ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2011) 1 ΑΑΔ 1165

28 Ιουνίου, 2011

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

1. J + A PHILIPPOU,

2. ΙΑΚΩΒΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 52/2008)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε υπόθεση για καταβολή της αμοιβής των εναγόντων για αρχιτεκτονικές εργασίες που εκτέλεσαν σε ακίνητη περιουσία του εναγομένου και με βάση τις δικές του οδηγίες, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου ― Κατά πόσο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεσή τους, ήταν ορθό.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Αντεξέταση μαρτύρων ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο στέρησε τον εναγόμενο από το δικαίωμά του να αντεξετάσει τους μάρτυρες των εναγόντων, με αποτέλεσμα η δίκη να μην ήταν δίκαιη.

Δικαιώματα διαδίκου ― Δικαίωμα διαδίκου να τύχει δίκαιης δίκης ― Κατά πόσο παραβιάσθηκε στην παρούσα υπόθεση.

Αγωγή ― Πρόωρη αγωγή ― Κατά πόσο η αγωγή των εναγόντων για αμοιβή για προσφερθείσες προς τον εναγόμενο αρχιτεκτονικές εργασίες, ήταν πρόωρη, λόγω της, κατ' ισχυρισμόν, ύπαρξης συμφωνίας για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία.

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Κατά πόσο η εκκαλούμενη απόφαση ήταν ορθή και δεόντως αιτιολογημένη.

Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες (στο εξής οι εφεσίβλητοι) καταχώρησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος - εναγομένου (στο εξής ο εφεσείων), αξιώνοντας το ποσό των Λ.Κ.70.855,90 ως αμοιβή για αρχιτεκτονικές εργασίες που εκτέλεσαν με βάση οδηγίες του εφεσείοντος και προς όφελός του κατά την περίοδο 1996 - 2001. Οι εργασίες αυτές αφορούσαν στην ανέγερση κατοικιών και στην εκτέλεση άλλων συναφών εργασιών στα τεμάχια γης του εφεσείοντος στην Έγκωμη.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την αξίωση και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε υποχρέωση να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, αφού είχε τερματίσει τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους, λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων τους, τους είχε δε ήδη υπερπληρώσει, για τις υπηρεσίες που του προσέφεραν.

Για τους εφεσίβλητους έδωσαν μαρτυρία τέσσερις μάρτυρες.

Για τον εφεσείοντα έδωσε μαρτυρία ο ίδιος, η θυγατέρα του, ο επιμετρητής ποσοτήτων του έργου κ. Χρ. Κουππαρής και ο λειτουργός του ΕΤΕΚ κ. Χρ. Σαββίδης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα  σε συνάρτηση με τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και υπό το φως των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων. Για τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2, κ. Ανδρέα Λυτρίδη, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτων του έργου, παρατήρησε ότι αυτή ήταν αναντίλεκτη στο ζήτημα του ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι οι εφεσίβλητοι θα προέβαιναν και σε αρχιτεκτονικό σχεδιασμό προς όφελος του εφεσείοντος. Η θέση του εφεσείοντος ήταν ότι οι εφεσίβλητοι μόνο στην επίβλεψη των εργασιών θα προέβαιναν και όχι στην εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια, κατά τον εφεσείοντα, είχαν σταλεί από αρχιτεκτονικό οίκο του εξωτερικού και συγκεκριμένα της Νοτίου Αφρικής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά και στα σχετικά τεκμήρια και ιδιαίτερα στο τεκμήριο 1Γ(2) στο οποίο περιλαμβάνονταν και λεπτομέρειες της αμοιβής των εφεσιβλήτων, μεταξύ άλλων, για την εργασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων των εφεσιβλήτων ως αξιόπιστη ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος και της θυγατέρας του. Δέχθηκε όμως τη μαρτυρία των κ.κ. Κουππαρή και Σαββίδη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι χρεώσεις των εφεσιβλήτων αποδείχθηκαν πλήρως και ήσαν εύλογες. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό την αξίωσή τους και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους για το προαναφερόμενο ποσό της αξίωσής τους, με νόμιμο τόκο και έξοδα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστήριο ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντος δεν αντεξέτασε τον Μ.Ε.2 κ. Λυτρίδη και ότι η μαρτυρία του ήταν αναντίλεκτη, είναι εσφαλμένη.

2.  Ο τρόπος διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν μεροληπτικός με αποτέλεσμα η δίκη να μην είναι δίκαιη και να οδηγεί σε παραβίαση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Αυτός ο λόγος έφεσης αιτιολογείτο με το ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως οι Μ.Ε. 3 και 4 ήσαν  παρόντες, ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά ο δικηγόρος του εφεσείοντος - εναγόμενου δεν προχώρησε στην αντεξέτασή τους.

3.  Η πρωτόδικη απόφαση στερείτο επαρκούς και ορθής και δέουσας αιτιολογίας.

4.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την αξίωσή τους με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, ήταν αυθαίρετη.

5.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή δεν ήταν πρόωρη, ήταν εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς θεώρησε πως η μαρτυρία του Μ.Ε.2 κ. Λυτρίδη παρέμεινε αναντίλεκτη, υπό την έννοια του ότι δεν αντικρούστηκε, επί του σημείου ότι, στην εργασία που ανέθεσε ο εφεσείων στους εφεσίβλητους, περιλαμβανόταν και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και όχι  μόνον η επίβλεψη των εργασιών στο τεμάχιο 49, όπως ήταν η εκδοχή της υπεράσπισης. Η μαρτυρία όμως αυτή επιβεβαιώθηκε από τα κατατεθέντα τεκμήρια όπως ορθώς επίσης παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

2.  Όλα τα σχετικά με την υπόθεση δεδομένα, δεν υποστηρίζουν τη θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τού στέρησε το δικαίωμα να αντεξετάσει τους Μ.Ε.3 και 4. Ούτε είναι ορθή η θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ανέφερε ότι ενώ οι εν λόγω μάρτυρες ήσαν παρόντες ο εφεσείων δεν τους αντεξέτασε. Είναι ορθό ότι αυτοί οι μάρτυρες, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, ήσαν παρόντες και ο εφεσείων δεν τους αντεξέτασε επειδή ο δικηγόρος του απουσίαζε από το Δικαστήριο σ' εκείνο το στάδιο. Είναι επίσης ορθό ότι, παρά το ότι το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα επανάκλησης των Μ.Ε. 3 και 4 με σκοπό αυτοί να αντεξεταστούν από το δικηγόρο του εφεσείοντος στις 12.10.2007 ο δικηγόρος του εφεσείοντος, ενώ θυμήθηκε ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη εκείνη την ημέρα για αντεξέταση των μαρτύρων των εφεσιβλήτων το μόνο που ζήτησε ήταν αναβολή ώστε να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Δικαστηρίου αναφορικά με τις γραπτές καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου-εφεσείοντος. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι την επόμενη δικάσιμο, στις 5.11.2007, ο συνήγορος του εφεσείοντος κάλεσε σαν Μ.Υ. 1 τον εφεσείοντα χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για την αντεξέταση των Μ.Ε. 3 και 4, δείχνει ότι, ουσιαστικά, ο εφεσείων εγκατέλειψε το δικαίωμα αντεξέτασης των Μ.Ε. 3 και 4. Επομένως το Δικαστήριο δεν έσφαλε όταν είπε ότι ενώ οι Μ.Ε. 3 και 4 ήταν παρόντες στο Δικαστήριο (σε κάποιο στάδιο), αυτοί δεν αντεξετάστηκαν από τον εφεσείοντα. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έγινε δίκαιη δίκη.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή του.

4.  Εφόσον η μαρτυρία του εφεσείοντος απορρίφθηκε, ορθά, με βάση τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι προσέφεραν ουσιαστικές υπηρεσίες στον εφεσείοντα, ότι η χρέωσή τους ήταν λογική και ότι παρέμεινε απλήρωτη.

5.  Η, κατ' ισχυρισμόν, συμφωνία παραπομπής της διαφοράς των διαδίκων σε διαιτησία, είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο αποφάνθηκε ότι η συμφωνία για διαιτησία μπορεί να έγινε αναφορικά με τη διαφορά του εφεσείοντος με τους εργολάβους του έργου αλλά καμιά τέτοια συμφωνία δεν έγινε μεταξύ του εφεσείοντος και των εφεσιβλήτων αναφορικά με την αμοιβή που ο εφεσείων όφειλε στους εφεσίβλητους. Επομένως δεν μπορεί να τίθεται θέμα πρόωρης αγωγής.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος, τα οποία θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 438/2003), ημερ. 28.12.2007.

Ν. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αγωγή τους οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξίωσαν συνολικό ποσό Λ.Κ.70.855,90 ως αμοιβή για αρχιτεκτονικές εργασίες που εκτέλεσαν με βάση οδηγίες του εφεσείοντα-εναγόμενου και προς όφελος του, κατά την περίοδο 1996-2001.

Η εκδοχή των εφεσιβλήτων ήταν ότι οι προσφερθείσες υπηρεσίες αφορούσαν στην ανέγερση κατοικιών και στην εκτέλεση άλλων συναφών εργασιών μέσα στα τεμάχια του εφεσείοντα με αρ. 47 και 49, Φ/Σχ. ΧΧΙ.53.W2, Μπλόκ Δ, στην Έγκωμη.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την αξίωση και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε υποχρέωση πληρωμής οποιουδήποτε ποσού επειδή τερμάτισε τη συνεργασία του με τους εφεσίβλητους, λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων τους, έχοντας τους ήδη υπερπληρώσει για τις υπηρεσίες τους, παρόλο που δεν καταχώρησε σχετική ανταπαίτηση.

Για τους εφεσίβλητους-ενάγοντες έδωσαν μαρτυρία τέσσερις μάρτυρες: (1) Ο Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, εργοδοτούμενος των εφεσιβλήτων, (2) Ο Ανδρέας Λυτρίδης, Αρχιτέκτων στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων, (3) Ο Κυριάκος Παναγή, μέλος της αρχιτεκτονικής ομάδας του Ανδρέα Λυτρίδη και (4) Ο Σωτήρης Θεοφάνους, εργοδοτούμενος στην εργοληπτική εταιρεία Lois Builders Ltd, η οποία ανέλαβε την εργολαβία του έργου, στη βάση των σχεδίων που είχαν ετοιμάσει οι εφεσίβλητοι.

Για τον εφεσείοντα έδωσε μαρτυρία ο ίδιος, η θυγατέρα του Αντιγόνη Σταύρου, ο επιμετρητής ποσοτήτων του έργου κ. Χρίστος Κουππαρής και ο λειτουργός του ΕΤΕΚ κ. Χρίστος Σαββίδης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και έκρινε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων των εφεσιβλήτων ως αξιόπιστη ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και της θυγατέρας του. Δέχθηκε όμως τη μαρτυρία των κ.κ. Κουππαρή και Σαββίδη.

Αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε και τα εξής:

Οι Μ.Ε. 3 και 4, Παναγή και Θεοφάνους, έδωσαν μαρτυρία, κατά την κυρίως εξέταση, στην απουσία του δικηγόρου υπεράσπισης, εφόσον αυτός κατά την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Ο δικηγόρος υπεράσπισης απουσίαζε επίσης και κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσης όταν έδωσε μαρτυρία ο Μ.Ε. 1, κ. Τριανταφυλλίδης, τον οποίον όμως ο δικηγόρος υπεράσπισης αντεξέτασε κατά την επόμενη δικάσιμο. Αναφορικά με τους Μ.Ε. 3 και 4, Παναγή και Θεοφάνους, το πρωτόδικο δικαστήριο υπογράμμισε ότι, μετά την παράθεση της μαρτυρίας τους, με την κυρίως εξέταση, και για διάφορους λόγους, η υπόθεση αναβλήθηκε κάποιες φορές και η αντεξέταση των δύο  μαρτύρων μετατέθηκε σε κατοπινό στάδιο, ενώ το δικαστήριο εξέδωσε και διάταγμα επανάκλησης τους. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, την ημέρα που ορίστηκε η υπόθεση για αντεξέταση των μαρτύρων αυτών «και παρόλο που ήσαν παρόντες, ο κ. Κληρίδης δεν προχώρησε σε αντεξέταση, ενώ αντιθέτως κάλεσε τον εναγόμενο να δώσει σχετική μαρτυρία αρχίζοντας έτσι την παράθεση της υπόθεσης της υπεράσπισης».

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής σχολίασε τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα σε σύναρτηση με τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και υπό το φως των αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Για τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2, κ. Ανδρέα Λυτρίδη, παρατήρησε ότι αυτή ήταν αναντίλεκτη στο ζήτημα του ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι οι εφεσίβλητοι θα προέβαιναν και σε αρχιτεκτονικό σχεδιασμό προς όφελος του εφεσείοντα. Η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι οι εφεσίβλητοι μόνο στην επίβλεψη των εργασιών θα προέβαιναν και όχι στην εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια, κατά τον εφεσείοντα, είχαν σταλεί από αρχιτεκτονικό οίκο του εξωτερικού και συγκεκριμένα της Νοτίου Αφρικής. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά και στα σχετικά τεκμήρια και ιδιαίτερα στο τεκμήριο 1Γ(2) στο οποίο περιλαμβάνονται και λεπτομέρειες της αμοιβής των εφεσιβλήτων, μεταξύ άλλων, για την εργασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.

Με βάση τα προαναφερόμενα συμπεράσματα, το  πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ότι οι εφεσίβλητοι προσέφεραν υπηρεσίες προς τον εφεσείοντα και για τα δύο προαναφερόμενα τεμάχια. Οι υπηρεσίες που προσφέρθηκαν ήταν αυτές στις οποίες εκτενώς αναφέρθηκαν οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων και οι οποίες αναγράφονταν επίσης και στα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν. Έκρινε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι χρεώσεις των εφεσιβλήτων αποδείχτηκαν πλήρως και ήταν εύλογες. Συγκεκριμένα είπε ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τεκμήριο 16, τα οποία παραδόθηκαν από τον εφεσείοντα στους εφεσίβλητους (αυτά  που ετοιμάστηκαν στο εξωτερικό) τροποποιήθηκαν εκτενώς από τους εφεσίβλητους ώστε να συνάδουν με την κυπριακή νομοθεσία και να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην Κύπρο. Τα τροποποιηθέντα σχέδια των εφεσιβλήτων έγιναν αποδεχτά από τον εφεσείοντα. Για την εκτέλεση της προαναφερόμενης εργασίας έγιναν πάρα πολλές συναντήσεις μεταξύ των διαδίκων (47 συνολικώς) με την έκταση και τη φύση των εργασιών  που έγιναν να επεξηγούνται πλήρως από τους Μ.Ε. 2, 3 και 4, Λυτρίδη, Παναγή και Θεοφάνους, χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε αντεξέταση των Μ.Ε. 3 και 4, από την υπεράσπιση. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι η αγωγή ήταν πρόωρη, προφανώς ενόψει συμφωνίας για παραπομπή σε διαιτησία, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό. Επιπρόσθετα βρήκε ότι η αποτίμηση των εργασιών που έκαμαν οι εφεσίβλητοι, μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας από τον εφεσείοντα, ήταν λογική. Κατά συνέπεια συμπέρανε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει την αξίωση τους στον απαιτούμενο βαθμό και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους για το προαναφερόμενο ποσό της αξίωσης τους, με νόμιμο τόκο και έξοδα.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη και αυθαίρετη θέση του δικαστηρίου ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα-εναγόμενου δεν αντεξέτασε το Μ.Ε. κ. Λυτρίδη και ότι η μαρτυρία του ήταν αναντίλεκτη. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στον κατ' ισχυρισμό μεροληπτικό τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε τη δίκη το πρωτόδικο δικαστήριο με αποτέλεσμα αυτή να μην είναι δίκαιη και να παραβιάζει την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Συγκεκριμένα αιτιολογείται αυτός ο λόγος έφεσης με το ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως οι Μ.Ε. 3 και 4 ήσαν παρόντες, ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά ο δικηγόρος του εφεσείοντα-εναγόμενου δεν προχώρησε στην αντεξέταση τους. Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρει ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται επαρκούς και ορθής και δέουσας αιτιολογίας. Βασίστηκε ουσιαστικά, το πρωτόδικο δικαστήριο, στην καλή εντύπωση που του ενεποίησαν οι μάρτυρες των εναγόντων ενώ τέτοια καλή εντύπωση δεν του ενεποίησαν οι  μάρτυρες του εναγομένου. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό αυθαίρετη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες απέδειξαν την αξίωση τους με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία. Κατά τον εφεσείοντα η υπέρασπιση είχε προσφέρει αναντίλεκτη μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε εξοφλήσει την οφειλή του βάσει της γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και ότι η απαίτηση των εφεσιβλήτων-εναγόντων ήταν για επιπρόσθετες εργασίες, θέση την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη απόφαση του δικαστηρίου ότι η αγωγή δεν ήταν πρόωρη.

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι, κατά την εκτίμηση μας, αβάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του δεν είπε ότι ο Μ.Ε. 2, κ. Λυτρίδης, δεν αντεξετάστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εναγόμενου-εφεσείοντα. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι η μαρτυρία του κ. Λυτρίδη παρέμεινε αναντίλεκτη επί του σημείου ότι, στην εργασία που ανέθεσε ο εφεσείων στους εφεσίβλητους, περιλαμβανόταν και ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και όχι μόνον η επίβλεψη των εργασιών στο τεμάχιο 49, όπως ήταν η εκδοχή της υπεράσπισης. Δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο στο σημείο αυτό εφόσον πράγματι η μαρτυρία του κ. Λυτρίδη για το θέμα αυτό δεν αντικρούστηκε με άλλη μαρτυρία της υπεράσπισης και επομένως παρέμεινε αναντίλεκτη υπό την έννοια του ότι δεν αντικρούστηκε, αλλά επιβεβαιώθηκε από τα κατατεθέντα τεκμήρια και ειδικά το τεκμήριο 1Γ(2), όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης, που αφορά στο κατ' ισχυρισμό λάθος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Μ.Ε. 3 και 4 ήσαν παρόντες αλλά δεν τους αντεξέτασε ο συνήγορος υπερασπίσεως, παρατηρούμε τα εξής:

Το ιστορικό του θέματος έχει ως εξής: Όταν οι Μ.Ε. 3 και 4  έδωσαν τη μαρτυρία τους στο δικαστήριο την 21.2.2007 ο ευπαίδευτος συνήγορος υπερασπίσεως ήταν απών, παρά το ότι γνώριζε για την δικάσιμο της 21.2.2007, από την προηγούμενη δικάσιμο της 12.1.2007, στην οποίαν ήταν παρών. Μετά που οι δύο μάρτυρες έδωσαν τη μαρτυρία τους, κατά την κυρίως εξέταση, η υπόθεση αναβλήθηκε στις 5.3.2007 για απόδειξη. Στις 5.3.2007 και πάλι ο κ. Κληρίδης ήταν απών και ο κ. Τριανταφυλλίδης ζήτησε αναβολή για να ειδοποιήσει σχετικά τον κ. Κληρίδη. Η υπόθεση αναβλήθηκε στις 12.3.2007. Στις 12.3.2007 ο κ. Κληρίδης ήταν απών, ο κ. Τριανταφυλλίδης δήλωσε ότι τον είχε ειδοποιήσει αλλά ζήτησε αναβολή, λόγω κωλύματος του ιδίου, και η υπόθεση αναβλήθηκε στις 30.4.2007. Στις 30.4.2007 η υπόθεση αναβλήθηκε από το δικαστήριο λόγω ασθενείας του εκδικάζοντος Δικαστή, για τις 29.5.2007. Στις 29.5.2007 ζητήθηκε αναβολή και από τις δύο  πλευρές λόγω πιθανότητας συμβιβασμού της υπόθεσης. Η υπόθεση αναβλήθηκε για συνέχιση της ακρόασης στις 26.6.2007. Στις 26.6.2007 ζητήθηκε αναβολή από τον κ. Κληρίδη λόγω κάποιου λάθους του γραφείου του και η υπόθεση αναβλήθηκε για συνέχιση στις 2.7.2007. Στις 2.7.2007 εκκρεμούσε ενώπιον του δικαστηρίου αίτηση του κ. Κληρίδη για επανάκληση των Μ.Ε. 3 και 4. Όμως ο κ. Κληρίδης δεν βρισκόταν στο δικαστήριο αλλά εκπροσωπείτο από άλλη δικηγόρο. Το δικαστήριο αρχικά όρισε την αίτηση για ακρόαση στις 16.7.2007, όμως αργότερα την ίδια μέρα εμφανίστηκε ο κ. Κληρίδης και εκ συμφώνου ζητήθηκε και εκδόθηκε διάταγμα επανάκλησης των Μ.Ε. 3 και 4. Μετά απ' αυτό ο κ. Κληρίδης ζήτησε αναβολή για να εμφανιστούν οι Μ.Ε. 3 και 4 και να τους αντεξετάσει. Η υπόθεση αναβλήθηκε από τις 2.7.2007 στις 12.10.2007 και το δικαστήριο είπε ότι στις 12.10.2007 θα έπρεπε να συμπληρωθεί η αντεξέταση των Μ.Ε. 3 και 4 καθώς και η μαρτυρία της υπεράσπισης. Έδωσε οδηγίες να ετοιμαστεί γραπτή κατάθεση όλων των μαρτύρων της υπεράσπισης και να δοθεί στην άλλη πλευρά τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν τις 12.10.2007 ώστε ο δικηγόρος των εναγόντων-εφεσιβλήτων να μπορέσει να αντεξετάσει τους μάρτυρες του εναγόμενου-εφεσείοντα. Στις 12.10.2007 εμφανίστηκαν οι δικηγόροι κ.κ. Τριανταφυλλίδης και Κληρίδης αλλά στο πρακτικό δεν αναγράφεται, πράγματι, αν ήσαν παρόντες οι Μ.Ε. 3 και 4 για τους οποίους είχε εκδοθεί διάταγμα επανάκλησης με σκοπό την αντεξέταση τους. Εκείνη την ημερομηνία ο κ. Κληρίδης δήλωσε ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη «για αντεξέταση των μαρτύρων των εναγομένων και υπήρχαν οδηγίες του Δικαστηρίου να δοθούν στην πλευρά των εναγόντων τρεις μέρες προ της ακρόασης οι γραπτές καταθέσεις εκ μέρους των μαρτύρων των εναγομένων. Δυστυχώς αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω απουσίας του εναγόμενου στο εξωτερικό και η παράλειψη αυτή εκ μέρους της πλευράς των εναγομένων καθιστά αδύνατη την αντεξέταση εκ μέρους του δικηγόρου των εναγόντων των μαρτύρων της δικής μας πλευράς. Ζητούμε μια τελευταία αναβολή για να προχωρήσουμε με τις ίδιες οδηγίες σε μια μεταγενέστερη ημερομηνία.» Ο κ. Τριανταφυλλίδης δεν έφερε ένσταση και το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα και ανάβαλε την υπόθεση στις 5.11.2007 επαναλαμβάνοντας τις οδηγίες για να δοθεί η γραπτή κατάθεση των μαρτύρων στην άλλη πλευρά τρεις εργάσιμες μέρες πριν την ακρόαση. Στις 5.11.2007 ο κ. Κληρίδης κάλεσε στο εδώλιο του μάρτυρα τον εφεσείοντα ως Μ.Υ.1, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε είτε ο κ. Κληρίδης είτε οποιοσδήποτε άλλος για την αντεξέταση των Μ.Ε. 3 και 4. Ούτε και στο πρακτικό της 5.11.2007 αναγράφεται αν οι Μ.Ε. 3 και 4 ήταν παρόντες.

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στέρησε το δικαίωμα αντεξέτασης των Μ.Ε. 3 και 4, στον εναγόμενο-εφεσείοντα. Ούτε και μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα ανέφερε ότι ενώ οι Μ.Ε. 3 και 4 ήταν παρόντες, ο εναγόμενος-εφεσείων δεν τους αντεξέτασε. Είναι ορθό ότι οι Μ.Ε. 3 και 4, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, ήταν παρόντες και ο εναγόμενος-εφεσείων δεν τους αντεξέτασε επειδή ο δικηγόρος του απουσίαζε από το δικαστήριο σ' εκείνο το στάδιο. Είναι επίσης ορθό ότι, παρά το ότι το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα επανάκλησης των Μ.Ε. 3 και 4 με σκοπό αυτοί να αντεξεταστούν από το δικηγόρο του εναγόμενου-εφεσείοντα, στις 12.10.2007 ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ενώ θυμήθηκε ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη εκείνη την ημέρα για αντεξέταση των μαρτύρων των εναγόντων το μόνο που ζήτησε ήταν αναβολή ώστε να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του δικαστηρίου αναφορικά με τις γραπτές καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου-εφεσείοντα. Αυτό, κατά την κρίση μας, σε συνδυασμό με το ότι την επόμενη δικάσιμο, στις 5.11.2007, ο κ. Κληρίδης κάλεσε σαν Μ.Υ. 1 τον εφεσείοντα χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για την αντεξέταση των Μ.Ε. 3 και 4, δείχνει ότι, ουσιαστικά, ο εφεσείων εγκατέλειψε το δικαίωμα αντεξέτασης των Μ.Ε. 3 και 4. Επομένως το δικαστήριο δεν έσφαλε όταν είπε ότι ενώ οι Μ.Ε. 3 και 4 ήταν παρόντες στο δικαστήριο (σε κάποιο στάδιο), αυτοί δεν αντεξετάστηκαν από τον εφεσείοντα.  Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έγινε δίκαιη δίκη.

Για τον τρίτο λόγο έφεσης και πάλι διαφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι ο λόγος για τον οποίο το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των εναγόντων και απέρριψε τη μαρτυρία του εναγομένου ήταν απλά η καλή και η κακή εντύπωση που έκαναν στο δικαστήριο οι μάρτυρες των δύο πλευρών, αντίστοιχα. Το δικαστήριο έδωσε λόγους γιατί δέχθηκε τη μαρτυρία των εναγόντων-εφεσιβλήτων, οι λόγοι είναι πειστικοί και συνάδουν και με το περιεχόμενο διαφόρων τεκμηρίων. Μεταξύ των λόγων αυτών ήταν ότι η μαρτυρία του Μ.Ε. 2 έμεινε αναντίλεκτη υπό την προαναφερόμενη έννοια ενώ η μαρτυρία του Μ.Ε. 3, που ήταν βασική, παρέμεινε αδιαμφισβήτητη εφόσον ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.

Για τον τέταρτο λόγο έφεσης παρατηρούμε πως το δικαστήριο, με βάσει τη  μαρτυρία που δέχθηκε, έκρινε πως οι ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεση τους και απέρριψε τη μαρτυρία του εναγόμενου-εφεσείοντα ως αναξιόπιστη. Εφόσον η μαρτυρία του εφεσείοντα-εναγόμενου απορρίφθηκε, θεωρούμε ότι ορθά, με βάση τη μαρτυρία των εναγόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγοντες προσέφεραν ουσιαστικές υπηρεσίες στον εναγόμενο, ότι η χρέωση τους ήταν λογική και ότι παρέμεινε απλήρωτη.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο κατ' ισχυρισμό πρόωρο της αγωγής. Αντιλαμβανόμαστε ότι το μόνο που μπορούσε να λεχθεί γι' αυτό το θέμα είναι ότι υπήρχε, κατ' ισχυρισμό, συμφωνία παραπομπής της διαφοράς των διαδίκων σε διαιτησία. Όμως το δικαστήριο απέρριψε αυτή τη θέση και είπε ότι συμφωνία για διαιτησία μπορεί να έγινε αναφορικά με τη διαφορά του εφεσείοντα με τους εργολάβους του έργου αλλά καμιά τέτοια συμφωνία δεν έγινε μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων αναφορικά με την αμοιβή που ο εφεσείων όφειλε στους εφεσίβλητους. Επομένως δεν μπορεί να τίθεται θέμα πρόωρης αγωγής.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος, τα οποία θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο