ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 628

4 Απριλίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Εφεση Αρ. 211/2008)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον εγειρόταν ή όχι θέμα ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας  έτσι ώστε να απαιτείται η εξέταση του πρωτοδίκως, δεδομένου ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη στο σύνολο της, ενώ αυτή του εφεσείοντα και των μαρτύρων του κρίθηκε αναξιόπιστη και δεν ασκήθηκε αντέφεση επί αυτού.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε πρωτόδικη κρίση με την οποία απορρίφθηκε  αγωγή του με την οποία διεκδικούσε εναντίον της εφεσίβλητης οφειλόμενο ποσό και εκρίθη ότι απέτυχε να αποδείξει τη συμφωνία που επικαλέστηκε στην έκθεση απαίτησης και επί της οποίας στήριξε την αξίωσή του.

Ο εφεσείων, ο οποίος είναι δικηγόρος, κατ' επίκληση συμφωνίας ημερομηνίας 9.11.2001, αξίωσε με αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης, Λ.Κ.5.500 συμφωνηθείσα δικηγορική αμοιβή συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α..

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η εφεσίβλητη, προς επιβεβαίωση της συμφωνίας υπέγραψε γραπτή δήλωση υποσχόμενη ότι θα πλήρωνε το συμφωνηθέν ποσό των Λ.Κ.5.500 το αργότερο μέχρι τις 15.12.2001.

Η εφεσίβλητη στην έκθεση υπερασπίσεως της, απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντα. Ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε το έγγραφο ημερ. 9.11.2001 χωρίς τη θέλησή της. Υποχρεώθηκε να το υπογράψει κατόπιν πίεσης απειλής, ψευδών παραστάσεων, δόλου, απάτης, εκφοβισμού και αθέμιτης επιρροής που ασκήθηκε σε βάρος της στις 9.11.2001 από τον εφεσείοντα ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τη μεταξύ τους σχέση δικηγόρου - πελάτη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης και στη γραπτή δήλωση της εφεσίβλητης , κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξίωση του εφεσείοντα δεν στηριζόταν στη γραπτή δήλωση αλλά σε προφορική συμφωνία η οποία επιβεβαιώθηκε από το έγγραφο.

Σύμφωνα με την τελική πρωτόδικη κατάληξη, ο εφεσείων «απέτυχε να αποδείξει τη συμφωνία που επικαλείτο και τους όρους αυτής στην έκθεση απαίτησης, ούτε απέδειξε ότι προσέφερε τις νομικές υπηρεσίες για τις οποίες ζήτησε το ποσό των Λ.Κ.500».

Με την έφεση προβλήθηκε ένας μοναδικός λόγος με τον οποίο υποστηρίχθηκε ότι η απορριπτική απόφαση εκδόθηκε εσφαλμένα και σε αντίφαση με τα υπόλοιπα ευρήματά του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεδομένου ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη στο σύνολο της, ενώ αυτή του εφεσείοντα και των μαρτύρων του αφού κρίθηκε αξιόπιστη αποτέλεσε την πραγματική βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, τότε, ενόψει των εν λόγω διαπιστώσεων, η ορθότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε με αντέφεση, και ιδιαίτερα ενόψει της διαπίστωσης ότι η εφεσίβλητη παρά τις αρχικές αντιρρήσεις που είχε προβάλει αναφορικά με την υπογραφή του σχετικού εγγράφου αναγνώρισης οφειλής, στη συνέχεια συμφώνησε και το υπέγραψε και της διαπίστωσης ότι η εφεσίβλητη συμφώνησε όπως στην αμοιβή του εφεσείοντα περιληφθεί και η αμοιβή του για τις νομικές υπηρεσίες που ο εφεσείων είχε προσφέρει στο Μ.Ε.2, θέμα ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας δεν εγειρόταν έτσι ώστε να απαιτείται η εξέταση του πρωτοδίκως, όπως δεν εγειρόταν θέμα αναφορικά με το ποιες ήταν οι νομικές υπηρεσίες που ο εφεσείων είχε προσφέρει στο Μ.Ε.2 και ποιο το ύψος του αναλογούντος για τις εν λόγω υπηρεσίες ποσοστού αμοιβής του εφεσείοντα, έτσι ώστε να δικαιολογείται η ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου, έστω και obiter, με το εν λόγω θέμα.

2.  Όχι μόνο εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε θέμα ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας, αλλά και πεπλανημένα οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τη συμφωνία που επικαλείται και τους όρους της και ότι πρόσφερε τις νομικές υπηρεσίες για τις οποίες αξίωνε το συγκεκριμένο ποσό.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Εκδόθηκε απόφαση ως η έκθεση απαίτησης στην αγωγή.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5340/02), ημερομηνίας 23/4/2008.

Μ. Βορκάς, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Κούτρας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Πασχαλίδη, Δ..

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε χρηματική αξίωση του εφεσείοντα επειδή ο τελευταίος απέτυχε να αποδείξει τη συμφωνία που επικαλέστηκε στην έκθεση απαίτησης και επί της οποίας στήριξε την αξίωσή του.

Ο εφεσείων, ο οποίος είναι δικηγόρος, κατ' επίκληση συμφωνίας ημερομηνίας 9.11.2001, δι' αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης, αξίωσε Λ.Κ.5.500 συμφωνηθείσα δικηγορική αμοιβή συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.. Ισχυρίστηκε ότι κατά ή περί την 9.11.2001 συμφώνησε με την εφεσίβλητη όπως για τις νομικές υπηρεσίες που της είχε προσφέρει υπό μορφή συμβουλών, πολύωρων συσκέψεων και παραστάσεων στο Αρχηγείο της Αστυνομίας σε σχέση με διερευνώμενη εναντίον της σοβαρή ποινική υπόθεση, του καταβάλει το ποσό των Λ.Κ.5.500. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η εφεσίβλητη επεδίωξε τις επαγγελματικές υπηρεσίες του και σε σχέση με αστικές υποθέσεις που είχαν άμεση σχέση με τα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα, τις οποίες όμως τελικά δεν τις πρόσφερε. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ήταν ρητός ή/και σιωπηρός όρος της συμφωνίας ότι θα συνέχιζε να παρέχει τις υπηρεσίες του προς την εφεσίβλητη σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και μετά τις 9.11.2001 και ότι η εφεσίβλητη, προς επιβεβαίωση της συμφωνίας υπέγραψε γραπτή δήλωση υποσχόμενη ότι θα πλήρωνε το συμφωνηθέν ποσό των Λ.Κ.5.500 το αργότερο μέχρι τις 15.12.2001. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι παρέσχε νομικές υπηρεσίες στην εφεσίβλητη από 29.10.2001 μέχρι τις 14.11.2001 χωρίς η εφεσίβλητη να καταβάλει το ποσό που ανέλαβε να πληρώσει παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις της.

Η εφεσίβλητη στην έκθεση υπερασπίσεως της, δήλωσε άρνηση στην αξίωση του εφεσείοντα. Ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε το έγγραφο ημερ. 9.11.2001 χωρίς τη θέλησή της. Υποχρεώθηκε να το υπογράψει κατόπιν πίεσης απειλής, ψευδών παραστάσεων, δόλου, απάτης, εκφοβισμού και αθέμιτης επιρροής που ασκήθηκε σε βάρος της στις 9.11.2001 από τον εφεσείοντα ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τη μεταξύ τους σχέση δικηγόρου - πελάτη. Στην έκθεση υπερασπίσεως η εφεσίβλητη εκθέτει εκτενώς τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την εκδοχή της καθώς και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπέγραψε το προαναφερόμενο έγγραφο/δήλωση ημερ. 9.11.2001. Δι' ανταπαιτήσεως αξίωσε δήλωση του δικαστηρίου ότι το έγγραφο ημερ. 9.11.2001, είναι άκυρο για τους προαναφερόμενους λόγους.

Η εκδοχή του εφεσείοντα υποστηρίχθηκε στο δικαστήριο με μαρτυρία του ιδίου, της θυγατέρας του Δέσπως Παπαχρυσοστόμου (Μ.Ε. 3) και του Κοινοτάρχη Αγίας Βαρβάρας Ντίνου Φακαλά (Μ.Ε. 2). Για την υπόθεση της εφεσίβλητης έδωσε μαρτυρία η ίδια, ο σύζυγός της Φίλιππος Δημητριάδης (Μ.Υ. 2) και ο τότε υπεύθυνος του ΤΑΕ Τάσος Παναγιώτου (Μ.Υ. 4).

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής αφού συνόψισε τη μαρτυρία που η κάθε πλευρά έθεσε ενώπιόν της προχώρησε στον καθορισμό των αδιαμφισβήτητων γεγονότων της υπόθεσης, κάνοντας προς τούτο σχετική αναφορά σε μαρτυρία και δικόγραφα. Ακολούθως αξιολόγησε τη μαρτυρία και προέβη σε διαπιστώσεις επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και σε ευρήματα επί των γεγονότων.

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα όπως καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση συνοψίζονται ως εξής:

Στις 29.10.2001 ο κοινοτάρχης Αγ. Βαρβάρας, κ. Φακαλάς, θορυβημένος από δημοσιεύματα στον τύπο ότι κάποιες εγγραφές κτημάτων για τις οποίες έδωσε πιστοποιητικά ήταν παράνομες και φοβούμενος σύλληψη του από την αστυνομία, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι έγιναν ήδη κάποιες συλλήψεις για παρόμοια θέματα, επισκέφθηκε τον εφεσείοντα για να πάρει συμβουλές. Η συνάντηση κράτησε 4-5 ώρες. Ακολούθησε νέα συνάντηση για τον ίδιο λόγο. Ο κ. Φακαλάς ανέφερε στον εφεσείοντα ότι εξέδωσε τα πιστοποιητικά  κατόπιν παράκλησης της εφεσίβλητης. Ενόψει τούτου, ο εφεσείων συναντήθηκε με την εφεσίβλητη και τη συμβούλευσε ότι σε περίπτωση που θα την καλούσε η αστυνομία να μην αναφέρει ο,τιδήποτε, ασκώντας το δικαίωμα της σιωπής. Στις 5.11.2001 οι διάδικοι ξανασυναντήθηκαν, μετά που η εφεσίβλητη κλήθηκε για κατάθεση στην αστυνομία. Ο εφεσείων επανέλαβε τη συμβουλή της σιωπής που της έδωσε προηγουμένως και της είπε πως αν τη χρειαζόταν θα πήγαινε και αυτός εκεί (στην αστυνομία). Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (5.11.2001), η εφεσίβλητη πήγε στην αστυνομία και ενώ έδινε κατάθεση κάλεσε τηλεφωνικώς τον εφεσείοντα. Ο τελευταίος πήγε στην αστυνομία όπου συνάντησε την εφεσίβλητη και το σύζυγό της. Κατόπιν συμβουλής του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη διέκοψε την κατάθεση της. Ο εφεσείων συνάντησε τον υπεύθυνο του ΤΑΕ Τάσο Παναγιώτου (Μ.Υ. 4) και τους ανακριτές της υπόθεσης. Εισηγήθηκε να καταθέσει η εφεσίβλητη την αλήθεια για τον εμπλεκόμενο στην υπόθεση κτηματολογικό λειτουργό, κάποιο κ. Μακαρίτη, εναντίον του οποίου διερευνάτο ποινική υπόθεση, με αντάλλαγμα να μην ασκηθεί εναντίον της εφεσίβλητης ποινική δίωξη. Οι ανακριτές δεν απέρριψαν την εισήγηση, επιφυλάχθηκαν όμως να πάρουν οδηγίες από το Γενικό Εισαγγελέα. Στις 8.11.2001 περί 6.00-7.00 μ.μ. η εναγόμενη με τον σύζυγό της και τον Φακαλά Μ.Ε.2 συναντήθηκαν στο σπίτι του ενάγοντα και εκεί, ο ενάγων ζήτησε από την εναγόμενη να πληρώσει το ποσό των Λ.Κ.5.000 πλέον Λ.Κ.500 ως ΦΠΑ για τις υπηρεσίες του. Η εναγόμενη δεν αποδέχθηκε θεωρώντας το ποσό εξωφρενικό για τις λίγες ώρες που ασχολήθηκε με την υπόθεσή της.

Στις 9.11.2001 το πρωί στο γραφείο του ενάγοντα η εναγόμενη υπόγραψε το τεκμήριο 1, ήτοι,

«Η υπογεγραμμένη Μάρω Δημητριάδου εξ Αγ. Βαρβάρας, οδός Αγ. Βαρβάρας 4, ΑΔΤ 555234, χρωστώ να πληρώσω στον Δημήτρη Παπαχρυσοστόμου, το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων λιρών (Λ.Κ.5.500.-) δικηγορικά έξοδα συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α. για νομικές υπηρεσίες παρασχεθείσες σε μένα σε σχέση με ποινική υπόθεση. Το πιο πάνω ποσό θα το πληρώσω το αργότερο 15.12.2001.»

Μετά τα πιο πάνω, η εφεσίβλητη πληροφορήθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του αποφάσισε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον της αν έλεγε την αλήθεια. Η τελευταία πράξη της ιστορίας είναι η συμπλήρωση από την εφεσίβλητη της ημιτελούς κατάθεσης στην αστυνομία.

Η πρωτόδικος δικαστής αξιολόγησε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα και της κόρης του κας Δ. Παπαχρυσοστόμου. Αξιόπιστη χαρακτήρισε και τη μαρτυρία των κ. Φακαλά και Τ. Παναγιώτου. Οι μικροαντιφάσεις που εντόπισε στη μαρτυρία του εφεσειοντα και του κ. Φακαλά κρίθηκε πως δεν αλλοίωναν τη γενικώς καλή εικόνα των εν λόγω μαρτύρων.

Η μαρτυρία της εφεσίβλητης κρίθηκε αναξιόπιστη. Διαπιστώθηκε ότι κάποιοι ουσιώδεις ισχυρισμοί δεν μπορούσε να ληφθούν υπόψη γιατί δεν υπήρχε η αναγκαία κάλυψη από τη δικογραφία ενώ οι αντιφάσεις που εντοπίστηκαν και καταγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση χαρακτηρίστηκαν ως ουσιώδεις. Ενόψει των πιο πάνω η μαρτυρία της εφεσίβλητης κρίθηκε αναξιόπιστη. Αναξιόπιστη χαρακτηρίστηκε και η μαρτυρία του συζύγου της. Διαπιστώθηκε ότι υπήρξε έντονη εκ μέρους του προσπάθεια να βοηθήσει τη σύζυγό του παραγνωρίζοντας το καθήκον που είχε να καταθέσει την αλήθεια για ό,τι γνώριζε σχετικά με την υπόθεση. Ως αναξιόπιστη αξιολογήθηκε και η μαρτυρία της αδελφής της εφεσίβλητης για τους λόγους που εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση.

Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης με αναφορά πλέον στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα καθώς και σε εκείνα που ουσιωδώς συνέθεταν την εκδοχή του εφεσείοντα.

Η πρωτόδικος δικαστής με αναφορά στο περιεχόμενο της έκθεσης απαιτήσεως και στη γραπτή δήλωση της εφεσείουσας (τεκμ. 1), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξίωση του εφεσείοντα δεν στηρίζεται στη γραπτή δήλωση (τεκμ. 1) αλλά σε προφορική συμφωνία η οποία επιβεβαιώθηκε από το έγγραφο (τεκμ. 1). Με αφετηρία το πιο πάνω συμπέρασμα, εξέτασε κατά πόσο ενόψει των δικογραφημένων θέσεων της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις οποίες ουδέποτε συνήφθη συμφωνία στη βάση της οποίας ο εφεσείων αξιώνει αμοιβή και ότι υπέγραψε το τεκμήριο 1 κάτω από συνθήκες που το καθιστούν άκυρο, «προκύπτει έγκυρη προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για το απαιτούμενο ποσό ως δικηγορική αμοιβή για τις προσφερθείσες προς αυτήν (εφεσίβλητη) υπηρεσίες». Σύμφωνα με την τελική κατάληξη της ευπαιδεύτου δικαστού, ο εφεσείων «απέτυχε να αποδείξει τη συμφωνία που επικαλείται και τους όρους αυτής στην έκθεση απαίτησης, ούτε απέδειξε ότι προσέφερε τις νομικές υπηρεσίες για τις οποίες ζήτησε το ποσό των Λ.Κ.500». Ως αποτέλεσμα, απέρριψε την αγωγή. Είναι προφανές ότι η αναφορά σε Λ.Κ.500, αντί Λ.Κ.5.500, οφείλεται σε δακτυλογραφικό λάθος.

Την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ο εφεσείων αμφισβητεί με τον ένα και μοναδικό λόγο έφεσης. Τον παραθέτουμε:

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή λανθασμένα και/ή πεπλανημένα και/ή αδικαιολόγητα, χωρίς επαρκή και/ή καθόλου αιτιολογία και/ή σε αντίφαση με τα υπόλοιπα ευρήματά του απέρριψε την αγωγή του Ενάγοντα καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως ο Ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη συμφωνίας του με την Εναγομένη καθώς και τους όρους αυτής και τις νομικές του υπηρεσίες που της προσέφερε και για τις οποίες αξίωσε την συμφωνηθείσα αμοιβή των Λ.Κ.5.500 συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.»

Η επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα είχε ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι η επίμαχη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύεται τις διαπιστώσεις, στις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στη βάση των κοινά αποδεκτών γεγονότων και ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας. Σημειώνουμε ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν έχουν αμφισβητηθεί με αντέφεση.

Η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα μας βρίσκει σύμφωνους και συνακόλουθα η έφεση θα πρέπει να πετύχει. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει ότι η εκδοχή του εφεσείοντα, όπως αυτή προκύπτει τόσο από τις δικογραφημένες θέσεις του, όσο και από τη μαρτυρία του ίδιου και των μαρτύρων του, η οποία υπενθυμίζουμε σε αντίθεση με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης που απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, κρίθηκε αξιόπιστη και αποτέλεσε την πραγματική βάση των αναντίλεκτων διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, εδράζεται όχι επί της γραπτής δήλωσης της εφεσίβλητης ημερομηνίας 9/11/2001 (τεκμήριο 1), αλλά επί συμφωνίας η οποία επιβεβαιώνεται με την εν λόγω γραπτή δήλωση.

Δεδομένου ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη στο σύνολο της, ενώ αυτή του εφεσείοντα και των μαρτύρων του αφού κρίθηκε αξιόπιστη αποτέλεσε την πραγματική βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, τότε, ενόψει των εν λόγω διαπιστώσεων, η ορθότητα των οποίων υπενθυμίζουμε δεν αμφισβητείται με αντέφεση, και ιδιαίτερα ενόψει της διαπίστωσης ότι η εφεσίβλητη παρά τις αρχικές αντιρρήσεις που είχε προβάλει αναφορικά με την υπογραφή του τεκμηρίου 1, στη συνέχεια συμφώνησε και το υπέγραψε και της διαπίστωσης ότι η εφεσίβλητη συμφώνησε όπως στην αμοιβή του εφεσείοντα περιληφθεί και η αμοιβή του για τις νομικές υπηρεσίες που ο εφεσείων είχε προσφέρει στο Μ.Ε.2, θέμα ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας δεν εγειρόταν έτσι ώστε να απαιτείται η εξέταση του πρωτοδίκως, όπως δεν εγειρόταν θέμα αναφορικά με το ποιες ήταν οι νομικές υπηρεσίες που ο εφεσείων είχε προσφέρει στο Μ.Ε.2 και ποιο το ύψος του αναλογούντος για τις εν λόγω υπηρεσίες ποσοστού αμοιβής του εφεσείοντα, έτσι ώστε να δικαιολογείται η ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου, έστω και obiter,   με το εν λόγω θέμα. Για τους ίδιους λόγους δεν είχε θέση στους προβληματισμούς που απασχόλησαν το πρωτόδικο δικαστήριο ο προβληματισμός κατά πόσο η παράλληλη με την παροχή νομικών υπηρεσιών στην εφεσίβλητη, παροχή νομικών υπηρεσιών και στο Μ.Ε.2, ενέπλεκε τον εφεσείοντα στην ανεπιθύμητη κατάσταση συγκρουόμενων συμφερόντων. Ας μην ξεχνούμε ότι η υπογραφή του τεκμηρίου 1 από την εφεσίβλητη αποτελούσε, όπως εξάλλου και το πρωτόδικο δικαστήριο διαπιστώνει, επιβεβαίωση των συμφωνηθέντων. Συνεπώς, όχι μόνο εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε θέμα ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας, αλλά και πεπλανημένα οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τη συμφωνία που επικαλείται και τους όρους της και ότι πρόσφερε τις νομικές υπηρεσίες για τις οποίες αξίωνε το συγκεκριμένο ποσό.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης για Λ.Κ.5.500 (€9.397,31). Στο εν λόγω ποσό περιλαμβάνεται και το αναλογούν Φ.Π.Α. Το εν λόγω ποσό θα φέρει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι εξόφλησης. Υπέρ του εφεσείοντα επιδικάζονται επίσης όλα τα πρωτόδικα έξοδα, όπως και τα έξοδα της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός εάν συμφωνηθούν μεταξύ των διαδίκων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Εκδίδεται απόφαση ως η έκθεση απαίτησης στην αγωγή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο