ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 2330

28 Δεκεμβρίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

KAYAT TRADING LIMITED,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

GENZYME CORPORATION,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 382/2010)

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Κατά πόσον ογκώδη κείμενα με επισυνημμένο μεγάλο αριθμό εγγράφων που αποτελούσαν καταθέσεις ληφθείσες στο εξωτερικό, μπορούσε να κατατεθούν στην ολότητά τους, σε δικαστική διαδικασία ως παραδοχή ή δηλώσεις εναντίον συμφέροντος, ως επίσης, διαζευκτικά και ως εξ ακοής μαρτυρία.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αποδοχή δηλώσεων εναντίον συμφέροντος ή παραδοχής, ως μαρτυρία για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους ― Αποτελεί εξαίρεση του κοινού δικαίου στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας ― Βασική προϋπόθεση της αποδοχής δήλωσης εναντίον συμφέροντος ή επιζήμιας παραδοχής, αποτελεί ο καθορισμός της από το διάδικο, ο οποίος επιθυμεί να την εισαγάγει ως μαρτυρία, ούτως ώστε το δικαστήριο να μπορεί να εξετάζει κατά πόσο η συγκεκριμένη δήλωση συνιστά αποδεκτή μαρτυρία.

Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο ― Όπου τυγχάνει εφαρμογής, πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ ουσιαστικού δικαίου και δικονομικού δικαίου ― Τα ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων σε αγωγή δυνατόν να διέπονται από αλλοδαπό δίκαιο, αλλά όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τη δικονομία διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο της χώρας στην οποία γίνεται η διαδικασία (lex fori).

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη αίτημα τους να εισαγάγουν καταθέσεις (depositions) που λήφθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώπιον λειτουργού, τον οποίο ανέφεραν ως court reporter.

Επιχειρήθηκε συγκεκριμένα να κατατεθούν ως παραδοχή δήλωσης εναντίον συμφέροντος και διαζευκτικά ως εξ ακοής μαρτυρία.

Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν υπήρχε εξειδίκευση από την πλευρά των εφεσειόντων ως προς το τι ακριβώς συνιστούσε παραδοχή ή δήλωση εναντίον συμφέροντος ή ακόμα και εξ ακοής μαρτυρία σχετική με την υπόθεση και ότι η λήψη των καταθέσεων, όπως προβλέπεται μέσα από τους σχετικούς θεσμούς του αμερικανικού νομικού συστήματος, δεν εξασφάλιζε, σε εκείνο το στάδιο, ότι στο σύνολό τους οι καταθέσεις ήταν αποδεκτές ως μαρτυρία ακόμα και ενώπιον αμερικανικών δικαστηρίων.

Με την έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, οι εφεσείοντες υπέβαλαν μεταξύ άλλων ότι:

α) Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε κανόνας που να επιβάλλει στο διάδικο που θέλει να παρουσιάσει δήλωση που κατά τον ισχυρισμό του περιέχει παραδοχές να εξειδικεύσει εξαντλητικά τα μέρη που καθορίζει ως παραδοχές, για να μπορεί το δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο όντως πρόκειται περί επιζήμιων παραδοχών, ούτως ώστε να επιτραπεί η παρουσίαση της δήλωσης ως μαρτυρίας.

β) Κριτήριο είναι η σχετικότητα με τα επίδικα θέματα.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά τόνισε το μεγάλο όγκο των καταθέσεων και το μεγάλο αριθμό εγγράφων που τις συνόδευαν, χωρίς εξειδίκευση από την πλευρά των εφεσειόντων ως προς το τι ακριβώς συνιστούσε παραδοχή ή δήλωση εναντίον συμφέροντος ή ακόμα και εξ ακοής μαρτυρία σχετική με την υπόθεση.

2. Το δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι δεν είχε την ευχέρεια να εξετάσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων για την αποδοχή τέτοιων δηλώσεων.

3. Επίσης ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε ότι οι δηλώσεις αυτές δεν είναι αποδεκτές ως μαρτυρία στο σύνολό τους ακόμη και ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων, αφού καταγραφόταν σ' αυτές μεγάλος αριθμός ενστάσεων, οι οποίες δεν είχαν αποφασιστεί στο στάδιο της κατάθεσης, αλλά παρέμειναν προς συζήτηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

4. Η μαρτυρία που επιχειρήθηκε να κατατεθεί ήταν δικονομικό θέμα, διεπόταν  από τις ημεδαπές δικονομικές διατάξεις και συνεπώς δεν ενδιέφεραν οι Ομοσπονδιακοί Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών.

5. Το κατά πόσο μαρτυρία αποδεικνύει συγκεκριμένο γεγονός ή όχι, αποφασίζεται από το νόμο της χώρας στην οποία τίθεται το ερώτημα. Έγγραφο δεν γίνεται ipso facto αποδεκτό μόνο και μόνο γιατί έγινε δεκτό από δικαστήριο άλλης δικαιοδοσίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 7462/02), ημερομ. 8.2.2010.

Α. Λαδάς, για τους Εφεσείοντες.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Σε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας οι εφεσείοντες επιδίωξαν να εισαγάγουν καταθέσεις (depositions) που λήφθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώπιον λειτουργού, τον οποίο ανέφεραν ως court reporter.  Έγινε απόπειρα να κατατεθούν ως παραδοχή δήλωσης εναντίον συμφέροντος και διαζευκτικά ως εξ ακοής μαρτυρία.

Ύστερα από ένσταση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων και σχετική επιχειρηματολογία, το δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την κατάθεση. Κατέληξε ότι η ύπαρξη δήλωσης εναντίον συμφέροντος ή επιζήμιας παραδοχής θα πρέπει να εντοπίζεται και καθορίζεται, ούτως ώστε να εξετάζεται, ακριβώς, αν η συγκεκριμένη δήλωση εμπίπτει στα πλαίσια των εξαιρέσεων και έτσι να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της. Επισήμανε επίσης ότι η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας προϋποθέτει ότι η μαρτυρία είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και εμπίπτει στα πλαίσια της εξαίρεσης της εξ ακοής μαρτυρίας που καθορίζεται από την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Το δικαστήριο σημείωσε ότι οι τρεις καταθέσεις που τέθηκαν ενώπιον του ήταν ογκωδέστατες και συνοδεύονταν από ένα πολύ μεγάλο αριθμό επισυνημμένων εγγράφων. Συνεπώς η αποδοχή τους, όπως παρουσιάζονται, χωρίς εξειδίκευση των δηλώσεων που η πλευρά των εφεσειόντων καθορίζει ως παραδοχή ή δηλώσεις εναντίον συμφέροντος ή ακόμα και εξ ακοής μαρτυρία σχετική με την υπόθεση, δεν είναι επιτρεπτή. Πέραν του ότι δεν θα παρεχόταν η ευχέρεια, συνεχίζει το δικαστήριο, να εξεταστεί η ύπαρξη και η συνδρομή των προϋποθέσεων για αποδοχή τέτοιων δηλώσεων, θα δημιουργούνταν προβλήματα, αλλά και αδικία στην άλλη πλευρά. Σημείωσε, ακόμα, ότι και η λήψη των καταθέσεων, όπως προβλέπεται μέσα από τους σχετικούς θεσμούς του αμερικανικού νομικού συστήματος, δεν εξασφαλίζει, στο στάδιο αυτό, ότι στο σύνολό τους οι καταθέσεις είναι αποδεκτές ως μαρτυρία ακόμα και ενώπιον αμερικανικών δικαστηρίων. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ενστάσεων που έγιναν, δεν αποφασίστηκαν τότε, αλλά παρέμειναν προς συζήτηση σε κατοπινό στάδιο της διαδικασίας.

Η πρωτόδικη αυτή απόφαση προσβλήθηκε με την παρούσα έφεση. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Υποστήριξαν ότι αναφορικά με το σκέλος των παραδοχών δεν υπάρχει οποιοσδήποτε κανόνας που να επιβάλλει στο διάδικο που θέλει να παρουσιάσει δήλωση που κατά τον ισχυρισμό του περιέχει παραδοχές να εξειδικεύσει εξαντλητικά τα μέρη που καθορίζει ως παραδοχές, για να μπορεί το δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο όντως πρόκειται περί επιζήμιων παραδοχών, ούτως ώστε να επιτραπεί η παρουσίαση της δήλωσης ως μαρτυρίας.

Περαιτέρω υπέβαλαν ότι ο κανόνας περί αποδεκτού δήλωσης διαδίκου που επιδιώκει να παρουσιάσει ο αντίδικος του, δεν είναι το κατά πόσο ισοδυναμεί με παραδοχή ή δήλωση εναντίον συμφέροντος, αλλά κατά πόσο είναι σχετική με τα επίδικα θέματα.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι μεγάλος αριθμός ενστάσεων δεν αποφασίστηκαν στο στάδιο της παροχής των δηλώσεων, αλλά παρέμειναν προς συζήτηση αργότερα. Οι εφεσείοντες αναφέρθηκαν στον Κανονισμό 32 (α) (3) και (4) των Ομοσπονδιακών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών, στον οποίο ρητά προβλέπεται σωρεία περιπτώσεων όπου μία δήλωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε σκοπό. Αναφέρθηκαν, παρά ταύτα και στον Κανονισμό 32 (β), ο οποίος επιτρέπει την έγερση ενστάσεων ως προς το αποδεκτό οποιασδήποτε μαρτυρίας που περιλαμβάνεται σε κατάθεση που θα ήταν μη αποδεκτή, αν ο μάρτυρας ήταν παρών και έδιδε μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου. Περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, μπορούσε να γίνει με ερωτήσεις προς το μάρτυρα, που προσπαθούσε να παρουσιάσει τις δηλώσεις και αν ήταν αναγκαίο, να δοθεί μαρτυρία με σκοπό να αντικρουστεί το περιεχόμενο της κατάθεσης.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Οι καταθέσεις οι οποίες επιχειρήθηκε να κατατεθούν, είναι ογκώδη κείμενα με επισυνημμένο μεγάλο αριθμό εγγράφων. Έχουν ληφθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με ειδική διάταξη του αμερικανικού νόμου, ύστερα από διάταγμα αρμόδιου αμερικανικού δικαστηρίου.  Επιχειρήθηκε να κατατεθούν στην ολότητά τους, ως παραδοχή ή δηλώσεις εναντίον συμφέροντος, ως επίσης, διαζευκτικά και ως εξ ακοής μαρτυρία, δηλαδή ως δηλώσεις που ο μάρτυρας  ήταν παρών και τις άκουσε ο ίδιος.

Πράγματι, η αποδοχή δηλώσεων εναντίον συμφέροντος ή παραδοχής, ως μαρτυρία για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους, αποτελεί εξαίρεση του κοινού δικαίου στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας. Είναι επίσης ορθό ότι ο Νόμος 32(Ι)/2004 που τροποποίησε τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, έχει διευρύνει το πλαίσιο της αποδοχής της εξ ακοής μαρτυρίας μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από τον ίδιο τον τροποποιητικό νόμο και με βάση τις διαδικασίες, όπως προνοούνται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6. Σημειώνεται ακόμα, ότι σύμφωνα με το Αρθρο 24(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, οι διατάξεις του παρόντος μέρους δεν καθιστούν αποδεκτή οποιαδήποτε μαρτυρία, που θα αποκλειόταν για οποιοδήποτε λόγο, άλλο από το ότι αυτή είναι εξ ακοής μαρτυρία (βλέπε ακόμα Αρθρα 32 και 33 του Κεφ. 9).

Αποτελεί βασική προϋπόθεση της αποδοχής δήλωσης εναντίον συμφέροντος ή επιζήμιας παραδοχής, ο καθορισμός της από το διάδικο, ο οποίος επιθυμεί να την εισαγάγει ως μαρτυρία, ούτως ώστε το δικαστήριο να μπορεί να εξετάζει κατά πόσο η συγκεκριμένη δήλωση συνιστά αποδεκτή μαρτυρία.

Στην παρούσα υπόθεση, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων παρουσίασε ενώπιον του δικαστηρίου κατάλογο κατ' ισχυρισμόν παραδοχών, τον οποίο ο ίδιος τόνισε ότι δεν ήταν εξαντλητικός, αλλά περιείχε συγκεκριμένα αποσπάσματα των οποίων, κατά την εισήγησή του, θα γινόταν χρήση, ίσως στο μέλλον και αναλόγως της μαρτυρίας που θα παρουσίαζε η άλλη πλευρά. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά τόνισε το μεγάλο όγκο των καταθέσεων και το μεγάλο αριθμό εγγράφων που τις συνόδευαν, χωρίς εξειδίκευση από την πλευρά των εφεσειόντων ως προς το τι ακριβώς συνιστούσε παραδοχή ή δήλωση εναντίον συμφέροντος ή ακόμα και εξ ακοής μαρτυρία σχετική με την υπόθεση.  Το δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι δεν είχε την ευχέρεια να εξετάσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων για την αποδοχή τέτοιων δηλώσεων.

Επίσης ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε ότι οι δηλώσεις αυτές δεν είναι αποδεκτές ως μαρτυρία στο σύνολό τους ακόμη και ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων, αφού καταγράφεται σ' αυτές μεγάλος αριθμός ενστάσεων, οι οποίες δεν αποφασίστηκαν στο στάδιο της κατάθεσης, αλλά παρέμειναν προς συζήτηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί και η σωρεία των εγγράφων που επισυνάπτονται στις καταθέσεις αυτές, τα οποία δυνατόν να μην είναι αποδεκτά ως τεκμήρια σε διαδικασία ενώπιον κυπριακού δικαστηρίου. Οι εφεσείοντες επιχείρησαν να παρουσιάσουν τρεις καταθέσεις στο σύνολό τους, οι οποίες δυνατόν να περιέχουν και μη σχετική μαρτυρία. Σίγουρα περιέχουν θέματα επί των οποίων έγιναν ενστάσεις που δεν αποφασίστηκαν, ενώ συνοδεύονται από μεγάλο αριθμό εγγράφων, το αποδεκτό των οποίων ως μαρτυρία, δεν έχει επιβεβαιωθεί. Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι περαιτέρω διερεύνηση του θέματος μπορούσε να γίνει με ερωτήσεις προς το μάρτυρα ο οποίος επιχείρησε να παρουσιάσει τις δηλώσεις, δεν προωθεί περαιτέρω την υπόθεσή τους, ενώ η εισήγηση ότι μέχρι τη διευκρίνιση του θέματος, το πρωτόδικο δικαστήριο θα μπορούσε να θεωρήσει όλες τις ενστάσεις βάσιμες και να αγνοήσει τις ερωτήσεις και απαντήσεις που τις αφορούσαν, θα οδηγούσε σε εντελώς ανορθόδοξη διαδικασία.  Θα ήταν παράδοξο να γίνει αποδεκτή μαρτυρία από την οποία εξαιρούνται κατά βούληση τα μέρη της, τα οποία έγιναν αντικείμενο ενστάσεων οι οποίες δεν απαντήθηκαν από το αμερικανικό δικαστήριο.

Νομίζουμε ότι είναι κατάλληλο σημείο να αναφέρουμε ότι συμφωνούμε με τη θέση ότι σε περιπτώσεις Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου θα πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ ουσιαστικού δικαίου και δικονομικού δικαίου. Τα ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων σε αγωγή δυνατόν να διέπονται από αλλοδαπό δίκαιο, αλλά όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τη δικονομία διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο της χώρας στην οποία γίνεται η διαδικασία (lex fori) (βλέπε Cheshire, North & Fawcett, Private International Law, 14η έκδοση, σελ. 75).

Η μαρτυρία που επιχειρήθηκε να κατατεθεί είναι βέβαια δικονομικό θέμα, διέπεται δε από τις ημεδαπές δικονομικές διατάξεις και συνεπώς δεν ενδιαφέρουν οι Ομοσπονδιακοί Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Το κατά πόσο μαρτυρία αποδεικνύει συγκεκριμένο γεγονός ή όχι, αποφασίζεται από το νόμο της χώρας στην οποία τίθεται το ερώτημα. Έγγραφο δεν γίνεται ipso facto αποδεκτό μόνο και μόνο γιατί έγινε δεκτό από δικαστήριο άλλης δικαιοδοσίας. Οι επίμαχες καταθέσεις λήφθηκαν κάτω από ειδικές δικονομικές ρήτρες άλλης δικαιοδοσίας.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο