ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 342
8 Μαρτίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
CENTROVINCIAL PROPERTY INVESTMENTS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΥΠΟΥΡΓΟY ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 117/2008)
Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Δικαιώματα και υποχρεώσεις Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα τουρκοκυπριακών περιουσιών δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/91, όπως τροποποιήθηκε ― Διεκδίκηση δικαιώματος κατοχής ακινήτου του Εβκάφ από τους εφεσείοντες στη βάση ισχυριζόμενης συμφωνίας την οποία συνήψαν με το Εβκάφ, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 ― Κατά πόσο αποδείχθηκε η συμφωνία που να καταδεικνύει ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα κατοχής του επίδικου χώρου.
Οι εφεσείοντες με αγωγή που ήγειραν επιδίωξαν με την προώθηση διαφόρων αιτούμενων θεραπειών, την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης με την οποία θα αναγνωριζόταν η ισχύς συμφωνίας που υπέγραψαν το 1972 με το θρησκευτικό ίδρυμα των Τουρκοκυπρίων ΕΒΚΑΦ στη βάση της οποίας τους είχε παραχωρηθεί δικαίωμα εισόδου σε συγκεκριμένο ακίνητο στη Λευκωσία, ιδιοκτησίας του ΕΒΚΑΦ, για περίοδο 3 ετών.
Η αγωγή στρεφόταν εναντίον του Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών περιουσιών ο οποίος προέβαλε σχετική ανταπαίτηση ότι είχε τα δικαιώματα του τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας το Άρθρο 5 του νόμου περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91), (όπως ήταν πριν από την τροποποίηση του 2003) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν οποιονδήποτε δικαίωμα κατοχής το οποίο να ίσχυε κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του προαναφερόμενου νόμου (1.7.1991).
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, το προαναφερόμενο ακίνητο δεν εξαιρείτο από τη γενική πρόνοια ότι όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες περιέρχονται στον Κηδεμόνα. Επιπρόσθετα εκρίθη ότι, παρόλο που οι εφεσείοντες απέστειλαν επιστολή-προσφορά προς το ΕΒΚΑΦ την 7.6.75 για πληρωμή των συμφωνηθέντων ποσών και υπογραφή του συμφωνηθέντος μισθωτηρίου, το θέμα παρέμεινε μέχρι εκεί. Κατά συνέπεια την 1.7.91 υπήρχε μόνον η συμφωνία της 12.6.72, η οποία είχε λήξει. Δεδομένου ότι την 1.7.91 οι εφεσείοντες δεν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα κατοχής του ακινήτου, δυνάμει υφιστάμενης κατά την 20.7.74 έννομης σχέσης, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από τις πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου.
Συνακόλουθα η αγωγή απορρίφθηκε και εκρίθη περαιτέρω ότι η ανταπαίτηση του εφεσίβλητου, ο οποίος με τον προαναφερόμενο νόμο (μη λαμβανομένης υπόψη της τροποποίησης του 2003) είχε τα δικαιώματα του τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη, ευσταθούσε. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε το προαναφερόμενο διάταγμα και τη διακήρυξη, που αξιώνονταν στην ανταπαίτηση, επιδικάζοντας όμως μόνον ονομαστικές αποζημιώσεις, υπέρ του εφεσίβλητου.
Με την έφεση υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Ήταν εσφαλμένη η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο τροποποιητικός νόμος 59(Ι)/2003 δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
β) Ήταν εσφαλμένη η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στον όρο «δικαιώματα κατοχής», στο Άρθρο 5 του βασικού νόμου, έστω και όπως ήταν πριν από την τροποποίηση. Κατά τους εφεσείοντες αυτοί είχαν δικαιώματα κατοχής έστω και όχι αποκλειστικής κατοχής αλλά περιορισμένης κατοχής, τα οποία όμως προστατεύονταν από το Άρθρο 5 του βασικού νόμου.
γ) Εσφαλμένα το δικαστήριο δεν επέτρεψε διευκρινιστική ερώτηση σε μάρτυρα.
δ) Προέκυπτε νομική πλάνη του πρωτόδικου δικαστηρίου από την κρίση του ότι τυχόν διακήρυξη ως η αιτούμενη θεραπεία, θα αποτελούσε καταστρατήγηση των διατάξεων του βασικού νόμου.
ε) Η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειτο στα Άρθρα 26 και/ή 23 του Συντάγματος και/ή στο Άρθρο 1 της ΕΣΔΑ.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στις 2.3.1992 ήταν ουσιαστικά η πρώτη και τελευταία φορά κατά την οποίαν οι εφεσείοντες απευθύνθηκαν στον εφεσίβλητο και του ζήτησαν την εφαρμογή της αρχικής συμφωνίας με το ΕΒΚΑΦ και την υπογραφή της μακροχρόνιας μίσθωσης, επικαλούμενοι τις πρόνοιες του αρχικού νόμου 139/91 ζητώντας από τον εφεσίβλητο να ασκήσει τις εξουσίες που του παρείχε ο νόμος εκείνος ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Ο εφεσίβλητος απάντησε με επιστολή ημερ. 7.7.1992. Με αυτά τα δεδομένα, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τα επίδικα θέματα στη βάση του νομικού καθεστώτος που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο που ήταν πριν να τεθεί σε ισχύ ο τροποποιητικός νόμος 59(Ι)/2003.
2. Δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαιώματα κατοχής, την 1.7.1991, τα οποία διαφυλάσσονταν από το Άρθρο 5 του βασικού νόμου και τούτο διότι τα δικαιώματα τους περιορίζονταν ουσιαστικά σε, δικαιώματα εισόδου για συγκεκριμένους σκοπούς και θα ίσχυαν από την υπογραφή της συμφωνίας του 1972 μέχρι την παραχώρηση της μακροχρόνιας μίσθωσης, η οποία όμως ουδέποτε πραγματοποιήθηκε.
3. Το ότι στην αρχική συμφωνία οι εφεσείοντες ονομάζονταν ενοικιαστές (tenants) και το ποσό που θα κατέβαλλαν τα πρώτα τρία χρόνια ονομάστηκε ενοίκιο (rent) δεν μετέβαλλε το δικαίωμα εισόδου που τους παραχωρήθηκε, για συγκεκριμένους σκοπούς, σε δικαίωμα κατοχής.
4. Δεν ήταν εσφαλμένη η απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει δεύτερη ερώτηση σε μάρτυρα επί του ιδίου θέματος, από τον συνήγορο των εφεσειόντων. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της κατοχής του ακινήτου στο οποίο αφορούσε η ερώτηση ήταν ζήτημα νομικό.
5. Η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τυχόν διακήρυξη ότι η συμφωνία ημερ. 12.6.72, ίσχυε και δέσμευε τον εναγόμενο, θα είχε ως συνέπεια την καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου, έθετε το ζήτημα σε παραμέτρους υπό το πρίσμα των όσων προηγουμένως είχε εξηγήσει, δηλαδή ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαιώματα κατοχής του ακινήτου την 1.7.1991, τα οποία πήγαζαν από έννομη σχέση που ήταν υφιστάμενη κατά την 20.7.74.
6. Ο λόγος έφεσης περί αντίθεσης με το Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ ήταν αόριστος.
7. Τα προαναφερόμενα λέχθηκαν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τροποποίηση που επήλθε με το Ν 59(Ι)/2003 και ειδικά με την αντικατάσταση του παλαιού άρθρου 5 με νέο Άρθρο 5, στο οποίο προνοείται ότι ο Κηδεμόνας θα έχει (δηλαδή μετά την τροποποίηση) όλα τα δικαιώματα «και τις υποχρεώσεις» που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης των περιουσιών. Ποιά είναι τα τυχόν δικαιώματα των εφεσειόντων έναντι του εφεσίβλητου και ποιες οι υποχρεώσεις του εφεσίβλητου έναντι των εφεσειόντων, μετά την προαναφερόμενη τροποποίηση, δεν ήταν επίδικο ζήτημα και δεν απασχόλησε περαιτέρω.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5464/99), ημερομηνίας 14/3/2008.
Αλ. Μαρκίδης, για τους Εφεσείοντες.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λευκωσία. Την 12.6.1972 οι εφεσειόντες υπέγραψαν συμφωνία με το θρησκευτικό ίδρυμα των Τουρκοκυπρίων ΕΒΚΑΦ στη βάση της οποίας το ΕΒΚΑΦ παραχώρησε στους εφεσείοντες δικαίωμα εισόδου σε συγκεκριμένο ακίνητο στη Λευκωσία, ιδιοκτησίας του ΕΒΚΑΦ, για περίοδο 3 ετών. Eφόσον ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις που έθετε η συμφωνία παρείχετο στους εφεσείοντες δικαίωμα (option) για μίσθωση του ακινήτου για περίοδο 101 ετών επίσης υπό όρους. Η συμφωνία κατατέθηκε ως τεκμήριο 4.
Με την αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εναντίον του Υπουργού Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσίων, που καταχωρήθηκε στις 10.5.1999 οι εφεσείοντες αξίωσαν:
(α) Διακήρυξη του δικαστηρίου ότι η γραπτή συμφωνία μεταξύ εφεσειόντων και ΕΒΚΑΦ ημερ. 12.6.1972 εξακολουθεί να ισχύει και/ή να δεσμεύει τον εφεσίβλητο-εναγόμενο.
(β) Ειδική εκτέλεση της προαναφερόμενης συμφωνίας και/ή αποζημιώσεις αντ' αυτής.
(γ) Διακήρυξη του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δικαιούνται να κατέχουν και να συνεχίσουν να κατέχουν το προαναφερόμενο ακίνητο.
(δ) Διακήρυξη του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες έχουν δικαίωμα επισχέσεως επί των εν λόγω ακινήτων για τα ποσά τα οποία αυτοί πλήρωσαν στον ιδιοκτήτη.
(ε) Διάταγμα απαγορεύον στον εφεσίβλητο να επεμβαίνει καθ' οιονδήποτε τρόπο επί της κατοχής του ακινήτου.
(στ) Αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση στις 28.9.2001. Με την ανταπαίτηση ο εφεσίβλητος ζήτησε: (α) δήλωση του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται να εισέρχονται στο προαναφερόμενο ακίνητο και/ή να το κατέχουν ή να το χρησιμοποιούν ή να το εκμεταλλεύονται ή να επεμβαίνουν καθ' οιονδήποτε τρόπο σ' αυτό και/ή να επιτρέπουν σε άλλους να εισέρχονται σ' αυτό, (β) απαγορευτικό διάταγμα εμποδίζον τους εφεσείοντες να εισέρχονται και/ή να κατέχουν ή χρησιμοποιούν ή εκμεταλλεύονται ή επεμβαίνουν καθ' οιονδήποτε τρόπο στο προαναφερόμενο ακίνητο και (γ) αποζημιώσεις.
Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου εκδόθηκε στις 14.3.2008. Με αυτήν απορρίφθηκε η απαίτηση των εφεσειόντων με έξοδα και πέτυχε μερικώς η ανταπαίτηση του εφεσιβλήτου. Το δικαστήριο εξέδωσε τη δήλωση και το διάταγμα που ζητούνταν με την ανταπαίτηση αλλά επεδίκασε μόνον ποσό €20.- ως ονομαστικές αποζημιώσεις εναντίον των εφεσειόντων καθότι έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε αποδείξει οποιαδήποτε ουσιαστική ζημιά, εφόσον δεν πρόσφερε μαρτυρία για την ενοικιαστική αξία του ακινήτου.
