ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 2148

16 Δεκεμβρίου, 2011

[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ

ΓΙΑΓΚΟΥ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI, PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23/06/1998 (ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΕΤΑΙ)

ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/05/1998 Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 304/91:

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΔΙΑΘΗΚΩΝ ΑΡ. ΑΙΤ. 304/91

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΓΚΟ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ,

ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟ ΛΟΥΪΖΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΩΣ ΜΗΤΕΡΑΣ

ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ

ΓΙΑΓΚΟΥ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, - ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 123/2011)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari για την ακύρωση διατάγματος με το οποίο ρυθμίστηκαν το 1998, ζητήματα σχετικά με κληρονομικά δικαιώματα ανηλίκου ― Κατά πόσον συνιστούσε υπέρβαση δικαιοδοσίας η έκδοση του από το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Καθυστέρηση ― Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαζόντων συνθηκών της υπόθεσης και των άλλων εξηγήσεων που δόθηκαν, δεν μπορούσε να αποκλειστεί λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης, η εξέταση των θεμάτων που ηγέρθησαν  από τον αιτητή.

O αιτητής καταχώρησε Αίτηση με την οποία εξαιτείτo την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο προς το σκοπό ακύρωσής του, Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε το 1998 και με το οποίο ρυθμίστηκαν ορισμένα ζητήματα που αφορούσαν κληρονομικά του δικαιώματα από την πατρική του περιουσία, ενόσω αυτός ήταν ανήλικος.

Ο αιτητής, ο οποίος ήταν τότε 14 περίπου ετών, ως ανήλικος εκπροσωπήθηκε στη Συμφωνία από τη μητέρα του - καθ' ης η αίτηση αρ. 1, η οποία και υπέγραψε εκ μέρους του και μια κοινή δήλωση κληρονόμων περί αναγνώρισης ακυρότητας της διαθήκης του πατέρα του αιτητή.

Καθ' ων η αίτηση στη διαδικασία κατέστησαν οι υπόλοιποι κληρονόμοι της περιουσίας του αποβιώσαντα, καθώς επίσης και οι δύο Διαχειριστές,  πλην της καθ'ης η αίτηση αρ. 1 - μητέρας του αιτητή και συζύγου του αποβιώσαντα, η οποία αν και της επιδόθηκε η Αίτηση, δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία.

Η διαδικασία της διαχείρισης είχε προχωρήσει στη βάση της Συμφωνίας και εκκρεμούσε και κατά το χρόνο της αίτησης για έκδοση certiorari.

Μεταξύ άλλων ο Αιτητής υποστήριξε, ότι το σχετικό Διάταγμα του Δικαστηρίου Λευκωσίας  που εκδόθηκε το 1998 στο πλαίσιο της Αίτησης Διαχείρισης  ήταν έκδηλα παράνομο και εκδόθηκε κατά προφανή υπέρβαση αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφού αποκλειστική αρμοδιότητα για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με περιουσία ανηλίκων, είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέχρι σήμερα, το Οικογενειακό Δικαστήριο.

Οι Καθ' ων η Αίτηση προέβαλαν ενστάσεις που άπτονταν κυρίως ζητημάτων καθυστέρησης αλλά και μη πλήρωσης των σχετικών απαιτούμενων προϋποθέσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Τα γεγονότα της παρούσας διαδικασίας ήταν όντως ιδιάζοντα και αναφέρονταν σε μια Συμφωνία με περίπλοκες πρόνοιες οικονομικής φύσεως, οι προεκτάσεις των οποίων δεν ήταν εύκολο να διακριβωθούν και χρονοβόρες διαδικασίες θα έπρεπε να ακολουθηθούν. Λαμβανομένων υπόψη και των άλλων εξηγήσεων που έδωσε ο αιτητής, δεν μπορούσε να αποκλειστεί λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης, η εξέταση των θεμάτων που ηγέρθησαν.

2. Αναφορικά με το ζήτημα της ύπαρξης ή μη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας όπως επιληφθεί της σχετικής αίτησης και εκδώσει το επίμαχο Διάταγμα στο πλαίσιο της Αίτησης Διαχείρισης, οι πρόνοιες του 26(1) του Νόμου 216/1990 που επικαλέστηκε ο Αιτητής, δεν τύγχαναν εφαρμογής, αφού αναφέρονται μόνο στις δυνατότητες και υποχρεώσεις "Επιτρόπου" και όχι γονέα. Αναφορικά με τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του ίδιου Νόμου, 216/1990 σύμφωνα με τις οποίες και οι γονείς δεν μπορούν χωρίς την άδεια του Οικογενειακού Δικαστηρίου να διενεργήσουν στο όνομα του τέκνου, τις πράξεις που απαγορεύονται και στον Επίτροπο ανηλίκου, είναι αυτονόητο ότι περιουσία και περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλύπτονται από το Νόμο εκείνο δεν μπορεί να είναι άλλα από εκείνα τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο όνομα του ανηλίκου ή δεδηλωμένα και αναμφισβήτητα του ανήκουν.

3. Επομένως, τα όποια κληρονομικά δικαιώματα ανηλίκου τυγχάνουν διαχείρισης κατά τις πρόνοιες του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195, και του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν και εκληφθούν ως "περιουσία" και "περιουσιακά στοιχεία" κατά την ημερομηνία θανάτου του αποβιώσαντα, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής, ή οποτεδήποτε πριν από τη συμπλήρωση της διαχείρισης και μεταβίβασή τους επ' ονόματι ανηλίκου.

4. Αποκλειστική αρμοδιότητα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αποβιώσαντα έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο, είτε οι κληρονόμοι είναι ενήλικες, είτε ανήλικοι. Μετά δε την μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων σε ανήλικο και με την ολοκλήρωση της διαχείρισης, τότε και για όσο καιρό αυτός παραμένει ανήλικος, δικαιοδοσία ελέγχου της διαχείρισης της περιουσίας του αποκτά και συνεχίζει να έχει μέχρι ενηλικίωσης, το Οικογενειακό Δικαστήριο. Η περί του αντιθέτου θέση του αιτητή δεν ήταν ορθή.

5. Υπήρχε δυνατότητα του αιτητή όπως αποτεινόταν στο πλαίσιο της εκκρεμούσας Διαχείρισης. Πέραν του ότι δεν είχε καταδειχθεί οποιαδήποτε παρανομία ή υπέρβαση εξουσίας ή δικαιοδοσίας κατά την έκδοση του διατάγματος, τυχόν επιτυχία του αιτητή στην παρούσα διαδικασία θα ήταν και αλυσιτελής.

6. Με ή χωρίς το επίμαχο διάταγμα, η Συμφωνία δέσμευε και θα συνέχιζε να δεσμεύει, εκτός εάν αυτή παραμεριζόταν ή ακυρωνόταν, κάτι που δεν μπορούσε να επιτελεσθεί μέσω της διαδικασίας για έκδοση certiorari.

7. Όπως δε ο ίδιος ο αιτητής απεδέχθη, υπήρχε εναλλακτική διαδικασία διαθέσιμη στον ίδιο και μάλιστα στην ουσία του πράγματος, την οποία διαδικασία είχε πρόθεση να αξιοποιήσει.

8. Δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την έκδοση του διατάγματος παρά την ύπαρξη εναλλακτικής διαδικασίας.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634,

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442.

Aίτηση.

Στ. Σκορδής, για τον Αιτητή.

Καμιά εμφάνιση, για την Καθ' ης η Αίτηση 1.

Στ. Οικονόμου με Α. Νεοφύτου για Σπ. Ευαγγέλου, για τους Καθ' ων η Αίτηση 2-7.

 

Αιτητής παρών.

Cur. adv. vult.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής Γιάγκος Δημητριάδης κατά το 1998 ήταν ανήλικος. Ο πατέρας του, ο οποίος επίσης ονομαζόταν Γιάγκος Δημητριάδης, απεβίωσε κατά το 1991 αφήνοντας περιουσιακά στοιχεία κινητής και ακίνητης περιουσίας μεγάλης αξίας, για τη διάθεση των οποίων είχε καταρτίσει λίγο πριν το θάνατό του διαθήκη. Κληρονόμοι του αποβιώσαντα ήταν η σύζυγός του (μητέρα του αιτητή), δυο παιδιά του από προηγούμενο γάμο και ο αιτητής. Διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα διορίστηκαν αρχικά ένα από τα παιδιά του μαζί με το δικηγόρο μ. Τάσσο Παπαδόπουλο στο πλαίσιο της Αίτησης Διαχείρισης Αρ. 304/1991 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ενώ αργότερα και οι δύο αντικαταστάθηκαν από δύο άλλα πρόσωπα λογιστές-ελεγκτές.

Κατά την 23.12.1997 υπογράφηκε μεταξύ όλων των κληρονόμων του αποβιώσαντα Συμφωνία, με την οποία αναγνωριζόταν ότι η διαθήκη την οποία είχε καταρτίσει ο αποβιώσας ήταν άκυρη και συμφωνείτο συγκεκριμένος τρόπος διανομής των περιουσιακών του στοιχείων μεταξύ των κληρονόμων του. Ο αιτητής, ο οποίος ήταν τότε 14 περίπου ετών, ως ανήλικος εκπροσωπήθηκε στη Συμφωνία από τη μητέρα του - καθ' ης η αίτηση αρ. 1, η οποία και υπέγραψε εκ μέρους του.

Περαιτέρω, η μητέρα του αιτητή, ως κηδεμόνας του ανήλικου αιτητή, με αίτησή της ημερομηνίας 26.5.1998 η οποία καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της Αίτησης Διαχείρισης, εξασφάλισε την έκδοση Διατάγματος του Δικαστηρίου κατά την 23.6.1998, με το ακόλουθο λεκτικό:

"ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΝΕΙ ότι η συμφωνία ημερ. 23.12.97 η οποία υπεγράφη με κοινή θέληση όλων των κληρονόμων του αποβιώσαντος και με την οποία ακυρούται και/ή παραμερίζεται έγγραφο ή/και Διαθήκη ημερομηνίας 22.3.91 το οποίον άφηκε ο αποβιώσας δεν προσβάλλει τα δικαιώματα του ανήλικου Γιάγκου Γ. Δημητριάδη υιού του αποβιώσαντος και δύναται να εκτελεστεί προς το συμφέρον του ανηλίκου ως είναι διατυπωμένο σύμφωνα με το Αρθρο 41 του Νόμου, Κεφ. 195, περί Διαθηκών και Κληρονομικής Διαδοχής."

 

Η διαδικασία της διαχείρισης προχώρησε στη βάση της Συμφωνίας και, όπως διαπιστώνεται, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα, αν και οι διαχειριστές υπέβαλαν τελικούς λογαριασμούς κατά το έτος 2000. Αναμένεται, μεταξύ άλλων, η υπογραφή δήλωσης αποποίησης περιουσίας από τον αιτητή, ο οποίος μετά την ενηλικίωσή του ενημερώθηκε για τα διατρέξαντα και αρνείται να συγκατατεθεί στο συμφωνηθέντα τρόπο κατανομής των περιουσιακών στοιχείων του αποβιώσαντα πατέρα του.

Με την παρούσα αίτησή του, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προαναφερθείσα Συμφωνία διανομής της περιουσίας του πατέρα του είχε υπογραφεί από τη μητέρα του εκ μέρους του, κατόπιν έντονων ψυχολογικών και άλλων πιέσεων, ψευδών παραστάσεων, κλπ., που είχαν ασκηθεί από τους άλλους κληρονόμους προς τη μητέρα του και ότι τα διαλαμβανόμενα στη Συμφωνία συνιστούν μια άδικη και ετεροβαρή ρύθμιση εις βάρος του. Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το προαναφερθέν Διάταγμα του Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 23.6.1998 που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αίτησης Διαχείρισης αρ. 304/1991 είναι έκδηλα παράνομο και εκδόθηκε κατά προφανή υπέρβαση αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφού αποκλειστική αρμοδιότητα για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με περιουσία ανηλίκων, είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέχρι σήμερα το Οικογενειακό Δικαστήριο που συστάθηκε κατόπιν τροποποίησης του Συντάγματος της Δημοκρατίας και με τη θέσπιση του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 215/1990.

Με τα πιο πάνω δεδομένα, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα Αίτηση με την οποία εξαιτείται την έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο προς το σκοπό ακύρωσής του, του Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 23.6.1998. Καθ' ων η αίτηση στη διαδικασία είναι όλοι οι άλλοι κληρονόμοι της περιουσίας του αποβιώσαντα, καθώς επίσης και οι δύο Διαχειριστές. Όλοι εκπροσωπήθηκαν κατά την εκδίκαση της αίτησης και έλαβαν μέρος ενιστάμενοι στην έκδοση του αιτουμένου εντάλματος, πλην της καθ' ης η αίτηση αρ. 1 - μητέρας του αιτητή και συζύγου του αποβιώσαντα, η οποία αν και της επιδόθηκε η Αίτηση, δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία.

Οι καθ' ων η αίτηση 2-7, με την Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασής τους, εγείρουν τους ακόλουθους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους ενίστανται στην απόδοση θεραπείας:

1. Ότι στον αιτητή παρέχεται εναλλακτική θεραπεία στο πλαίσιο της Αίτησης Διαχείρισης με υποβολή αίτησης για παραμερισμό του επίδικου Διατάγματος.

2. Ότι το Διάταγμα της 26.5.1998 νόμιμα εκδόθηκε με τη συγκατάθεση και εκπροσώπηση όλων των κληρονόμων.

3. Ότι η Αίτηση Διαχείρισης δεν έχει ολοκληρωθεί, οπότε ο αιτητής μπορεί στο πλαίσιό της να προβεί στα διαβήματα που ήθελε κρίνει σκόπιμα.

4. Ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στο πλαίσιο της Διαχείρισης, είχε την εξουσία και αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδώσει το Διάταγμα αφού ο αιτητής είναι ένας εκ των κληρονόμων.

    Οι λόγοι Ένστασης αρ. 5 και 7 αμφισβητούν τους ισχυρισμούς του αιτητή επί θεμάτων ουσίας όπως είναι η μη δικαιότητα του καταμερισμού της περιουσίας και η άσκηση επιλήψιμης συμπεριφοράς στη μητέρα του κατά τον ουσιώδη χρόνο.

6. Ότι ο περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος δεν έχει εφαρμογή, καθότι δεν εγείρεται θέμα ιδιοκτησίας κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας από ανήλικο.

8. Ότι η καθυστέρηση του αιτητή στην καταχώρηση της παρούσας διαδικασίας είναι αδικαιολόγητη και αντίθετη με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης.

Λεπτομέρειες των λόγων Ένστασης αρ. 5 και 7 δεν έχω παραθέσει καθότι, όπως και οι συνήγοροι των δύο πλευρών έχουν δεχθεί, το παρόν Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης δικαιοδοσίας έκδοσης προνομιακού εντάλματος, δεν μπορεί να ασχοληθεί με τέτοιας φύσεως θέματα που άπτονται ουσιαστικά της ορθότητας και όχι της νομιμότητας έκδοσης του Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Όπως είχε τονισθεί, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634, η δικαιοδοσία έκδοσης εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση του τρόπου άσκησης των δικαιοδοσιών των κατώτερων δικαστηρίων, εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας, εκτός εάν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου.

Περαιτέρω, έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το ένταλμα Certiorari δεν μπορεί να αξιοποιείται ως υποκατάστατο της άσκησης δικαιώματος έφεσης, ούτε ως όργανο εποπτείας της ακολουθούμενης από κατώτερα δικαστήρια διαδικασίας ή πρακτικής. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442).

Η διαπίστωση έκδηλης ή εξόφθαλμης υπέρβασης δικαιοδοσίας από το κατώτερο δικαστήριο, ή η παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και η έκδηλη παρανομία, όπως αυτή αποτυπώνεται στο τηρηθέν πρακτικό, συνιστούν καλούς λόγους που μπορούν να οδηγήσουν στην έκδοση εντάλματος Certiorari, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου.

Τόσο δε στην περίπτωση του εντάλματος Certiorari όσο και στην περίπτωση των άλλων προνομιακών ενταλμάτων, το Ανώτατο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αιτήσεως για έκδοσή του, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη τυχόν υπέρμετρη καθυστέρηση από πλευράς του αιτητή να αποταθεί στο Δικαστήριο.

Βρισκόμενος σ' αυτό το σημείο της καθυστέρησης προσφυγής στο Δικαστήριο, που συνιστά ένα από τους προαναφερθέντες λόγους Ένστασης, παρατηρώ τα εξής: Η χρονική απόσταση μεταξύ του ουσιώδους χρόνου έκδοσης του προσβαλλόμενου Διατάγματος και της καταχώρησης της παρούσας Αίτησης αντικειμενικά ιδωμένη, είναι όντως πολύ μεγάλη, υπολογιζόμενη σε διάστημα πέραν των 11 ετών. Από την άλλη όμως, αυτή η παρέλευση χρόνου θα πρέπει να εξετασθεί μέσα στο όλο πλαίσιο των ιδιαζόντων περιστατικών της υπόθεσης. Οι εξηγήσεις τις οποίες ο ίδιος ο αιτητής δίδει ως προς το θέμα του χρόνου στην ένορκη δήλωσή του, συνοψίζονται ως εξής: Ο αιτητής επικαλείται κατ' αρχάς το ότι ήταν ανήλικος και δεν ενημερώθηκε ούτε μετά την ενηλικίωσή του για τις λεπτομερείς πρόνοιες της ρύθμισης που ενσωματώθηκαν στη Συμφωνία της 23.12.1997. Μετά την στρατιωτική του θητεία και την επιστροφή του από σπουδές στο εξωτερικό, άρχισε τη διερεύνηση του θέματος της κληρονομιάς του πατέρα του και τη συλλογή στοιχείων. Περί του επίμαχου Διατάγματος ημερομηνίας 23.6.1998 πληροφορήθηκε κατά τον Αύγουστο 2011 οπότε, προς το σκοπό της διακρίβωσης της δικαιότητας του συμφωνηθέντος διακανονισμού, άρχισε με τη βοήθεια των δικηγόρων του έρευνες στο Κτηματολόγιο ως προς ακίνητη περιουσία, στον Έφορο Εταιρειών ως προς μετοχές κλπ., διαδικασίες οι οποίες αποδείχθηκαν πολύ χρονοβόρες.

Τα γεγονότα της παρούσας διαδικασίας είναι όντως ιδιάζοντα και αναφέρονται σε μια Συμφωνία με περίπλοκες πρόνοιες οικονομικής φύσεως, οι προεκτάσεις των οποίων δεν ήταν εύκολο να διακριβωθούν και χρονοβόρες διαδικασίες θα έπρεπε να ακολουθηθούν. Λαμβάνοντας δε υπόψη και τις άλλες εξηγήσεις τις οποίες έδωσε ο αιτητής, δεν θα ήμουν διατεθειμένος να αποκλείσω την εξέταση των θεμάτων που εγείρει εδώ ο αιτητής, λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης.

Θα προχωρήσω να εξετάσω το καίριας σημασίας θέμα της ύπαρξης ή μη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας όπως επιληφθεί της σχετικής αίτησης και εκδώσει το επίμαχο Διάταγμα στο πλαίσιο της Αίτησης Διαχείρισης.

Το θέμα της ύπαρξης ή μη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας όπως εκδώσει το επίμαχο Διάταγμα της 23.6.1998.

Σύμφωνα με τις θέσεις τις οποίες προώθησε ο συνήγορος του αιτητή, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εφόσον ήταν σε γνώση του ότι ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ανήλικος, δεν μπορούσε να επιληφθεί της αίτησης που υπέβαλε η μητέρα του αιτητή και να εκδώσει το Διάταγμα, χωρίς προηγουμένως να είχε εξασφαλισθεί η άδεια ή έγκριση του Οικογενειακού Δικαστηρίου με βάση τις πρόνοιες του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/1990.

Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο συνήγορο, τα κληρονομικά δικαιώματα του αιτητή κατά την ημερομηνία θανάτου του πατέρα του ήσαν περιουσιακά του στοιχεία που περιήλθαν στον αιτητή και ως τέτοια δεν μπορούσαν να τύχουν αποξένωσης, διαπραγμάτευσης και αλλοίωσης με Συμφωνία και με Διάταγμα Επαρχιακού Δικαστηρίου, χωρίς να επιληφθεί του θέματος το Οικογενειακό Δικαστήριο στο οποίο δόθηκε αποκλειστική δικαιοδοσία προς τούτο, από τον προαναφερθέντα Νόμο.

Διαφωνώντας με αυτές τις θέσεις, οι συνήγοροι των καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι ο προαναφερθείς Νόμος έχει εφαρμογή μόνο σε εγγεγραμμένη επ' ονόματι ανηλίκου περιουσία και όχι σε κληρονομικά δικαιώματα επί περιουσίας αποβιώσαντα τα οποία δεν περιέρχονται στον ανήλικο με το θάνατο του διαθέτη, αλλά κατόπιν διενέργειας της διαχείρισης.

Ως κύριο έρεισμα των θέσεων του, ο αιτητής προβάλλει τις πρόνοιες του Αρθρου 26(1) του Νόμου 216/1990, οι οποίες έχουν ως εξής:

"26(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ο Επίτροπος δεν μπορεί χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου:

(α) Να εκποιήσει, υποθηκεύσει, επιβαρύνει, ανταλλάξει, ή με οποιοδήποτε τρόπο αποξενώσει περιουσία του ανηλίκου ......."

Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές πρόνοιες του Αρθρου 2 του Νόμου, "επίτροπος" σημαίνει το πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, η άσκηση της γονικής μέριμνας εν όλω ή εν μέρει, ενώ "Δικαστήριο" σημαίνει το Οικογενειακό Δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας.

Αυτό που μπορεί εξ αρχής να λεχθεί είναι ότι οι πρόνοιες του προαναφερθέντος Αρθρου 26(1) του Νόμου δεν τυγχάνουν εδώ εφαρμογής, αφού αναφέρονται μόνο στις δυνατότητες και υποχρεώσεις "Επιτρόπου" και όχι γονέα. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του Αρθρου 18 του ίδιου Νόμου σε Επίτροπο ανατίθεται από το Δικαστήριο η επιμέλεια τέκνου μόνο κατόπιν αφαίρεσης της γονικής μέριμνας από γονέα.

Ο αιτητής επικαλείται όμως περαιτέρω και τις πρόνοιες του Αρθρου 12 του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες και οι γονείς δεν μπορούν χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου (δηλαδή του Οικογενειακού Δικαστηρίου), να διενεργήσουν στο όνομα του τέκνου, τις πράξεις που απαγορεύονται και στον Επίτροπο ανηλίκου. Ακόμα, με βάση τις πρόνοιες του Αρθρου 10 του Νόμου, οι γονείς μπορούν με άδεια του Δικαστηρίου να χρησιμοποιούν την περιουσία και τα εισοδήματα από την περιουσία του τέκνου, την οποία διοικούν για τη συντήρηση, την εκπαίδευση και τις εν γένει ανάγκες του τέκνου. Το ζήτημα το οποίο εγείρεται όμως εδώ είναι το τι σημαίνει "περιουσία" και "περιουσιακά στοιχεία" του ανηλίκου. Ορισμός των όρων τούτων μέσα στον ίδιο το Νόμο αρ. 216/1990 δεν υπάρχει. Είναι όμως αυτονόητο ότι περιουσία και περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλύπτονται από το Νόμο εκείνο δεν μπορεί να είναι άλλα από εκείνα τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο όνομα του ανηλίκου ή δεδηλωμένα και αναμφισβήτητα του ανήκουν. Επομένως, τα όποια κληρονομικά δικαιώματα ανηλίκου τυγχάνουν διαχείρισης κατά τις πρόνοιες του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195, και του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189, δεν μπορούν να θεωρηθούν και εκληφθούν ως "περιουσία" και "περιουσιακά στοιχεία" κατά την ημερομηνία θανάτου του αποβιώσαντα, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του αιτητή, ή οποτεδήποτε πριν τη συμπλήρωση της διαχείρισης και μεταβίβασή τους επ' ονόματι ανηλίκου, ή έστω κατόπιν ενδιάμεσων μεταβιβάσεων, αν αυτό επιτραπεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 25 του Κεφ. 189 από και μετά τη χορήγηση επικύρωσης διαθήκης ή εγγράφου διαχείρισης με συνημμένη διαθήκη, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που πηγάζουν από την κληρονομιά του αποθανόντος (περιλαμβανομένου του εκ του Νόμου μη διαθέσιμου μέρους της κληρονομιάς και του αδιάθετου μέρους της) θεωρούνται ότι περιήλθαν στον προσωπικό αντιπρόσωπο από την ημερομηνία του θανάτου του αποθανόντος. Αποκλειστική αρμοδιότητα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αποβιώσαντα έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο, είτε οι κληρονόμοι είναι ενήλικες, είτε ανήλικοι και μόνο μετά την αποκρυστάλλωση του τι τυχόν δικαιούται έκαστος αφαιρουμένων χρεών, υποχρεώσεων, φόρων και εξόδων διακριβώνεται και αποκρυσταλλώνεται η έκταση και το είδος της περιουσίας στην οποία δικαιούται ενήλικας ή ανήλικος κληρονόμος, οπότε και διενεργούνται οι ανάλογες μεταβιβάσεις. Μετά δε την μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων σε ανήλικο και με την ολοκλήρωση της διαχείρισης, τότε και για όσο καιρό αυτός παραμένει ανήλικος, δικαιοδοσία ελέγχου της διαχείρισης της περιουσίας του αποκτά και συνεχίζει να έχει μέχρι ενηλικίωσης, το Οικογενειακό Δικαστήριο.

