ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1970
17 Νοεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΗΛΙΑ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσείoντες-Ενάγοντες,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2008)
Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Απόδειξη της αλήθειας των ισχυριζόμενων δυσφημιστικών γεγονότων ― Κατά πόσον ανακοινώσεις που έγιναν στα Μ.Μ.Ε. σχετικά με δέσμευση τροφίμων συνιστούσαν δυσφήμηση δεδομένης της μεταγενέστερης αποδέσμευσης τους ― Το κατά πόσον δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, κρίνεται ως ζήτημα πραγματικό από το δικαστήριο, με απόδοση στις λέξεις ή φράσεις της συνήθους φυσικής τους έννοιας με γνώμονα το μέτρο του μέσου λογικού πολίτη ― Οι λέξεις στις οποίες αποδίδεται δυσφημιστικό περιεχόμενο πρέπει να ερμηνεύονται στο σύνολό τους.
Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Ακόμα και αν υπήρχε επέμβαση στα δικαιώματα των εφεσειόντων, αυτή δεν ήταν δυσανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Ευρήματα δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το βάρος αξιολόγησης της μαρτυρίας βαρύνει τους ώμους του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις.
Πώληση αγαθών ― Ασφάλεια τροφίμων ― Ο περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμου του 1996, Ν.54(Ι)/1996 και ο τροποποιητικός Ν.27(Ι)/2005 ― Κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 ― Ποιες οι σχετικές εξουσίες που παρέχονται στις αρμόδιες αρχές ― Στις περιπτώσεις όπου εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, μπορούν να ληφθούν τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν απορριπτική απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδόθηκε σε αγωγή με την οποία διεκδικούνταν αποζημιώσεις για δυσφήμιση η οποία προκλήθηκε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, από δημοσιεύσεις που διέρρευσαν ή που έδωσαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης λειτουργοί του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και σχετίζονταν με την απόσυρση από συγκεκριμένη υπεραγορά, ποσότητας χαλουμιών τα οποία είχαν παρασκευάσει οι εφεσείοντες.
Η εν λόγω ποσότητα αποδεσμεύτηκε λίγες μέρες αργότερα, όταν οι εργαστηριακές εξετάσεις έδειξαν ότι ήταν κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία έκρινε ότι στην ανακοίνωση των Αρμοδίων Αρχών δεν καταγράφηκε κάποιο ψεύδος. Δεν δέχτηκε ως αληθή τη μαρτυρία των εφεσειόντων και επισήμανε ότι ο διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας, δεν αμφισβήτησε τη βάση του παραπόνου για δυσάρεστη οσμή των χαλουμιών. Απέρριψε δε τη μαρτυρία και των δύο μαρτύρων των εναγόντων-εφεσειόντων ως αναξιόπιστη.
Έκρινε μεταξύ άλλων ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικά, είτε αυτά ήθελαν αξιολογηθεί συνολικά, είτε αποσπασματικά, αποφαινόμενο ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες κατά την εξέταση της υπόθεσης ενήργησαν νόμιμα και εντός των πλαισίων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την περιφρούρηση της δημόσιας υγείας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε περαιτέρω και στο επιπρόσθετο συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα ήταν απόλυτα προνομιούχο βάσει των προνοιών του Άρθρου 20(1)(θ) του Κεφ. 148.
Ασκήθηκε έφεση με την οποία υποστηρίχθηκε με αρκετούς λόγους έφεσης μεταξύ άλλων ότι:
α) Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικά ήταν έκδηλα λανθασμένη επειδή, η ανακοίνωση που εξέδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες ήταν ψευδής και δυσφημιστική αφού τα χαλούμια δεν είχαν άσχημη μυρωδιά, ενώ έλεγχος από τις κτηνιατρικές υπηρεσίες έδειξε την καταλληλότητά τους.
β) Το συμπέρασμα του δικαστηρίου πως οι αρμόδιες υπηρεσίες κατά την εξέταση της υπόθεσης ενήργησαν νομίμως και μέσα στα πλαίσια των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την περιφρούρηση της δημόσιας υγείας, ήταν λανθασμένο ως επίσης και το συμπέρασμα του δικαστηρίου πως υφίστατο υπεράσπιση και του προνομιακού δημοσιεύματος.
γ) Το δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστη ενώ παρέλειψε να εξετάσει θέματα αμέλειας, αλλά και την παραβίαση συνταγματικών τους δικαιωμάτων όπως περιέχονταν στα δικόγραφα και έκδηλης κατάχρησης εξουσίας.
δ) Εσφαλμένα το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν αποδείχτηκε το αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας.
ε) Ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι όφειλε να συζητήσει το δημόσιο συμφέρον έναντι του ιδιωτικού και υπήρξε προκατάληψη εις βάρος των εφεσειόντων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ανακοίνωση που εξέδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν περιείχε οποιοδήποτε ψεύδος και περιοριζόταν στην παράθεση χωρίς σχόλια των πραγματικών γεγονότων. Δεν είχε υπάρξει περί του αντιθέτου καμιά αξιόπιστη μαρτυρία.
2. Οι αρμόδιες αρχές, υπό τις περιστάσεις, είχαν εκ του νόμου τη δυνατότητα ή ακόμα και την υποχρέωση να προβούν στη δημοσίευση μιας τέτοιας ανακοίνωσης. Υπό τις περιστάσεις οι ενέργειές τους ήταν εύλογες και δεν υπερέβαιναν το απόλυτα αναγκαίο για την προστασία των πολιτών.
3. Οι αρχές ανακοίνωσαν ότι τα χαλούμια παρουσίαζαν δυσάρεστη οσμή, η οποία ενδεχομένως να οφειλόταν στην αλλοίωση του προϊόντος. Αν και δεν είχε ολοκληρωθεί ο μικροβιολογικός έλεγχος, εν τούτοις οι αρχές είχαν εκ του νόμου δικαίωμα να ενεργήσουν ως έπραξαν, για προστασία της δημόσιας υγείας.
4. Υπό τις περιστάσεις οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούσαν να περιμένουν τα αποτελέσματα του μικροβιολογικού ελέγχου των προϊόντων πριν προειδοποιήσουν το αγοραστικό κοινό για την ύπαρξη προβλήματος και ενδεχομένων κινδύνων για την υγεία. Προειδοποίησαν απλώς για την ύπαρξη του προβλήματος το οποίο ήταν η δυσάρεστη οσμή.
5. Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν ότι τα χαλούμια είχαν δυσάρεστη οσμή κατ' έφεση, αλλά, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο δικαστήριο, ούτε ο διευθυντής των εφεσειόντων δεν αμφισβήτησε ούτε προς στιγμή τη βάση του παραπόνου για την ύπαρξη δυσάρεστης οσμής, πολύ δε περισσότερο δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη του πιο πάνω ισχυρισμού. Έστω κι αν οι μικροβιολογικές εξετάσεις έδειξαν στη συνέχεια την καταλληλότητά τους, δεν σημαίνει ότι το περιεχόμενο της ανακοίνωσης ήταν αναληθές ή ότι τα χαλούμια που βρέθηκαν στην υπεραγορά δεν είχαν δυσάρεστη οσμή.
6. H κακοσμία των χαλουμιών ήταν δεδομένη και το γεγονός ότι τα δεσμευθέντα προϊόντα αποδεσμεύτηκαν τελικώς, δεν αποδείκνυε την έλλειψη αλήθειας του περιεχομένου της ανακοίνωσης.
7. Ως προς τον ισχυρισμό για παράβαση θέσμιου καθήκοντος, το Άρθρο 17Α (1)(γ) του Ν.54(Ι)/1996, δεν προνοεί την υποχρέωση εμπιστευτικότητας, όταν υπάρχουν λόγοι δημόσιας υγείας.
8. Εν όψει της απόφανσης ότι ορθά κρίθηκε ότι το δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό δεν συνέτρεχε λόγος να εξεταστεί η θέση των εφεσειόντων πως υφίστατο η υπεράσπιση του προνομιακού δημοσιεύματος.
9. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν, τα συστατικά στοιχεία της αδικοπραξίας της επιζήμιας ψευδολογίας που επίσης επικαλέστηκαν και ουσιαστικά απέτυχαν να πείσουν ότι το δημοσίευμα ήταν ψευδές.
10. Το κατά πόσο σε προηγούμενες περιπτώσεις δημοσιοποιήθηκαν ή όχι τα ονόματα εμπλεκομένων σε διερεύνηση παρόμοιων ζητημάτων, παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτο από την πλευρά των εφεσειόντων. Ακόμα και αν τεκμηριωνόταν μια τέτοια θέση, η μη δημοσίευση στο παρελθόν των ονομάτων άλλων προσώπων που είχαν εμπλακεί σε παρόμοια ζητήματα σ' αυτή την περίπτωση, χωρίς σημασία.
11. Η συγκεκριμένη δημοσίευση έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα την προστασία της δημόσιας υγείας, κάτι που προστατεύεται και νομοθετικά με το Νόμο 54(Ι)/1996 και το σχετικό Κανονισμό.
12. Οι αρμόδιοι λειτουργοί αυταπόδεικτα δεν επέδειξαν αμέλεια αφού εφάρμοσαν απλώς την κειμένη νομοθεσία και ασφαλώς δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος. Σε καμιά περίπτωση ακόμα και αν υπήρχε επέμβαση στα δικαιώματα των εφεσειόντων, αυτή ήταν δυσανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
T.M.P. Agents v. Saba and Co (T.M.P.) (2007) 1(A) Α.Α.Δ. 448.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, A.E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 2564/06), ημερομ. 28.12.2007.
Ν. Αγγελίδης για Χρ. Κληρίδη, για τους Εφεσείοντες.
Μαρ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αξίωσή τους για αποζημιώσεις για δυσφήμιση που προκύπτει από δημοσιεύσεις που διέρρευσαν ή που έδωσαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης λειτουργοί του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, σχετικά με την απόσυρση από συγκεκριμένη υπεραγορά ποσότητας χαλουμιών τα οποία είχαν κατασκευάσει οι εφεσείοντες.
Στις 15.4.2005 δημοσιεύτηκε σε δύο τουλάχιστον εφημερίδες η είδηση ότι οι υγειονομικές υπηρεσίες του κράτους ύστερα από πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα χαλουμιών κατασκευής των εφεσειόντων, ημερομηνίας λήξης 9/2005, διενήργησαν έλεγχο που έδειξε ότι τα χαλούμια παρουσίαζαν δυσάρεστη οσμή η οποία δυνατόν να οφειλόταν σε αλλοίωσή τους. Ύστερα από ενημέρωση η εταιρεία παρασκευής τα απέσυρε, αλλά επειδή ήταν δυνατόν ορισμένα χαλούμια να βρίσκονταν στην κατοχή των καταναλωτών συμβουλεύονταν να μην τα καταναλώσουν. Στα δημοσιεύματα φέρεται ο προϊστάμενος των Υγειονομικών Υπηρεσιών να ανέφερε πως τα χαλούμια αυτά φαίνεται να είχαν πρόβλημα στη συσκευασία και αυτό προκάλεσε την αλλοίωση της ποιότητάς τους.
Είναι παραδεκτό ότι η αρμόδια κρατική υπηρεσία εξέδωσε και απέστειλε προς τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (στο εξής τα Μ.Μ.Ε.) την ακόλουθη ανακοίνωση:
«ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Οι Ιατρικές Υπηρεσίες και οι Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (Υγειονομικές Υπηρεσίες) του Υπουργείου Υγείας ανακοινώνουν ότι μετά από πληροφορίες που λήφθηκαν σχετικά με την ποιότητα χαλουμιών "SOMIS", ημερομηνία λήξεως 9/05, αριθμός παρτίδας ΒΝ1209 διενεργήθηκε έλεγχος στην αγορά και διαπιστώθηκε ότι αυτά παρουσίαζαν δυσάρεστη οσμή η οποία δυνατό να οφείλεται στην αλλοίωση του προϊόντος.
Μετά από ενημέρωση της εταιρείας παρασκευής και διανομής των συγκεκριμένων προϊόντων αυτή προβαίνει στην απόσυρσή τους.
Επειδή είναι δυνατό ορισμένα χαλούμια να βρίσκονται στην κατοχή των καταναλωτών, συμβουλεύονται να μην τα καταναλώσουν.
14 Απριλίου 2005
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΊΑΣ».
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία δεν δέχτηκε ως αληθή τη μαρτυρία των εφεσειόντων και επισήμανε ότι ο Αντρέας Ηλία, Μ.Ε.1, διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας, δεν αμφισβήτησε ούτε για μια στιγμή τη βάση του παραπόνου για δυσάρεστη οσμή των χαλουμιών. Τελικά απέρριψε τη μαρτυρία και των δύο μαρτύρων των εναγόντων-εφεσειόντων ως αναξιόπιστη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού θύμισε την αρχή ότι κατά πόσο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, αποφασίζεται από το δικαστήριο ως ζήτημα πραγματικό, με γνώμονα το μέτρο του μέσου λογικού πολίτη, προχώρησε για να επισημάνει ότι ο ενάγων δεν μπορεί να αποδώσει ο ίδιος δυσφημιστική έννοια σε δημοσίευμα και να θεωρήσει τον εαυτό του θιγμένο, αν το κείμενο είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Τα επίδικα δημοσιεύματα κρίθηκε ότι δεν είναι δυσφημιστικά, είτε αυτά ήθελαν αξιολογηθεί συνολικά, είτε αποσπασματικά.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες κατά την εξέταση της υπόθεσης ενήργησαν νόμιμα και εντός των πλαισίων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την περιφρούρηση της δημόσιας υγείας. Η διερεύνηση της υπόθεσης άρχισε στις 13.4.2005, με υπόβαθρο την εκ πρώτης όψεως διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6.1(β) του περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμου 54(Ι)/1996. Την επόμενη ημέρα προχώρησαν στη δέσμευση ποσότητας χαλουμιών που βρίσκονταν στα υποστατικά των εφεσειόντων, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14(1)(δ), ποσότητα την οποία αποδέσμευσαν λίγες μέρες αργότερα, όταν οι εργαστηριακές εξετάσεις έδειξαν ότι ήταν κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.
Οι εφεσείοντες παρέλειψαν να υποβάλουν προσφυγή στον αρμόδιο υπουργό όπως προνοεί το άρθρο 14(1)(στ) του Νόμου 54(Ι)/1996 και στη συνέχεια οι κρατικές υπηρεσίες, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΚ), αρ. 178/02, εξέδωσαν και απέστειλαν προς τα Μ.Μ.Ε. την επίδικη ανακοίνωση.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η ανακοίνωση δεν περιέχει οποιοδήποτε ψεύδος, αλλά περιορίζεται στην παράθεση, χωρίς σχόλια, πραγματικών γεγονότων. Επισημαίνει ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν ανέφεραν ότι τα χαλούμια ήταν ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση ή ότι ήταν χαλασμένα, ενώ κατέληξε ότι η ανακοίνωση ήταν απόλυτα νόμιμη και επιβεβλημένη, την χαρακτήρισε δε ως προερχόμενη από την κατά νόμο υπόχρεη να δημοσιεύσει το θέμα, κρατική υπηρεσία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και κατέληξε ότι το γεγονός, καθιστά το δημοσίευμα απόλυτα προνομιούχο βάσει των προνοιών του άρθρου 20(1)(θ) του Κεφ. 148, δηλαδή ότι είναι αδιάφορο το κατά πόσο το δημοσίευμα ήταν αληθές ή αναληθές και το κατά πόσο ο εφεσίβλητος-εναγόμενος γνώριζε ή όχι την έλλειψη αλήθειας του δημοσιεύματος ή το αν η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστει ή όχι.
Περαιτέρω έκρινε ότι τα δημοσιεύματα έγιναν καλόπιστα, αφού δημοσιεύτηκαν για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και του κοινού γενικότερα, χωρίς μάλιστα να είναι αναληθή και χωρίς οι αρμόδιες υπηρεσίες να έχουν ενεργήσει με σκοπό τη βλάβη των εφεσειόντων σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή κατά τρόπο σημαντικά διαφορετικό του ευλόγως αναγκαίου για το κοινό συμφέρον ή για την προστασία των δικαιωμάτων ή συμφερόντων για τα οποία αξιώνεται το προνόμιο (βλέπε T.M.P. Agents v. Saba & Co (T.M.P.) (2007) 1(A) Α.Α.Δ. 448).
Το δικαστήριο αποφάσισε ωσαύτως ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση εμπιστευτικότητας έναντι των εφεσειόντων. Ακόμα κι αν υπήρχε μια τέτοια υποχρέωση, στην παρούσα περίπτωση έχοντας υπ' όψιν τη φύση του προβλήματος που έπρεπε να αντιμετωπιστεί και την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα με την οποία έπρεπε οι αρμόδιοι να δράσουν, το καθήκον για έγκαιρη, σαφή και συγκεκριμένη προειδοποίηση των καταναλωτών περί του ενδεχόμενου ύπαρξης προβλήματος στη συγκεκριμένη παρτίδα χαλουμιών, θα έπρεπε ασυζητητί να υπερισχύσει κάθε άλλου καθήκοντος εμπιστευτικότητας προς τους εφεσείοντες.
Με την παρούσα έφεση εγείρονται 14 συνολικά λόγοι. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δεν είναι δυσφημιστικά είναι έκδηλα λανθασμένη γιατί, κατά την άποψή τους, η ανακοίνωση που εξέδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες είναι ψευδής και δυσφημιστική γιατί τα χαλούμια δεν είχαν άσχημη μυρωδιά, ενώ έλεγχος από τις κτηνιατρικές υπηρεσίες έδειξε την καταλληλότητά τους.
Το επιχείρημα των εφεσειόντων θα πρέπει να απορριφθεί. Το δικαστήριο εξετάζει το ερώτημα κατά πόσο τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά και καταλήγει σε αντίθετο αποτέλεσμα εξηγώντας στη συνέχεια την απόφασή του. Αναφέρει την αρχή κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, κρίνεται ως ζήτημα πραγματικό από το δικαστήριο, με απόδοση στις λέξεις ή φράσεις της συνήθους φυσικής τους έννοιας με γνώμονα το μέτρο του μέσου λογικού πολίτη. Οι λέξεις στις οποίες αποδίδεται δυσφημιστικό περιεχόμενο πρέπει να ερμηνεύονται στο σύνολό τους.
Πράγματι, η ανακοίνωση που εξέδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν περιέχει οποιοδήποτε ψεύδος και περιορίζεται στην παράθεση χωρίς σχόλια των πραγματικών γεγονότων. Το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν έχει υπάρξει περί του αντιθέτου καμιά αξιόπιστη μαρτυρία.
Το πρόβλημα της οσμής διαπιστώθηκε όχι μόνο από τον Υγειονομικό Επιθεωρητή που είχε διενεργήσει τον έλεγχο, αλλά και από υπάλληλο της υπεραγοράς στην οποία διατίθεντο, ο οποίος και συμπλήρωσε το ειδικό έντυπο για σκοπούς καταστροφής των συγκεκριμένων εμπορευμάτων.
Οι αρμόδιες αρχές, υπό τις περιστάσεις, είχαν τη δυνατότητα ή ακόμα και την υποχρέωση να προβούν στη δημοσίευση μιας τέτοιας ανακοίνωσης λόγω του άρθρου 16Α του περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμου του 1996, Ν.54(Ι)/1996 αλλά και του Κανονισμού (ΕΚ) 178/2002. Υπό τις περιστάσεις οι ενέργειές τους ήταν εύλογες και δεν υπερβαίνουν το απόλυτα αναγκαίο για την προστασία των πολιτών.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΚ) 178/2002, το οποίο προβλέπει ότι όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι υποψίας ότι τρόφιμο ή ζωοτροφή ενδεχομένως ενέχει κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων, τότε, ανάλογα με τη φύση, σοβαρότητα και την έκταση του κινδύνου αυτού, οι δημόσιες αρχές προβαίνουν στις κατάλληλες διαδικασίες ώστε να ενημερώσουν το ευρύ κοινό σχετικά με τη φύση του κινδύνου όσον αφορά την υγεία, παρέχοντας όσο το δυνατό περισσότερα στοιχεία για την αναγνώριση του τροφίμου ή της ζωοτροφής και καθορίζοντας τον κίνδυνο που ενδεχομένως αυτό ενέχει καθώς και τα μέτρα που λαμβάνονται ή που πρόκειται να ληφθούν για την αποφυγή, μείωση ή εξάλειψη του κινδύνου αυτού. Το Κεφάλαιο ΙΙ του Κανονισμού στο οποίο υπάγεται στο άρθρο 10, αφορά σε όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής τροφίμων και περιέχει τις γενικές αρχές που πρέπει να ακολουθούνται όταν λαμβάνονται σχετικά μέτρα.
Το άρθρο 10 του Κανονισμού έχει ενσωματωθεί στη νομοθεσία μας με το Ν.27(Ι)/2005 (άρθρο 16Α) με τον οποίο τροποποιείται ο Ν.54(Ι)/1996. Ο τροποποιητικός αυτός νόμος είχε τεθεί σε ισχύ στις 18.3.2005, δηλαδή πριν τη δημιουργία του κατ' ισχυρισμόν αγώγιμου δικαιώματος του ενάγοντος στις 14.4.2005.
Οι αρχές ανακοίνωσαν ότι τα χαλούμια παρουσίαζαν δυσάρεστη οσμή, η οποία ενδεχομένως να οφείλεται στην αλλοίωση του προϊόντος. Άνκαι δεν είχε ολοκληρωθεί ο μικροβιολογικός έλεγχος, εν τούτοις οι αρχές είχαν δικαίωμα να ενεργήσουν ως έπραξαν, για προστασία της δημόσιας υγείας.
Στο σημείο αυτό θα παραπέμψουμε και πάλι στο άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 το οποίο προβλέπει ότι στις περιπτώσεις όπου εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, μπορούν να ληφθούν τα προσωρινά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση του υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας που έχει επιλεγεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστημονικές πληροφορίες για μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του κινδύνου. Τα μέτρα που λαμβάνονται είναι ανάλογα και όχι πιο περιοριστικά για το εμπόριο από όσο απαιτείται για την επίτευξη του υψηλού επιπέδου προστασίας που έχει επιλεγεί, ενώ παράλληλα λαμβάνεται υπ' όψιν η τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα.
Υπό τις περιστάσεις οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούσαν να περιμένουν τα αποτελέσματα του μικροβιολογικού ελέγχου των προϊόντων πριν προειδοποιήσουν το αγοραστικό κοινό για την ύπαρξη προβλήματος και ενδεχομένων κινδύνων για την υγεία. Προειδοποίησαν απλώς για την ύπαρξη του προβλήματος το οποίο ήταν η δυσάρεστη οσμή.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν ότι τα χαλούμια είχαν δυσάρεστη οσμή κατ' έφεση, αλλά, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο, ούτε ο διευθυντής των εφεσειόντων δεν αμφισβήτησε ούτε προς στιγμή τη βάση του παραπόνου για την ύπαρξη δυσάρεστης οσμής, πολύ δε περισσότερο δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη του πιο πάνω ισχυρισμού. Έστω κι' αν οι μικροβιολογικές εξετάσεις έδειξαν στη συνέχεια την καταλληλότητά τους, δεν σημαίνει ότι το περιεχόμενο της ανακοίνωσης ήταν αναληθές ή ότι τα χαλούμια που βρέθηκαν στην υπεραγορά δεν είχαν δυσάρεστη οσμή.
Με τα πιο πάνω απαντάται και απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης, όπου υποστηρίζεται ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου πως οι αρμόδιες υπηρεσίες κατά την εξέταση της υπόθεσης ενήργησαν νομίμως και μέσα στα πλαίσια των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την περιφρούρηση της δημόσιας υγείας, είναι λανθασμένο.
Όπως έχουμε δει και προηγουμένως οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να ειδοποιήσουν το κοινό, γιατί λόγω της δυσάρεστης οσμής υπήρχαν βάσιμοι λόγοι υποψίας ότι το συγκεκριμένο τρόφιμο ενείχε κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Είναι φανερό ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν μπορούσαν να περιμένουν τα αποτελέσματα των μικροβιολογικών ελέγχων ξέροντας ότι ποσότητες από τη συγκεκριμένη παρτίδα χαλουμιών είχαν ήδη πωληθεί και θα καταναλώνονταν, πιθανόν, από τους καταναλωτές.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι δεν άσκησαν τα νόμιμα δικαιώματα που είχαν είναι λανθασμένο και άσχετο.
Πράγματι το δικαστήριο αναφέρει ότι οι ενάγοντες δεν άσκησαν τα νόμιμα δικαιώματα που είχαν προς αμφισβήτηση της δέσμευσης των χαλουμιών μέσω της προσφυγής, για παράδειγμα, στον αρμόδιο υπουργό, όπως προνοείται από το άρθρο 14(1)(στ) του Ν.54(Ι)/96.
Εκτός του ότι ενώπιον του δικαστηρίου δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες προσέφυγαν στον αρμόδιο υπουργό, δεν βλέπουμε πως η συγκεκριμένη κατάληξη του δικαστηρίου επηρεάζει την υπόθεση. Το δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω. Η διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες δεν άσκησαν τα νόμιμα δικαιώματά τους, ορθή ή λανθασμένη, δεν επηρεάζει την απόφαση του δικαστηρίου. Γεγονός παραμένει ότι τα χαλούμια είχαν δυσάρεστη οσμή και κρίθηκε υπό τις περιστάσεις ότι ήταν εύλογο να προειδοποιηθεί το κοινό.
Για το λόγο αυτό θα πρέπει να απορριφθεί και ο επόμενος λόγος έφεσης ότι δηλαδή είναι λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι απέδειξαν τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται τα δημοσιεύματα.
Όπως είδαμε και προηγουμένως η κακοσμία των χαλουμιών είναι δεδομένη και το γεγονός ότι τα δεσμευθέντα προϊόντα αποδεσμεύτηκαν τελικώς, δεν αποδεικνύει την έλλειψη αλήθειας του περιεχομένου της ανακοίνωσης. Πράγματι, τα χαλούμια είχαν δυσάρεστη οσμή και ορθώς το κοινό κλήθηκε να μη χρησιμοποιήσει όσα είχε τυχόν αγοράσει.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται περαιτέρω ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η ανακοίνωση των αρμόδιων υπηρεσιών ήταν επιβεβλημένη και απόλυτα νόμιμη, είναι λανθασμένο. Εισηγούνται περαιτέρω ότι δεν προβλήθηκε τέτοια υπεράσπιση στην Υπεράσπιση των εφεσιβλήτων.
Ως προς το αν έχει δικογραφηθεί η σχετική θέση αρκεί απλή παραπομπή στην παράγραφο 13 της Υπεράσπισης. Αναφορικά με το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης ότι δηλαδή λανθασμένα το δικαστήριο δέχτηκε ότι η ανακοίνωση των αρμόδιων υπηρεσιών ήταν επιβεβλημένη και απόλυτα νόμιμη, αρκεί απλή παραπομπή στο περιεχόμενο της ίδιας της ανακοίνωσης όπου φαίνεται και ο εκδότης της.
Ως προς τον ισχυρισμό για παράβαση θέσμιου καθήκοντος θα πρέπει να πούμε ότι το άρθρο 17Α(1)(γ) του Ν.54(Ι)/1996, δεν προνοεί την υποχρέωση εμπιστευτικότητας, όταν υπάρχουν λόγοι δημόσιας υγείας. Σαφώς αναφέρεται ότι κάθε λειτουργός υποχρεούται να μην αποκαλύπτει πληροφορίες που έλαβε κατά την άσκηση των εξουσιών που του παρέχονται ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, εκτός για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας ή άλλο υπηρεσιακό σκοπό και ότι συνέτρεχαν λόγοι δημόσιας υγείας είναι κάτι παραπάνω από φανερό στην παρούσα υπόθεση.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου πως υφίσταται υπεράσπιση του προνομιακού δημοσιεύματος είναι λανθασμένο. Εν όψει όμως του γεγονότος ότι έχουμε ήδη αποφασίσει πως ορθά κρίθηκε ότι το δημοσίευμα δεν ήταν δυσφημιστικό δεν υπάρχει λόγος να εξετάσουμε το λόγο αυτό.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστη. Σύμφωνα με το άρθρο 21(2) του Κεφ. 148, δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος δεν θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστη αν (α) καταδειχθεί ότι το δημοσίευμα ήταν αναληθές και ο εναγόμενος δεν πίστευε σε αυτό ως αληθές ή (β) αν το δημοσίευμα ήταν αναληθές και ο εναγόμενος προέβη στη δημοσίευση χωρίς να καταβάλει εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή αναληθούς του δημοσιεύματος και (γ) προβαίνοντας στη δημοσίευση ενήργησε με σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφημείται σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή κατά τρόπο σημαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συμφέρον ή για την προστασία του ιδιωτικού δικαιώματος ή συμφέροντος σε σχέση με το οποίο αξιώνει προνόμιο.
Τίποτε από τα πιο πάνω δεν έχει αποδειχθεί. Το δημοσίευμα ήταν αληθές αφού περιορίστηκε στην ανακοίνωση της ύπαρξης δυσάρεστης οσμής και στην προτροπή, εύλογη και επιβεβλημένη υπό τις περιστάσεις, στο κοινό να μην καταναλώσει το προϊόν, ενέργεια εύλογα αναγκαία για την προστασία της δημόσιας υγείας και συνεπώς του κοινού συμφέροντος.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν αποδείχτηκε το αστικό αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 25 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, η επιζήμια ψευδολογία συνίσταται στην κακόβουλη δημοσίευση ψευδούς δήλωσης προφορικά ή άλλως πως που αφορά το επάγγελμα, το επιτήδευμα ή την εργασία, ενασχόληση ή τη θέση άλλου ή τα αγαθά ή τον τίτλο κυριότητάς του. Αρκεί να λεχθεί ότι εν όψει του γεγονότος ότι το δημοσίευμα δεν ήταν ψευδές, το πιο πάνω επιχείρημα απορρίπτεται. Εξ άλλοι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν, ούτως ή άλλως, τα συστατικά στοιχεία της συγκεκριμένης αδικοπραξίας και ουσιαστικά απέτυχαν να πείσουν ότι το δημοσίευμα ήταν ψευδές.
Οι εφεσείοντες στρέφονται εναντίον και του συμπεράσματος του δικαστηρίου ότι ήταν ατεκμηρίωτο το γεγονός πως σε προηγούμενες περιπτώσεις δεν δημοσιοποιήθηκαν τα ονόματα εμπλεκομένων σε διερεύνηση ή ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε κακοπιστία, καθώς επίσης και το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι αναφορές σε δημοσιεύματα αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία και έπρεπε να αγνοηθούν. Υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο των συγκεκριμένων δημοσιευμάτων δεν αμφισβητήθηκε, πλην όμως η βαρύτητα που θα αποδοθεί τελικά σε τέτοια μαρτυρία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Εξ ου και το δικαστήριο ορθώς επέτρεψε την κατάθεση των εν λόγω δημοσιευμάτων ως τεκμηρίων. Ορθά κατά τη γνώμη μας το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη συγκεκριμένη μαρτυρία.
Εν πάση περιπτώσει, δεν βρίσκουμε λόγο να δεχτούμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου πως τα δημοσιεύματα αυτά δεν ήταν ικανά να αποδείξουν ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν κακόπιστα, είναι ορθή. Πράγματι, το κατά πόσο σε προηγούμενες περιπτώσεις δημοσιοποιήθηκαν ή όχι τα ονόματα εμπλεκομένων σε διερεύνηση παρόμοιων ζητημάτων, παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτο από την πλευρά των εφεσειόντων. Προχωρώντας ακόμα ένα βήμα θα λέγαμε ότι ακόμα και αν τεκμηριωνόταν μια τέτοια θέση, η μη δημοσίευση στο παρελθόν των ονομάτων άλλων προσώπων που είχαν εμπλακεί σε παρόμοια ζητήματα φαίνεται να είναι, σ' αυτή την περίπτωση, χωρίς σημασία.
Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι όφειλε να συζητήσει το δημόσιο συμφέρον έναντι του ιδιωτικού και ότι έτσι έπραξε για να καταλήξει στην απόφασή του. Υποστηρίζουν ότι το συμπέρασμα αυτό αποδεικνύει ότι έχουν παρεισφρήσει σκέψεις στο δικαστήριο ανεπίτρεπτα θεωρητικές και όχι η εφαρμογή του νόμου στη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, κάτι που καταδεικνύει προκατάληψη εις βάρος των εφεσειόντων.
Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί, αφού η συγκεκριμένη δημοσίευση έγινε, όπως είδαμε και προηγουμένως, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα την προστασία της δημόσιας υγείας, κάτι που προστατεύεται και νομοθετικά με το Νόμο 54(Ι)/1996 και το σχετικό Κανονισμό. Δεν αντιλαμβανόμαστε εξ άλλου τι εννοούν οι εφεσείοντες για παρείσφρηση θεωρητικών σκέψεων και μάλιστα ανεπιτρέπτως θεωρητικών. Υπενθυμίζουμε τη νομοθετική πρόνοια για την ανάγκη λήψης μέτρων σε περιπτώσεις κινδύνων για τη δημόσια υγεία.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει θέματα αμέλειας, αλλά και την παραβίαση συνταγματικών τους δικαιωμάτων όπως περιέχονταν στα δικόγραφα. Υποστηρίζουν ότι υπήρξε έκδηλη κατάχρηση εξουσίας και παράλειψη να εφαρμόσουν τους Νόμους και Κανονισμούς ως είχαν υποχρέωση.
Ως προς την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των εφεσειόντων υποστηρίζουν ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος ή απασχόλησης, αφού υπήρξε επέμβαση σ' αυτό από τις πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων υπαλλήλων.
Και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Κατ' αρχάς το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να εξετάσει θέματα αμέλειας ή παραβίασης δήθεν του συνταγματικού δικαιώματος της άσκησης επαγγέλματος, αφού με την προηγούμενη ανάλυση που έκανε, ουσιαστικά απαντούσε και στα θέματα αυτά. Οι αρμόδιοι λειτουργοί αυταπόδεικτα δεν επέδειξαν αμέλεια αφού, όπως είδαμε, σύμφωνα με τις ορθές διαπιστώσεις του δικαστηρίου, εφάρμοσαν απλώς την κειμένη νομοθεσία και ασφαλώς δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος. Οι εφεσείοντες δεν παρεμποδίστηκαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στην απασχόλησή τους. Οι εφεσίβλητοι απλώς εξέδωσαν ανακοίνωση ότι συγκεκριμένη παρτίδα χαλουμιών παραγωγής των εφεσειόντων, είχε δυσάρεστη οσμή και προέτρεπαν το κοινό προληπτικά και προς χάρη της δημόσιας υγείας να μην καταναλώσει τα χαλούμια από τη συγκεκριμένη παρτίδα που τυχόν είχαν αγοράσει. Σε καμιά περίπτωση δεν κρίνουμε ότι ακόμα και αν υπήρχε επέμβαση στα δικαιώματα των εφεσειόντων, αυτή ήταν δυσανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Ως προς δε τον τελευταίο (δέκατο τέταρτο) λόγο έφεσης, ο οποίος στρέφεται εναντίον του συμπεράσματος του δικαστηρίου ότι η μαρτυρία των εφεσειόντων ήταν αναξιόπιστη, αρκεί να επαναλάβουμε ότι το βάρος αξιολόγησης της μαρτυρίας βαρύνει τους ώμους του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις. Δεν κρίνουμε ότι η παρούσα είναι μια τέτοια περίπτωση.
Οι εφεσείοντες έθεσαν θέμα του άρθρου 7 του Κανονισμού 178/2002. Δεν προτιθέμεθα να το εξετάσουμε, αφού τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιόν μας κατά την ακρόαση.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.