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εφεσειόντων, δηλαδή του κ. Λούη Κλάππα και του κ. Sefik Isik. Ο πρώτος μάρτυρας ήταν διευθυντής και μέτοχος των εφεσειόντων κατά το χρόνο της έκδοσης της απόφασης ενώ ο δεύτερος μάρτυρας ήταν διευθυντής του Τμήματος Ακίνητης Ιδιοκτησίας του ΕΒΚΑΦ. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία και των δύο μαρτύρων εκτός από δύο σημεία, πρώτο αυτό της κατοχής του επίδικου ακινήτου από τις 12.6.72 μέχρι την 20.7.74 και συγκεκριμένα κατά την 20.7.74. Ο κ. Κλάππας είπε ότι το ακίνητο βρισκόταν στην κατοχή των εφεσειόντων ενώ ο κ. Isik είπε ότι το ακίνητο βρισκόταν στην κατοχή του ΕΒΚΑΦ. Το πρωτόδικο δικαστήριο, για λόγους που ανέφερε, δέχθηκε την εκδοχή του δεύτερου μάρτυρα σ' αυτό το σημείο. Συναφώς έλαβε υπόψη και ερμήνευσε τον όρο 10 της συμφωνίας ημερ. 12.6.72 - τεκμηρίου 4. Έλαβε επίσης υπόψη και το περιεχόμενο του τεκμηρίου 13 που είναι επιστολή των εφεσειόντων προς τον Πρόεδρο του ΕΒΚΑΦ ημερ. 7.6.75 στην οποία, μεταξύ άλλων, οι εφεσείοντες ζητούσαν την ελεύθερη κατοχή του ακινήτου. Το δεύτερο σημείο ήταν το κατά πόσον, κατά την περίοδο 1972-1975, οι εφεσείοντες πλήρωσαν το προβλεπόμενο στην προαναφερόμενη συμφωνία ενοίκιο των £10.000.- ετησίως. Σ' αυτό το σημείο δέχθηκε την εκδοχή του πρώτου μάρτυρα των εναγόντων ότι το ενοίκιο, και για τα τρία έτη όπως και έξοδα χαρτοσήμων, δηλαδή συνολικό ποσό £30.600.- καταβλήθηκε στο ΕΒΚΑΦ.
Με βάση τα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την ενώπιον του μαρτυρία, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα εξής:
Οι εφεσείοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία την 12.6.72 συνήψε την έγγραφη συμφωνία, τεκμήριο 4, με το ΕΒΚΑΦ, το οποίο είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου με αρ. εγγραφής 930 και 404, Φυλ./Σχ. ΧΧΙ.46.5, τεμάχια 1 και 3, τοποθεσία Τρυπιώτη, στη Λευκωσία. Η συμφωνία εκείνη αφορούσε στην παραχώρηση δικαιώματος εκμετάλλευσης και ενοικίασης του προαναφερόμενου ακινήτου από τους εφεσείοντες και έτυχε της έγκρισης της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης που συνιστούσε προϋπόθεση της συμφωνίας. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας και με σκοπό την υλοποίηση της έγιναν μελέτες, αρχιτεκτονικά σχέδια, εκτίμηση του ακινήτου και μελέτες για την ανάπτυξη του ακινήτου. Επίσης οι εφεσείοντες προσέγγισαν διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα με σκοπό την επίδειξη ενδιαφέροντος για την ως άνω ανάπτυξη. Επιπρόσθετα έγινε περίφραξη του χώρου του ακινήτου με έξοδα των εφεσειόντων, ύψους £1.600.-. Την 7.6.75 οι εφεσείοντες, μέσω των Ηνωμένων Εθνών, απέστειλαν στο ΕΒΚΑΦ την επιστολή τεκμήριο 13 στην οποία αναγράφεται ότι αυτοί προέβησαν στις αναγκαίες διευθετήσεις για την πληρωμή στο ΕΒΚΑΦ του ποσού των £325.500.- που αποτελούσε το συμφωνηθέν ποσό των £300.000.- (στη συμφωνία- τεκμήριο 4/ premium), τόκο επ' αυτού για ένα χρόνο και £10.500.- ενοίκιο (ground rent) για την περίοδο 12.6.75-11.6.76. Ενόψει των προαναφερομένων οι εφεσείοντες καλούσαν το ΕΒΚΑΦ να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την υπογραφή της προαναφερόμενης μακροχρόνιας μίσθωσης των 101 ετών και να παραδώσει στους εφεσείοντες ελεύθερη κατοχή του ακινήτου μέχρι την 11.6.75. Στη συνέχεια ακολούθησε η αλληλογραφία των τεκμηρίων 14-18 μεταξύ των εφεσειόντων και του Επάρχου Λευκωσίας αρχικά και στη συνέχεια του εφεσίβλητου, αναφορικά με το ακίνητο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη συνέχεια, εξέτασε τις θέσεις και τις εισηγήσεις των δύο πλευρών. Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι η συμφωνία ημερ. 12.6.72 βρισκόταν σε ισχύ και ήταν δεσμευτική για τον εφεσίβλητο και επομένως ότι αυτός παράνομα και αντισυμβατικά τερμάτισε τη συμφωνία με την επιστολή του ημερ. 7.7.92 (τεκμήριο 18). Αντίθετα η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι η συμφωνία ημερ. 12.6.72 δεν ήταν σε ισχύ καθότι οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν τις προϋποθέσεις για άσκηση του δικαιώματος (option) αλλά ούτε και ποτέ άσκησαν τέτοιο δικαίωμα. Δεν αμφισβητείται ότι η μακροχρόνια μίσθωση δεν υπογράφηκε ποτέ, ούτε βέβαια και κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τις σχετικές πρόνοιες του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91), όπως τροποποιήθηκε. Είπε, συναφώς, ότι οι πρόνοιες του Τροποποιητικού Νόμου 59(Ι)/2003 δεν είχαν οποιανδήποτε εφαρμογή λαμβανομένου υπόψη του Άρθρου 13 του τροποποιητικού νόμου όπου ρητά αναφέρεται ότι αυτός τίθεται σε ισχύ στις 13.6.2003 (μέρος του) και την 1.4.2004 (το υπόλοιπο μέρος του). Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής προφανώς έκρινε ότι, εφόσον η αγωγή καταχωρήθηκε το 1999, θα έπρεπε να κριθεί με βάση τον προαναφερόμενο νόμο, όπως είχε τροποποιηθεί μέχρι το 1999 και όχι αργότερα. Ερμηνεύοντας το Άρθρο 5 του νόμου (όπως ήταν πριν την τροποποίηση του 2003) το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν οποιονδήποτε δικαίωμα κατοχής το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του προαναφερόμενου νόμου (1.7.1991) και επομένως ότι το προαναφερόμενο ακίνητο δεν εξαιρείτο από τη γενική πρόνοια ότι όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες περιέρχονται στον Κηδεμόνα. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, παρόλο που οι εφεσείοντες απέστειλαν επιστολή-προσφορά προς το ΕΒΚΑΦ την 7.6.75 (τεκμήριο 13), για πληρωμή των συμφωνηθέντων ποσών και υπογραφή του συμφωνηθέντος μισθωτηρίου, το θέμα παρέμεινε μέχρι εκεί. Κατά συνέπεια την 1.7.91 υπήρχε μόνον η συμφωνία της 12.6.72 (τεκμήριο 4), η οποία είχε λήξει. Δεδομένου λοιπόν ότι την 1.7.91 οι εφεσείοντες δεν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα κατοχής του ακινήτου, δυνάμει υφιστάμενης κατά την 20.7.74 έννομης σχέσης, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από τις πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου. Συνεπώς η απαίτηση τους δεν ευσταθούσε ενώ η ανταπαίτηση του εφεσίβλητου, ο οποίος με τον προαναφερόμενο νόμο (μη λαμβανομένης υπόψη της τροποποίησης του 2003) είχε τα δικαιώματα του τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη, ευσταθούσε. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε το προαναφερόμενο διάταγμα και τη διακήρυξη, που αξιώνονταν στην ανταπαίτηση, επιδικάζοντας όμως μόνον ονομαστικές αποζημιώσεις, υπέρ του εφεσίβλητου.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος αφορά την κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο τροποποιητικός νόμος 59(Ι)/2003 δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη επειδή τέθηκε σε ισχύ μερικώς την 13.6.2003 και μερικώς την 1.4.2004. Οι εφεσείοντες δέχονται ότι ο τροποποιητικός νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ αλλά εισηγούνται ότι ο εφεσίβλητος, από της ενάρξεως της ισχύος του νόμου, υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που θα είχε ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης των τουρκοκυπριακών περιουσίων και να εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε νόμιμη σύμβαση στην οποίαν ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης είναι συμβαλλόμενο μέρος.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στον όρο «δικαιώματα κατοχής», στο Άρθρο 5 του βασικού νόμου, έστω και όπως ήταν πριν την τροποποίηση. Κατά τους εφεσείοντες αυτοί είχαν δικαιώματα κατοχής έστω και όχι αποκλειστικής κατοχής αλλά περιορισμένης κατοχής, τα οποία όμως προστατεύονταν από το Άρθρο 5 του βασικού νόμου.
Ο τρίτος λόγος έφεσης σχετίζεται επίσης με το ζήτημα της κατοχής αλλά κατά την 20.7.74. Όπως αναφέρθηκε, ο Μ.Ε.2, του οποίου τη μαρτυρία σ΄ αυτό το σημείο δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, είπε ότι τον Ιούλιο του 74 κατοχή του ακινήτου είχε το ΕΒΚΑΦ. Στη συνέχεια ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσείοντων προσπάθησε να υποβάλει κάποια διευκρινιστική ερώτηση επικαλούμενος και τη δυσκολία της μετάφρασης από την τουρκική στην ελληνική γλώσσα. Το δικαστήριο δεν επέτρεψε την διευκρινιστική ερώτηση, εσφαλμένα κατά τους εφεσείοντες.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό νομική πλάνη του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο αποφάνθηκε ότι τυχόν διακήρυξη ότι η συμφωνία, τεκμήριο 4, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ και να είναι δεσμευτική για τον εφεσίβλητο, θα αποτελούσε καταστρατήγηση των διατάξεων του βασικού νόμου. Κατά τους εφεσείοντες δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε καταστρατήγηση αν το πρωτόδικο δικαστήριο προέβαινε σε τέτοια διακήρυξη εφόσον είναι προφανής η πρόθεση του νομοθέτη να διαφυλάξει όλες τις νόμιμες συμβάσεις που είχαν συναφθεί με τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες πριν από την τουρκική εισβολή και αυτό διαφαίνεται και από το Άρθρο 9 του προαναφερόμενου νόμου.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αναφέρει λακωνικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στα Άρθρα 26 και/ή 23 του Συντάγματος και/ή στο Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία δυνάμει του Άρθρου 169 του Συντάγματος.
Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάσισε τα επίδικα θέματα χωρίς να λάβει υπόψη του τον τροποποιητικό νόμο 59(Ι)/2003. Όπως ήδη αναφέραμε η αγωγή στο πρωτόδικο δικαστήριο καταχωρήθηκε το 1999. Όπως επίσης ήδη παρατηρήσαμε η επιστολή των εφεσειόντων προς τον εφεσίβλητο (τεκμήριο 17) με την οποίαν οι δικηγόροι των εφεσειόντων διαβίβασαν υπόμνημα, αναφορικά με τη συμφωνία μίσθωσης του ακινήτου, και τελικά, με αίτημά τους, ζήτησαν από τον εφεσίβλητο την εφαρμογή των όρων της αρχικής συμφωνίας και την υπογραφή της σχετικής μίσθωσης, είναι ημερ. 2.3.1992. Αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη και τελευταία φορά κατά την οποίαν οι εφεσείοντες απευθύνθηκαν στον εφεσίβλητο και του ζήτησαν την εφαρμογή της αρχικής συμφωνίας με το ΕΒΚΑΦ και την υπογραφή της μακροχρόνιας μίσθωσης, επικαλούμενοι τις πρόνοιες του αρχικού νόμου 139/91 και ζητώντας από τον εφεσίβλητο να ασκήσει τις εξουσίες που του παρείχε ο νόμος εκείνος ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Ο εφεσίβλητος απάντησε στην επιστολή/ τεκμήριο 17 με την επιστολή/τεκμήριο 18, ημερ. 7.7.1992. Με αυτά τα δεδομένα θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τα επίδικα θέματα στη βάση του νομικού καθεστώτος που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο που ήταν πριν να τεθεί σε ισχύ ο τροποποιητικός νόμος 59(Ι)/2003.
Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι η κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία του πρωτόδικου δικαστηρίου στον όρο «δικαιώματα κατοχής» στο Άρθρο 5 του προαναφερόμενου βασικού νόμου. Το Άρθρο 5 του Ν. 139/91, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το Άρθρο 5 του Ν. 59(Ι)/2003, προνοούσε ότι όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες περιέρχονται στον Κηδεμόνα, ο οποίος έχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή αυτών και να τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 139/91, χωρίς όμως επηρεασμό των υφιστάμενων, κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του νόμου εκείνου, δικαιωμάτων κατοχής προς όφελος τρίτων προσώπων, δυνάμει υφιστάμενης, κατά τις 20.7.74, έννομης σχέσης μεταξύ των τρίτων προσώπων και των ιδιοκτητών. Ο Ν. 139/91 τέθηκε σε ισχύ την 1.7.1991. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ο όρος «δικαιώματα κατοχής» που απαντάται στο προαναφερόμενο Άρθρο 5 έχει νομική έννοια την οποίαν και επεξήγησε. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο οι εφεσείοντες, κατά την έναρξη της ισχύος του προαναφερόμενου νόμου την 1.7.1991, δεν είχαν δικαίωμα κατοχής του ακινήτου. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο στο σημείο αυτό. Η αρχική συμφωνία, τεκμήριο 4, είχε ισχύ τρία χρόνια, από 12.6.72 μέχρι 11.6.75. Κατά τη διάρκεια της αρχικής συμφωνίας οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα εισόδου στο ακίνητο καθ' οιονδήποτε χρόνο για σκοπούς λήψης των αναγκαίων μέτρων για τη διεκπεραίωση των εργασιών που θα έπρεπε να κάμουν μέχρι το 1975 και πριν την υπογραφή της μακροχρόνιας μίσθωσης. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το προαναφερόμενο δικαίωμα εισόδου των εφεσειόντων, που τους παρέχεται από την παράγραφο (10) της αρχικής συμφωνίας, και το οποίο περιοριζόταν χρονικά μέχρι την παραχώρηση της μίσθωσης (που θα έπρεπε να είχε γίνει μέχρι το 1975), έδινε δικαίωμα «κατοχής» του ακινήτου στους εφεσείοντες, την 1.7.1991. Δεν μας διαφεύγει ότι σύμφωνα με την παράγραφο (5) της αρχικής συμφωνίας, τεκμήριο 4, για να είναι υπόχρεοι οι ιδιοκτήτες (ΕΒΚΑΦ) να παραχωρήσουν τη μακροχρόνια σύμβαση θα έπρεπε να ικανοποιηθούν πρώτα ότι οι εφεσείοντες είχαν συμπληρώσει όλα τα έργα που προνοούνταν στη συμφωνία και είχαν λάβει και όλες τις αναγκαίες άδειες και εγκρίσεις προς τούτο (για τα οποία δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου), πέραν βέβαια και της καταβολής του ποσού των £300.000.- στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε.
Κατά την κρίση μας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαιώματα κατοχής, την 1.7.1991, τα οποία διαφυλάσσονταν από το Άρθρο 5 του βασικού νόμου και τούτο διότι τα δικαιώματα τους περιορίζονταν ουσιαστικά σε, δικαιώματα εισόδου για συγκεκριμένους σκοπούς και θα ίσχυαν από την υπογραφή της συμφωνίας του 1972 μέχρι την παραχώρηση της μακροχρόνιας μίσθωσης, η οποία όμως ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Το ότι στην αρχική συμφωνία οι εφεσείοντες ονομάζονται ενοικιαστές (tenants) και το ποσό που θα κατέβαλλαν τα πρώτα τρία χρόνια ονομάζεται ενοίκιο (rent) δεν μεταβάλλει το δικαίωμα εισόδου που τους παραχωρήθηκε, για συγκεκριμένους σκοπούς, σε δικαίωμα κατοχής.
Το τρίτο σημείο είναι εκείνο της κατοχής κατά την 20.7.74 και της απαγόρευσης του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιτρέψει την υποβολή διευκρινιστικής ερώτησης στο Μ.Ε. 2 αναφορικά με το ζήτημα αυτό. Ο Μ.Ε. 2 ήταν μάρτυρας των εναγόντων-εφεσειόντων και είχε ήδη απαντήσει ότι την 20.7.74 κατοχή του ακινήτου είχε το ΕΒΚΑΦ. Το δικαστήριο δεν επέτρεψε δεύτερη ερώτηση επί του ιδίου θέματος, από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων. Δεν θεωρούμε λανθασμένη τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της κατοχής του ακινήτου είναι ζήτημα νομικό και εξαρτάται από την ερμηνεία των, μεταξύ των διαδίκων, συμφωνιών.
Το τέταρτο ζήτημα που απασχολεί είναι η κατ' ισχυρισμό νομική πλάνη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αν προέβαινε σε διακήρυξη ότι η συμφωνία, τεκμήριο 4, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ και να είναι δεσμευτική για τον εφεσίβλητο, αυτό θα συνιστούσε καταστρατήγηση των διατάξεων του βασικού νόμου. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής ανέφερε στη σελ. 13 της απόφασης του ότι τυχόν διακήρυξη ότι η συμφωνία ημερ. 12.6.72, «με τις παραμέτρους που έχουν αναλυθεί πιο πάνω», ισχύει και δεσμεύει τον εναγόμενο, αυτό θα είχε ως συνέπεια την καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου. Θεωρούμε ότι η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σε παραμέτρους που αναλύθηκαν προηγουμένως, θέτει το θέμα υπό το πρίσμα των όσων προηγουμένως είχε εξηγήσει, δηλαδή ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαιώματα κατοχής του ακινήτου την 1.7.1991, τα οποία πήγαζαν από έννομη σχέση που ήταν υφιστάμενη κατά την 20.7.74 και επομένως ότι τα οποιαδήποτε δικαιώματα τους δεν ενέπιπταν στην εξαίρεση του προαναφερόμενου Άρθρου 5 του βασικού νόμου. Είναι με αυτή την έννοια που, κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στην προαναφερόμενη αναφορά και με αυτή την διασαφήνιση δεν διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αναφέρει λακωνικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στα Άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος και στο Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Δεν μπορεί να επιτύχει αυτός ο λόγος εφόσον είναι αόριστος και δεν αναλύεται.
Καταλήξαμε στα προαναφερόμενα συμπεράσματα με γνώμονα ότι το αίτημα των εφεσειόντων υποβλήθηκε στον εφεσίβλητο το 1992, όταν ίσχυε ο βασικός νόμος χωρίς την τροποποίηση του 2003, οπόταν εκείνο που εξαιρείτο από τη δικαιοδοσία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ήταν μόνο τα δικαιώματα κατοχής τουρκοκυπριακών ακινήτων που βασίζονταν σε έννομη σχέση που υπήρχε την 20.7.74 και τα οποία βρίσκονταν σε ισχύ την 1.7.1991, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του προαναφερόμενου νόμου. Θεωρήσαμε ότι, δυνάμει της αρχικής συμφωνίας, τεκμήριο 4, οι εφεσείοντες δεν είχαν τέτοια δικαιώματα κατοχής, την 1.7.1991 εφόσον, ορθά ή λανθασμένα, η μακροχρόνια μίσθωση, για την οποίαν οι εφεσείοντες είχαν μόνο δικαίωμα επιλογής (υπό όρους), ουδέποτε υπογράφηκε και ουδέποτε κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο. Είναι ορθό ότι οι εφεσείοντες πρόσφεραν, με την προαναφερόμενη επιστολή τους, τεκμήριο 13, ποσό £325.500.- στο ΕΒΚΑΦ, όμως στην επιστολή εκείνη, ημερ. 7.6.75, οι εφεσείοντες καμιά αναφορά έκαμαν στην εκπλήρωση των άλλων όρων και προϋποθέσεων που προβλέπονταν στην αρχική συμφωνία, τεκμήριο 4 (εκτός από την προσφορά για καταβολή του premium), και οι οποίοι ήταν απαραίτητοι για να δικαιούνται οι εφεσείοντες να ασκήσουν το δικαίωμα επιλογής τους για την μακροχρόνια μίσθωση, έναντι του ΕΒΚΑΦ.
Τα προαναφερόμενα λέχθηκαν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τροποποίηση που επήλθε με το Ν 59(Ι)/2003 και ειδικά με την αντικατάσταση του παλαιού Άρθρου 5 με νέο Άρθρο 5, στο οποίο προνοείται ότι ο Κηδεμόνας θα έχει (δηλαδή μετά την τροποποίηση) όλα τα δικαιώματα «και τις υποχρεώσεις» που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης των περιουσιών. Ποιά είναι τα τυχόν δικαιώματα των εφεσειόντων έναντι του εφεσίβλητου και ποιες οι υποχρεώσεις του εφεσίβλητου έναντι των εφεσειόντων, μετά την προαναφερόμενη τροποποίηση, δεν είναι επίδικο ζήτημα το οποίο και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.