ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 279

6 Μαρτίου, 2012

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείων-Καθ' oυ η αίτηση,

v

ΜΑΡΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Έφεση Αρ. 19/2010)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Διεκδίκηση μεριδίου από τη σύζυγο στην περιουσία του συζύγου της που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου ― H συνεισφορά αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου ― Όταν δεν αποδειχθεί το ύψος της συνεισφοράς, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης ― Εδάφιο (2) του Άρθρου 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε ― Επικύρωση απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου για επιδίκαση υπέρ της συζύγου ποσού το οποίο αποτελούσε μέρος της αύξησης της περιουσίας του πρώην συζύγου προερχόμενο από τη συμβολή της ιδίας.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της πρώην συζύγου του σε διαδικασία περιουσιακών διαφορών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι και οι δύο διάδικοι συνεισέφεραν στην αύξηση της περιουσίας σε σχέση τόσο με την οικογενειακή οικία όσο και με τα διαμερίσματα.

Διαπίστωσε ωστόσο  ότι ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να εξευρεθεί με πραγματικό υπολογισμό η συνεισφορά της Αιτήτριας στη δημιουργία της επίδικης περιουσίας και συνακόλουθα εφάρμοσε το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Ν. 232/1991 και απέδωσε στην Εφεσίβλητη το 1/3 της αύξησης. Ως προς τον υπολογισμό της αύξησης, το Δικαστήριο βασίστηκε στην εκτίμηση του εκτιμητή τον οποίο είχε καλέσει η Εφεσίβλητη, απορρίπτοντας τη μαρτυρία των εκτιμητών  του Εφεσείοντα.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Ότι ο εφεσείων εμφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία χωρίς δικηγόρο.

β) Με την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς τα αντίστοιχα εισοδήματα των διαδίκων παραγνωρίστηκε ότι η δική του συνεισφορά ήταν μεγίστη και εκείνη της Εφεσίβλητης μηδαμινή.

γ)  Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τα διαμερίσματα ανεγέρθηκαν από τους διαδίκους και όχι από τον Εφεσείοντα και μόνο, με συνεισφορά της μητέρας και της αδελφής του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο λόγος έφεσης σχετικά με την εμφάνιση του εφεσείοντα χωρίς δικηγόρο στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν ανεδαφικός. Ούτε ο λόγος έφεσης ούτε η αιτιολογία του προσδιόριζαν οποιοδήποτε συγκεκριμένο σφάλμα του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με το γεγονός αυτό. Η δε παρουσίαση της υπόθεσης του χωρίς δικηγόρο ήταν επιλογή του ίδιου του Εφεσείοντα.

2.  Δεν μπορούσε να διαπιστωθεί έρεισμα στις εισηγήσεις του Εφεσείοντα, που ουσιαστικά κάλεσε το Εφετείο να δεχθεί τη δική του εκδοχή που κάθε άλλο παρά είχε αντίκρισμα.

3.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου στηρίχθηκε πρωτίστως στα στοιχεία που προέρχονταν από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως προς τις δηλωθείσες απολαβές των διαδίκων που δεν μπορούσαν να ανατραπούν από αυθαίρετους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα. Δεν εντοπιζόταν σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την κοινή συνεισφορά.

4.  Ήταν ορθές οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη βάση της πιθανολόγησης, το ισοζύγιο έκλινε υπέρ της αποδοχής της θέσης της αιτήτριας.

5.  Ο εφεσείων αν και επιφυλάχθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, να προσκομίσει σχετική μαρτυρία από το Φόρο Εισοδήματος, τον οποίο επικαλέστηκε προς ενίσχυση του ισχυρισμού του περί επιπρόσθετων εισοδημάτων του εντούτοις ουδεμία τέτοια μαρτυρία προσκόμισε. Περαιτέρω η μαρτυρία του περί δήθεν επιπρόσθετων εισοδημάτων, ήταν γενική και αόριστη αφού ουδεμία αναφορά έκανε για το ύψος των εισοδημάτων που κατ' ισχυρισμό είχε από την εν λόγω επιπρόσθετη εργασία.

6.  Με αυτά τα δεδομένα, ουδόλως έπασχε η απόδοση στην Εφεσίβλητη μόνο του 1/3 δυνάμει του κατά νόμο τεκμηρίου.

7.  Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης και το εύρημα του Δικαστηρίου περί της ανέγερσης των διαμερισμάτων, ήταν επίσης απορριπτέος. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, ούτε η μητέρα ούτε η αδελφή έκαναν λόγο για κάτι τέτοιο στη μαρτυρία τους και ο Εφεσείων δεν τους έθεσε οτιδήποτε σχετικό σε αντεξέταση (αυτές είχαν κληθεί από την Εφεσίβλητη), ενώ εξ' άλλου η μαρτυρία ήταν ότι η οικονομική κατάσταση της αδελφής δεν της επέτρεπε να προβεί σε τέτοια επένδυση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης της Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Τσαγγαρίδης, Δικ. Οικ. Δικ.), (Αίτηση Αρ. 158/07), ημερομηνίας 7/5/2010.

Δ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χατζηπαναγιώτου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Η Εφεσίβλητη, με αίτηση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ζήτησε £250.000 ως η αξία της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του Εφεσείοντα. Η αίτηση κατεχωρήθη μετά από τη διάλυση, λίγους μήνες πριν, του γάμου των διαδίκων ο οποίος είχε τελεσθεί το 1993 και από τον οποίο είχαν δύο παιδιά. Η απαίτηση της Εφεσίβλητης αφορούσε δύο ακίνητα. Το ένα είναι η οικογενειακή οικία η οποία ανηγέρθη μεταξύ 1994 και 1996 σε οικόπεδο το οποίο αγοράσθηκε κατά τη διάρκεια του αρραβώνα το 1992 και ενεγράφη επ' ονόματι του Εφεσείοντα, κατά την Εφεσίβλητη εν μέρει από κοινές αποταμιεύσεις και εν μέρει από δάνειο με πρωτοφειλέτη τον Εφεσείοντα και εγγυήτρια την Εφεσίβλητη το οποίο και εξοφλήθηκε και από τους δύο. Το άλλο είναι ακίνητο του οποίου ο Εφεσείων είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης κατά το 1/4. Αρχικώς το ακίνητο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της μητέρας του Εφεσείοντα, ακολούθως δε αυτή εδώρησε το ½ στη θυγατέρα της και αδελφή του Εφεσείοντα η οποία ακολούθως μεταβίβασε το  στον Εφεσείοντα με αντάλλαγμα, κατά την Εφεσίβλητη, την αποπληρωμή χρέους της από την οικογένεια. Τότε εκτίσθησαν από τους διαδίκους και 4 διαμερίσματα στο ακίνητο άνωθεν της υφιστάμενης οικίας της αδελφής. Η απαίτηση αφορούσε επίσης κινητή περιουσία, η οποία όμως δεν θα μας απασχολήσει αφού το Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση ως προς αυτή και η απόφαση επί τούτου δεν εφεσιβλήθη. Η θέση της Εφεσίβλητης ήταν ότι η συνεισφορά της επεκτείνετο τόσο στις απολαβές από την εργασία της, που διετίθεντο για τις ανάγκες της οικογένειας και την εξόφληση των δανείων που είχαν συναφθεί για την ανέγερση της οικίας και των διαμερισμάτων, όσο και στον οικοκυρικό της ρόλο και ότι η ίδια εδικαιούτο το ½ μερίδιο της αύξησης.

Η θέση του Εφεσείοντα ήταν άκρως αρνητική, συνιστάμενη στο ότι τα εν λόγω ακίνητα τα εδικαιούτο αποκλειστικά καθ' όσον τα απέκτησε με αγορά και δωρεά με δικούς του πόρους και χωρίς οποιαδήποτε συνεισφορά της Εφεσίβλητης και ότι η ίδια δεν διέθετε ούτε δικά της εισοδήματα για την οικογένεια πλην μικροποσών, ο ίδιος έχοντας εξοφλήσει και τα δάνεια με δικά του χρήματα.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε ότι και οι δύο διάδικοι συνεισέφεραν στην αύξηση της περιουσίας σε σχέση τόσο με την οικογενειακή οικία όσο και με τα διαμερίσματα, παραλλήλως όμως διαπιστώνοντας ότι «είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να εξευρεθεί με πραγματικό υπολογισμό η συνεισφορά της Αιτήτριας στη δημιουργία της επίδικης περιουσίας». Εφάρμοσε λοιπόν το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Ν. 232/1991 και απέδωσε στην Εφεσίβλητη το 1/3 της αύξησης.  Ως προς τον υπολογισμό της αύξησης, το Δικαστήριο εβασίσθη στην εκτίμηση του εκτιμητή κ. Λοΐζου, τον οποίο είχε καλέσει η Εφεσίβλητη (και τον οποίο είχαν αρχικώς συμφωνήσει οι διάδικοι ως κοινό εκτιμητή), απορρίπτοντας τους εκτιμητές του Εφεσείοντα. Η εκτίμηση της αξίας της οικογενειακής οικείας ήταν €210.000 κατά την κατά το νόμο ημέρα της διάστασης και των διαμερισμάτων €268.000 μείον €50.000 ως η αξία του ¼μεριδίου της γης (το οποίο εθεωρήθη ότι συνιστούσε περιουσία που ο Εφεσείων απέκτησε δυνάμει δωρεάς προς αποκλειστικό όφελος του και χωρίς συνεισφορά της Εφεσίβλητης), ήτοι συνολικά €428.000. Αφαιρουμένων των συνολικών χρεών επί δανείων ύψους €143.637, η καθαρή αξία της αύξησης προέκυπτε να είναι €284.363. Εξεδόθη λοιπόν απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης για το ένα τρίτο, ήτοι €94.787,66.

Να αρχίσουμε αναφέροντας ότι ο λόγος έφεσης 4 που αφορά το ότι ο Εφεσείων εμφανίζετο χωρίς δικηγόρο είναι εντελώς ανεδαφικός. Ούτε ο λόγος έφεσης ούτε η αιτιολογία του προσδιορίζουν οποιοδήποτε συγκεκριμένο σφάλμα του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με το γεγονός αυτό. Εξ άλλου, η παρουσίαση της υπόθεσης του χωρίς δικηγόρο ήταν επιλογή του ίδιου του Εφεσείοντα, και να σημειώσουμε μάλιστα ότι το Δικαστήριο επέτρεψε στον Εφεσείοντα να έχει δύο στενοτυπίστριες που έπαιρναν πρακτικά προς όφελός του. Εκτιμούμε ότι τέτοιες εισηγήσεις δεν πρέπει να γίνονται στο εφετήριο με ελαφρότητα, έστω και αν, όπως συνέβη, δεν τους εδόθη συνέχεια αφού δεν αναπτύχθησαν καθόλου στο περίγραμμα.

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς τα αντίστοιχα εισοδήματα των διαδίκων, με κεντρικό παράπονο εκ μέρους του Εφεσείοντα ότι παρεγνωρίσθη ότι η δική του συνεισφορά ήταν μεγίστη και εκείνη της Εφεσίβλητης μηδαμινή. Δεν μπορεί να διαπιστωθεί έρεισμα στις εισηγήσεις του Εφεσείοντα, που ουσιαστικά καλεί το Εφετείο να δεχθεί τη δική του εκδοχή που κάθε άλλο παρά είχε αντίκρισμα. Να τονίσουμε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου εβασίσθη πρωτίστως στα στοιχεία που προήρχοντο από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως προς τις δηλωθείσες απολαβές των διαδίκων που δεν μπορούσαν να ανατραπούν από αυθαίρετους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα. Ούτε και μπορούμε να εντοπίσουμε λάθος στην προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την κοινή συνεισφορά, αρκεί δε να δηλώσουμε τη συμφωνία μας με το ακόλουθο απόσπασμα που περιέχει τις εύλογες όσο και ανάλογες προς το σύνολο της μαρτυρίας διαπιστώσεις του:

«Μέσα από τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον μου, αλλά και από την ίδια την παρουσία των διαδίκων στο Δικαστήριο, η εικόνα η οποία ξεκάθαρα αναδύεται, είναι ότι οι διάδικοι ως οικογένεια, ήταν μια συνηθισμένη μέση Κυπριακή οικογένεια. Πρόκειται για μια οικογένεια στην οποία και οι δύο γονείς-σύζυγοι ήταν εργαζόμενοι, με μεσαία εισοδήματα, και σαν οικογένεια ούτε πολυτελείς διακοπές στο εσωτερικό ή εξωτερικό έκανε, ούτε πολυτελή αυτοκίνητα διέθετε, ούτε σε πολυέξοδες κοσμικές ή άλλες εκδηλώσεις συμμετείχε ή διοργάνωνε η ίδια, ούτε εξοχική κατοικία διέθεταν. Αντίθετα ο κοινός αγώνας ήταν η αντιμετώπιση των καθημερινών αναγκών και η απόκτηση περιουσίας. Περαιτέρω η αιτήτρια, ούτε ακριβά ρούχα ή κοσμήματα αγόραζε, ούτε είχε οποιεσδήποτε προσωπικές δραστηριότητες οι οποίες να συνεπάγονταν αντίστοιχες δαπάνες. Βεβαίως παρακολουθώντας την συναλλακτική ζωή των διαδίκων, προκύπτει αβίαστα από τη μαρτυρία, ότι τα δάνεια, όπως και τα καθημερινά έξοδα της οικογένειας, ψώνισμα, ηλεκτρισμός, τηλέφωνο και λοιπά, πληρώνονταν, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, από τον προσωπικό λογαριασμό του καθ' ου η αίτηση. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι τα λεφτά τα οποία κατατίθεντο στο εν λόγω λογαριασμό ήταν αποκλειστικά λεφτά του καθ' ου η αίτηση. Ο καθ' ου η αίτηση με βάση τα εισοδήματά του, υπό τις περιστάσεις ήταν αδύνατο να δημιουργήσει όλη την πιο πάνω περιγραφόμενη ακίνητη περιουσία, να αντιμετωπίζει τις οικονομικές υποχρεώσεις αυτής της περιουσίας, να καλύπτει όλα τα έξοδα διαβίωσης της οικογένειας του και επιπλέον να επιχορηγεί, ως ισχυρίζεται την αιτήτρια για την αντιμετώπιση των προσωπικών και άλλων εξόδων της γιατί ήταν πολυέξοδο άτομο. Στη βάση της πιθανολόγησης, το ισοζύγιο κλίνει υπέρ της αποδοχής της θέσης της αιτήτριας. Ο καθ' ου η αίτηση προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι τα εισοδήματά του δεν ήταν μόνο από τη συνήθη εργασία του, αλλά ότι είχε και έξτρα εισοδήματα από έξτρα εργασίες τις οποίες ο ίδιος διεκπεραίωνε, θέση η οποία δεν έγινε δεκτή από την αιτήτρια. Ο καθ' ου η αίτηση, αν και επιφυλάχθηκε να προσκομίσει σχετική μαρτυρία από το Φόρο Εισοδήματος, τον οποίο επικαλέστηκε προς ενίσχυση του ισχυρισμού του, εντούτοις ουδεμία τέτοια μαρτυρία προσκόμισε. Περαιτέρω η μαρτυρία του περί δήθεν έξτρα εισοδημάτων, ήταν γενική και αόριστη αφού ουδεμία αναφορά έκαμε για το ύψος των εισοδημάτων που καθ' ισχυρισμό είχε από την εν λόγω έξτρα εργασία. Ως εκ τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται.»

Με αυτά τα δεδομένα, η απόδοση στην Εφεσίβλητη μόνο του 1/3 δυνάμει του κατά νόμο τεκμηρίου ουδόλως μπορεί να πάσχει και κάθε άλλο παρά να παραπονείται δικαιούται ο Εφεσείων.

Ο λόγος έφεσης 3, που είναι και ο τελευταίος εναπομείνας να εξετασθεί, αφορά την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τα διαμερίσματα ανηγέρθησαν από τους διαδίκους και όχι από τον Εφεσείοντα και μόνο με συνεισφορά της μητέρας και της αδελφής του. Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι απορριπτέος. Όπως το Δικαστήριο παρατήρησε, ούτε η μητέρα ούτε η αδελφή έκαναν λόγο για κάτι τέτοιο στη μαρτυρία τους και ο Εφεσείων δεν τους έθεσε οτιδήποτε σχετικό σε αντεξέταση (αυτές είχαν κληθεί από την Εφεσίβλητη), ενώ εξ άλλου η μαρτυρία ήταν ότι η οικονομική κατάσταση της αδελφής δεν της επέτρεπε να προβεί σε τέτοια επένδυση. Το δε πιστοποιητικό ασφάλισης και αποδείξεις είσπραξης τελών σκυβάλων επ' ονόματι του Εφεσείοντα και μόνο κάθε άλλο παρά παρέπεμπαν σε ιδιοκτησία της μητέρας και της αδελφής. Το ότι η άδεια οικοδομής είχε εκδοθεί επ' ονόματι του Εφεσείοντα, της μητέρας και της αδελφής του δεν είναι ούτε εδώ ούτε εκεί, αφού αυτοί ήσαν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες, το ίδιο ισχύει δε και ως προς το ότι ο Εφεσείων διαχειρίζετο τα διαμερίσματα δυνάμει και πληρεξουσίου της μητέρας και της αδελφής του.

Στο περίγραμμα ο Εφεσείων προβαίνει στα πλαίσια του λόγου έφεσης 3 και σε εισηγήσεις ως προς τη μαρτυρία του κ. Λοΐζου.  Αυτές ουδόλως θα μας απασχολήσουν αφού δεν καλύπτονται ούτε από το λόγο έφεσης 3 ούτε από οποιοδήποτε άλλο λόγο έφεσης.  Το θέμα της εκτίμησης δεν είναι καθόλου επίδικο θέμα της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο