ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 1 ΑΑΔ 1720

7 Οκτωβρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

Χ.Α. ΠΑΠΑΕΛΛΗΝΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

YIANNIS CHARALAMBIDES SHOPPING CENTER LTD,

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 375/2009)

 

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Ο περί Διαιτησίας Νόμος, Κεφ. 4 ― Εφετειακή απόφανση περί της ορθότητας πρωτόδικης κρίσης με την οποία απερρίφθη αγωγή για ακύρωση διαιτητικής απόφασης ― Ποια η έκταση του Δικαστικού ελέγχου διαιτητικής απόφασης ― Άρθρο 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 ― Ακόμα και εάν το δικαστήριο έχει άλλη άποψη, δεν παρεμβαίνει για να ανατρέψει διαιτητική απόφαση εκτός αν υπάρχει θεμελιακή απόκλιση από τις αρχές της ερμηνείας που να καθιστά την απόφαση του διαιτητή «αντιδικαστική».

Συμβάσεις ― Ερμηνεία Σύμβασης ― Κατευθυντήρια είναι πάντοτε, προκειμένου περί συμφωνίας, η πρόθεση των μερών όπως εκφράσθηκε μέσα από τους όρους που χρησιμοποίησαν.

Η διαφωνία της εφεσείουσας με διαιτητική απόφαση με την οποία καθορίστηκε το ύψος του μηνιαίου ποσού που θα καταβαλλόταν για τη συνέχιση της ενοικίασης υπεραγοράς ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης, ύστερα από τη λήξη της συμβατικά καθορισθείσας πρώτης δεκαετίας ενοικίασης, οδήγησε στην έγερση αγωγής για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης,  αφού έκρινε μεταξύ άλλων ότι η ερμηνεία που έδωσε ο Διαιτητής στον επίδικο όρο που προνοούσε σχετικά με τον τρόπο καθορισμού του ενοικίου για τη συνέχιση της ενοικίασης, συνήδε πλήρως με τους αναγνωρισμένους από τη νομολογία ερμηνευτικούς κανόνες και ήταν επομένως ορθή.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

α)    Η ερμηνεία του επίδικου όρου  4 της σύμβασης  ήταν εκδήλως λανθασμένη.

β)    Η δυνατότητα παρέμβασης του δικαστηρίου δεν περιοριζόταν, σε νομικό σφάλμα.

Αποφασίστηκε ότι:

α)    Η κατάληξη του διαιτητή, οδήγησε με απλή και μόνο μαθηματική  λογική στο ποσό του ενοικίου. Ορθώς εκρίθη πρωτοδίκως ότι δεν υπήρχε πεδίο παρέμβασης του δικαστηρίου στην απόφαση του διαιτητή.

β)    Η ερμηνεία την οποία έδωσε ήταν, όπως εκρίθη και πρωτοδίκως, ευλόγως επιτρεπτή ώστε να μη συνιστούσε παρέκκλιση από τις αρχές που διέπουν την ερμηνεία εγγράφων που να αναγόταν σε «κακή συμπεριφορά» εκ μέρους του ή παρέκκλιση του από τους όρους εντολής του στα πλαίσια του Άρθρου 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου και της νομολογίας.

γ) Κατευθυντήρια είναι πάντοτε, προκειμένου περί συμφωνίας, η πρόθεση των μερών όπως εκφράσθηκε μέσα από τους όρους που οι ίδιοι χρησιμοποίησαν. Ο διαιτητής δεν ενήργησε υπό πλάνη ή κατά θεμελιακή παράβαση των αρχών που διέπουν την ερμηνεία εγγράφων η οποία να επέτρεπε τη δικαστική παρέμβαση.

δ)    Το τι είχε υποβληθεί στον διαιτητή ήταν σαφώς η ερμηνεία του όρου 4 από την οποία και διήρχετο ο υπολογισμός του ενοικίου. Και αν ακόμα το δικαστήριο θα είχε άλλη άποψη, δεν παρεμβαίνει για να ανατρέψει την απόφαση εκτός αν υπάρχει θεμελιακή απόκλιση από τις αρχές της ερμηνείας που να καθιστά την απόφαση του διαιτητή «αντιδικαστική».

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

F.R. Absalom Ltd v. Great Western (London) Garden Village Society Ltd [1993] A.C. 392 ΗL.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xριστοδούλου, Π.E.Δ.), (Αίτηση Aρ. 435/08), ημερομ. 3.12.2009.

Χρ. Μίτσιγγας, για την Εφεσείουσα.

Α. Μαρκίδης με Χρ. Ιωαννίδου (κα), για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την 6.2.1997 η Εφεσίβλητη, ιδιοκτήτρια της υπεραγοράς ALFAMEGA, την ενοικίασε στην Εφεσείουσα για δέκα έτη με ετήσιο ενοίκιο £600.000 για τα πρώτα τέσσερα έτη (όρος 3(1)) αυξανόμενο ανά διετία για τα υπόλοιπα έξι έτη κατά 2% επί πλέον της ανά έτος αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (όρος 3(2)). Ο όρος 4 της συμφωνίας προνοούσε για ενδεχόμενη συνέχιση της ενοικίασης:

«4. Η ενοικίαση μετά το πέρας της πρώτης δεκαετίας θα συνεχίζεται αν έτσι επιθυμεί ο Ενοικιαστής, νοουμένου ότι 6 μήνες πριν το πέρας της πρώτης δεκαετίας Ιδιοκτήτης και Ενοικιαστής θα προβούν από κοινού και με τη βοήθεια ειδικών συμβούλων εκτιμητών σε επανεκτίμηση του ενοικίου, με βάση την τότε τρέχουσα αγοραία αξία του ακινήτου για τη συγκεκριμένη χρήση δηλ. Υπεραγοράς, λαμβανομένου υπ' όψη ότι η σημερινή εκτιμημένη αξία του ακινήτου είναι Λ.Κ.7.000.000 και θα προβούν ακολούθως σε νέα συμφωνία ενοικίασης με βάση την επανεκτίμηση αυτή και για περίοδο περαιτέρω 10 ετών και θα συμφωνηθούν εκ νέου και οι περιοδικές αυξήσεις ενοικίου κατά τη διάρκεια της νέας περιόδου ενοικίασης με βάση τον πιο πάνω πίνακα υπολογισμού της πρώτης δεκαετίας σε σχέση με τις αυξήσεις ενοικίου ανά διετία. Το ίδιο θα συμβεί και στην περίπτωση τρίτης δεκαετίας ενοικίασης.»

Εφ' όσον η Εφεσείουσα άσκησε το δικαίωμα που της παρείχε ο όρος 4 και τα μέρη απέτυχαν να συμφωνήσουν το ενοίκιο της δεύτερης δεκαετίας, παρέπεμψαν το θέμα σε διαιτησία όπως προνοούσε ο όρος 14 της συμφωνίας, καλώντας τον διαιτητή να αποφασίσει:

«Α. Ποιο πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της 'επανεκτίμησης του ενοικίου' στην οποία αναφέρεται η Ρήτρα 4 της Συμφωνίας.

Β. Με βάση το αποτέλεσμα της προαναφερόμενης επανεκτίμησης, το οποίο θα καθοριστεί από το Διαιτητή, ποιοι θα πρέπει να είναι οι όροι της νέας Συμφωνίας ενοικιάσεως στην οποία αναφέρεται η Ρήτρα 4 της Συμφωνίας.»

Ο διαιτητής, εφαρμόζοντας τον όρο 4 και αποδεχόμενος την ερμηνεία που είχε εισηγηθεί η Εφεσίβλητη αντί εκείνη που είχε εισηγηθεί η Εφεσείουσα, είπε τα ακόλουθα:

«Η καθαρή και μόνη έννοια της σχετικής Ρήτρας (σημ.: του όρου 4) είναι η σύνδεση του ενοικίου - επανεκτίμηση ενοικίου με την οποιαδήποτε νέα τρέχουσα αξία του ακινήτου με το αρχικό ενοίκιο Λ.Κ.600,00 και την εκτιμημένη αξία του ακινήτου κατά την έναρξη της 1ης δεκαετίας ενοικιάσεως που καθορίστηκε σε Λ.Κ.7.000.000. Καμία αναφορά δεν υπάρχει σε συγκριτικά ενοίκια, αποδόσεις κρατικών χρεογράφων, επιτόκια, κατάσταση οικονομίας ή κτηματαγοράς. Τα μόνα στοιχεία, οι μόνοι συντελεστές που γράφτηκαν στη Συμφωνία ΤΙ της 6/2/1997 είναι αυτά που έχω αναφέρει ανωτέρω. Η αγοραία αξία κατά το χρόνο της επανεκτίμησης, η αξία κατά το χρόνο της υπογραφής της έναρξης της πρώτης δεκαετίας (Λ.Κ.7.000.000) και το αρχικό ενοίκιο των Λ.Κ.600.000 είναι τα στοιχεία για την επανεκτίμηση του ενοικίου για την επόμενη δεκαετία όπως καθαρά συμφωνήθηκε και γράφτηκε στη Συμφωνία των μερών.»

Σε αυτή τη βάση, και καθ' όσον η τρέχουσα αγοραία αξία του ακινήτου συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών σε £15.000.000, ο διαιτητής καθόρισε το νέο ενοίκιο της επόμενης δεκαετίας σε £1.294.285,71 για τα πρώτα τέσσερα έτη και αναλόγως για τα υπόλοιπα έξι έτη σύμφωνα με τον όρο 3(2).

Η Εφεσείουσα, διαφωνώντας με την απόφαση του διαιτητή, κατεχώρησε αγωγή επιδιώκοντας την ακύρωση της στη βάση ότι η απόφαση εβασίσθη σε έκδηλη παρερμηνεία του όρου 4. Κατά τη δική της άποψη, στον καθορισμό του νέου ενοικίου δυνάμει του όρου 4 υπεισέρχοντο και άλλοι παράγοντες πέραν της τρέχουσας αγοραίας αξίας του ακινήτου τους οποίους ο διαιτητής αρνήθηκε να εξετάσει. Η αγωγή απερρίφθη εφ' όσον, όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος (σ. 10):

«Κατά την άποψή μου η ερμηνεία που έδωσε συνάδει πλήρως με τους αναγνωρισμένους από τη νομολογία ερμηνευτικούς κανόνες και, επομένως, κρίνεται ορθή. Όμως κι αν ακόμη δεν υιοθετούσα την ερμηνεία που έδωσε και πάλι θα κατέληγα σε απόρριψη της αίτησης, και αυτό γιατί μια διαιτητική απόφαση δεν μπορεί να ακυρωθεί με μόνο λόγο ότι το Δικαστήριο θα κατέληγε σε διαφορετική ερμηνεία απ' αυτή που υιοθέτησε ο διαιτητής. Επισημαίνω επί του προκειμένου ότι όπως αναφέρεται στο πιο πάνω απόσπασμα, μια διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί για νομικό σφάλμα όταν αυτό εμφαίνεται στην απόφαση και, σ' ότι αφορά την ερμηνεία που εδώ ενδιαφέρει, όταν η απόφαση είναι προϊόν εφαρμογής ερμηνευτικών κανόνων που ο νόμος δεν αναγνωρίζει. Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση, γιατί από την απόφαση που έκδωσε ο Διαιτητής δεν προκύπτει ότι εφάρμοσε ερμηνευτικούς κανόνες που δεν αναγνωρίζει ο Νόμος. Αντίθετα, όπως ήδη έχει σημειωθεί, εφάρμοσε με ορθό τρόπο τους αναγνωρισμένους από τη νομολογία ερμηνευτικούς κανόνες και ενόψει τούτου η απόφαση του κρίνεται άτρωτη.»

Ενώπιόν μας τώρα η Εφεσείουσα υποστηρίζει, όπως και πρωτοδίκως, ότι κακώς εκρίθη ότι η ερμηνεία του όρου 4 δεν ήταν εκδήλως λανθασμένη. Ο όρος 4, υποστηρίζει, δεν περιορίζει τους ειδικούς συμβούλους εκτιμητές στο πρώτο στάδιο του καθορισμού της τρέχουσας αγοραίας αξίας του ακινήτου, όπως θεώρησε ο διαιτητής, αλλά τους εμπλέκει σε ευρύ ρόλο σε δεύτερο στάδιο στη διαδικασία επανεκτίμησης του ενοικίου σε συνάρτηση με την εμπειρογνωμοσύνη τους ως προς όλα όσα αφορούν την ενοικιαστική αξία. Εισηγείται περαιτέρω η Εφεσείουσα (εισήγηση που, όπως παρατηρεί και η Εφεσίβλητη, δεν φαίνεται να έγινε πρωτοδίκως), ότι η δυνατότητα παρέμβασης του δικαστηρίου δεν περιορίζεται, όπως εξέλαβε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, σε «νομικό σφάλμα, όταν αυτό εμφαίνεται στην απόφαση», βασιζόμενος σε σχετική αναφορά στο Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 2, σ. 334, παρ. 623, αλλά επεκτείνεται και σε περιπτώσεις όπου το θέμα που υποβάλλεται σε διαιτησία δεν είναι αποκλειστικά νομικό ερώτημα αλλά είναι θέμα ως προς το οποίο η νομική ερμηνεία καθίσταται σχετική, όπως εδώ που ο διαιτητής είχε να αποφασίσει την ερμηνεία του όρου 4 παρεμπιπτόντως προς τον καθορισμό του ενοικίου. Η Εφεσείουσα εβασίσθη ιδιαιτέρως στην υπόθεση F.R. Absalom Ltd v. Great Western (London) Garden Village Society Ltd, 1993, Appeal Cases 392 ΗL.

Η Εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας ότι η ερμηνεία που έδωσε ο διαιτητής στον όρο 4 είναι εν πάση περιπτώσει ορθή, παρέπεμψε στη γενική αρχή ότι το δικαστήριο δεν παρεμβαίνει με την ερμηνεία που δίδει ο διαιτητής  έστω και αν το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να έδιδε άλλη ερμηνεία παρά μόνο αν ο διαιτητής βασίσθηκε σε εντελώς λανθασμένες αρχές ερμηνείας. Παρατηρεί δε περαιτέρω ότι εδώ δεν ήταν περίπτωση παρεμπίπτουσας ερμηνείας του όρου 4 αφού η ερμηνεία του ήταν η όλη βάση της διαφοράς που παρεπέμφθη σε διαιτησία.

Δεν έχει έρεισμα η έφεση. Ορθώς επισημαίνει η Εφεσίβλητη ότι, με δεδομένη την προαναφερθείσα διάσταση απόψεων των μερών που οδήγησε στην αδυναμία τους να συμφωνήσουν το ενοίκιο και κατέληξε στη διαιτησία, η ερμηνεία και εφαρμογή του όρου 4 ήταν στο επίκεντρο των όρων εντολής του διαιτητή και όχι παρεμπίπτουσα. Μάλιστα ενώπιον του διαιτητή κάθε μέρος είναι τη δική του ερμηνεία που υποστήριζε. Η κατάληξη του διαιτητή, υιοθετώντας την ερμηνεία που προανεφέρθη, οδήγησε με απλή και μόνο μαθηματική πλέον λογική στο ποσό του ενοικίου. Ορθώς εκρίθη πρωτοδίκως ότι δεν υπήρχε πεδίο παρέμβασης του δικαστηρίου με την απόφαση του διαιτητή. Η ερμηνεία την οποία έδωσε ήταν, όπως εκρίθη και πρωτοδίκως, ευλόγως επιτρεπτή ώστε να μη συνιστούσε παρέκκλιση από τις αρχές που διέπουν την ερμηνεία εγγράφων και έτσι να ανάγετο σε «κακή συμπεριφορά» εκ μέρους του ή παρέκκλιση του από τους όρους εντολής του στα πλαίσια του Αρθρου 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου και της νομολογίας. Τόσο μάλιστα που οδήγησε τον ευπαίδευτο Πρόεδρο να πει - που δεν ήταν το ζητούμενο - ότι ήταν και εν πάση περιπτώσει ορθή η ερμηνεία που έδωσε ο διαιτητής.  Επισημαίνοντας και εμείς τις βασικές παραμέτρους του όρου 4, δεν το πράττουμε για να αποφανθούμε, όπως ουσιαστικά μας κάλεσε η Εφεσείουσα, επί της ορθότητας της ερμηνείας του διαιτητή αλλά για να τονίσουμε το επαρκές του υποβάθρου της. Κατευθυντήρια βεβαίως είναι πάντοτε, προκειμένου περί συμφωνίας, η πρόθεση των μερών όπως εκφράσθηκε μέσα από τους όρους που οι ίδιοι χρησιμοποίησαν. Έτσι, σημειώνουμε τη θεμελιακή αναφορά στον όρο 4 ότι η επανεκτίμηση του ενοικίου θα εγίνετο «με βάση την τότε τρέχουσα αγοραία αξία του ακινήτου για τη συγκεκριμένη χρήση δηλ. Υπεραγοράς», που παραπέμπει στην τρέχουσα αγοραία αξία ως τη βάση για τον υπολογισμό. Όχι μόνο τούτο δε, αλλά και ότι θα ελαμβάνετο υπ' όψη η τότε συμφωνημένη αξία του ακινήτου, που ασφαλώς παρέπεμπε στη συνάρτηση του ενοικίου προς την τότε αγοραία αξία, η οποία μάλιστα και αυτή καθορίσθηκε σε £7.000.000. Δεν υπάρχει αναφορά στον όρο 4 σε οποιοδήποτε άλλο παράγοντα προς τον οποίο να συναρτάτο το ενοίκιο, και δη προς όλους τους παράγοντες που λαμβάνονται υπ' όψη ως προς το τρέχον αγοραίο ενοίκιο. Σαφώς λοιπόν ο διαιτητής δεν ενήργησε υπό πλάνη ή κατά θεμελιακή παράβαση των αρχών που διέπουν την ερμηνεία εγγράφων που να επέτρεπε τη δικαστική παρέμβαση.

Η υπόθεση Absalom, ανωτέρω, στην οποία η Εφεσείουσα επένδυσε πολλά, ουδόλως την βοηθά. Όντως η υπόθεση βεβαιώνει τη διάκριση μεταξύ της περίπτωσης που το θέμα της διαιτησίας είναι καθαρά νομικό, οπότε το δικαστήριο δεν παρεμβαίνει αφού τα μέρη επέλεξαν την κρίση του διαιτητή αντί τη δική του εκτός αν ο διαιτητής ενήργησε αντιδικαστικώς, και της περίπτωσης που το θέμα της διαιτησίας δεν είναι καθαρά νομικό αλλά ο διαιτητής αποφαίνεται επί νομικού θέματος παρεμπιπτόντως, οπότε το δικαστήριο μπορεί να παρέμβει αν ο διαιτητής εκδήλως έσφαλε, όπως στην υπόθεση εκείνη. Στην υπόθεση εκείνη όμως το θέμα της ερμηνείας του όρου 30 ουδέποτε ετέθη στο διαιτητή και, όπως παρετηρήθη (ίδε σ. 601 per Lord Warrington, με τον οποίο συμφώνησαν οι Lord Tomlin και Lord Buckmaster, σ. 610 per Lord Russell, σ. 616 per Lord Wright) όχι μόνο απεφασίσθη παρεμπιπτόντως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του όρου 26 που του είχε τεθεί, αλλά και η ερμηνεία που είχε δώσει στον όρο 30 ήταν εκδήλως λανθασμένη.  Εδώ το τι είχε υποβληθεί στον διαιτητή ήταν σαφώς η ερμηνεία του όρου 4 από την οποία και διήρχετο ο υπολογισμός του ενοικίου.  Η νομολογία είναι καλά καθιερωμένη και βεβαία, ότι, και αν ακόμα το δικαστήριο θα είχε άλλη άποψη, δεν παρεμβαίνει για να ανατρέψει την απόφαση εκτός αν υπάρχει θεμελιακή απόκλιση από τις αρχές της ερμηνείας που να καθιστά την απόφαση του διαιτητή «αντιδικαστική». Και αν ακόμα όμως η περίπτωση εθεωρείτο ανάλογη της Absalom, η ερμηνεία που έδωσε ο διαιτητής δεν θα ήταν εκδήλως λανθασμένη.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα της Εφεσίβλητης όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο