ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 2186
21 Δεκεμβρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΖΑΚΑΙΟΣ,
Εφεσείοντας-Ενάγοντας,
v.
ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΑΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2008)
Συμβάσεις ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη ότι οι Κανονισμοί της Ιπποδρομιακής Αρχής Κύπρου δεν ίσχυαν ως συμβατικοί όροι μεταξύ της Αρχής και προπονητή αλόγου ― Απόρριψη αγωγής με την οποία διεκδικήθηκε η επιστροφή προστίμου ως παρανόμως επιβληθέντος.
Διοικητικό Δίκαιο ― Κατά πόσον η επιβολή προστίμου δια πειθαρχικής διαδικασίας που ακολούθησε η Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου, ενέπιπτε στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας ή στη σφαίρα των διοικητικών πράξεων.
Ο εφεσείων διεκδίκησε με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο την επιστροφή προστίμου που του είχε επιβληθεί από την εφεσίβλητη/εναγόμενη Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου, κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας. Η τελευταία ήταν το αποτέλεσμα δειγματοληψίας από την οποία προέκυψε η χρήση απαγορευμένης ουσίας, σε ίππο που είχε πρωτεύσει σε ιπποδρομία και του οποίου ήταν προπονητής ο εφεσείων.
Ο Εφεσείων όπως ισχυρίστηκε αναγκάστηκε να καταβάλει το πρόστιμο για να μπορέσει να συνεχίσει να συμμετέχει σε αγώνες, ενώ παράλληλα δεν του απονεμήθη το έπαθλο.
Με την αγωγή που ήγειρε ύστερα από πενταετία, διεκδίκησε τόσο το έπαθλο όσο και το καταβληθέν πρόστιμο υποστηρίζοντας ότι εσφαλμένα του είχε επιβληθεί καθ' ότι η διαπίστωση της παρουσίας της απαγορευμένης ουσίας έγινε κατά παράβαση των κανονισμών, οι οποίοι συνιστούσαν όρους σύμβασης μεταξύ του ιδίου και της Εφεσίβλητης.
Προέβαλε δε ζητήματα λανθασμένης διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην εξέταση των δειγμάτων η οποία έγινε κατά παράβαση των κανονισμών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανονισμοί ίσχυαν ως τέτοιοι και όχι ως συμβατικοί όροι, και ότι δεν υπήρχε σύμβαση ως ισχυριζόταν ο Εφεσείων.
Μεταξύ άλλων υπέδειξε ότι ο ενάγων/εφεσείων δεν αμφισβήτησε ούτε την κανονικότητα της αρχικής δειγματοληψίας ούτε την ορθότητα των δύο αναλύσεων του αντιδείγματος και επομένως και των αποτελεσμάτων τους. Συνακόλουθα απέρριψε την απαίτηση.
Με την έφεση ο εφεσείων επέμεινε στις θέσεις που είχε προβάλει και πρωτόδικα σύμφωνα με τις οποίες:
α) οι κανονισμοί ίσχυαν ως όροι συμβατικής σχέσης ώστε η αδυναμία εφαρμογής τους ως εκ της κλοπής του δείγματος να απέληγε σε ματαίωση της σύμβασης (frustration).
β) η ανάλυση του αντιδείγματος δεν ήταν επαρκής για σκοπούς τεκμηρίωσης της ύπαρξης της απαγορευμένης ουσίας χωρίς ανάλυση και του δείγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου δεν συμβάλλεται με τους προπονητές ώστε οι κανονισμοί της να είναι όροι συμβασιακής σχέσης. Οι κανονισμοί της, που αποσκοπούν στην εύρυθμη λειτουργία της, καθορίζουν τις διαδικασίες της και δεσμεύουν αναλόγως.
2. Η κανονικότητα της διαδικασίας ουδέποτε αμφισβητήθηκε, όπως δεν αμφισβητήθηκε η κανονικότητα της διαδικασίας φύλαξης του αντιδείγματος και της διαδικασίας των δύο αναλύσεων του.
3. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάλυση μόνο του αντιδείγματος, αφού το δείγμα είχε κλαπεί, και εύλογη ήταν και επαρκώς ασφαλής στα αποτελέσματά της.
4. Υπήρχαν σοβαρά επιχειρήματα για την άποψη ότι επρόκειτο περί διοικητικής πράξης. Δεδομένης όμως της εν πάση περιπτώσει προκύπτουσας αποτυχίας της έφεσης, παρά τη θεμελιακή σημασία του ζητήματος ως προς την καθόλου αρχική δυνατότητα της αγωγής, δεν έγινε οποιαδήποτε περαιτέρω προέκταση επί τους θέματος εφ'όσον δεν ήταν αναγκαίο.
5. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι κατέβαλε το πρόστιμο με επιφύλαξη δικαιωμάτων, δεν τεκμηριώθηκε, όπως δεν τεκμηριώθηκε ούτε ο εξαναγκασμός. Ήταν σοβαρώς αμφίβολο αν θα εδικαιούτο εν πάση περιπτώσει να διεκδικήσει την επιστροφή του, και μάλιστα έχοντας την αποδεχθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου-Μέσσιου, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 1308/04), ημερομ. 18.7.2008.
Ε. Νεοκλέους για Ε. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο ίππος Stalino πρώτευσε σε ιπποδρομία της Εφεσίβλητης Ιπποδρομιακής Αρχής Κύπρου. Κατόπιν όμως δειγματοληψίας ούρων του σε διαδικασία δυνάμει των κανονισμών της Εφεσίβλητης, των οποίων ανάλυση κατέδειξε την ύπαρξη απαγορευμένης ουσίας, η Εφεσίβλητη δεν κατέβαλε το έπαθλο των £4.375 και ενεργοποίησε πειθαρχική διαδικασία κατά του Εφεσείοντα, προπονητή του Stalino, η οποία απέληξε στην καταδίκη του και στην επιβολή σε αυτόν προστίμου £4.500. Ο Εφεσείων κατέβαλε το πρόστιμο πλέον την επιβάρυνση λόγω καθυστέρησης στην καταβολή του. Μετά από σχεδόν μια πενταετία όμως, κατεχώρησε αγωγή κατά της Εφεσίβλητης απαιτώντας επιστροφή του ούτω καταβληθέντος ποσού, ανερχομένου σε £5.400, καθώς και το ποσό των £3.000 που θεωρούσε ότι του οφείλετο ως έπαθλο που δίδεται στον προπονητή του πρωτεύσαντος ίππου. Ισχυρίσθηκε συναφώς ότι το ποσό των £5.400 εξαναγκάσθηκε να το καταβάλει, πράττοντας τούτο με επιφύλαξη δικαιωμάτων, αφού οι ίπποι τους οποίους προπονούσε θα αποκλείοντο των ιπποδρομιών αν δεν το κατέβαλλε. Ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι κακώς του είχε επιβληθεί το πρόστιμο καθ' ότι η διαπίστωση της παρουσίας της απαγορευμένης ουσίας έγινε κατά παράβαση των κανονισμών, οι οποίοι συνιστούσαν όρους σύμβασης μεταξύ του ιδίου και της Εφεσίβλητης. Και τούτο διότι η διαδικασία προβλέπει ότι η διαπίστωση γίνεται από το δείγμα και η επιβεβαίωση από το αντιδείγμα, πράγμα που δεν ήταν δυνατό στην προκειμένη περίπτωση αφού το δείγμα είχε κλαπεί από το χώρο φύλαξης του και έγινε ανάλυση μόνο του αντιδείγματος, με αποτέλεσμα η διαδικασία να μην ήταν σύμφωνη με τους ούτω συμβασιακούς κανονισμούς. Η θέση της Εφεσίβλητης ήταν ότι, εφ' όσον το δείγμα είχε κλαπεί, η ανάλυση μόνο μέσω του αντιδείγματος ήταν νόμιμη και το αποτέλεσμα της εν πάση περιπτώσει ορθό αφού έγιναν μάλιστα δύο αναλύσεις από το αντιδείγμα. Παρέπεμψε μάλιστα στο ότι, μετά από την πρώτη ανάλυση του αντιδείγματος, πληροφόρησε σχετικά τον Εφεσείοντα και ότι θα εγίνετο και δεύτερη ανάλυση προς επιβεβαίωση.
Επ' αυτής της τοποθέτησης των διαδίκων, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής έκρινε ότι οι κανονισμοί ίσχυαν ως τέτοιοι και όχι ως συμβασιακοί όροι, αφού σύμβαση ως ισχυρίζετο ο Εφεσείων δεν υπήρχε, και περαιτέρω ότι, αν και οι κανονισμοί δεν ακολουθήθησαν κατά γράμμα εφ' όσον το δείγμα είχε κλαπεί, τούτο δεν αναιρούσε το ζητούμενο, που ήταν κατά πόσο υπήρχε απαγορευμένη ουσία. Εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή η ανάλυση του κλαπέντος δείγματος, ώστε να προέκυπτε αντικειμενική αδυναμία εφαρμογής των κανονισμών κατά γράμμα. Τούτο όμως δεν επηρέασε καθόλου τον Εφεσείοντα ο οποίος δεν αμφισβήτησε ούτε την κανονικότητα της αρχικής δειγματοληψίας ούτε την ορθότητα των δύο αναλύσεων του αντιδείγματος και επομένως και των αποτελεσμάτων τους. Απέρριψε λοιπόν την απαίτηση.
Η έφεση έχει δύο πτυχές. Ο Εφεσείων επιμένει αφ' ενός στη θέση του ότι οι κανονισμοί ίσχυαν ως όροι συμβασιακής σχέσης του με την Εφεσίβλητη, ώστε η αδυναμία εφαρμογής τους ως εκ της κλοπής του δείγματος να απέληγε σε ματαίωση της σύμβασης (frustration). Να περιορισθούμε να πούμε ότι δεν βλέπουμε πως η διαπίστωση της ευπαιδεύτου πρωτόδικης Δικαστή είναι λανθασμένη. Η Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου δεν συμβάλλεται με τους προπονητές ώστε οι κανονισμοί της να είναι όροι συμβασιακής σχέσης. Οι κανονισμοί της, που αποσκοπούν στην εύρυθμη λειτουργία της, καθορίζουν τις διαδικασίες της και δεσμεύουν αναλόγως.
Η άλλη πτυχή της έφεσης πλήττει τη διαπίστωση ότι η ανάλυση του αντιδείγματος ήταν επαρκής για σκοπούς τεκμηρίωσης της ύπαρξης της απαγορευμένης ουσίας χωρίς ανάλυση και του δείγματος. Εισηγείται ο Εφεσείων ότι, εφ' όσον η ανάλυση του αντιδείγματος γίνεται προς επιβεβαίωση της ανάλυσης του δείγματος, δεν υπάρχει βεβαιότης, εφ' όσον το δείγμα είχε κλαπεί, ότι η ανάλυση του θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα με εκείνη του αντιδείγματος. Θεωρητικά αυτό είναι ορθό, όμως η εισήγηση δεν αντέχει στη βάσανο του ζητουμένου, που είναι η επάρκεια της επί των δεδομένων βεβαιότητας της ορθότητας των αναλύσεων του αντιδείγματος. Να παρατηρήσουμε ότι δείγμα και αντιδείγμα είχαν προέλθει από την ίδια ουροληψία, η κανονικότητα της διαδικασίας της οποίας ουδέποτε αμφισβητήθηκε, όπως δεν αμφισβητήθηκε η κανονικότητα της διαδικασίας φύλαξης του αντιδείγματος και της διαδικασίας των, μάλιστα, δύο αναλύσεων του αντιδείγματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάλυση μόνο του αντιδείγματος, αφού το δείγμα είχε κλαπεί, και εύλογη ήταν και επαρκώς ασφαλής στα αποτελέσματά της.
Πέραν όμως της κατάληξής μας ως προς τα ανωτέρω εγειρόμενα στην έφεση, να παρατηρήσουμε ότι εθέσαμε και άλλα δύο θέματα τα οποία θεωρήσαμε σημαντικό να θέσουμε στους ευπαιδεύτους συνηγόρους. Το ένα αφορά το κατά πόσο η απόφαση της Εφεσίβλητης για την επιβολή του προστίμου μπορεί να είναι αντικείμενο αστικής διαδικασίας ή αποτελεί διοικητική πράξη εμπίπτουσα στην αποκλειστική αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, στο τέλος της απόφασής της, έδειξε να είχε ευαισθητοποιηθεί ως προς τούτο, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Ειρήσθω εν παρόδω, ο Ενάγων ουσιαστικά επιδιώκει ανατροπή πειθαρχικής απόφασης των Εναγομένων στην οποία είχε το δικαίωμα να παρουσιαστεί και να εκφέρει τις απόψεις του. Η εν λόγω απόφαση η οποία κατέληξε στην επιβολή προστίμου πέραν της μη καταβολής του χρηματικού επάθλου δεδομένου ότι προέρχεται από σώμα που καθιδρύεται με νόμο πιθανό να μην μπορεί να αποτελέσει εν πάση περιπτώσει αντικείμενο ελέγχου από το παρόν Δικαστήριο.»
Εν όψει του ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι δεν ανταποκρίθησαν στην πρόσκληση μας να εκφράσουν απόψεις επί του θέματος, και έχοντας υπ' όψη την εν πάση περιπτώσει προκύπτουσα αποτυχία της έφεσης, θα περιορισθούμε να πούμε, παρά τη θεμελιακή σημασία του ως προς την καθόλου αρχική δυνατότητα της αγωγής, ότι θα υπήρχαν σοβαρά επιχειρήματα για την άποψη ότι πρόκειται περί διοικητικής πράξης. Εφ' όσον όμως δεν είναι αναγκαίο, δεν θα επεκταθούμε.
Το άλλο θέμα αφορά το ότι ο Εφεσείων κατέβαλε το πρόστιμο και διεκδικεί την επιστροφή του, ως εξαναγκασθείς να το καταβάλει, και μάλιστα μετά από την έλευση πενταετίας από την πληρωμή του. Ο ισχυρισμός του στο δικόγραφο του ότι το κατέβαλε με επιφύλαξη δικαιωμάτων δεν τεκμηριώνεται, όπως δεν τεκμηριώνεται ούτε ο εξαναγκασμός. Υπό αυτές τις συνθήκες, σοβαρώς αμφίβολο είναι αν θα εδικαιούτο εν πάση περιπτώσει να διεκδικήσει την επιστροφή του, και μάλιστα έχοντας την αποδεχθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Και πάλιν όμως δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.
Η έφεση απορρίπτεται. Ο Εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα της Εφεσίβλητης όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.