ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 625
3 Απριλίου, 2012
[XΑΤΖΗXAMΠΗΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, KΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΠΕΤΡΑΚΗ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 35/2010)
Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Απόρριψη έφεσης με την οποία το Οικογενειακό Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης ― Υπόμνηση εφετείου ότι το θέμα θα μπορούσε να είχε αποφασιστεί προδικαστικά χωρίς να ακουστεί η υπόθεση στην ολότητα της.
Η έφεση στράφηκε εναντίον κατάληξης του Οικογενειακού Δικαστηρίου με βάση την οποία δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης αίτησης περιουσιακών διαφορών λόγω ύπαρξης συμφωνίας που είχαν υπογράψει οι διάδικοι για πλήρη διευθέτηση των περιουσιακών σχέσεων.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε έγκυρη η επίδικη συμφωνία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Θέμα εγκυρότητας της επίδικης συμφωνίας ουδέποτε ηγέρθη στα δικόγραφα. Η εφεσείουσα ουδέποτε ανέφερε αυτή τη συμφωνία. Την ανέφερε ο ίδιος ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ποτέ από το Οικογενειακό Δικαστήριο ως επίδικο θέμα.
2. Από τις πρόνοιες της συμφωνίας προέκυπτε όχι μόνο να ήταν δεσμευτική αλλά και σαφέστατη ως προς τις πρόνοιες της. Τελεσιδίκως καθόριζε τις περιουσιακές σχέσεις και περιείχε τη ρητή πρόνοια ότι εγκαταλείπεται οποιαδήποτε απαίτηση της εφεσείουσας για συνεισφορά πέραν των διευθετήσεων στις οποίες είχε προβεί η συμφωνία.
3. Η υπόθεση χρειάστηκε να ακουστεί στην ολότητα της ενώ θα έπρεπε το θέμα να είχε αποφασιστεί προδικαστικά, προκειμένου περί αναμφισβήτητου γεγονότος, ώστε να είχε εξοικονομηθεί χρόνος και χρήμα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τουμαζή, Πρ. Οικ. Δικ.), (Αίτηση Αρ. 14/06), ημερομηνίας 8/10/2010.
Ρ. Χ"Αράπη (κα) για κ. Κ. Μελά, για την Εφεσείουσα.
Σ. Φασιουλώτης για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσίβλητο.
Ex tempore
XΑΤΖΗXAMΠΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο ζητώντας συνεισφορά κατά το ½ στην περιουσία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του εφεσίβλητου-συζύγου της. Η υπεράσπιση ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι εστερείτο δικαιοδοσίας το Οικογενειακό Δικαστήριο αφού οι διαφορές των διαδίκων είχαν μετατραπεί σε όρους συμφωνίας με την οποία όλες οι αξιώσεις που υπάρχουν ως προς την περιουσία είχαν διευθετηθεί. Το Δικαστήριο δεν επελήφθη προδικαστικώς αυτής της ενστάσεως αλλά φαίνεται ότι άκουσε και τη μαρτυρία για να καταλήξει στην απόφαση του, πρώτον ότι όντως η προδικαστική ένσταση ευσταθούσε και δεν είχε δικαιοδοσία να υπεισέλθει στην αίτηση, και δεύτερο ότι, και αν είχε λάθος επ' αυτού, θα κατέληγε, αξιολογώντας τη μαρτυρία, στο ότι δεν είχε αποδειχθεί αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου. Η συμφωνία στην οποία ανεφέρθη ο εφεσίβλητος και στην οποία βάσισε το Δικαστήριο την απόφαση του υπεγράφη την 7.9.2005 τιτλοφορούμενη «συμφωνία διευθέτησης περιουσιακών και προσωπικών σχέσεων συζύγων» και αναφέροντας ότι «τα Συμβαλλόμενα Μέρη κατέληξαν σε συμφωνία μεταξύ τους, η οποία αποσκοπεί να ρυθμίσει και διευθετήσει πλήρως τελικά και δεσμευτικά τις περιουσιακές τους σχέσεις, κατά τον τρόπο και με τους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται πιο κάτω ..». Και αναφέρονται σειρά όρων ως προς πάρα πολλές πτυχές των περιουσιακών στοιχείων και πραγμάτων με την κατάληξη στην παραγρ.5.1.6 ότι συμφωνεί η εφεσείουσα:
«Να εγκαταλείψει και με την παρούσα εγκαταλείπει πλήρως και ανεπιφύλακτα οποιαδήποτε αξίωση της για συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του ΜΑΡΙΟΥ και αναγνωρίζει περιπλέον ότι με την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας έχουν ικανοποιηθεί πλήρως και οριστικά όλες οι αξιώσεις της και δηλώνει ότι δεν θα εγείρει στο μέλλον οποιαδήποτε άλλη αξίωση σε σχέση με τη συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του ΜΑΡΙΟΥ»
Με την κατάληξη ότι η παρούσα συμφωνία περιέχει την πλήρη διευθέτηση των περιουσιακών σχέσεων.
Η έφεση στον πρώτο λόγο διατυπώνει το παράπονο ότι εσφαλμένα εθεωρήθη η συμφωνία αυτή ως έγκυρη. Θα ήταν αρκετό να παρατηρήσουμε ότι θέμα εγκυρότητας αυτής της συμφωνίας ουδέποτε ηγέρθη στα δικόγραφα. Η εφεσείουσα ουδέποτε ανέφερε αυτή τη συμφωνία και την ανέφερε ο ίδιος ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ποτέ από το Οικογενειακό Δικαστήριο ως επίδικο θέμα η εγκυρότητα αυτής της συμφωνίας.
Στο δεύτερο λόγο έφεσης εγείρονται θέματα που αφορούν και την εγκυρότητα αλλά και την εμβέλεια της συμφωνίας και αρκεί να επαναλάβουμε τις αναφορές που έχουμε κάνει στις πρόνοιες της συμφωνίας για να καταδειχθεί ότι ουδεμία βάση μπορεί να υφίσταται για το λόγο αυτό αφού η συμφωνία όχι μόνο είναι δεσμευτική αλλά και σαφέστατη ως προς τις πρόνοιες της. Τελεσιδίκως καθορίζει τις περιουσιακές σχέσεις και περιέχει τη ρητή πρόνοια ότι εγκαταλείπεται οποιαδήποτε απαίτηση της εφεσείουσας για συνεισφορά πέραν των διευθετήσεων στις οποίες έχει προβεί η συμφωνία.
Με τους άλλους λόγους έφεσης δεν θα ασχοληθούμε εφόσον αυτοί αφορούν την ουσία της υπόθεσης και την κρίση του Δικαστηρίου σε περίπτωση που η πρωταρχική κρίση του θα ήταν λανθασμένη. Θα πρέπει όμως να αναφέρουμε ότι η υπόθεση χρειάστηκε να ακουστεί στην ολότητα της ενώ θα έπρεπε το θέμα να είχε αποφασιστεί προδικαστικά, προκειμένου περί αναμφισβήτητου γεγονότος, ώστε να είχε εξοικονομηθεί χρόνος και χρήμα.
Απορρίπτοντας την έφεση, επιδικάζονται τα έξοδα στον εφεσίβλητο και εναντίον της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.