ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1222
11 Ioυλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., KΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑ ΧΑΤΖΗΑΒΡΑΑΜ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΟΡΦΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 287/2008)
Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Παραμερισμός απόφασης Δικαστηρίου Εργατικών διαφορών με την οποία απερρίφθη αίτηση εργατικής διαφοράς λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας ― Δικαιοδοσία Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ― Προκύπτει και από το Άρθρο 12(1) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν. 58(1)/04), σε συνάρτηση με το Άρθρο 12(1)(β) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67).
Διακριτική μεταχείριση ― Ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμος του 2004 (Ν. 58(1)/04) ― Οδηγία 2000/78/ΕΚ και Οδηγία 2000/43/ΕΚ ― Η υποψηφιότητα της Αιτήτριας για τη διεκδίκηση προκηρυχθείσας θέσης γραφέα, παράνομα δε λήφθηκε σοβαρά υπόψη, λόγω καθορισμού μη επιτρεπτού ηλικιακού ορίου στις προσλήψεις ― Επιδίκαση περιορισμένων αποζημιώσεων με βάση την αρχή ότι το μέγεθος της ζημιάς που υπέστη ο υποψήφιος που δεν θα προσλαμβάνονταν δεν είναι το ίδιο με εκείνο που υπέστη ο υποψήφιος που θα είχε καταλάβει τη θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις ― Παρά τον παράνομο αποκλεισμό της, η αιτήτρια δεν θα είχε καταλάβει τη θέση, ένεκα υπέρτερων προσόντων άλλων υποψηφίων.
Αποζημιώσεις ― Νομολογία Δ.Ε.Κ. ― Ποιό το μέτρο καθορισμού των αποζημιώσεων στη περίπτωση διακριτικής μεταχείρισης στη διαδικασία πρόσληψης ― Διαχωρίζεται η περίπτωση των υποψηφίων για πρόσληψη οι οποίοι, λόγω ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου, δεν θα είχαν καταλάβει τη θέση αυτή ακόμη και αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις, από εκείνη των υποψηφίων οι οποίοι θα είχαν καταλάβει την θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις.
Λέξεις και φράσεις ― «Εργατική Διαφορά» στο Άρθρο 2 του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Νόμος (8/67) ― «Απασχόληση» στο Άρθρο 2 του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Νόμος (8/67).
Η εφεσείουσα-αιτήτρια, με αίτηση της στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξίωσε αποζημιώσεις για ζημίες που υπέστη λόγω παράνομου αποκλεισμού της από τη διαδικασία προσλήψεων γραφέων στην υπηρεσία των Εφεσίβλητων-Καθ'ων η Αίτηση, εξ' αιτίας έκνομου όρου στην προκήρυξη θέσεων με τον οποίο ετέθη ηλικιακό όριο για την απόκτηση δικαιώματος διεκδίκησης θέσης.
Οι εφεσίβλητοι-καθ' ων η αίτηση προέβαλαν προδικαστική ένσταση, υποστηρίζοντας ότι, με βάση τη νομοθεσία, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία καθ' ότι η Αιτήτρια δεν συνήψε σύμβαση εργασίας με τους Καθ' ων η αίτηση και ούτε παρείχε εργασία και/ή υπηρεσίες στους Καθ' ων η αίτηση δυνάμει σχέσης εργασίας και ως εκ τούτου δεν καλυπτόταν από τον όρο «εργοδοτούμενος» εντός των πλαισίων του Ν.8/67. Επιπρόσθετα, έκρινε, ότι η αίτηση για εργοδότηση που υπέβαλε στους Καθ' ων η αίτηση δεν ενέπιπτε στον ορισμό της «απασχόλησης» όπως αυτός δίνεται στον Ν. 8/67.
Για την περίπτωση επιτυχίας έφεσης προχώρησε και καθόρισε τις αποζημιώσεις στο ποσό των €1.500.
Με την έφεσή της η εφεσείουσα-αιτήτρια προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση αλλά και το ύψος των αποζημιώσεων, σε περίπτωση επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το συμπέρασμα περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ήταν λανθασμένο, εν όψει των προνοιών του Άρθρου 12(1) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν. 58(1)/04), το οποίο σε συνάρτηση με την παράγραφο (β) του Άρθρου 12(1) του Νόμου 8/67, καθιστά σαφέστατο ότι η δικαιοδοσία για εκδίκαση θεμάτων ίσης μεταχείρισης αποδίδεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
2. Οι όροι «εργατική διαφορά», «εργοδοτών και εργοδοτουμένων», «απασχόληση» και «παροχή εργασίας ή υπηρεσίας με αμοιβή βάσει ατομικής σύμβασης κλπ.», δεν έχουν ουσιαστική σημασία στο υπό κρίση θέμα.
3. Ήταν ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην υπό κρίση περίπτωση οι δύο διορισθέντες στις υπό πλήρωση θέσεις, υπερτερούσαν της αιτήτριας σε προσόντα και ως εκ τούτου, η αιτήτρια δεν θα προσλαμβανόταν στην υπηρεσία των καθ' ων η αίτηση, έστω και αν κατά τη διαδικασία πρόσληψης δεν υπήρχε διακριτική μεταχείριση λόγω της ηλικίας της.
4. Ορθή ήταν και η πρωτόδικη κρίση ότι η ζημιά της αιτήτριας στην παρούσα περίπτωση, συνίστατο στο ότι η υποψηφιότητα της για τη θέση δε λήφθηκε σοβαρά υπόψη.Επικυρώθηκε η κρίση για επιδίκαση αποζημιώσεων ύψους €1.500 με νόμιμο τόκο από 14.5.2004.
5. Η αντέφεση για το θέμα εξόδων που καταχώρησαν οι καθ' ων η αίτηση, κατέστη χωρίς αντικείμενο, αφού η απόφαση περί δικαιοδοσίας ανετράπη.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Η Πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε με έξοδα.Η αντέφεση απερρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Case 14/83 Von Colson v. Land Nordrhein Westfalen [1984] E.C.R. 1891,
Case C-180/95 Draehmpaehl v. Urania Immobilienservice OHG [1997] E.C.R. 1-2195.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα και αντέφεση από τους εφεσίβλητους εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών Λεμεσού (Kωνσταντίνου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 258/2005), ημερ. 30.6.2008.
Αργ. Ιωάννου (κα), για την Eφεσείουσα.
Σ. Σοφρωνίου, για τους Eφεσίβλητους.
Α. Χριστοφόρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ως φίλος του Δικαστηρίου.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα-αιτήτρια, με αίτηση της στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξίωνε τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Λ.Κ.288.257 και/ή οποιονδήποτε άλλο ποσό το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ως τη δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για πραγματική και/ή υλική ζημιά και/ή ζημιά και/ή θετική ζημιά την οποία έχει υποστεί συνεπεία ηλικιακής διάκρισης και/ή παράνομης διάκρισης και/ή αποκλεισμού της από την διαδικασία προσλήψεων γραφέων στην υπηρεσία των Καθ' ων η Αίτηση.
Β. Αποζημιώσεις για ηθική ζημιά και/ή βλάβη την οποία έχει υποστεί συνεπεία ηλικιακής διάκρισης και/ή παράνομης διάκρισης και/ή αποκλεισμού της από την διαδικασία προσλήψεων γραφέων στην υπηρεσία των Καθ' ων η αίτηση και/ή αποζημίωση για παραβίαση ατομικού δικαιώματος προστατευόμενου από το Σύνταγμα.»
Το ιστορικό της υπόθεσης φαίνεται από παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, τα οποία παραθέτει στην απόφασή της η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής και που είναι τα ακόλουθα:
«Οι Καθ' ων η αίτηση στις 26.4.2004 δημοσίευσαν στον ημερήσιο τύπο και ανάρτησαν στον πίνακα των ανακοινώσεων τους προκήρυξη κενών θέσεων βοηθού γραφέα - χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή (Τεκμήριο 3). Στο εν λόγω τεκμήριο κάτω από τον τίτλο «προϋποθέσεις» αναφερόταν ότι οι αιτητές απόφοιτοι λυκείου πρέπει να μην έχουν συμπληρώσει το 26ο έτος της ηλικίας τους μέχρι τις 14.5.2004 και απόφοιτοι πανεπιστημίου το 31ο έτος της ηλικίας τους μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η Αιτήτρια η οποία γεννήθηκε στις 2.2.1969 (Τεκμήριο 1) υπέβαλε αίτηση στις 13.5.2004 στους Καθ' ων η αίτηση για την εν λόγω θέση (Τεκμήριο 2 Α) (δηλαδή κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης της ήταν 35 χρονών).
Πριν την υποβολή της αίτησης της Αιτήτριας ο κ. Πίττας ανέφερε στον κ. Χ"Αβραάμ ότι η Αιτήτρια δεν τηρεί την προϋπόθεση του ορίου ηλικίας που υπάρχει στην προκήρυξη της θέσης βοηθού γραφέα - χειριστή ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Στις 13.5.2004 η Αιτήτρια υπέβαλε παράπονο στην Επίτροπο Διοίκησης (Τεκμήριο 5) προβάλλοντας τη θέση ότι θα τύχει δυσμενής (sic) διάκρισης ως προς την ηλικία της κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης της στους Καθ' ων η αίτηση. Η Επίτροπος Διοίκησης με επιστολή της ημερομηνίας 25.5.2004 προς τους Καθ' ων η αίτηση (Τεκμήριο 6), κάλεσε τους Καθ' ων η αίτηση όπως τοποθετηθούν αναφορικά με το περιεχόμενο της καταγγελίας της Αιτήτριας και να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους τέθηκε το όριο ηλικίας για την υπό πλήρωση θέση βοηθού γραφέα - χειριστή ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι Καθ' ων η αίτηση απάντησαν στην Επίτροπο Διοίκησης με επιστολή τους ημερομηνίας 18.6.2004 (Τεκμήριο 7) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Αιτήτρια είναι κάτοχος διπλώματος intermediate στη λογιστική, απόφοιτος λυκείου με βαθμό απολυτηρίου 16 10/12, έχει τα πιο κάτω προσόντα στα Αγγλικά (i) G.C.C. (Modern Greek) και (ii) Pitman Intermediate και δίπλωμα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές καθώς και πείρα 16 χρόνων σε λογιστήρια διαφόρων εταιρειών.
Η Αιτήτρια δεν πληροφορήθηκε ποτέ από τους Καθ' ων η αίτηση ότι η αίτηση της θα εξεταστεί και ότι θα συμπεριληφθεί στους υποψήφιους και δεν καλέστηκε σε προφορική συνέντευξη ή γραπτή εξέταση.
Οι Καθ' ων η αίτηση με επιστολές τους ημερομηνίας 29.6.2004 πληροφόρησαν τον κ. Κονόμου Λοΐζο και την κα Παλάοντα Κυριακή ότι διορίστηκαν στην εν λόγω θέση επί δοκιμαστικής βάσεως σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας των Καθ' ων η αίτηση.
Την εργασιακή σχέση των Καθ' ων η αίτηση και των εργοδοτούμενων της διέπει συλλογική σύμβαση μεταξύ των Καθ' ων η αίτηση και του Ελεύθερου Εργατικού Σωματείου Ιδιωτικών Υπαλλήλων ΣΕΚ Λεμεσού (Τεκμήριο 9).»
Οι εφεσίβλητοι-καθ' ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση, υποστηρίζοντας ότι, με βάση τη νομοθεσία, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την πιο πάνω προδικαστική ένσταση, αλλά προχώρησε και καθόρισε τις αποζημιώσεις για την περίπτωση που το πιο πάνω εύρημά του θα ανατρεπόταν κατ' έφεση και κατέληξε στο ποσό των €1.500.
Με την έφεσή της η εφεσείουσα-αιτήτρια προσβάλλει το εύρημα ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε την απαιτούμενη δικαιοδοσία, καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων, σε περίπτωση που θα επιτύχει ο πιο πάνω λόγος έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει στα συμπεράσματά του, βασίστηκε στην υποπαράγραφο (β) του Άρθρου 12(1) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967, (Νόμος (8/67), που προνοεί ως υπαγομένων στη δικαιοδοσία του, μεταξύ άλλων:
«(β) απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος, παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων·».
Επίσης αναφορά έγινε και στις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του ίδιου Νόμου, αναφορικά με τον ορισμό της φράσης «εργατική διαφορά» που προνοεί τα ακόλουθα:
«'εργατική Διαφορά' σημαίνει οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μη·»
Γίνεται επίσης και αναφορά στον ορισμό του Νόμου της λέξης «απασχόληση» όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«'απασχόληση' σημαίνει παροχή εργασίας ή υπηρεσιών με αμοιβή βάσει ατομικής σύμβασης ή σχέσης εργασίας ή μαθητείας ή άλλης ατομικής σύμβασης ή σχέσης διεπόμενης είτε από το ιδιωτικό είτε από το δημόσιο δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων της Δημόσιας Υπηρεσίας, της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, της Δικαστικής Υπηρεσίας, των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων και οργανισμών δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, των Ενόπλων Δυνάμεων και των Δυνάμεων Ασφαλείας».
Το Δικαστήριο, με βάση τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, καταλήγει στη σελ. 7 της απόφασης του ως ακολούθως:
«Προκύπτει λοιπόν ότι η Αιτήτρια στην υπό κρίση υπόθεση δεν συνήψε σύμβαση εργασίας με τους Καθ' ων η αίτηση και ούτε παρείχε εργασία και/ή υπηρεσίες στους Καθ' ων η αίτηση δυνάμει και/ή βάσει σχέσης εργασίας και ως εκ τούτου δεν καλύπτεται από τον όρο «εργοδοτούμενος» εντός των πλαισίων του Ν. 8/67. Επιπρόσθετα, η αίτηση για εργοδότηση που υπέβαλε στους Καθ' ων η αίτηση στις 13.5.2004 δεν εμπίπτει στον ορισμό της «απασχόλησης» όπως αυτός δίνεται στον Νόμο. Συνακόλουθα στην παρούσα υπόθεση ελλείπουν τα στοιχεία της «εργατικής διαφοράς» και της «μεταχείρισης στην απασχόληση» τα οποία είναι προαπαιτούμενα για την άσκηση δικαιοδοσίας από το Δ.Ε.Δ αφού η Αιτήτρια ουδέποτε προσελήφθηκε στην υπηρεσία των Καθ' ων η αίτηση. Κατά συνέπεια καταλήγουμε ότι το Δ.Ε.Δ. στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση και εκδίδουμε διάταγμα αναστολής της παρούσας διαδικασίας.»
Το συμπέρασμα αυτό δε μας βρίσκει σύμφωνους, εν όψει των προνοιών του Άρθρου 12(1) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν.58(1)/04), στον οποίον αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά απέτυχε να δώσει σε αυτόν την αναγκαία βαρύτητα.
Το Άρθρο 12(1) του Νόμου αυτού, που ψηφίστηκε για σκοπούς μερικής εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Οδηγία 2000/78/ΕΚ και Οδηγία 2000/43/ΕΚ, προνοεί τα ακόλουθα:
«12(1) Επιφυλασσομένης της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αρμοδιότητα για την επίλυση κάθε διαφοράς που προκύπτει από τον παρόντα Νόμο σε σχέση με διακριτική μεταχείριση στην απασχόληση έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών»
Το άρθρο τούτο, σε συνάρτηση με την παράγραφο (β) του Άρθρου 12(1) του Νόμου 8/67, που παραθέσαμε πιο πάνω, καθιστά σαφέστατο ότι η δικαιοδοσία για εκδίκαση θεμάτων ίσης μεταχείρισης αποδίδεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Ως εκ τούτου, οι όροι «εργατική διαφορά», «εργοδοτών και εργοδοτουμένων», «απασχόληση» και «παροχή εργασίας ή υπηρεσίας με αμοιβή βάσει ατομικής σύμβασης κλπ.», δεν έχουν ουσιαστική σημασία στο υπό κρίση θέμα.
Συνεπώς, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αίτηση, θα πρέπει να παραμεριστεί.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε το θέμα του ύψους των αποζημιώσεων. Το σχετικό Άρθρο 12(3) του Νόμου 58(1)/2004, προνοεί τα πιο κάτω:
«Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιδικάζει δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, η οποία καλύπτει τουλάχιστον ολόκληρη τη θετική ζημιά και στο επιδικαζόμενο ποσό προστίθεται νόμιμος τόκος από την ημερομηνία της παραβάσεως έως την ημερομηνία πλήρους καταβολής της αποζημίωσης.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του προκειμένου αναφέρθηκε στην απόφαση του Δ.Ε.Κ. Case-14/83 Sabine von Colson and Elisabeth Kamann v. Land Nordrhein-Westfalen [1984] E.C.R. 1891, όπου λέχθηκε πως η αποζημίωση πρέπει να εξασφαλίζει την πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία, να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι του εργοδότη και να είναι ανάλογη προς την προκληθείσα ζημιά.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχωρεί και αναφέρει και τα ακόλουθα σχετικά:
«Στην υπόθεση Case C-180/95, Draehmpaehl [1997] ECR 1-2195 η οποία αφορούσε το μέτρο των αποζημιώσεων στη περίπτωση διακριτικής μεταχείρισης στη διαδικασία πρόσληψης το Δ.Ε.Κ. εξετάζοντας το ερώτημα της επάρκειας της αποζημίωσης διαχώρισε την περίπτωση των υποψηφίων για πρόσληψη οι οποίοι λόγω ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου δεν θα είχαν καταλάβει τη θέση αυτή ακόμη και αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις από αυτήν των υποψηφίων οι οποίοι θα είχαν καταλάβει την θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις και ανέφερε ότι το μέγεθος της ζημιάς που υπέστησαν οι υποψήφιοι που δεν θα προσλαμβάνονταν δεν είναι το ίδιο με εκείνο που υπέστησαν οι υποψήφιοι που θα είχαν καταλάβει τη θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις καθ' ότι ο υποψήφιος που ανήκει στην πρώτη κατηγορία υπέστη ζημιά που απορρέει από το ότι η υποψηφιότητα του δεν λήφθηκε υπόψη λόγω της δυσμενούς διάκρισης, ενώ ο υποψήφιος που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία υπέστη ζημιά απορρέουσα από τη μη πρόσληψή του, λόγω του ότι ο εργοδότης αξιολόγησε την αίτηση του κατά τρόπο αντικειμενικά εσφαλμένο, πράγμα το οποίο οφείλεται σε δυσμενή διάκριση. Στη συνέχεια λαμβάνοντας υπόψη την αρχή ότι η αποζημίωση πρέπει να είναι ανάλογη της προκληθείσας ζημιάς το Δ.Ε.Κ έκρινε ότι η Οδηγία 76/207/ΕΚ δεν απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημίωσης την οποία μπορεί να αξιώσει ένας υποψήφιος στις περιπτώσεις που ο εργοδότης αποδείξει ότι λόγω ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου δεν θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση, ακόμα και αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις, δηλαδή το Δ.Ε.Κ. έκρινε ότι το ποσό των τριών μηνιαίων μισθών σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αρκετό για να ικανοποιήσει τις τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρεί το ποσό της επιδικασθείσας αποζημίωσης (να παρέχει αποτελεσματική προστασία, να είναι αποτρεπτικό και να είναι ανάλογο προς τη ζημιά).»
Παρατηρεί, τέλος, το Δικαστήριο, ότι στην παρούσα περίπτωση οι δύο διορισθέντες στις υπό πλήρωση θέσεις, υπερτερούσαν της αιτήτριας σε προσόντα και ως εκ τούτου, η αιτήτρια δεν θα προσλαμβανόταν στην υπηρεσία των καθ' ων η αίτηση, έστω και αν κατά τη διαδικασία πρόσληψης δεν υπήρχε διακριτική μεταχείριση λόγω της ηλικίας της. Έτσι, κατέληξε πως η «ζημιά της αιτήτριας στην παρούσα περίπτωση συνίσταται στο ότι η υποψηφιότητα της για τη θέση δε λήφθηκε σοβαρά υπόψη». Η πιο πάνω θέση της ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή μας βρίσκει σύμφωνους.
Όσον αφορά την αντέφεση για το θέμα εξόδων που καταχώρησαν οι καθ' ων η αίτηση, αυτή δεν έχει πλέον αντικείμενο, αφού η απόφαση περί δικαιοδοσίας έχει ανατραπεί.
Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το θέμα της δικαιοδοσίας παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας-αιτήτριας για το ποσό των €1.500 με νόμιμο τόκο από 14.5.2004.
Τα έξοδα, τόσο κατ' έφεση όσο και πρωτόδικα, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.