ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 789
9 Μαΐου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 232/2008)
1. ΘΕΟΔΩΡΑ Χ"ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ Χ"ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ Χ"ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2008)
ΕΦΟΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΘΕΟΔΩΡΑΣ Χ"ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ Χ"ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
3. ΑΝΔΡΕΑ Χ"ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 232/2008, 233/2008)
Καταπιστεύματα ― Αγαθοεργά καταπιστεύματα ― Οικοδόμημα κληροδοτήθηκε για φιλανθρωπικούς σκοπούς στην εκάστοτε Επιτροπεία του Παγκυπρίου Γυμνασίου και την εκάστοτε Επιτροπεία του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου Φανερωμένης, με τον περιοριστικό όρο όπως παραμείνει εσαεί αναπαλλοτρίωτος ιδιοκτησία των ανωτέρω Επιτροπειών, χρησιμοποιούμενο και ενοικιαζόμενο πάντοτε με συγκεκριμένο όνομα ― Κατά πόσο οι πιο πάνω Επιτροπές, χρησιμοποίησαν το οικοδόμημα κατ' αντίθεση προς τους σκοπούς του κληροδοτήματος ― Κατά πόσο ετύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση ο περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμος, Κεφ. 41, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η διαθήκη δεν ενεγράφη ως εμπίστευμα δυνάμει του Νόμου και δεν κατεχωρήθη στον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Κατά πόσο τα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου, απαιτούσαν την παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα ως διαδίκου, ο οποίος και μόνο είχε το δικαίωμα να εγείρει την αγωγή ― Εκτενής αναφορά στην υφιστάμενη νομική κατάσταση που ισχύει στην Κύπρο και την Αγγλία σε σχέση με τα αγαθοεργά ιδρύματα και αντιπαραβολή μεταξύ αυτών.
Καταπιστεύματα ― Αγαθοεργά καταπιστεύματα ― Εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για έλεγχο των διαδικασιών που εγείρονται για εφαρμογή αγαθοεργού εμπιστεύματος ― Ο περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμος, Κεφ. 41.
Δίκαιο Επιείκειας ― Καταπιστεύματα («trusts») ― Ποίοι δύνανται να εγείρουν τη διαδικασία για εφαρμογή τους.
Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι παρέκκλισης από τον κανόνα ― Απόκλιση εκδικάζοντος Δικαστηρίου από το γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης ― Ανατράπηκε κατ' έφεση.
Η υπόθεση αυτή αφορά στο κτήμα του αποβιώσαντος στις 10.11.1952 Κυπρή Χατζησάββα επί της οδού Ευαγόρου και Ομήρου στη Λευκωσία γνωστού με το όνομα «Καφενείο Χατζησάββα», το οποίο με τη διαθήκη του ημερ. 24.10.1946, κληροδότησε στην εκάστοτε Επιτροπεία του Παγκυπρίου Γυμνασίου και την εκάστοτε Επιτροπεία του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου Φανερωμένης. Η διαθήκη περιείχε όρο με τον οποίο απαγορευόταν η μετατροπή του κτήματος σε οικία ή άλλο οικοδόμημα που θα μετέβαλλε τη χρήση του κληροδοτήματος, οποιεσδήποτε δε μετατροπές στο κτήμα θα επιτρέποντο εφόσον η χρήση του δεν θα μετατρεπόταν από κέντρο ψυχαγωγίας σε κέντρο κερδοσκοπικής επιχείρησης. Το ότι το εν λόγω κληροδότημα - εμπίστευμα δεν ενεγράφη δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 2 του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41, στο Υπουργικό Συμβούλιο, αποτελούσε παραδεκτό γεγονός.
Οι εφεσείουσες στην υπ' αρ. 232/08 έφεση, υποστήριζαν πρωτοδίκως με την έκθεση απαίτησής τους, ότι είναι μέτοχοι της εταιρείας «Χ"Νικόλα, Λειβαδιώτη και Σία Λτδ και νόμιμοι δικαιούχοι κατοχής του «Καφενείου Χατζησάββα» δυνάμει συμφωνίας ημερ. 12.4.1950, εφόσον δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, η εταιρεία διαχειριζόταν το καφενείο. Ο εφεσείων στην ίδια έφεση είναι εξ αίματος συγγενής του αποβιώσαντος και νόμιμος κληρονόμος του. Στις 4.4.2001, η εταιρεία υπέγραψε δήλωση προς τους εφεσίβλητους με την οποία ακύρωσε οποιαδήποτε υφιστάμενη ενοικίαση και παραιτήθηκε από οποιοδήποτε δικαίωμα ενοικίασης εγκαταλείποντας την κατοχή του κτήματος, παραδίδοντας ταυτόχρονα στους εφεσίβλητους ιδιοκτήτες την πλήρη κατοχή αυτού. Με την εν λόγω δήλωση, η εταιρεία αναγνώρισε επίσης ότι έπαυσε να είναι ενοικιαστής, οι δε εφεσίβλητοι ήταν ελεύθεροι να ενοικιάσουν το κτήμα σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο χωρίς η εταιρεία να διατηρούσε οποιαδήποτε περαιτέρω αξίωση. Την ίδια ημερομηνία, οι εφεσίβλητοι εκμίσθωσαν το καφενείο προς εταιρεία, η οποία διατηρεί και λειτουργεί καφεστιατόριο - σφαιριστήριο υπό την επωνυμία Everest.
Οι εφεσείοντες ενήγαγαν τους εφεσίβλητους επιδιώκοντας ταυτόχρονα διακήρυξη ότι η χρήση και ενοικίαση του καφενείου δεν εκπληρώνει τους όρους του κληροδοτήματος όπως αυτό καθορίστηκε στη διαθήκη και έκδοση διαταγμάτων συμμόρφωσης με τους όρους του κληροδοτήματος και επαναφοράς της λειτουργίας του κατά τρόπο που να εκπληρώνει την πρόθεση του διαθέτη του κληροδοτήματος.
Οι εφεσίβλητοι ήγειραν με την υπεράσπισή τους προδικαστικές ενστάσεις υποστηρίζοντας ότι η αγωγή ήταν κατά νόμο αβάσιμη, χωρίς αιτία, χωρίς αγώγιμο δικαίωμα και χωρίς οι εφεσείουσες να νομιμοποιούνταν στην έγερση και προώθηση της αγωγής ενόψει του ότι εφόσον τα επίδικα θέματα αφορούσαν φιλανθρωπικό καταπίστευμα, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει την εκ του Νόμου αποκλειστική αρμοδιότητα προς έγερση αγωγής ως αναγκαίος διάδικος.
Αποτελούσε κοινό έδαφος πρωτοδίκως, ότι οι εφεσίβλητοι είναι τίτλω διάδοχοι των δύο προαναφερθεισών Επιτροπειών, στη βάση των προνοιών του περί Σχολικών Εφορειών Νόμου αρ. 108(Ι)/97. Ως τέτοιοι διαχειρίζονται το καφενείο Χατζησάββα, το οποίο παρέμενε σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης εσαεί αναπαλλοτρίωτη ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων για να χρησιμοποιείται και ενοικιάζεται «.... υπ' αυτών πάντοτε ως καφενείον Χατζησάββα εις αιωνίαν μνήμην του μακαριστού πατρός μου ....». Οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να επιφέρουν οποιεσδήποτε αναγκαίες μετατροπές «.... αρκεί να μη μετατρέπεται η χρήση αυτού από κέντρο ψυχαγωγίας εις κέντρο κερδοσκοπικής επιχειρήσεως διά της ανεγέρσεως οικίας ή οικιών διά οιονδήποτε σκοπόν».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή χωρίς έξοδα υπό το φως του ότι το Κεφ. 41 εφαρμοζόταν στο υπό κρίση κληροδότημα, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η διαθήκη δεν ενεγράφη ως εμπίστευμα δυνάμει του Νόμου και δεν κατεχωρήθη στον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κρίθηκε ότι τα Άρθρα 13 και 14 του Νόμου απαιτούσαν την παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα ως διαδίκου, και μόνο αυτός είχε το δικαίωμα να εγείρει την αγωγή.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας δύο λόγους έφεσης οι οποίοι σχετίζονται με την, κατ' ισχυρισμόν, λανθασμένη νομική ερμηνεία των προνοιών του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41 και της εν πάση περιπτώσει εφαρμογής του στα δεδομένα της υπόθεσης και ιδιαιτέρως της εφαρμογής των Άρθρων 12 και 13 αυτού. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενεγράφησαν ποτέ ως αγαθοεργό ίδρυμα δυνάμει του Κεφ. 41, ώστε να μπορούν να ενάγουν ή να ενάγονται ως τέτοιο, μη έχοντας αποκτήσει οποιαδήποτε νομική υπόσταση. Επομένως το Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει την ενώπιόν του υπόθεση ως να ίσχυαν οι πρόνοιες του Κεφ. 41, ιδιαιτέρως δε διότι με την αγωγή επιδιώκονταν απλώς αναγνωριστικές δηλώσεις ότι οι εφεσίβλητοι δεν συμμορφώνονταν με τους ρητούς όρους του κληροδοτήματος. Περαιτέρω, εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν ενεγράφησαν ως αγαθοεργό ίδρυμα, το Δικαστήριο κακώς θεώρησε ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 12 του Κεφ. 41, εφαρμόζονταν και σ' αυτούς και ότι το Κεφ. 41 εφαρμόζεται σε κάθε εμπίστευμα ανεξάρτητα από το κατά πόσον αυτό είναι ή όχι εγγεγραμμένο στο μητρώο που τηρείται από τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι εφεσίβλητοι αντέτειναν ότι τα επίδικα θέματα εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει των προνοιών του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, αλλά στη βάση της προνοούμενης από τους διαδικαστικούς θεσμούς του Κεφ. 41 διαδικασίας, καθιστώντας έτσι ως μόνο αρμόδιο να εισαγάγει αγωγή, τον Γενικό Εισαγγελέα.
Οι εφεσίβλητοι στην Εφεση Aρ. 232/08 καταχώρησαν την υπ' Αρ. 233/08 Εφεση, προσβάλλοντας ως εσφαλμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιδικάσει υπέρ τους έξοδα στην πρωτόδικη αγωγή, κατά παρέκκλιση του συνήθους κανόνα ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδά του.
Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν και η αναφορά σε εφεσείοντες και εφεσίβλητους, στο παρόν σκεπτικό, θα αφορά την Εφεση Αρ. 232/08.
Αποφασίστηκε ότι:
Έφεση υπ' αρ. 232/08
1. Ο περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμος Κεφ. 41, («Charities Law») ως τροποποιήθηκε, βασίζεται στο αντίστοιχο Charitable Trusts Acts 1853 - 1939, και έχει περιορισμένη εμβέλεια. Αποσκοπεί στη λειτουργική και διοικητική πλευρά ενός εμπιστεύματος και δεν έχει σκοπό την ολική αντιμετώπιση των αγαθοεργών καταπιστευμάτων εξ ου και δεν προσφέρεται βέβαια νομοθετικός ορισμός του τι είναι «charity». Τα αγαθοεργά ή φιλανθρωπικά καταπιστεύματα («charities» ή «charitable trusts»), είναι καθαρά προϊόν του δικαίου της επιείκειας και όπως απαντάται στο σύγγραμμα των Parker & Mellows: The Modern Law of Trusts 3η έκδ. (1975) σελ. 171-172, ο ορισμός και η εξέλιξη των φιλανθρωπικών εμπιστευμάτων βασίζεται εξ ολοκλήρου στη νομολογία. Η εγγραφή ενός φιλανθρωπικού ή αγαθοεργού ιδρύματος ή εμπιστεύματος από τους καταπιστευματοδόχους, στο κεντρικό μητρώο φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, το οποίο δημιουργήθηκε από το Charities Act 1960, αφαιρεί οποιαδήποτε αβεβαιότητα σε σχέση με την υπόσταση ορισμένων ιδρυμάτων. Η εξέλιξη των αγαθοεργών ιδρυμάτων και η βελτίωση του συστήματος εγγραφής τους, επιτεύχθηκε με το Charities Act 1993 και οποιαδήποτε οργάνωση επιδιώκει να αποκτήσει αγαθοεργό υπόσταση, πρέπει να αποταθεί στους Charity Commissioners, που έχουν διά του Νόμου αυτού την εξουσία να χορηγούν ή να αρνούνται εγγραφή και οι οποίοι ασκούν οιωνεί δικαστική εργασία, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων υποθέσεις σε σχέση με την οριοθέτηση της εμβέλειας της έννοιας του αγαθοεργούς ιδρύματος. Η εγγραφή λειτουργεί προς όφελος των καταπιστευματοδόχων διότι δημιουργεί ένα αμάχητο τεκμήριο ότι το ίδρυμα είναι όντως αγαθοεργό και επομένως δικαιούται στα προνόμια που αποδίδονται σε ένα τέτοιο ίδρυμα. Ένα ίδρυμα το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο θα πρέπει, μοιραίως, εφόσον αμφισβητείται η φιλανθρωπική του υπόσταση, να τύχει απόφασης ως προς τούτο, μέσω του Δικαστηρίου.
2. Οι πρόνοιες του Κεφ. 41 είναι αρκούντως σαφείς ώστε ανεξάρτητα από την έκδοση πιστοποιητικού δυνάμει του Άρθρου 2 προς τους εφεσίβλητους ή την καταχώρηση διαθήκης δυνάμει του Άρθρου 12 στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει την ευρύτατη εξουσία του ελέγχου των διαδικασιών που εγείρονται για εφαρμογή αγαθοεργού εμπιστεύματος για προστασία του κληροδοτήματος, ώστε, μεταξύ άλλων, να αποκλείονται μακρινοί συγγενείς ή και πρόσωπα τα οποία μόνο έμμεσο συμφέρον έχουν στην προστασία του κληροδοτήματος, από του να εγείρουν κατά το δοκούν αγωγές επηρεάζοντας την εύρυθμη λειτουργία του αγαθοεργού ιδρύματος. Όσον αφορά τα αγαθοεργά ιδρύματα, ο Γενικός Εισαγγελέας, επιδιώκει να εφαρμόσει την αγαθοεργία προς όφελος του κοινού, ή μέρος αυτού, προς όφελος του οποίου δημιουργείται και λειτουργεί το ίδρυμα. Ενεργεί λοιπόν ως parens patriae και γι' αυτό επιβάλλεται η εμπλοκή του στην όλη διαδικασία. Άλλωστε και γενικότερα στο δίκαιο των καταπιστευμάτων («trusts»), ο εγείρων τη διαδικασία πρέπει να είναι δικαιούχος κάτω από το εμπίστευμα («beneficiary» ή «cestui que trust»), και εδώ τίθεται εν αμφιβολία ποιο δικαίωμα θα είχαν εν πάση περιπτώσει οι εφεσείοντες ως μέτοχοι ή μακρινοί συγγενείς να εφαρμόσουν το κληροδότημα. Είναι γι' αυτό το λόγο που το Άρθρο 13(α), που παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να εφαρμόζει κάθε εμπίστευμα που δημιουργήθηκε για αγαθοεργό σκοπό, δεν περιορίζει την εφαρμογή αυτή μόνο στα εμπιστεύματα που είναι εγγεγραμμένα δυνάμει του Κεφ. 41, ή, για τα οποία το έγγραφο δημιουργίας τους κατατέθηκε στον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέτοια ερμηνεία, στην απουσία ρητής προς τούτο νομοθετικής πρόνοιας, θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα, και στον μη έλεγχο όσων αγαθοεργών ιδρυμάτων υπάρχουν, αλλά λόγω παράλειψης δεν ενεγράφησαν ως τέτοια, ή το έγγραφο δημιουργίας τους δεν κατατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Έφεση υπ' αρ. 233/08
Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, λόγω της φύσης της υπόθεσης και της ιδιομορφίας της, είναι εσφαλμένο. Το αποτέλεσμα της παρέκκλισης από τον συνήθη κανόνα σε σχέση με την επιδίκαση εξόδων, είναι ότι τα έξοδα της διαδικασίας τα επωμίσθηκε το ίδιο το αγαθοεργό ίδρυμα αφαιρώντας έτσι από τα χρήματα που είναι άλλως πως διαθέσιμα για τους αγαθοεργούς σκοπούς. Εκτός αυτού, οι εφεσείοντες δεν τήρησαν τον ενδεδειγμένο τύπο έναρξης της διαδικασίας, η οποία ηγέρθηκε χωρίς τον Γενικό Εισαγγελέα ως αναγκαίο διάδικο.
Η έφεση υπ' αρ. 232/08 απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η έφεση υπ' αρ. 233/08, σε σχέση με τα έξοδα επιτράπηκε. Εκδόθηκε διαταγή επιδίκασης εξόδων πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ των εφεσιβλήτων στην πολιτική έφεση υπ' αρ. 232/08. Τα έξοδα πρωτοδίκως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα κατ' έφεσην καθορίσθηκαν σε ένα κατ' αποκοπήν ποσό €250 συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. επειδή οι δύο εφέσεις ακούστηκαν μαζί.
Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kαουτζάνη, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 4140/2003), ημερ. 26.5.2008.
Α. Κλεάνθους, για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Aρ. 232/2008 και για τους Εφεσίβλητους στην Πολιτική Έφεση Aρ. 233/2008.
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσίβλητους στην Πολιτική Έφεση Aρ. 232/2008 και για τους Eφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Aρ. 233/2008.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο Κυπρής Χατζησάββας, αποβιώσας στις 10.11.1952, συνέταξε διαθήκη ημερ. 24.10.1946, με την οποία κληροδότησε σε ίσες μερίδες στην εκάστοτε Επιτροπεία του Παγκυπρίου Γυμνασίου και την εκάστοτε Επιτροπεία του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου Φανερωμένης, το κτήμα του επί της οδού Ευαγόρου και Ομήρου στη Λευκωσία γνωστό με το όνομα «Καφενείο Χατζησάββα», με τον περιοριστικό όρο όπως παραμείνει εσαεί αναπαλλοτρίωτος ιδιοκτησία των ανωτέρω Επιτροπειών, χρησιμοποιούμενο και ενοικιαζόμενο πάντοτε ως «Καφενείο Χατζησάββα». Με τη διαθήκη απαγορευόταν η μετατροπή του κτήματος σε οικία ή άλλο οικοδόμημα που μεταβάλλει τη χρήση του κληροδοτήματος, οποιεσδήποτε δε μετατροπές στο κτήμα θα επιτρέποντο εφόσον δεν θα μετατρεπόταν η χρήση του από κέντρο ψυχαγωγίας σε κέντρο κερδοσκοπικής επιχείρησης.
Σύμφωνα με τα παραδεκτά ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου γεγονότα, από την εν λόγω διαθήκη δημιουργήθηκε κληροδότημα-εμπίστευμα το οποίο θα χρησιμοποιείτο για αγαθοεργούς σκοπούς. Το εμπίστευμα αυτό δεν ενεγράφη δυνάμει των προνοιών του Αρθρου 2 του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41, στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Οι εφεσείουσες στην υπ' αρ. 232/08 έφεση, ως διατείνονταν πρωτοδίκως με την έκθεση απαίτησής τους, είναι μέτοχοι της εταιρείας Χ"Νικόλα, Λειβαδιώτη και Σία Λτδ και νόμιμοι δικαιούχοι στην κατοχή του «Καφενείου Χατζησάββα» δυνάμει συμφωνίας ημερ. 12.4.1950, εφόσον δυνάμει της συμφωνίας αυτής η εταιρεία διαχειριζόταν το εν λόγω καφενείο. Ο εφεσείων στην ίδια έφεση, είναι εξ αίματος συγγενής του αποβιώσαντος ήτοι αδελφότεκνος και νόμιμος κληρονόμος του. Η εταιρεία υπέγραψε στις 4.4.2001 δήλωση προς τους εφεσίβλητους με την οποία ακύρωσε οποιαδήποτε υφιστάμενη ενοικίαση και παραιτήθηκε από οποιοδήποτε δικαίωμα ενοικίασης εγκαταλείποντας την κατοχή του κτήματος, παραδίδοντας ταυτόχρονα στους εφεσίβλητους ιδιοκτήτες την πλήρη κατοχή αυτού. Με την εν λόγω δήλωση, η εταιρεία αναγνώρισε επίσης ότι έπαυσε να είναι ενοικιαστής, οι δε εφεσίβλητοι ήταν ελεύθεροι να ενοικιάσουν το κτήμα σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο χωρίς η εταιρεία να διατηρούσε οποιαδήποτε περαιτέρω αξίωση. Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή, στις 4.4.2001, οι εφεσίβλητοι εκμίσθωσαν το καφενείο προς την εταιρεία Romamor Take Away and Restaurant Ltd, η οποία, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, διατηρεί και λειτουργεί καφεστιατόριο-σφραιριστήριο υπό την επωνυμία Everest.
Οι εφεσείοντες ήγειραν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων ενόψει της κατά την άποψη τους, χρησιμοποίησης του καφενείου κατ' αντίθεση προς τους σκοπούς του κληροδοτήματος, επιδιώκοντας διακήρυξη ότι η χρήση και ενοικίαση του καφενείου δεν εκπληρώνει τους όρους του κληροδοτήματος όπως αυτό καθορίστηκε στη διαθήκη, ενώ ταυτόχρονα επιζητείτο η έκδοση διαταγμάτων κατά τρόπο ώστε οι εφεσίβλητοι να συμμορφωθούν με τους όρους του κληροδοτήματος, να εμποδίζονται από το να χρησιμοποιούν το καφενείο ως κερδοσκοπική επιχείρηση και να επαναφέρουν τη λειτουργία του καφενείου κατά τρόπο που να εκπληρώνει την πρόθεση του διαθέτη του κληροδοτήματος, ήτοι, την παραμονή του καφενείου ως τέτοιου κατά την παραδοσιακή έννοια που επικρατούσε στην κοινωνία όταν καταρτίσθη το κληροδότημα.
Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπισή τους ήγειραν προδικαστικές ενστάσεις ότι η αγωγή ήταν κατά νόμο αβάσιμη, χωρίς αιτία, χωρίς αγώγιμο δικαίωμα και χωρίς οι εφεσείουσες να νομιμοποιούνταν στην έγερση και προώθηση της αγωγής ενόψει του ότι εφόσον τα επίδικα θέματα αφορούσαν φιλανθρωπικό καταπίστευμα, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει την εκ του Νόμου αποκλειστική αρμοδιότητα προς έγερση αγωγής ως αναγκαίος διάδικος. Πέραν των ενστάσεων η υπεράσπιση, η οποία συνίστατο σε άρνηση των διαφόρων ισχυρισμών της έκθεσης απαίτησης, διατείνεται ότι η ενοικίαση του κτήματος στην εταιρεία Romamor ήταν ορθή διότι στο ενοικιαστήριο έγγραφο εισήχθηκε ρητός όρος ότι το υποστατικό θα χρησιμοποιείτο αποκλειστικά ως καφεστιατόριο χωρίς να καταργηθεί το όνομα «Καφενείο Χατζησάββα». Όλες οι πράξεις επομένως των εφεσιβλήτων ήσαν σύμφωνες με τους όρους και το πνεύμα του διαθέτη σε σχέση με το κληροδότημα.
Οι εφεσίβλητοι εισήγαγαν αίτηση για προεκδίκαση των νομικών σημείων που ηγέρθηκαν με την υπεράσπιση τους, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να εκδικάσει την αίτηση στη βάση των προαναφερθέντων παραδεκτών γεγονότων και να απορρίψει την αγωγή χωρίς έξοδα υπό το φως του ότι το Κεφ. 41 εφαρμοζόταν στο υπό κρίση κληροδότημα, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η διαθήκη δεν ενεγράφη ως εμπίστευμα δυνάμει του Νόμου και δεν κατεχωρήθη στον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Καθώς κρίθηκε, τα Αρθρα 13 και 14 του Νόμου απαιτούσαν την παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα ως διαδίκου, ο οποίος και μόνο είχε το δικαίωμα να εγείρει την αγωγή.
Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης στη βάση παρόμοιας επιχειρηματολογίας όπως προωθήθηκε και στο κατώτερο Δικαστήριο. Οι δύο λόγοι έφεσης σχετίζονται με την λανθασμένη, κατ' ισχυρισμόν, νομική ερμηνεία των προνοιών του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41 και της εν πάση περιπτώσει εφαρμογής του στα δεδομένα της υπόθεσης και ιδιαιτέρως της εφαρμογής των Αρθρων 12 και 13 αυτού. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενεγράφησαν ποτέ ως αγαθοεργό ίδρυμα δυνάμει του Κεφ. 41, ώστε να μπορούν να ενάγουν ή να ενάγονται ως τέτοιο, μη έχοντας αποκτήσει οποιαδήποτε νομική υπόσταση. Επομένως το Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει την ενώπιον του υπόθεση ως να ίσχυαν οι πρόνοιες του Κεφ. 41, ιδιαιτέρως δε διότι με την αγωγή επιδιώκονταν απλώς αναγνωριστικές δηλώσεις ότι οι εφεσίβλητοι δεν συμμορφώνονταν με τους ρητούς όρους του κληροδοτήματος. Περαιτέρω, εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν ενεγράφησαν ως αγαθοεργό ίδρυμα, το Δικαστήριο κακώς θεώρησε ότι οι πρόνοιες του Αρθρου 12 του Κεφ. 41, εφαρμόζονταν και σ' αυτούς και ότι το Κεφ. 41 εφαρμόζεται σε κάθε εμπίστευμα ανεξάρτητα από το κατά πόσον αυτό είναι ή όχι εγγεγραμμένο στο μητρώο που τηρείται από τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι εφεσίβλητοι αντικρούουν τους ως άνω ισχυρισμούς. Εισηγούνται ότι ούτε οι εφεσείοντες, ως ενάγοντες, είχαν δικαίωμα να εγείρουν αγωγή, αλλά ούτε και το Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να την εκδικάσει. Η διαθήκη του αποβιώσαντος δημιούργησε εμπίστευμα που θα χρησιμοποιείτο για αγαθοεργούς σκοπούς με βάση τα παραδεκτά γεγονότα, αλλά και τις γενικότερες αρχές του δικαίου. Επομένως, ανεξαρτήτως της εγγραφής των εφεσιβλήτων ως αγαθοεργό ίδρυμα, το Κεφ. 41 τυγχάνει εφαρμογής διότι το Αρθρο 13(α) αυτού, δίνει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να εφαρμόζει κάθε εμπίστευμα που δημιουργήθηκε για αγαθοεργό σκοπό. Ενώ με το Αρθρο 14(1), ο Γενικός Εισαγγελέας καθίσταται απαραίτητος διάδικος σε όλες τις σχετικές διαδικασίες. Πρόσθετα, τα επίδικα θέματα εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει των προνοιών του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, αλλά στη βάση της προνοούμενης από τους διαδικαστικούς θεσμούς του Κεφ. 41 διαδικασίας, καθιστώντας έτσι ως μόνο αρμόδιο να εισαγάγει αγωγή, τον Γενικό Εισαγγελέα.
Οι εφεσείοντες στην υπ' αρ. 233/08 έφεση, εισηγούνται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου να μη επιδικάσει έξοδα υπέρ τους ως επιτυχόντων διαδίκων στην πρωτόδικη αγωγή κατά παρέκκλιση του συνήθους κανόνα, ήταν λανθασμένη και θα πρέπει να ανατραπεί προς όφελος τους.
Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν και η αναφορά σε εφεσείοντες και εφεσίβλητους, στο παρόν σκεπτικό, θα αφορά την Εφεση Αρ. 232/08.
Είναι αναγκαίο σ' αυτό το στάδιο να διευκρινιστεί ότι αποτελούσε στην ουσία κοινό έδαφος πρωτοδίκως, ότι οι εφεσίβλητοι είναι τίτλω διάδοχοι των δύο Επιτροπειών του Παγκυπρίου Γυμνασίου και του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου Φανερωμένης, στη βάση των προνοιών του περί Σχολικών Εφορειών Νόμου αρ. 108(Ι)/97. Ως τέτοιοι διαχειρίζονται το καφενείο Χατζησάββα, το οποίο παρέμενε σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης εσαεί αναπαλλοτρίωτη ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων για να χρησιμοποιείται και ενοικιάζεται «..... υπ' αυτών πάντοτε ως καφενείον Χατζησάββα εις αιωνίαν μνήμην του μακαριστού πατρός μου .....». Οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να επιφέρουν οποιεσδήποτε αναγκαίες μετατροπές «..... αρκεί να μη μετατρέπεται η χρήση αυτού από κέντρο ψυχαγωγίας εις κέντρο κερδοσκοπικής επιχειρήσεως διά της ανεγέρσεως οικίας ή οικιών διά οιονδήποτε σκοπόν». Αυτά περιέχονται στην παρ. 2(α) της τελευταίας διαθήκης, ενώ στην παρ. (β), καθορίζεται ότι το «ετήσιον καθαρόν εισόδημα του ρηθέντος κτήματος το οποίον σήμερον ανέρχεται εις τριακοσίας (£300,00), διαθέτω και επιθυμώ όπως διατίθεται πάντοτε, ως ακολούθως» καθορίζοντας στη συνέχεια στις υποπαραγράφους (i) και (ii), ότι θα διατίθεται ποσό £25 ως βραβείο στον «αριστοβάθμιο τελειοδίδακτο του Παγκυπρίου Γυμνασίου» και έτερο βραβείο £25 στην «αριστοβάθμιαν τελειοδίδακτον του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου Φανερωμένης», ενώ με την υποπαρ. (iii), παν υπόλοιπο εισόδημα θα διατίθετο προς αγορά ενδυμάτων και βιβλίων προς όφελος των άπορων μαθητών και μαθητριών των σχολείων.
Οι πιο πάνω πρόνοιες αναμφίβολα κατατάσσουν το κληροδότημα στην κατηγορία των αγαθοεργών εμπιστευμάτων εφόσον το εισόδημα θα χρησιμοποιείτο για εκπαιδευτικούς σκοπούς, μια από τις κλασσικές κατηγορίες που ο νόμος αναγνωρίζει ως κατ' εξοχήν αγαθοεργούς. Όπως προαναφέρθηκε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εξέταση των προδικαστικών σημείων έγινε στη βάση της εκ συμφώνου δηλώσεως (σελ. 2 των πρακτικών), ότι από τη διαθήκη «.... δημιουργείται κληροδότημα-εμπίστευμα το οποίο θα χρησιμοποιείται για αγαθοεργούς σκοπούς». Η δήλωση αυτή είναι καταλυτική διότι στους λόγους έφεσης, ο συνήγορος των εφεσειόντων τονίζει το επίσης παραδεκτό γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν εγγραφεί ως αγαθοεργό ίδρυμα δυνάμει του Κεφ. 41. Το ζητούμενο όμως δεν ήταν η νομιμότητα της εγγραφής των εφεσιβλήτων ως αγαθοεργό ίδρυμα διά της λήψεως σχετικού πιστοποιητικού από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στο τροποποιημένο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, οι εφεσείοντες αναφέρονται στους εφεσίβλητους ως εκείνους που απέκτησαν νόμιμη κατοχή του υποστατικού γνωστού ως 'Καφενείο Χατζησάββα', στη βάση συμφωνίας μισθώσεως, που έγινε αρχικά μεταξύ του αποβιώσαντος και του Χατζηνικόλα Κ. Λειβαδιώτη, κληρονόμοι του οποίου είναι οι δύο εφεσείουσες, καθώς και μέτοχοι της εταιρείας Χατζηνικόλα, Λειβαδιώτη & Σία Λτδ, η οποία εταιρεία εγκατέλειψε την κατοχή και ενοικίαση του καφενείου, παραδίδοντας το προς τους εφεσίβλητους ως «ιδιοκτήτες».
Σημασία έχει το περιεχόμενο της διαθήκης-εμπίστευμα. Από τη στιγμή που ήταν παραδεκτός ο αγαθοεργός σκοπός του, οι εφεσίβλητοι ενεργούν στην ουσία ως καταπιστευματοδόχοι («trustees») και λειτουργούν σ' αυτή τη βάση, υποκείμενοι σε κυρώσεις αν και εφόσον διαπιστώνεται παράβαση των προνοιών του εμπιστεύματος. Ο κ. Κλεάνθους εισηγήθηκε ότι η βάση της αγωγής του ήταν αναγνωριστική και μόνο ως προς το ότι οι εφεσίβλητοι δεν συμμορφώνονταν με τους όρους της διαθήκης-εμπιστεύματος. Όμως αυτή η βάση αγωγής, η οποία κατά μέρος μόνο είναι τέτοια, δεν αλλοιώνει τα δεδομένα. Στην ουσία ζητείτο από το Δικαστήριο η διακήρυξη ότι η ενοικίαση και χρήση του χώρου ως καφεστιατόριο-σφαιριστήριο είναι αντίθετη με τους σκοπούς του κληροδοτήματος. Άρα οι ίδιοι οι εφεσείοντες επικαλούνται τους σκοπούς του κληροδοτήματος. Και όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η χρήση του κτήματος υπό τον περιορισμό ότι θα χρησιμοποιείται και ενοικιάζεται πάντοτε ως καφενείο Χατζησάβα, ήταν η μια πτυχή της διαθήκης. Η άλλη, ήταν η χρήση του εισοδήματος για τους σκοπούς που προαναφέρθηκαν. Δεν είναι δυνατόν να διαχωρίζεται πλασματικά ο περιορισμός της χρήσης του κτήματος ως καφενείου, με την επίτευξη του απώτερου στόχου που ήταν και εξακολουθεί βεβαίως να είναι, η παροχή υποτροφιών, η ένδυση και αγορά βιβλίων. Οι εφεσίβλητοι δεν είναι άλλωστε οι εκτελεστές της διαθήκης του αποβιώσαντος, στην οποία άλλοι κατονομάζονται ως τέτοιοι, ούτε και η διαθήκη μπορεί να ερμηνευθεί με αναφορά σε μέρος της μόνο, αλλά πρέπει να ιδωθεί στο σύνολό της.
Ο περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμος, Κεφ. 41, («Charities Law») ως τροποποιήθηκε, εισηγμένος στη νομοθεσία από το 1925 (στην έκδοση των Νόμων του 1949 ήταν το Chapter 59), βασισμένος στο αντίστοιχο Charitable Trusts Acts 1853-1939, έχει περιορισμένη εμβέλεια. Όπως αναφέρεται και στο προοίμιο, πρόκειται για Νόμο που «..... προνοεί για την προστασία των Αγαθοεργών Ιδρυμάτων». Αποσκοπεί στη λειτουργική και διοικητική πλευρά ενός εμπιστεύματος και δεν έχει σκοπό την ολική αντιμετώπιση των αγαθοεργών καταπιστευμάτων εξ ου και δεν προσφέρεται βέβαια νομοθετικός ορισμός του τι είναι «charity». Τα αγαθοεργά ή φιλανθρωπικά καταπιστεύματα («charities» ή «charitable trusts»), είναι καθαρά προϊόν του δικαίου της επιείκειας και όπως απαντάται στο σύγγραμμα των Parker & Mellows: The Modern Law of Trusts 3η έκδ. (1975) σελ. 171-172, ο ορισμός και η εξέλιξη των φιλανθρωπικών εμπιστευμάτων βασίζεται εξ ολοκλήρου στη νομολογία. Υπήρχε βέβαια ο ορισμός που δόθηκε από το νομοθέτημα Elisabeth I (43 Eliz.I, 14, 1601), γνωστό ως Charitable Uses Act 1601, που αντικαταστάθηκε μετέπειτα από άλλες νομοθεσίας, αλλά η έννοια του «charitable trust» αναπτύχθηκε βαθμιαία μέσα από την εξέλιξη της νομολογίας. Με το Charitable Donations Act 1812, επιχειρήθηκε η αναγκαστική εγγραφή των αγαθοεργών εμπιστευμάτων, αλλά αυτό δεν τηρήθηκε στην πράξη. Το Charities Act 1960, δημιούργησε ένα κεντρικό μητρώο φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Όλα τα φιλανθρωπικά ή αγαθοεργά ιδρύματα ή εμπιστεύματα ήταν εγγράψιμα και δημιουργήθηκε μια υποχρέωση στους καταπιστευματοδόχους ενός τέτοιου εμπιστεύματος να αποτείνονται για εγγραφή. Όπως σημειώνεται, στη σελ 211 του πιο πάνω συγγράμματος, η εγγραφή δημιουργεί «..... conclusive presumption that the institution is a charity at any time while it is on the register.». Και η εγγραφή αφαιρεί οποιαδήποτε αβεβαιότητα σε σχέση με την υπόσταση ορισμένων ιδρυμάτων.
Με το Charities Act 1993, που απετέλεσε στην Αγγλία το επόμενο νομοθετικό στάδιο στην εξέλιξη των αγαθοεργών ιδρυμάτων, βελτιώθηκε το σύστημα εγγραφής και οποιαδήποτε οργάνωση επιδιώκει να αποκτήσει αγαθοεργό υπόσταση, πρέπει να αποταθεί στους Charity Commissioners, που έχουν διά του Νόμου αυτού την εξουσία να χορηγούν ή να αρνούνται εγγραφή και οι οποίοι ασκούν οιωνεί δικαστική εργασία, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων υποθέσεις σε σχέση με την οριοθέτηση της εμβέλειας της έννοιας του αγαθοεργούς ιδρύματος. (Δέστε Paul Todd & Sarah Wilson: Textbook on Trusts 6η έκδ. (2003) σελ. 301-302). Κάτω από το Charities Act 1993, διατηρείται ένα δημόσιο αρχείο που περιέχει όλα τα αγαθοεργά ιδρύματα εκτός από ορισμένες καθοριζόμενες εκεί κατηγορίες. Η εγγραφή λειτουργεί προς όφελος των καταπιστευματοδόχων διότι δημιουργεί, όπως προαναφέρθηκε, ένα αμάχητο τεκμήριο ότι το ίδρυμα είναι όντως αγαθοεργό και επομένως δικαιούται στα προνόμια που αποδίδονται σε ένα τέτοιο ίδρυμα. Όπως, όμως, εξηγείται στους Hanbury and Martin: Modern Equity 16η έκδ. (2001), σελ. 463,: «Non-entry gives rise to no presumption either way.». Αυτό σημαίνει ότι ένα ίδρυμα το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο θα πρέπει, μοιραίως, εφόσον αμφισβητείται η φιλανθρωπική του υπόσταση, να τύχει απόφασης ως προς τούτο, μέσω του Δικαστηρίου.
Παρόλον που στην Κύπρο δεν ακολουθήθηκε η νομοθετική εξέλιξη στην Αγγλία και παραμένει στην ουσία αναλλοίωτη η αρχική νομοθεσία του 1925 ως προς την προστασία των αγαθοεργών ιδρυμάτων με το Κεφ. 41, εντούτοις είναι φανερό ότι ακολουθήθηκε η βασική αγγλική φιλοσοφία για εγγραφή και προστασία των ιδρυμάτων αυτών. Παρεμβάλλεται βεβαίως ότι η πρόνοια του Αρθρου 15 των Κεφ. 41, ως προς το ότι όλες οι διαδικασίες δυνάμει του Νόμου αυτού «..... εγείρονται, ακούονται και αποφασίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με τον εκάστοτε νόμο που ισχύει στην Αγγλία αναφορικά με αγαθοεργά ιδρύματα», δεν έχει εφαρμογή μετά την εγκαθίδρυση της ανεξάρτητης, κυρίαρχης Δημοκρατίας στην Κύπρο το 1960 και δεν ισχύουν επομένως τα νομοθετήματα που δρομολόγησαν την εξέλιξη των αγαθοεργών ιδρυμάτων στην Αγγλία έκτοτε.
Προσεκτική λοιπόν ανάγνωση των προνοιών του Κεφ. 41 παραπέμπει στις εξής διακριτές θεματολογίες: πρώτον, ότι οι επίτροποι εμπιστεύματος οποιουδήποτε αγαθοεργού ιδρύματος δύνανται να υποβάλλουν αίτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο προς έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής των επιτρόπων εμπιστεύματος τέτοιου ιδρύματος ως νομικού προσώπου. Αυτό στοχεύει καθαρά στη λειτουργία και την εκπροσώπηση του ιδρύματος το οποίο με τη χορήγηση του πιστοποιητικού καθίσταται νομικό πρόσωπο με διαρκή διαδοχή και με εξουσία να ενάγει και να ενάγεται με την ανάλογη επωνυμία σύστασής του, καθώς βέβαια και να κατέχει, αποκτά, μεταβιβάζει, εκχωρεί και κληροδοτεί οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία προς όφελος του ιδρύματος.
Δεύτερο, άλλες πρόνοιες του Κεφ. 41, (Αρθρο 9), στοχεύουν στις δωρεές που γίνονται προς όφελος αγαθοεργού ιδρύματος μετά τη σύσταση του, των δωρεών αυτών θεωρουμένων ότι έγιναν προς όφελος του σώματος που συστήθηκε, ενώ με έτερες ακόμη πρόνοιες (Αρθρα 10 και 11), επιβάλλεται η τήρηση λογαριασμών από τους επιτρόπους του εμπιστεύματος και η καταχώρηση τους σε σχετικά βιβλία προς ανάλογο έλεγχο όταν χρειάζεται. Τέτοιος έλεγχος δύναται να γίνει με βάση το Αρθρο 11 από το Διευθυντή του Ελεγκτικού, («Director of Audit»), ως ήθελε διατάξει σε οποιοδήποτε χρόνο το Υπουργικό Συμβούλιο.
Τρίτο και κατά κύριο λόγο, ακολουθούν οι πρόνοιες των Αρθρων 12, 13 και 14 του Κεφ. 41, που αποτέλεσαν και τη διελκυστίνδα μεταξύ των διαδίκων πρωτοδίκως και κατ' έφεση και οι οποίες παρουσιάζονται να είναι αυτόνομες των προηγουμένως αναφερθέντων προνοιών. Με το Αρθρο 12 προνοείται ότι κάθε συμβόλαιο, διαθήκη ή άλλο έγγραφο που δημιουργεί αγαθοεργό ίδρυμα καταχωρείται στο γραφείο του Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντίγραφο δε αυτού του εγγράφου πιστοποιημένο από τον Πρωτοκολλητή «.... γίνεται δεκτό ως μαρτυρία του περιεχομένου και της καταχώρησης του.». Δεν υπάρχει όμως κύρωση στην περίπτωση μη καταχώρησης του συμβολαίου, της διαθήκης ή του εγγράφου που δημιουργεί αγαθοεργό ίδρυμα, ούτως ώστε να θεωρείται ότι το ίδρυμα δεν υφίσταται ή δεν είναι αγαθοεργό. Εκείνο το οποίο προβάλλει σαφώς από τις πρόνοιες του Αρθρου 12, είναι ότι η πιστοποίηση του εγγράφου που έχει κατατεθεί θεωρείται εν πάση περιπτώσει μαρτυρία για το περιεχόμενο του εγγράφου και ότι αυτό έχει δεόντως καταχωρηθεί στον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν προκύπτει λοιπόν από τη μη καταχώρηση της επίδικης διαθήκης του Κυπρή Χατζησάββα στο Ανώτατο Δικαστήριο οποιαδήποτε επίπτωση επί του περιεχομένου της εφόσον είναι δεκτό ότι δι' αυτής δημιουργήθηκε εμπίστευμα αγαθοεργούς φύσεως. Ούτε και η μη έκδοση πιστοποιητικού από το Υπουργικό Συμβούλιο περί του αγαθοεργού σκοπού του ιδρύματος επιδρά καθ' οιονδήποτε τρόπο, διότι οι εφεσίβλητοι ως τίτλω διάδοχοι των Επιτροπειών των δύο σχολείων έχουν εν πάση περιπτώσει υπόσταση δυνάμει του προαναφερθέντος Νόμου αρ. 108(Ι)/97.
Οι πρόνοιες του Αρθρου 13 είναι καταλυτικές στο ότι αποδίδεται στο Ανώτατο Δικαστήριο εξουσία και δικαιοδοσία, μεταξύ άλλων, «να εφαρμόζει κάθε εμπίστευμα που δημιουργήθηκε για αγαθοεργό σκοπό». Η αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο διαβάζεται πλέον ως Επαρχιακό Δικαστήριο εφόσον η εξουσία αυτή δόθηκε στα Επαρχιακά Δικαστήρια δυνάμει της τροποποίησης που έγινε στον περί Δικαστηρίων Νόμο αρ. 14/60, με το Αρθρο 2 του τροποποιητικού Νόμου αρ. 51/84 με το οποίο εισήχθηκε η παρ. (1)(Β) στο Αρθρο 21, ούτως ώστε αγωγή που αφορά σε αγαθοεργό ίδρυμα να εισάγεται σε οποιοδήποτε Επαρχιακό Δικαστήριο. Έπεται ότι εφόσον ήταν παραδεκτό ότι διά της διαθήκης δημιουργήθηκε εμπίστευμα για αγαθοεργούς σκοπούς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ως το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εξουσία να εξετάσει και να αποφασίσει επί του εγερθέντος ζητήματος. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν ορθή και η κατάληξη του ότι θα έπρεπε η πρωτόδικος αγωγή να είχε εγερθεί από το Γενικό Εισαγγελέα εφόσον δυνάμει του Αρθρου 14(2) του Κεφ. 41, όλες οι διαδικασίες δυνάμει της παρ. (α) του Αρθρου 13, για την εφαρμογή δηλαδή κάθε εμπιστεύματος που δημιουργήθηκε για αγαθοεργό σκοπό, θα πρέπει να εγείρονται από το Γενικό Εισαγγελέα. Ανεξάρτητα δε από αυτή τη συγκεκριμένη πρόνοια, δυνάμει και του εδαφίου (1) του Αρθρου 14, ο Γενικός Εισαγγελέας καθίσταται εν πάση περιπτώσει διάδικος σε όλες τις διαδικασίες δυνάμει του Κεφ. 41, με εξουσία μάλιστα σε οποιοδήποτε χρόνο να αναστείλει, να συμβιβάσει ή να εξουσιοδοτήσει το συμβιβασμό οποιασδήποτε διαδικασίας ή ζητημάτων που εγείρονται, κανένας δε συμβιβασμός που γίνεται χωρίς την εξουσιοδότηση του, δεν είναι έγκυρος.
Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αγωγή ήταν διαμορφωμένη κατά τρόπο που να επιζητούσε διάφορες αναγνωριστικές δηλώσεις από το Δικαστήριο, η ουσία της ήταν η εφαρμογή του εμπιστεύματος που δημιουργήθηκε με τη διαθήκη του αποβιώσαντος, ώστε οι εφεσίβλητοι να μην εκφεύγουν από τους περιορισμούς που η διαθήκη είχε θέσει. Εξ ου και ζητείτο με την αγωγή ταυτόχρονα και απαγορευτικό διάταγμα ώστε το «καφενείο Χατζησάββα» να μην χρησιμοποιείται ως κερδοσκοπική επιχείρηση, ενώ με έτερο διάταγμα επιδιώκετο η επαναφορά της λειτουργίας του καφενείου συμφώνως της πρόθεσης του διαθέτη του κληροδοτήματος.
Οι πρόνοιες του Κεφ. 41, ως επεξηγήθηκαν πιο πάνω, είναι αρκούντως σαφείς ώστε ανεξάρτητα από την έκδοση πιστοποιητικού δυνάμει του Αρθρου 2 προς τους εφεσίβλητους ή την καταχώρηση της διαθήκης δυνάμει του Αρθρου 12 στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει την ευρύτατη εξουσία του ελέγχου των διαδικασιών που εγείρονται για εφαρμογή αγαθοεργού εμπιστεύματος για προστασία του κληροδοτήματος, ώστε μεταξύ άλλων, όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Κληρίδης κατά την έφεση, να αποκλείονται μακρινοί συγγενείς ή και πρόσωπα τα οποία μόνο έμμεσο συμφέρον έχουν στην προστασία του κληροδοτήματος, από του να εγείρουν κατά το δοκούν αγωγές επηρεάζοντας την εύρυθμη λειτουργία του αγαθοεργού ιδρύματος. Όπως αναφέρεται και στον Parker & Mellows: The Modern Law of Trusts - πιο πάνω - σελ. 6 και 216, ο Γενικός Εισαγγελέας σε ό,τι αφορά τα αγαθοεργά ιδρύματα επιδιώκει να εφαρμόσει προς όφελος του κοινού, ή μέρος αυτού, προς όφελος του οποίου δημιουργείται και λειτουργεί το ίδρυμα, την αγαθοεργία. Ενεργεί λοιπόν ως parens patriae και γι' αυτό επιβάλλεται η εμπλοκή του στην όλη διαδικασία. Άλλωστε και γενικότερα στο δίκαιο των καταπιστευμάτων («trusts»), ο εγείρων τη διαδικασία πρέπει να είναι δικαιούχος κάτω από το εμπίστευμα («beneficiary» ή «cestui que trust»), και εδώ τίθεται εν αμφιβολία ποιο δικαίωμα θα είχαν εν πάση περιπτώσει οι εφεσείοντες ως μέτοχοι ή μακρινοί συγγενείς να εφαρμόσουν το κληροδότημα. Είναι γι' αυτό το λόγο που το Αρθρο 13(α), που παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να εφαρμόζει κάθε εμπίστευμα που δημιουργήθηκε για αγαθοεργό σκοπό, δεν περιορίζει την εφαρμογή αυτή μόνο στα εμπιστεύματα που είναι εγγεγραμμένα δυνάμει του Κεφ. 41, ή, για τα οποία το έγγραφο δημιουργίας τους κατατέθηκε στον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέτοια ερμηνεία, στην απουσία ρητής προς τούτο νομοθετικής πρόνοιας, θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα, και στον μη έλεγχο όσων αγαθοεργών ιδρυμάτων υπάρχουν, αλλά λόγω παράλειψης δεν ενεγράφησαν ως τέτοια, ή το έγγραφο δημιουργίας τους δεν κατατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Όσον αφορά την υπ' αρ. 233/08 έφεση, κρίνεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν επιδίκασε τα έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, θεωρώντας ότι δεν θα έπρεπε να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή λόγω της φύσης της υπόθεσης και της ιδιομορφίας της. Όπως ορθά υπέδειξαν οι εφεσείοντες στην Εφεση Αρ. 233/08, δηλαδή, οι εφεσίβλητοι στην Εφεση Αρ. 232/08, το αποτέλεσμα της παρέκκλισης από το συνήθη κανόνα, είναι ότι τα έξοδα της διαδικασίας τα επωμίσθηκε το ίδιο το αγαθοεργό ίδρυμα αφαιρώντας έτσι από τα χρήματα που είναι άλλως πως διαθέσιμα για τους αγαθοεργούς σκοπούς. Είναι ορθή επίσης η θέση που προβλήθηκε ότι απλή ανάγνωση των προνοιών του Κεφ. 41, θα έπρεπε να θέσει τους εφεσείοντες σε εγρήγορση όσον αφορά την εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα στην αγωγή που επέλεξαν να εγείρουν. Σημειώνεται συναφώς ότι με βάση τους ισχύοντες Κανονισμούς περι Αγαθοεργών Ιδρυμάτων («Charities Rules»), που εκδόθηκαν δυνάμει του Αρθρου 16 του Κεφ. 41, το ορθό δικονομικό μέτρο για έγερση διαδικασίας κάτω από το Κεφ. 41 «...... shall be by application to be made by summons ..... in the form No. 1 in the appendix ......». Αυτό τον τύπο έναρξης της διαδικασίας δεν τήρησαν οι εφεσείοντες. Συνάγεται ότι η διαδικασία ηγέρθηκε χωρίς τον Γενικό Εισαγγελέα ως αναγκαίο διάδικο, αλλά και με το λανθασμένο δικονομικό τύπο. Υπό το φως των ανωτέρω, δεν δικαιολογείτο η παρέκκλιση από το συνήθη κανόνα ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται στην υπέρ του επιδίκαση εξόδων.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η έφεση υπ' αρ. 232/08 απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση υπ' αρ. 233/08, σε σχέση με τα έξοδα, επιτυγχάνει με αποτέλεσμα την ακύρωση της πρωτόδικης διαταγής περί εξόδων και την έκδοση διαταγής με την οποία οι εφεσίβλητοι στην πολιτική έφεση υπ' αρ. 232/08 (εναγόμενοι πρωτοδίκως), να δικαιούνται στα έξοδα τους πρωτοδίκως τα οποία και επιδικάζονται υπέρ τους και εναντίον των εφεσειόντων (εναγόντων πρωτοδίκως), όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Πρόσθετα οι εδώ εφεσείοντες δικαιούνται στα έξοδα τους και κατ' έφεση, τα οποία όμως επειδή οι δύο εφέσεις ακούστηκαν μαζί καθορίζονται σε ένα κατ' αποκοπήν ποσό €250 συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.
Η έφεση υπ' αρ. 232/08 απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η έφεση υπ' αρ. 233/08, σε σχέση με τα έξοδα επιτρέπεται. Εκδίδεται διαταγή επιδίκασης εξόδων πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ των εφεσιβλήτων στην πολιτική έφεση υπ' αρ. 232/08. Τα έξοδα πρωτοδίκως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα κατ' έφεσην καθορίζονται σε ένα κατ' αποκοπήν ποσό €250, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., επειδή οι δύο εφέσεις ακούστηκαν μαζί.