Επομένως, η περί του αντιθέτου θέση του αιτητή δεν γίνεται δεκτή.

Το θέμα της ύπαρξης υπαλλακτικής θεραπείας.

Πέραν της δυνατότητας του αιτητή όπως αποταθεί στο πλαίσιο της εκκρεμούσας Διαχείρισης ζητώντας τον παραμερισμό του επίμαχου Διατάγματος, όπως ο ίδιος δηλώνει προτίθεται όπως ασκήσει το ένδικο μέσο της καταχώρησης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο με στόχο την ακύρωση της Συμφωνίας η οποία είχε συναφθεί μεταξύ των κληρονόμων και η οποία εγκρίθηκε από το Δικαστήριο μέσω του Διατάγματος. Ανησυχεί, όμως, όπως ο ίδιος αναφέρει, επειδή θα βρει μπροστά του ως εμπόδιο το Διάταγμα, γι' αυτό και επιζητεί την ακύρωσή του μέσω της παρούσας διαδικασίας.

Όμως, πέραν του ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε παρανομία ή υπέρβαση εξουσίας ή δικαιοδοσίας κατά την έκδοση του διατάγματος, κατά την άποψή μου τυχόν επιτυχία του αιτητή στην παρούσα διαδικασία θα ήταν και αλυσιτελής. Εκείνο το οποίο επιδιώκει ο αιτητής είναι στην ουσία ο παραμερισμός της Συμφωνίας η οποία είχε επιτευχθεί μεταξύ των κληρονόμων επειδή, κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν ετεροβαρής εναντίον των συμφερόντων του και, επίσης, ήταν το αποτέλεσμα μεμπτής συμπεριφοράς η οποία ασκήθηκε στη μητέρα του που τον εκπροσωπούσε. Με ή χωρίς το επίμαχο διάταγμα, η Συμφωνία είναι εκεί, δεσμεύει και θα συνεχίσει να δεσμεύει, εκτός εάν αυτή παραμερισθεί ή ακυρωθεί, κάτι που δεν μπορεί να επιτελεσθεί μέσω της παρούσας διαδικασίας. Όπως δε ο ίδιος ο αιτητής δέχεται, υπάρχει εναλλακτική διαδικασία διαθέσιμη στον ίδιο ώστε να επιτύχει το σκοπό του και μάλιστα στην ουσία του πράγματος, την οποία διαδικασία προτίθεται να αξιοποιήσει.

Είναι γεγονός, βέβαια, ότι στην περίπτωση του Certiorari, παρά την ύπαρξη εναλλακτικής διαδικασίας, μπορεί να εκδοθεί το προνομιακό τούτο ένταλμα, εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Που εδώ όμως δεν συντρέχουν, αφού η μόνη νομική βάση έχει αποτύχει και τίποτε άλλο εξαιρετικής φύσεως δεν έχει προταχθεί.

Η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ' ων η αίτηση αρ. 2-7, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με την καθ΄ης η αίτηση αρ. 1 δεν εκδίδεται καμιά διαταγή εξόδων.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο