμένα και ανεξάρτητα. Αρχές Αυγούστου του 2001 ο Πιερή πληροφόρησε το Χριστοφόρου στην Αγγλία ότι βρήκε αγοραστή για το ποσό των £450.000 που ζητούσαν οι Εφεσίβλητοι και, συμφωνώντας μαζί του, πήρε και £5.000 προκαταβολή. Αυτός ήταν ο Χαρίτωνος, Εφεσίβλητος στην Αντέφεση/Εναγόμενος 1 δι' Ανταπαιτήσεως, με τον οποίο μάλιστα ο Πιερή υπέγραψε και προσύμφωνο ως αγοραστή, που όμως όπως προέκυψε μετά θα αγόραζε τα κτήματα για τρίτο ενεργώντας ως κτηματομεσίτης, που ήταν το επάγγελμά του, και ζητώντας προμήθεια. Υπήρξε εκτεταμένη αλληλογραφία μέσω fax μεταξύ των τριών. Αυτό που σαφώς προκύπτει από αυτή είναι ότι ο Χαρίτωνος γνώριζε ότι τα ακίνητα θα επωλούντο ως «πακέτο» για το εν λόγω ποσό και γνώριζε την έκταση εκάστου σύμφωνα με την τελευταία εγγραφή στο Κτηματολόγιο, έχοντας και τους τίτλους. Συμφωνήθηκε όπως ο Χριστοφόρου έρθει στην Κύπρο για να γίνει η μεταβίβαση την 23.8.2001, οπότε και διευθέτησε την κάθοδο του από την Αγγλία, εμβάζοντας και ποσό £70.000 για την πληρωμή των φόρων και εξόδων. Όταν ήρθε, και ενώ η μεταβίβαση θα εγίνετο ενωρίτερα - την 21.8.2001 - αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Τότε ήταν που προέκυψε ότι ο Χαρίτωνος είχε ετοιμάσει δύο πωλητήρια έγγραφα, ένα για τα παραλιακά με αγοραστή την Εφεσείουσα και ένα για το 627 με αγοραστή τον Παναγίδη. Εφ' όσον όμως το συνολικό ποσό ήταν £450.000 και η μεταβίβαση των τριών κτημάτων προβλέπετο να εγίνετο συγχρόνως, ο Χριστοφόρου τα υπέγραψε. Η Εφεσείουσα προέκυψε να είναι εταιρεία του Χαρίτωνος, στον οποίο οι Εφεσίβλητοι απέδωσαν δόλια συμπεριφορά σε όλα τα στάδια, και δη ως προς τον καταρτισμό δύο συμφωνιών ενώ εγνώριζε ότι τα κτήματα μόνο ως πακέτο θα επωλούντο και ως προς το ότι ο Χαρίτωνος επεδίωξε να εξασφαλίσει τα παραλιακά ακίνητα για τον ίδιο σε μειωμένη τιμή αναγράφοντας στη συμφωνία του Παναγίδη μεγαλύτερη έκταση της εγγεγραμμένης για το 627 ώστε η τιμή του να εκάλυπτε τη διαφορά προς τη μη αντιπροσωπευτική τιμή που προσδιόρισε για τα παραλιακά. Έχοντας καταστήσει τον Χαρίτωνος ως δι' Ανταπαιτήσεως Εναγόμενο, οι Εφεσίβλητοι ήγειραν ανάλογες αξιώσεις εναντίον του (δι' Ανταπαιτήσεως Εναγόμενο 3 κατέστησαν οι Εφεσίβλητοι και τον Πιερή, κατά την ακρόαση όμως της έφεσης η απαίτησή τους εναντίον του στα πλαίσια της αντέφεσης απεσύρθη, ενώ ήδη αναφερθήκαμε και στον δι' Ανταπαιτήσεως καταστάντα Εναγόμενο Παναγίδη). Η ανταπαίτηση εστρέφετο βεβαίως και κατά της Εφεσείουσας.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ενώπιον του οποίου ετέθη η υπόθεση δεν είχε δυσκολία να καταλήξει, όπως προέκυπτε σε μεγάλο βαθμό από την προαναφερθείσα αλληλογραφία, την οποία και σχολίασε αναλόγως, αλλά και από τη μαρτυρία του Χριστοφόρου, την οποία απεδέχθη απορρίπτοντας εκείνη του Χαρίτωνος, ότι τα πράγματα ήσαν όπως τα παρουσίαζαν οι Εφεσίβλητοι. Τονίζοντας την πάγια βάση των διαμειφθέντων, ότι δηλαδή τα κτήματα θα επωλούντο ως πακέτο, εντόπισε τη δόλια συμπεριφορά του Χαρίτωνος ήδη από το στάδιο της αλληλογραφίας. Έπειτα, ενώ ο Χριστοφόρου ήρθε στην Κύπρο για να γίνει η μεταβίβαση ακόμα πιο νωρίς, την 21.8.2001, με αγοραστή το Χαρίτωνος, έστω και αν το 627 θα κατέληγε τελικά στον Παναγίδη, αντιμετώπισε άλλη κατάσταση με δύο συμφωνίες που η μία είχε αγοραστή την Εφεσείουσα και η άλλη τον Παναγίδη. Ακόμα, η μεταβίβαση στις 21.8.2001 δεν έγινε αφού, ενώ συνεφωνήθη συνάντηση στο Κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση την 21.8.2001, την ημέρα εκείνη, και ενώ ο Χριστοφόρου ήταν καθ΄οδό για το Κτηματολόγιο, ο Χαρίτωνος ισχυρίσθηκε προβλήματα και ο Χριστοφόρου κατέληξε στο γραφείο του Χαρίτωνος όπου ευρέθη ενώπιον των δύο συμφωνιών που υπεγράφησαν στη συνέχεια την ίδια μέρα με νέα ημερομηνία μεταβίβασης την 10.10.2001. Περαιτέρω, ο Χαρίτωνος, αν και γνώριζε τα εμβαδά του κάθε κτήματος, έχοντας τους τίτλους, στη συμφωνία του Παναγίδη κατέγραψε μεγαλύτερη έκταση που ανέβαζε την τιμή στις £430.000, αφού ο Παναγίδης θα πλήρωνε στη βάση £60.000 τη σκάλα, ώστε έτσι να εμειώνετο το υπόλοιπο των £450.000 που αναλογούσε στα παραλιακά που θα αγόραζε ο ίδιος μέσω της Εφεσείουσας σε μόνο £20.000, τιμή που σαφώς δεν ήταν αντιπροσωπευτική. Μεταφέρουμε τα καταληκτικά σχόλια του ευπαιδεύτου Προέδρου:

«. με την πιο πάνω μεθόδευση διασφαλιζόταν παράλληλα η αγορά των δύο παραλιακών κτημάτων από την ενάγουσα εταιρεία για το συνολικό ποσό των £20.000. Κάτι το οποίο δεν θα ήταν ασφαλώς εφικτό εάν εδηλώνετο το πραγματικό εμβαδόν του τεμαχίου 627. Διότι με την απαίτηση του Παναγίδη να πληρώσει μόνο μέχρι £60.000 τη σκάλα και την αποφασιστικότητα του Χριστοφόρου να μην πωλήσει για λιγότερο από £450.000 και τα τρία τεμάχια, η διαφορά που θα έπρεπε να πληρώσει η ενάγουσα εταιρεία θα ήταν μεγαλύτερη από $20.000. Να σημειωθεί ότι τα οκτώ δεκάρια και 812 τετρ. μέτρα που είναι το πραγματικό εμβαδόν του τεμαχίου 627, και το γνώριζε ο Χαρίτωνος, ισοδυναμεί με έξι σκάλες και δύο προστάθια (6.586), περίπου. Οπότε η πραγματική τιμή που θα έπρεπε να πληρώσει ο Παναγίδης με βάση τα πιο πάνω δεδομένα ήταν $390.670, δηλαδή £39.330 λιγότερα από αυτή που τελικώς προέβλεπε η συμφωνία. Όμως, σαφώς ο Χαρίτωνος δεν ήταν διατεθειμένος να επιβαρυνθεί η εταιρεία του με αυτό το μεγάλο το ποσό. Άλλωστε το δήλωσε ευθαρσώς ότι αν και ήταν τυπικό για τον πωλητή ποια αξία θα δηλωνόταν για το κάθε τεμάχιο εφόσον θα ελάμβανε και για τα τρία τεμάχια το ποσό των 450.000, το θέμα δεν ήταν τυπικό γι' αυτόν που θα αγόραζε τα δύο παραλιακά τεμάχια. Και στην προκειμένη περίπτωση όπως ο ίδιος, και κανένας άλλος, γνώριζε από την αρχή, ο προτιθέμενος αγοραστής για τα εν λόγω δύο τεμάχια ήταν η εταιρεία του. Προφανώς, η μόνη διέξοδος γι' αυτόν ήταν να χρησιμοποιήσει το λανθασμένο εμβαδόν των εφτά σκαλών και ενός προσταθιού για το τεμάχιο 627, διαφορά την οποία δεν καταλάβαινε ο Χριστοφόρου αφού όπως ανάφερε, λόγω της εναλλακτικής χρήσης των δύο εμβαδών από το Χαρίτωνος τελούσε σε σύγχυση όσον αφορά το θέμα αυτό. Άλλωστε είναι δεδομένο πλέον ότι τον εμπιστευόταν πλήρως και δεχόταν ανεπιφύλακτα την καθοδήγηση του.

Η αναγραφή από το Χαρίτωνος του παλαιού εμβαδού για το τεμάχιο 627 στη συμφωνία με τον Παναγίδη ασφαλώς ήταν δόλια. Η δε μετάβαση τους, στις 21.8.2001 στο κτηματολόγιο ώστε να γινόταν την ημέρα εκείνη η μεταβίβαση, οπωσδήποτε θα αποκάλυπτε το πιο πάνω σκόπιμο λάθος και θα ανατρέπετο ο όλος σχεδιασμός του. Γι' αυτό και η πρόφαση την τελευταία στιγμή για πρόβλημα που προοέκυψε δήθεν με την τράπεζα του αγοραστή και έτσι υποχρέωσε το Χριστοφόρου να μεταβεί στο γραφείο του Χαρίτωνος στη Λευκωσία όπου υπογράφτηκαν οι δύο ξεχωριστές συμφωνίες με πρόβλεψη να γίνει η μεταβίβαση στις 10.10.2001. Καμία μνεία δεν έγινε από το Χαρίτωνος για τη διευθέτηση που είχε γίνει πριν έλθει ο Χριστοφόρου στην Κύπρου για να γίνει η μεταβίβαση στις 23.8.2001. Όπως για παράδειγμα ότι μπορούσε όπως του δήλωνε να ήταν έτοιμος κατά την πιο πάνω ημερομηνία. Είχε ήδη πείσει τον Χριστοφόρου στις 21.8.2001 για να γίνει αυτό στις 10.10.2001, γεγονός το οποίο βόλευε πλήρως τις δόλιες μεθοδεύσεις του για εξασφάλιση των δύο παραλιακών τεμαχίων από την εταιρεία του για το ποσό των 20.000.

..........................

Από τα ίδια πιο πάνω γεγονότα διαπιστώνεται ότι η συμπεριφορά του Χαρίτωνος έναντι του Χριστοφόρου από την αρχή μέχρι το τέλος ήταν δόλια. Εκμεταλλεύτηκε τα πιο πάνω διαπιστωθέντα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του σε συνδυασμό με τη σπουδή που ο Χριστοφόρου επεδείκνυε στην ολοκλήρωση της πώλησης και δεν του αποκάλυψε παρά μόνο την τελευταία στιγμή ότι ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα οι αγοραστές των τριών τεμαχίων. Ενώ με την εξήγηση που του έδωσε, δήθεν για να μην καταβληθούν διπλά μεταβιβαστικά τέλη, ουσιαστικά εξουδετέρωνε την πώληση τους ως πακέτο. Όμως προπαντός δεν του αποκάλυψε παρά μέχρι την 21.8.2001 ότι είχε ο ίδιος προσωπικό ενδιαφέρον για τα δύο μικρότερα τεμάχια μόνο, και ότι δεν τον ενδιέφερε το τεμάχιο 627 το οποίο θα αγόραζε ο Παναγίδης.»

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απεφάσισε ότι, ως εκ τούτων, δικαιωματικά οι Εφεσίβλητοι είχαν τερματίσει τη συμφωνία για τα παραλιακά ακίνητα. Προχώρησε όμως περαιτέρω να εξετάσει σε έκταση και το κατά πόσο θα μπορούσε να διατάσσετο ειδική εκτέλεση εν πάση περιπτώσει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Αυτό, κατέληξε, δεν θα ήταν διατεθειμένος να το κάνει αφού επρόκειτο, με αναφορά σε όλα τα πιο πάνω στοιχεία, για άδικη συμφωνία (unconscionable bargain), αλλά και διότι ο Χαρίτωνος, ενώ ενήργησε ως αντιπρόσωπος (agent) για την πώληση των ακινήτων επί προμήθεια ενέχοντας έτσι θέση μέγιστης εμπιστοσύνης προς τον Χριστοφόρου, δεν αποκάλυψε εξ αρχής το δικό του ενδιαφέρον για τα παραλιακά αλλά και καθόρισε την τιμή τους σε μόνο £20.000. Εν όψει όμως του ότι είχε ήδη διαπιστωθεί δικαιωματικός τερματισμός της συμφωνίας, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε ότι δεν συνέτρεχε λόγος για άσκηση της εν λόγω εξουσίας προς άρνηση ειδικής εκτέλεσης.

Με αφετηρία την τελευταία αναφορά, να πούμε ότι δεν υπάρχει βάση επιτυχίας του λόγου έφεσης 1, στον οποίο εκφράζεται παράπονο ότι λανθασμένα ασκήθηκε η εν λόγω διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ των Εφεσιβλήτων προς μη έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης. Όπως παρατηρήσαμε, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν άσκησε τέτοια εξουσία αφού το θεώρησε αχρείαστο, αν και υπό τις συνθήκες θα συμφωνούσαμε ότι ασφαλώς δεν θα έπρεπε να διαταχθεί ειδική εκτέλεση. Το θέμα βεβαίως προκύπτει και στην αντέφεση των Εφεσιβλήτων που αφορά τον Χαρίτωνος αλλά από την αντίθετη ασφαλώς πτυχή, και επ΄αυτού θα επανέλθουμε.

Τα ίδια ισχύουν ουσιαστικά και για το λόγο έφεσης 3 που αφορά τη διαπίστωση ότι επρόκειτο για άδικη συμφωνία (unconscionable bargain) αφού η διαπίστωση αυτή μένει χωρίς κατάληξη εν όψει του ότι η σχετική προς τούτη εξουσία του Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε, με την παρατήρηση όμως και πάλι ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου συνάδει πλήρως με τις ευρύτερες διαπιστώσεις του για τη δόλια συμπεριφορά του Χαρίτωνος.

Ομοίως, και ως προς τους λόγους έφεσης 4 και 6, δεν υπάρχει έδαφος παρέμβασης. Το παράπονο εδώ αφορά τη μη απόρριψη της Ανταπαίτησης σε σχέση με το δόλο. Ως προς την Ανταπαίτηση όμως, το Δικαστήριο την απέρριψε έναντι των Παναγίδη και Πιερή, αφού θεώρησε ότι αυτοί δεν εμπλέκοντο στο δόλο, και δεν έδωσε απόφαση επ' αυτής έναντι της Εφεσείουσας και του Χαρίτωνος. Κατά τα λοιπά, οι διαπιστώσεις του ευπαιδεύτου Προέδρου ως προς το δόλο του Χαρίτωνος δεν αφορούσαν μόνο την Ανταπαίτηση αλλά πρωτίστως την ίδια την Υπεράσπιση, στην οποία και είχαν εκτεθεί τα στοιχεία του δόλου και υιοθετηθεί για σκοπούς της Ανταπαίτησης.

Στο λόγο έφεσης 5 διατυπώνεται παράπονο για λανθασμένη και ανταιτιολόγητη απόρριψη της μαρτυρίας του Χαρίτωνος και αποδοχή εκείνης του Χριστοφόρου. Τα όσα λέγονται σε στήριξη του λόγου έφεσης ουδόλως μπορούν να τον δικαιώσουν και να κινήσουν τη δυνατότητα παρέμβασής μας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των Χριστοφόρου και Χαρίτωνος είναι σχολαστικά εξαντλητική, διεισδυτική και καθ΄όλα εύλογη, συναρτάτο δε πρωτίστως προς τα όλα γεγονότα που υποστήριζαν την κατάληξη του Δικαστηρίου, και δη την αλληλογραφία, τις ίδιες τις συμφωνίες και το ρόλο του Χαρίτωνος στον καταρτισμό τους. Θα ήταν αφέλεια να ήταν άλλως πως η εκτίμηση όλων αυτών.

Τούτο απαντά και το λόγο έφεσης 2, στον οποίο το παράπονο είναι ότι λανθασμένα εθεωρήθη ότι τα δύο πωλητήρια έγγραφα αφορούσαν μία κοινή συναλλαγή ως πακέτο. Ότι επρόκειτο για πώληση πακέτο ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της υπόθεσης από την αρχή μέχρι το τέλος. Και μάλιστα ήταν ως εκ τούτου που ο Χαρίτωνος προσέφυγε στην προσαρμογή των τιμών στις δύο συμφωνίες σε συνάρτηση με την αύξηση της έκτασης του 627 στη συμφωνία του Παναγίδη για να επιτύχει τη χαμηλότερη δυνατή τιμή για τα παραλιακά στη δική του συμφωνία. Το πράγμα βοά.

Τέλος, στο λόγο έφεσης 7 διατυπώνεται παράπονο ότι λανθασμένα απερρίφθη η θέση της Εφεσείουσας  ότι η συμφωνία επήλθε την 19.8.2001 και ότι προηγουμένως δεν υπήρχε δεσμευτική συμφωνία. Υπάρχει και εδώ παρανόηση και σύγχιση. Κατ' αρχάς, η ίδια η Εφεσείουσα είχε βασίσει την απαίτησή της όχι σε συμφωνία της 19.8.2001 αλλά στη γραπτή συμφωνία της 21.8.2001. Έπειτα, το Δικαστήριο ουδόλως διαπίστωσε την ύπαρξη συμφωνίας προ της 19.8.2001. Αυτό που είχε παρατηρήσει, σε συνάρτηση με το βασικό θέμα των συνθηκών που οδήγησαν στην υπογραφή των συμφωνιών την 21.8.2001, ήταν ότι όλα τα  προηγηθέντα ήσαν στη βάση της εύλογης αντίληψης για συμφωνία πακέτο με συνολικό τίμημα τις £450.000 και με τον Χαρίτωνος ενεργούντα ως μεσίτη και όχι προς δικό του όφελος.

Ως εκ της κατάληξης μας επί της έφεσης, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει η αντέφεση καθ' όσον αφορά τους επιπρόσθετους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε αποφασίσει υπέρ των Εφεσιβλήτων επί της Υπεράσπισης (λόγοι αντέφεσης 1 και 2). Όσον αφορά τους λόγους αντέφεσης 3 και 4 που αφορούν το ότι δεν εξεδόθησαν τα διατάγματα τα οποία εζητούντο στην Ανταπαίτηση ως προς τις συμφωνίες, αυτό δεν ήταν πλέον αναγκαίο εν όψει της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι η απαίτηση για ειδική εκτέλεση αποτύγχανε ως εκ του δικαιωματικού τερματισμού, παρατηρούμε δε ότι και τα εν λόγω διατάγματα εζητούντο διαζευκτικώς. Όσον αφορά τους λόγους αντέφεσης 5 και 6 που αφορούν το ότι δεν εξεδόθη απόφαση εναντίον του Χαρίτωνος επί της Ανταπαίτησης για αποζημιώσεις στη βάση του δόλου (για τον Παναγίδη, τον οποίο επίσης αφορούν, η αντέφεση απεσύρθη), να περιορισθούμε να πούμε ότι δεν γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε στοιχεία βάσει των οποίων τέτοιες αποζημιώσεις θα μπορούσαν να εκτιμηθούν.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Η Εφεσείουσα Τουριστικά Γραφεία Μέριμνα Λτδ και ο Εφεσείων Χαρίτωνος θα καταβάλουν τα έξοδα των Εφεσιβλήτων όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ, τόσον όσον αφορά την έφεση όσον και όσον αφορά την αντέφεση αφού αυτή ήταν δικαιολογημένο να εγίνετο υπό τις συνθήκες.

Έφεση και αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο