ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 2120
15 Σεπτεμβρίου, 2010
(Παραλήφθηκε στο Tμήμα Nομικών Eκδόσεων στις 17 Iανουαρίου, 2011)
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΣΟΛΩΝΑΣ ΣΑΡΡΗΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΤΣΕΤΖΙΔΗ,
Eφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 201/2007)
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Άντρας, ηλικίας 72 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, είχε υποστεί κάταγμα ακρωμίου και αριστερής ωμογλήνης, σοβαρού βαθμού θλάση του δεξιού γόνατος με ανάλογου βαθμού αίμαρθρο, θλάση του αυχένα και ελαφρά εγκεφαλική διάσειση ― Επιδείνωση της κατάστασης με την εμφάνιση οστεαρθρίτιδας, οπόταν υπήρχε η ανάγκη υποβολής στη δύσκολη και μεγάλη αρθροπλαστική εγχείρηση για αντικατάσταση της άρθρωσης του ώμου ― Δημιουργία πόνων που τον δυσκόλευαν «σε κινήσεις καθημερινότητας όπως ξύρισμα, χτένισμα μαλλιών και επαφή του ώμου με άλλα αντικείμενα π.χ. κρεβάτι κλπ.» ― Μόνιμα κατάλοιπα: Επιπλοκή μη επούλωσης του κατάγματος στον αριστερό ώμο (ψευδάρθρωση) και δημιουργία συχνών ύδραθρων από τη θλάση στο γόνατο ― Ανάγκη υποβολής και σε άλλη επέμβαση λόγω της καταστροφής των επιφανειών της άρθρωσης δηλαδή, αρθροπλαστική αντικατάσταση ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £15.000 ― Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε £25.000 (€42.715,04), κατ' έφεση.
Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Τροχαίο ατύχημα ― Αξιολόγηση ιατρικής μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τις σωματικές βλάβες του ενάγοντος και την αντιμετώπισή τους ― Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντος συνολικό ποσό γενικών αποζημιώσεων ύψους £22.500 που περιλάμβανε και το ποσό των £7.500 για δύο μελλοντικές εγχειρήσεις. Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο αντικρουόμενες εκδοχές ως προς την ιατρική μαρτυρία και για λόγους που εξήγησε έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των δυο γιατρών που κάλεσε ο εφεσείων και απέδωσε υπερβολή και μονομέρεια στον γιατρό που κάλεσε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, παραπονείται ότι το ποσό των £15.000 που απομένει για τον πόνο, την ταλαιπωρία και τα κατάλοιπα από τον τραυματισμό του, είναι εκδήλως χαμηλό. Κατά την εισήγησή του, ενώ αυτό το ποσό θα έπρεπε να υπερβαίνει τις £50.000, ενόψει της περιορισμένης δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα πρέπει να αυξηθεί ώστε, στο σύνολο, να επιδικαστεί υπέρ του ποσό ύψους £50.000.
Ο εφεσίβλητος με την αντέφεσή του αμφισβητεί την ορθότητα της επιδίκασης των £7.500 για τις δύο μελλοντικές εγχειρήσεις, καθώς και το ύψος του επιδικασθέντος ποσού των £15.000 ως γενικές αποζημιώσεις, υποστηρίζοντας πως ένα ποσό της τάξης των £8.000 θα ήταν δίκαιη αποζημίωση. Θεωρεί πως ελλείπει συγκεκριμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτές ήταν αναγκαίες και, πάντως, κατά την εισήγησή του, δεν ήταν αναγκαίες. Επικαλείται το χρόνο που παρήλθε αλλά και τη «θέση του ενάγοντα ότι αποκλείει την υποβολή του σε εγχείρηση.» Περαιτέρω θεωρεί πως, ούτως ή άλλως, το ποσό που επιδικάστηκε με τις εγχειρήσεις ήταν μεγάλο. Το ορθό ποσό, κατά την εισήγησή του, θα ήταν το ποσό των £3.700.
Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει πως υπήρξαν αντιφάσεις μεταξύ των δύο γιατρών που κάλεσε ο εφεσείων, και θεωρεί πως κακώς προτιμήθηκε η υπερβολική μαρτυρία του ενός από τους γιατρούς και απορρίφθηκε η μαρτυρία του γιατρού που εκείνος κάλεσε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας των δύο γιατρών που κάλεσε ο εφεσείων. Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο αναφέρθηκαν στις αρθοπλαστικές πρέπει να αντικρυστεί υπό το φως της μεταξύ τους χρονικής διαφοράς η οποία ανέρχετο σε τέσσερα έτη. Δεν δικαιολογείται στην παρούσα περίπτωση παρέμβαση του Εφετείου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο που κατ' εξοχήν ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Τα δεδομένα της υπόθεσης δεν δικαιολογούν τις θέσεις του εφεσίβλητου ως προς την αναγκαιότητα των χειρουργικών επεμβάσεων. Τα δε πρακτικά της υπόθεσης δεν περιέχουν οποιαδήποτε δήλωση του εφεσείοντος πως αποκλείει την υποβολή του σε εγχείρηση.
3. Ενόψει του πόνου και της ταλαιπωρίας, η αντιμετώπιση των οποίων προϋποθέτει σοβαρές εγχειρήσεις με συνακόλουθες πρόσθετες επιπλοκές, ιδιαίτερα λόγω της ηλικίας του εφεσείοντος, το επιδικασθέν ποσό των γενικών αποζημιώσεων ύψους £15.000, είναι έκδηλα ανεπαρκές και αυξάνεται στο ποσό των £25.000. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ώστε το ποσό των £15.000 για τις γενικές αποζημιώσεις αντικατασταθεί με το ποσό των £25.000 δηλαδή, πλέον, με ποσό €42.715,04.
Η έφεση επιτράπηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α.. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή εξόδων. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιήθηκε ως ανωτέρω.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 12778/2002), ημερ. 11/6/2007.
Λ. Γεωργίου και Χλ. Τοφαρίδου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόσυρση της αντέφεσης ως προς την ευθύνη, στην παραδεκτή πλέον βάση ότι ο εφεσίβλητος ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το οδικό ατύχημα, παραμένει ως επίδικο το ζήτημα των αποζημιώσεων. Το ποσό των £1.189,78 που επιδικάστηκε ως ειδικές αποζημιώσεις, δεν αμφισβητείται. Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τις γενικές αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντα συνολικό ποσό £22.500 που περιλάμβανε και το ποσό των £7.500 για δυο μελλοντικές εγχειρήσεις και είναι η θέση του εφεσείοντα πως το ποσό των £15.000 που απομένει για τον πόνο, την ταλαιπωρία και τα κατάλοιπα από τον τραυματισμό, είναι εκδήλως χαμηλό. Κατά την εισήγησή του, ενώ αυτό το ποσό θα έπρεπε να υπερβαίνει τις £50.000, ενόψει της περιορισμένης δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα πρέπει να αυξηθεί ώστε, στο σύνολο, να επιδικαστεί υπέρ του ποσό ύψους £50.000.
Με το δεύτερο σκέλος της αντέφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της επιδίκασης των £7.500 για τις δυο μελλοντικές εγχειρήσεις. Περαιτέρω, κατά την εισήγηση του εφεσιβλήτου, το ποσό των £15.000 ως γενικές αποζημιώσεις είναι εκδήλως ψηλό και πως ένα ποσό της τάξης των £8.000 θα ήταν δίκαιη αποζημίωση.
Θα κατανοήσουμε καλύτερα τα επιχειρήματα αν έχουμε υπόψη τη φύση του τραυματισμού, τις επιπτώσεις και τις εκτιμήσεις για το μέλλον, όπως αυτά προκύπτουν από την ιατρική μαρτυρία που προσάχθηκε και που έγινε αποδεκτή. Πρόκειται για τη μαρτυρία των ιατρών Ηλία Γεωργίου και Νίκου Παπαλουκά που κάλεσε ο εφεσείων.
Ο εφεσείων, ηλικίας τότε 72 ετών, υπέστη κάταγμα ακρωμίου και αριστερής ωμογλήνης, σοβαρού βαθμού θλάση του δεξιού γόνατος με ανάλογου βαθμού αίμαρθρο, θλάση του αυχένα και ελαφρά εγκεφαλική διάσειση. Η θεραπευτική αγωγή συνίστατο σε ακινητοποίηση του αυχένα με κολλάρο, ακινητοποίηση του αριστερού ώμου με κρεμαστήρα, παγοθεραπεία στο δεξιό γόνατο και πλήρη ανάπαυση. Το κάταγμα στον αριστερό ώμο ανέπτυξε επιπλοκή μη επούλωσης (ψευδάρθρωση) η οποία, όπως προβλέφθηκε, παρέμεινε ως μόνιμο κατάλοιπο. Μάλιστα, υπήρξε σαφής επιδείνωση με την εμφάνιση οστεοαρθρίτιδας και, πλέον, χρειαζόταν αρθροπλαστική εγχείρηση, δηλαδή αντικατάσταση της άρθρωσης του ώμου. Αυτή θα ήταν δύσκολη και μεγάλη εγχείρηση που θα απαιτούσε μήνες ανάρρωσης. Έτσι θα αντιμετωπιζόταν το πρόβλημα του πόνου και η επαναφορά των κινήσεων του ώμου σε ικανοποιητικό εύρος. Σημειώνουμε ότι, καθόλην την περίοδο, ο εφεσείων υπέφερε από πόνους που τον δυσκόλευαν «σε κινήσεις καθημερινότητας όπως ξύρισμα, χτένισμα μαλλιών, επαφή του ώμου με άλλα αντικείμενα π.χ. κρεβάτι κλπ.». Μόνιμα κατάλοιπα άφησε και η θλάση στο γόνατο. Παρουσίαζε συχνά ύδραρθρα. Υπεβλήθη σε παρακέντηση για την αφαίρεση υγρού, δυσκολεύεται σοβαρά στις καθημερινές μετακινήσεις και, εν τέλει, επειδή καταστράφηκαν οι επιφάνειες τις άρθρωσης θα χρειαστεί και γι' αυτό χειρουργική επέμβαση, δηλαδή αρθροπλαστική αντικατάσταση.
Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει πως αυτή η σύνθεση ως προς τις επιπτώσεις των κακώσεων και τις ανάγκες, παραγνωρίζει τις αντιφάσεις μεταξύ των δυο γιατρών που κάλεσε ο εφεσείων, ιδιαίτερα σε σχέση με την αναγκαιότητα των εγχειρήσεων. Θεωρεί πως κακώς προτιμήθηκε η υπερβολική μαρτυρία του ενός από τους γιατρούς και απορρίφθηκε η μαρτυρία του γιατρού που εκείνος κάλεσε. Ενώ αντίθετο θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα αν το Δικαστήριο έβλεπε τις υπερβολές, όχι τόσο του ίδιου του εφεσείοντα, όσο του θεράποντα γιατρού του.
Έχουμε εξετάσει όλα τα δεδομένα και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του εφεσιβλήτου. Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας των δυο γιατρών που κάλεσε ο εφεσείων. Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο αναφέρθηκαν στις αρθροπλαστικές, αρχικά ως ενδεχόμενες αναλόγως και μετά ως αναγκαίες, σαφώς πρέπει να αντικριστεί έχοντας υπόψη πως υπήρχε μεταξύ τους διαφορά περίπου τεσσάρων ετών. Και, όπως έχουμε δει, κατά το θεράποντα γιατρό η κατάσταση επιδεινώθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του αντικρουόμενες εκδοχές, για λόγους που εξήγησε έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των δυο γιατρών που κάλεσε ο εφεσείων και απέδωσε υπερβολή και μονομέρεια στον γιατρό που κάλεσε ο εφεσίβλητος. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον εφεσίβλητο πως δικαιολογείται να παρέμβουμε σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο που κατ' εξοχήν ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Με ξεχωριστό λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος θέτει ειδικά θέμα σε σχέση με τις μελλοντικές εγχειρήσεις, στη βάση πλέον της μαρτυρίας όπως τη δέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Θεωρεί πως ελλείπει συγκεκριμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτές ήταν αναγκαίες και, πάντως, κατά την εισήγησή του, δεν ήταν αναγκαίες. Επικαλείται το χρόνο που παρήλθε αλλά και τη «θέση του ενάγοντα ότι αποκλείει την υποβολή του σε εγχείρηση.» Περαιτέρω θεωρεί πως, ούτως ή άλλως, το ποσό που επιδικάστηκε με τις εγχειρήσεις ήταν μεγάλο. Αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση τα αναφερόμενα στα πιστοποιητικά των γιατρών αλλά το ορθό θα ήταν, αν πράγματι έπρεπε να επιδικάσει ποσό για τέτοιο λόγο, αυτό να ήταν £3.700, όπως σημειώνει στο περίγραμμα αγόρευσής του, ενόψει της σελίδας 18 των πρακτικών. Τα δεδομένα, όπως ορθα εισηγείται ο εφεσείων, δεν δικαιολογούν τις θέσεις του εφεσιβλήτου. Ασφαλώς στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας που έγινε δεκτή υπήρχε διαπίστωση για την αναγκαιότητα των χειρουργικών επεμβάσεων και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, εφόσον γίνεται αναφορά στο χρόνο που παρήλθε, ότι υπήρχε η σχετική μαρτυρία του θεράποντα γιατρού κατά το 2006. Στην περίπτωση της υποτιθέμενης δήλωσης του εφεσείοντα πως αποκλείει την υποβολή του σε εγχείρηση παρατηρούμε τα ακόλουθα: Δεν μας παρέπεμψε ο εφεσίβλητος σε συγκεκριμένη σελίδα των πρακτικών. Τα αναγνώσαμε όμως, και δεν είδαμε τέτοια δήλωση. Αυτό, ανεξάρτητα από τη σημασία που θα μπορούσε να έχει τέτοια δήλωση που θα σήμαινε διάθεση να υποφέρει μονίμως σοβαρούς πόνους και περιορισμό των κινήσεων. Ενδεχόμενο, βεβαίως, που συναρτάται και γενικότερα πλέον προς το εν γένει ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Είδαμε και τα αναγκαία πιστοποιητικά. Πράγματι υπάρχει σ' αυτά αναφορά σε κάπως μικρότερο ποσό ως προϋπολογιζόμενη δαπάνη για τις εγχειρήσεις αλλά υπάρχει και μεταξύ τους και μέχρι τη δίκη χρονική διαφορά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία ενώπιον του το 2006, και σημειώνουμε πως σε σχέση με αυτή ως προς τα ποσά, δεν έχει λεχθεί οτιδήποτε από τον εφεσίβλητο, πέραν από την παραπομπή στη σελίδα 18. Όμως, προφανώς ο εφεσίβλητος διάβασε λανθασμένα τη σχετική αναφορά. Καταγράφονται εκεί τα ποσά £2.500 και £1.200 που ο εφεσείων θεωρεί ότι αφορούσαν στις δυο εγχειρήσεις, αλλά δεν είναι έτσι. Κατέθετε εκεί ο γιατρός Ηλίας Γεωργίου, αναφερόταν μόνο στην αρθροπλαστική στον ώμο και εξηγούσε πως στη Λεμεσό το κόστος τότε ήταν της τάξης των £2.500 ενώ στη Λευκωσία «κατά £1.200 ακριβότερα».
Απομένει το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων. Ο εφεσείων υπέστη κακώσεις με μόνιμα κατάλοιπα που τον υποβάλλουν επί πολλά χρόνια σε πόνους και ταλαιπωρίες κατά την καθημερινή συνήθη δραστηριότητά του. Η αντιμετώπιση αυτών των πόνων και των ταλαιπωριών προϋποθέτει εγχειρήσεις, σοβαρές όπως έχει εξηγηθεί, με συνακόλουθες πρόσθετες επιπλοκές, ιδιαίτερα ενόψει και της ηλικίας του εφεσείοντα. Κρίνουμε πως το ποσό των £15.000 ήταν έκδηλα ανεπαρκές και το αυξάνουμε σε £25.000. Η έφεση επιτυγχάνει με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α.. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ώστε το ποσό των £15.000 για τις γενικές αποζημιώσεις αντικατασταθεί με το ποσό των £25.000 δηλαδή, πλέον, με ποσό €42.715,04.
Η έφεση επιτρέπεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α.. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή εξόδων. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως ανωτέρω.