ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 2103

15 Σεπτεμβρίου, 2010

(Παραλήφθηκε στο Tμήμα Nομικών Eκδόσεων στις 14 Iανουαρίου, 2011)

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΗΛ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

CYPRUS INVESTMENT & SECURITIES CORPORATION LTD,

Eφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 167/2007)

 

Χρηματιστήριο ― Αγωγή επενδυτικού οργανισμού / χρηματιστηριακής εταιρείας εναντίον αγοραστή μετοχών για υπόλοιπο λογαριασμού για πραγματοποίηση αγοραπωλησιών μετοχών στο όνομα του αγοραστή ― Κατά πόσο οι αγοραπωλησίες των μετοχών από τις οποίες προέκυψε το υπόλοιπο που διεκδικήθηκε με την αγωγή, έγιναν κατά παράβαση των όρων της συνεργασίας μεταξύ χρηματιστηριακής εταιρείας και αγοραστή ή χωρίς να υπήρχαν εντολές γι' αυτές.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων σε υπόθεση για υπόλοιπο λογαριασμού για πραγματοποίηση αγοραπωλησιών μετοχών με τις εντολές του αγοραστή των μετοχών ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες (στο εξής οι εφεσίβλητοι) αξίωσαν από τον εφεσείοντα - εναγόμενο (στο εξής ο εφεσείων) το υπόλοιπο λογαριασμού το οποίο, κατ' ισχυρισμόν, δημιουργήθηκε από αγοραπωλησίες μετοχών στο όνομα του εφεσείοντος κατόπιν εντολών του. Ο εφεσείων υποστήριξε πρωτοδίκως πως οι αγοραπωλησίες από τις οποίες προέκυψε το υπόλοιπο που διεκδικήθηκε έγιναν κατά παράβαση των όρων της συνεργασίας τους, ή χωρίς να υπήρχαν εντολές γι' αυτές.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, ενώ απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντος, αιτιολογώντας την απόφασή του ως προς τούτο. Το Δικαστήριο σημείωσε πως για τις αγορές ετοιμάζονταν γραπτά αποδεικτικά εγγραφής των αγορών που δίδονταν στον εφεσείοντα χωρίς εκείνος, τότε, να διαμαρτυρηθεί ή να διατυπώσει οποιοδήποτε παράπονο. Ο εφεσείων υποστήριξε πως διαμαρτυρήθηκε και επικαλέστηκε το τεκμήριο 57.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Στους λόγους έφεσης, στο περίγραμμα της αγόρευσής του και κατά την ακρόαση, ο συνήγορός του επικεντρώθηκε σε τρεις αγορές μετοχών. Εκείνες, στη βάση των οποίων στηρίχθηκε η αξίωση των εφεσιβλήτων. Η πρώτη αγορά αφορούσε σε πέντε χιλιάδες μετοχές της «Regalia», η δεύτερη αγορά αφορούσε σε τέσσερις χιλιάδες μετοχές της εταιρείας Droushia Heights και η τρίτη αγορά αφορούσε σε τρεις χιλιάδες μετοχές και πάλι της Droushia Heights. Για την πρώτη αγορά ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων Μ. Σούπασιης, που ήταν ο χρηματιστής ο οποίος ανέλαβε την εκτέλεση των εντολών του εφεσείοντος, είχε πάρει τηλεφωνική εντολή από τον εφεσείοντα την οποία κατέγραψε στο έντυπο εντολής για την αγορά άλλων μετοχών (τεκμήριο 15) ημερομηνίας 3.12.99. Για την δεύτερη αγορά υπήρχε η γραπτή εντολή ημερομηνίας 3.12.99, του τεκμηρίου 15, με αγορά, την ίδια μέρα, προς £7 - £8. Όπως κατέθεσε ο ίδιος μάρτυρας, δεν κατέστη δυνατή η πραγματοποίηση της αγοράς στις 3.12.99 και, τηλεφωνικώς, ο εφεσείων παρέτεινε το χρόνο εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση της αγοράς στις 16.12.99. Για την τρίτη αγορά, δόθηκε γραπτή εντολή στις 8.12.99 (τεκμήριο 65), χωρίς ημερομηνία εκτέλεσης που, κατά τον εφεσείοντα, θα έπρεπε να γίνει την επομένη.  Η παράβαση, κατά τον ισχυρισμό του, ήταν πως η αγορά έγινε την μεθεπομένη, χωρίς εντολή του. Αντίθετα, με νέο έντυπο, το τεκμήριο 84, έδωσε νέα εντολή που ουσιαστικά ήταν αναιρετική της πρώτης, εξ ου και μια γραμμή διαγραφής που φαίνεται στο τεκμήριο 65 και που μόνο ο Μ. Σούπασιης μπορούσε να κάμει.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση σε όλη της την έκταση. Επικαλέστηκαν τις πάγιες αρχές και εισηγήθηκαν πως δεν τεκμηριώθηκε οποιοσδήποτε λόγος που θα δικαιολογούσε επέμβαση στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο με εκτεταμένη αιτιολογία, παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι ο εφεσείων ήταν εντελώς αναξιόπιστος. Πέρα από την παρατήρησή του για τη γενικότητα, την αοριστία, τις υπεκφυγές που χαρακτήριζαν τη μαρτυρία του, ενώ κατά τα άλλα ήταν προφανές ότι προετοιμάστηκε καλά, επισήμανε και όσα ιδιαίτερα αφορούσαν στις τρεις αμφισβητούμενες αγορές.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε λανθασμένα το πληρεξούσιο που υπέγραψε ο εφεσείων (τεκμήριο 1) αλλά ούτε οι εφεσίβλητοι εστηρίζοντο αποκλειστικά σε αυτό για την πραγματοποίηση των αγοραπωλησιών και, πάντως, των επίμαχων αγορών, απλώς στη βάση του πληρεξουσίου.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε αδικαιολόγητα αντίφαση στις θέσεις του εφεσείοντος σε σχέση με το ζήτημα της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του, όπως ο τελευταίος ισχυρίστηκε. Εκείνο το οποίο βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι οι επίμαχες αγορές έγιναν με τις εντολές του εφεσείοντος.

4.  Κατά τον επίδικο χρόνο δεν υπήρχε υποχρέωση ηχογράφησης των προφορικών εντολών για την αγορά μετοχών. Ο σχετικός Κανονισμός τέθηκε σε ισχύ μετά τις 27.10.00 και η θέση των εφεσιβλήτων ότι οι σχετικές εγκύκλιοι συνιστούσαν απλώς εσωτερικά διοικητικά μέτρα, δεν αμφισβητήθηκε.

5.  Η Έκθεση Απαίτησης δεν αναφερόταν σε γραπτές οδηγίες αλλά, γενικά, σε εντολές του εφεσείοντος, μάλιστα ενόψει και του πληρεξουσίου εγγράφου (τεκμήριο 1) που ο εφεσείων υπέγραψε. Το ίδιο και η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση.  Αναφέρονταν γενικά σε οδηγίες του εφεσείοντος ή σε συμφωνηθείσα ή εξυπακουόμενη διαδικασία τις οποίες οι εφεσίβλητοι φέρονταν να παρέβησαν, και γενικά πραγματοποιώντας πωλήσεις ή αγορές, χωρίς την έγκρισή του. Δεδομένης δε της προσαγωγής όλης της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση, με προεξάρχον ως επίδικο, κατά βάση, το κατά πόσο πράγματι δόθηκαν προφορικές οδηγίες, δεν δικαιολογείται να εγείρει τώρα ο εφεσείων θέμα εσφαλμένης προσαγωγής μαρτυρίας σε σχέση με τις προφορικές οδηγίες.

6.  Το τεκμήριο 57, δεν αφορούσε στις αμφισβητούμενες αγορές. Αφορούσε σε κάποια παράπονα του εφεσείοντος για μετοχές Ορφανίδη, για τις οποίες διαμαρτυρήθηκε εγγράφως και αφού το παράπονό του κρίθηκε δικαιολογημένο πιστώθηκε με το ποσό των £975. Το ερώτημα είναι πως για τα πολύ μεγαλύτερα ποσά των αμφισβητηθεισών αγορών, ο εφεσείων περιορίστηκε, όπως ισχυρίστηκε, σε προφορική διαμαρτυρία, επειδή ικανοποιήθηκε από προφορική επίσης διαβεβαίωση του Μ. Σούπασιη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι  ο λογαριασμός του (Τrading A/c) ήταν πιστωτικός για να διαπιστώσει, στο τέλος, ότι και ως προς αυτό παραπλανήθηκε. Αυτό το επιχείρημα προωθήθηκε και πρωτοδίκως και είναι ορθή η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηριγμένη στη μαρτυρία που προσάχθηκε, πως αυτός ο λογαριασμός δεν μπορούσε να μετατραπεί σε χρεωστικό.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 7286/2002), ημερ. 31/5/2007.

Χρ. Χριστοφή, για τον Εφεσείοντα.

Ι. Μαλέκου για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι αξίωσαν από τον εφεσείοντα το υπόλοιπο λογαριασμού που ισχυρίζονταν ότι δημιουργήθηκε από αγοραπωλησίες μετοχών, στο όνομα του εφεσείοντα, κατόπιν εντολών του. Ο εφεσείοντας δεν είχε εγείρει ζητήματα αριθμών ή οτιδήποτε άλλο λογιστικής υφής που θα μπορούσε να συσχετισθούν με το υπόλοιπο. Συναφώς, ούτε και ζητήματα σε σχέση με την πραγματοποίηση των αγοραπωλησιών, στο όνομά του, που θα απέληγαν στο υπόλοιπο που διεκδικήθηκε, στο πλαίσιο της παραδεκτής τότε συνεργασίας τους, υπό την ιδιότητα των εφεσιβλήτων ως επενδυτικού οργανισμού / χρηματιστηριακής εταιρείας.

Η θέση του εφεσείοντα πρωτοδίκως ήταν πως οι αγοραπωλησίες από τις οποίες προέκυψε το υπόλοιπο που διεκδικήθηκε έγιναν κατά παράβαση των όρων της συνεργασίας τους, ή χωρίς να υπήρχαν εντολές γι' αυτές. Η σχετική παράγραφος 5 της Υπεράσπισης θέτει το θέμα ως εξής:

«Κατά ή περί τους μήνες Οκτώβριο μέχρι και Δεκέμβριο 1999 οι ενάγοντες κατά παράβαση των οδηγιών του εναγόμενου ή και κατά παράβαση της συμφωνηθείσης ρητής ή και εξυπακουόμενης διαδικασίας ή και άνευ της εγκρίσεως του προέβησαν σε πωλήσεις ή και αγορές μετοχών προκαλώντας του ζημιά για την οποία ο εναγόμενος ανταπαιτεί πιο κάτω.»

Ενώ, αντιθέτως, «διαζευκτικά ή και επιπρόσθετα» όπως το θέτει, οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να πραγματοποιήσουν πωλήσεις μετοχών του, αντίθετα προς τις εντολές του, με συνέπεια να υποστεί ζημιά την οποία υπολόγισε σε £110.120, την οποία και ανταπαίτησε. Αυτή η ζημιά, εν τούτοις, και αφήνουμε κατά μέρος αριθμητικά λάθη στην Ανταπαίτηση που επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, συντίθετο από όσα ο εφεσείων χρεώθηκε και που αποτελούσαν την αξίωση και, στη συνέχεια, από όσα υποστήριζε ότι ζήμιωσε λόγω μη εκτέλεσης εντολών του (£33.110).

Για τους εφεσίβλητους κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες. Ο Στ. Αγρότης που ήταν διευθυντής του χρηματιστηριακού τμήματος των εφεσιβλήτων, ο Μ. Σούπασιης που ήταν ο χρηματιστής ο οποίος ανέλαβε την εκτέλεση των εντολών του εφεσείοντα, ο Π. Μηνά υπάλληλος των εφεσιβλήτων που χειριζόταν το λογαριασμό του εφεσείοντα και ο Α. Γρηγορίου του λογιστηρίου των εφεσιβλήτων. Από την άλλη πλευρά κατέθεσε ο εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων. Αντίθετα, τη μαρτυρία του εφεσείοντα, για σειρά λόγων που παρέθεσε, την έκρινε πλήρως αναξιόπιστη και την απέρριψε. Επομένως, εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των £44.325,18 και απέρριψε την Ανταπαίτηση.

Στους λόγους έφεσης, στο περίγραμμα της αγόρευσής του και κατά την ακρόαση, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικεντρώθηκε σε τρεις αγορές μετοχών. Εκείνες, στη βάση των οποίων στηρίχθηκε η αξίωση των εφεσιβλήτων. Ειδική αναφορά στις λεπτομέρειες σε σχέση με τις μετοχές που κατά τον ισχυρισμό του κακώς δεν αγοράστηκαν, με αποτέλεσμα να υποστεί τη ζημιά της Ανταπαίτησης, δεν έγινε. Στο σχετικό λόγο έφεσης (6ος λόγος) υποστηρίζεται ότι «μεταξύ άλλων» που δεν συγκεκριμενοποιούνται και επομένως δεν οδηγούν πουθενά, υποστηρίζει πως υπήρξε ολική ανατροπή της δικογραφημένης θέσης των εφεσιβλήτων και πως λανθασμένα είχε επιτραπεί η σχετική μαρτυρία, στην οποία, ας σημειωθεί, περιλαμβανόταν και το ότι, για τους χειρισμούς των εφεσιβλήτων ο εφεσείων ήταν ενήμερος και δεν υπέβαλε κατά τον ουσιώδη χρόνο οποιοδήποτε παράπονο. Η ανατροπή, κατά τον εφεσείοντα, προκύπτει από το γεγονός ότι στην παράγραφο 8 της Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση «η ενάγουσα απαντά αρνούμενη τον ισχυρισμό περί μη εκτέλεσης των συγκεκριμένων εντολών».  Ενώ κατά την ακρόαση προώθησε τη θέση πως «δεν εκτέλεσε τις εντολές για συγκεκριμένους λόγους». Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως η μη αναφορά σ' αυτό το θέμα κατά την ακρόαση της έφεσης, με την εισαγωγική εξήγηση του κ. Χριστοφή πως αμφισβητούμενες είναι οι αγορές που στήριξαν την αξίωση, σημαίνει εγκατάλειψη του πιο πάνω λόγου έφεσης. Ούτως ή άλλως, τα δεδομένα του είναι λανθασμένα. Στη σχετική παράγραφο 8, όπως ορθά επισημαίνει η ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους, δεν βρίσκουμε κείμενο όπως ο ισχυρισμός. Οι εφεσίβλητοι, όπως αναφέρεται, «επαναλαμβάνουν τις παραγράφους της Απάντησης των ανωτέρω, αρνούνται το περιεχόμενο των παραγράφων 12, 13, 14 και 15 της Ανταπαίτησης του, και καλούν αυτόν εις αυστηρή απόδειξη των όσων ισχυρίζεται και των όσων εξ ανταπαιτήσεως απαιτεί». Προσθέτουμε και τη μη προβολή ένστασης κατά την προσαγωγή μαρτυρίας και, συνακολούθως, τη μη ανάδειξη, πρωτοδίκως, τέτοιας φύσης δικογραφικού ζητήματος.

Στον 6ο λόγο έφεσης περιλήφθηκε και γενικός ισχυρισμός ως προς την ουσία των συναφών κρίσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη διευκρίνιση πως θα γινόταν αναλυτική αναφορά στη μαρτυρία στο περίγραμμα αγόρευσης που θα ακολουθούσε. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά ως προς αυτή την έκφανση στο περίγραμμα του εφεσείοντα.

Με τους λόγους έφεσης 1 και 2 ο εφεσείων πρόβαλε, ως βασική του θέση, τη δυνατότητα των εφεσιβλήτων να επικαλούνται προφορικές, έστω παράλληλα ή συμπληρωματικά προς γραπτές, οδηγίες για τη διεκπεραίωση αγοραπωλησιών μετοχών. Υποστηρίζει πως δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα επειδή η δικογραφημένη τους θέση ήταν πως οι αγορές, επακόλουθο των οποίων ήταν η αξίωση, έγιναν με γραπτές οδηγίες. Οπότε, δεν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί και η προσαγωγή μαρτυρίας για προφορικές οδηγίες. Αυτό, βεβαίως, θα σήμαινε αποκλεισμό περίπου ολόκληρης της κεντρικής μαρτυρίας που προσάχθηκε από τους εφεσίβλητους, ιδιαίτερα εκείνης του Μ. Σούπασιη που διεκπεραίωσε τις επίμαχες αγορές. Όμως, αυτή η μαρτυρία προσάχθηκε χωρίς οποιασδήποτε μορφής ένσταση από τον εφεσείοντα, αντεξετάστηκαν επ' αυτής οι μάρτυρες για τους εφεσίβλητους, ειδικά ο Μ. Σούπασιης, και έναντι αυτής αντιπαραβλήθηκε η μαρτυρία του εφεσείοντα πως μόνο γραπτές οδηγίες έδιδε και πως συνεπώς, ιδιαίτερα ο Μ. Σούπασιης, δεν έλεγε την αλήθεια. Ουδέποτε, λοιπόν, αναδείχθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία οποιασδήποτε μορφής δικογραφικό κώλυμα και, θα λέγαμε, ορθώς. Η Έκθεση Απαίτησης δεν αναφερόταν σε γραπτές οδηγίες αλλά, γενικά, σε εντολές του εφεσείοντα, μάλιστα ενόψει και του πληρεξουσίου εγγράφου (τεκμήριο 1) που ο εφεσείων υπέγραψε. Το ίδιο και η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση. Αναφέρονταν γενικά σε οδηγίες του εφεσείοντα ή σε συμφωνηθείσα ή εξυπακουόμενη διαδικασία τις οποίες οι εφεσίβλητοι φέρονταν να παρέβησαν, και γενικά πραγματοποιώντας πωλήσεις ή αγορές, χωρίς την έγκρισή του. Το όψιμο επιχείρημα του εφεσείοντα στηρίχθηκε στην παράγραφο 5 της απάντησης στην Υπεράσπιση και στην Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση των εφεσιβλήτων, την οποία, όμως, όπως σημειώσαμε, ουδέποτε πρόβαλε πρωτοδίκως κατά την προσαγωγή της μαρτυρίας. Αυτές όμως οι παράγραφοι συνιστούν γενική άρνηση της παραγράφου 5 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και η αναφορά σ' αυτές σε γραπτές εντολές με τηλεομοιότυπο, παρέπεμπε στο σύνολο της συνεργασίας τους που περιλάμβανε αγορές και πωλήσεις. Πάντως, χωρίς ειδική αναφορά στις τρεις επίμαχες αγορές, όπως αυτές συζητήθηκαν και ενώπιόν μας. Σ' αυτό το πλαίσιο, αφού αφέθηκε να προσαχθεί όλη η μαρτυρία των εφεσιβλήτων χωρίς οποιαδήποτε ένσταση, με προεξάρχον ως επίδικο, κατά βάση, το κατά πόσο πράγματι δόθηκαν προφορικές οδηγίες, δεν δικαιολογείται να εγείρει τώρα ο εφεσείων τέτοιο θέμα.

Ο εφεσείων, με το λόγο έφεσης 5, πρόβαλε  και εναλλακτική, όπως την κατανοούμε, θέση. Και να φαινόταν ότι πράγματι είχαν δοθεί προφορικές οδηγίες, αυτές θα έπρεπε να είχαν μαγνητοφωνηθεί όπως απαιτούσε σχετική εγκύκλιος. Χωρίς τέτοια μαγνητοφώνηση, όπως το θέτει, «παρά το ότι οι οδηγίες του Χ.Α.Κ. δεν έχουν τη δύναμη Νόμου ή Κανονισμού, εν τούτοις δεν μπορεί να μην λαμβάνονται υπόψη σε βάρος αυτού που προβαίνει στην παραβίαση που σε αυτή την περίπτωση ήταν η ενάγουσα». Ώστε, η παράβαση της εγκυκλίου, «αν δεν καθιστούσε άκυρες εντολές που έγιναν κατά παράβασή της, το ελάχιστο εμπόδιζαν την ενάγουσα από το να καρπωθεί το όφελος εντολών που έγιναν κατά παράβαση αυτής». Στη βάση ποιού νομικού υπόβαθρου δεν εξηγείται.  Επίσης δεν εξηγείται ποιο ήταν, στην περίπτωση, το όφελος που θα καρπούνταν οι εφεσίβλητοι αφού η αξίωση αφορούσε σε ποσά που φέρονταν να καταβλήθηκαν για την αγορά των μετοχών που κατέληξαν στον εφεσείοντα. Σημειώνουμε δε εδώ και την παράγραφο 7 της Υπεράσπισης και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση με την οποία ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, «καλεί τους ενάγοντες όπως προβούν σε όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μεταβιβαστούν από το πρόσωπό του όλες οι μετοχές που ενεγράφησαν επ' ονόματί του κατά παράβαση των εντολών ή και άνευ της εγκρίσεως του εναγομένου». Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό καταλήγοντας πως «προκύπτει από την αξιόπιστη μαρτυρία των εναγόντων ότι υπήρχε υποχρέωση ηχογράφησης των προφορικών εντολών μετά τις 27.10.00, που τέθηκε σε ισχύ ο σχετικός χρηματιστηριακός κανονισμός, τουτέστιν πολύ μεταγενέστερα του επίδικου χρόνου». Ενώπιόν μας μόνο οι εφεσίβλητοι ασχολήθηκαν με αυτή την αιτιολόγηση, παραπέμποντας στη φύση των εγκυκλίων, ως απλώς εσωτερικών διοικητικών μέτρων και στην Κ.Δ.Π. 268/2000 που ακριβώς δημοσιεύτηκε στις 27.10.00. Δεν έχουμε αντίλογο επ' αυτών από την πλευρά του εφεσείοντα και δεν τεκμηριώνεται ο σχετικός λόγος έφεσης.

Ό,τι απομένει αφορά στις εκτιμήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. (Λόγοι έφεσης 3 και 4). Κατ' αρχάς ο εφεσείων εμφανίζει τους εφεσίβλητους να στηρίζονται αποκλειστικά στο πληρεξούσιο που υπέγραψε ο εφεσείων (τεκμήριο 1) και καταλογίζει λανθασμένη ερμηνεία του. Δεν ήταν όμως ποτέ η θέση των εφεσιβλήτων πως πραγματοποίησαν αγοραπωλησίες και, πάντως, τις επίμαχες αγορές, απλώς στη βάση του πληρεξουσίου. Αντίθετα, ήταν η βάση της θέσης τους πως, ενόψει βεβαίως και του πληρεξουσίου, ενεργούσαν στη βάση εντολών του εφεσείοντα. Ούτε έχει τεκμηριωθεί λανθασμένη ερμηνεία του πληρεξουσίου. Ό,τι σχολιάζει συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι το επιχείρημα του εφεσείοντα πως προέκυπτε από αυτό ότι μόνο με γραπτές εντολές θα ενεργούσαν οι εφεσίβλητοι, με ορθή κατάληξη όπως διαπιστώνουμε από την ανάγνωση του πληρεξουσίου. Εμφανίζει, περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε αδικαιολόγητα διαπιστώσει αντίφαση στις θέσεις του εφεσείοντα σε σχέση με το ζήτημα της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του. Ήταν λάθος, υποστηρίζει, η αντίληψη «ότι είχε διαθέσει τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του στους ενάγοντες και από την άλλη παρουσίαζε με τον πλέον επίμονο τρόπο τις οδηγίες που έδιδε στους ενάγοντες για συγκεκριμένες αγοραπωλησίες». Στην πραγματικότητα δεν ήταν η μαρτυρία ότι ανέθεσε στους εφεσίβλητους τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του και, όσο και αν λανθασμένα χρησιμοποίησε τη λέξη «διαχείριση», ήταν ο ίδιος που επέλεγε τις μετοχές για τις οποίες ενδιαφερόταν. Όμως, το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, δεν αναφέρεται σε τέτοιας μορφής αντίφαση και σημειώνουμε πως, ακριβώς, βρίσκεται στον πυρήνα του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου το ότι οι επίμαχες αγορές έγιναν με εντολές του εφεσιβλήτου. Απλώς σχολίαζε την περαιτέρω θέση του εφεσείοντα πως «δεν λαμβάνεται υπόψη η οποιαδήποτε άποψη ή γνώμη των ίδιων των εναγόντων που λογικώς θα αναμενόταν να αποτελεί σημείο αναφοράς ή κριτήριο επιλογής για τον ίδιο, σύμφωνα πάντοτε με τη δική του εκδοχή».

Κατά την εκδοχή του εφεσείοντα οι εφεσίβλητοι, διά του Μ. Σούπασιη, χωρίς εντολή από τον ίδιο, προέβησαν στις τρεις αγορές που απέληξαν στην κτήση από τον εφεσείοντα των αντίστοιχων μετοχών. Θεωρεί πως δεν θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να κινηθεί με την αντίληψη πως δεν ήταν φυσιολογικό να αναλάβουν τέτοιες πρωτοβουλίες οι εφεσίβλητοι και πως κακώς επικράτησε η λογική ότι ήταν αλάθητοι. Θα έπρεπε να προβληματίσει το ότι, αντίθετα προς τις άλλες αγοραπωλησίες, εν προκειμένω οι εφεσίβλητοι επικαλούνταν προφορικές εντολές, τη μια μάλιστα από τις οποίες, αντίθετα προς την αρχική θέση του Μ. Σούπασιη ότι με κάποιο τρόπο τις κατέγραφε, δεν την κατέγραψε πουθενά.  Θα μπορούσε να είχε κάμει λάθος ο Μ. Σούπασιης και δεν θα ήταν δυνατό να θυμάται τα πάντα όταν, μάλιστα, αναφέρθηκε και στο χάος που επικρατούσε κατά την εποχή εκείνη στις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Σ' αυτό το πλαίσιο, για να ενισχύσει τη θέση του, επικαλέστηκε και το γεγονός ότι ο Μ. Σούπασιης δεν μπορούσε να εξηγήσει τη μη εκτέλεση εντολής γι' αγορά μετοχών της Τράπεζας Κύπρου. Πολύ περισσότερο, όταν ακριβώς ο Μ. Σούπασιης αναγνώρισε πως ο εφεσείων ήταν τυπικός.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση σε όλη της την έκταση. Επικαλέστηκαν τις πάγιες αρχές και εισηγήθηκαν πως δεν τεκμηριώθηκε οποιοσδήποτε λόγος που θα δικαιολογούσε επέμβαση στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία.

Μελετήσαμε όλα τα δεδομένα και ανατρέξαμε στα πρακτικά.  Καταλήγουμε πως είναι ορθή η εισήγηση των εφεσιβλήτων. Το ζήτημα των μετοχών της Τράπεζας Κύπρου δεν είναι δυνατό να προωθήσει την υπόθεση του εφεσείοντα. Δεν ήταν επίδικο το θέμα και η δήλωση του Μ. Σούπασιη πως την εξήγηση για τη μη πραγματοποίηση της εντολής «δεν μπορούμε να τη βρούμε τώρα», δεν δικαιολογείται να οδηγήσει σε συμπέρασμα για αναξιοπιστία και μάλιστα γενική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με εκτεταμένη αιτιολογία, παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι ο εφεσείων ήταν εντελώς αναξιόπιστος. Πέρα από την παρατήρησή του για τη γενικότητα, την αοριστία, τις υπεκφυγές που χαρακτήριζαν τη μαρτυρία του, ενώ κατά τα άλλα ήταν προφανές ότι προετοιμάστηκε καλά, επισήμανε και όσα ιδιαίτερα αφορούσαν στις τρεις αμφισβητούμενες αγορές. Και σημειώνουμε εδώ τον επιμελημένο τρόπο με τον οποίο, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ετοίμασε είδος πίνακα προς διευκόλυνση του Δικαστηρίου.

Η πρώτη αγορά αφορούσε σε πέντε χιλιάδες μετοχές της «Regalia» για την οποία, όπως κατέθεσε ο Μ. Σούπασιης, πήρε τηλεφωνική εντολή από τον εφεσείοντα την οποία κατέγραψε στο έντυπο εντολής για την αγορά άλλων μετοχών (τεκμήριο 15), ημερομηνίας 3.12.99. Επομένως, δεν ήταν στην εκ των υστέρων γνώση του Μ. Σούπασιη που στηριζόταν η μαρτυρία ώστε να δικαιολογείται η επίκληση του χάους στο χρηματιστήριο ή του μεγάλου αριθμού των περιπτώσεων που χειριζόταν ο μάρτυρας. Άλλο αν έλεγε ψέματα ενσυνειδήτως, και σημειώνουμε εδώ την ακόλουθη ορθή επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο εφεσείων, στην πραγματικότητα, αποδέχτηκε αυτή την αγορά αφού, λίγες μέρες αργότερα, έδωσε γραπτή εντολή για την πώληση των μετοχών «Regalia» (τεκμήριο 6 και 76), ενέργεια ασυμβίβαστη προς τη θέση του ότι η αγορά έγινε χωρίς την εξουσιοδότησή του. Το φυσιολογικό θα ήταν να διαμαρτυρόταν και να αποποιείτο την αγορά. Το επιχείρημα, συναφώς, πως υπήρχε χώρος και για άλλο συμπέρασμα και η επίκληση της μαρτυρίας του εφεσείοντα πως διαμαρτυρήθηκε προφορικά, δεν αποδυναμώνουν το γεγονός ότι, με δοσμένη την αγορά, ο εφεσείων έδωσε γραπτή εντολή για πώληση. Σημειώνουμε και τα ακόλουθα: Στις 9.12.99, με το τεκμήριο 84, ο εφεσείων έδωσε κατ' αρχάς εντολή πώλησης των μετοχών της Regalia με την εξής χειρόγραφη παράκληση προς το Μ. Σούπασιη: «Μάριε σε παρακαλώ παρακολούθησε την εξέλιξη της Regalia, εάν η τάση είναι ανοδική μπορείς να τη δώσεις όταν περάσει το επίπεδο των £4,10 - £4,25», δηλαδή σε τιμή μεγαλύτερη των £3,60 της αγοράς τους και, στη συνέχεια, με το τεκμήριο 76 και 6, στις 13.12.99, όταν έδωσε νέα εντολή πώλησης, αυτή τη φορά σε χαμηλότερη τιμή, σημείωσε στο έντυπο τα ακόλουθα: «Σήμερα πρέπει να φύγουν οι Regalia στην ψηλότερη δυνατόν τιμή, ελαχιστοποιώντας τη ζημιά μας». Χειρισμοί που κάθε άλλο συνάδουν προς την εκδοχή του εφεσείοντα.

Η δεύτερη αμφισβητούμενη αγορά αφορούσε σε τέσσερις χιλιάδες μετοχές της εταιρείας Droushia Heights και γι' αυτή υπήρχε η γραπτή εντολή ημερομηνίας 3.12.99, του τεκμηρίου 15, με αγορά, την ίδια μέρα, προς £7 - £8. Όπως εξήγησε ο Μ. Σούπασιης, δεν κατέστη δυνατή η πραγματοποίηση της αγοράς στις 3.12.99 και, τηλεφωνικώς, ο εφεσείων παρέτεινε το χρόνο εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση της αγοράς στις 16.12.99. Ο εφεσείων υποστήριξε πως δεν έδωσε τέτοια προφορική εντολή και επικαλέστηκε το γεγονός ότι στο ίδιο έντυπο υπήρχε και εντολή πώλησης των ίδιων μετοχών προς £8,30 - £8,40, οπότε ήταν προφανές ότι ήθελε τα δυο να γίνουν την ίδια μέρα για να πραγματοποιηθεί το κέρδος της διαφοράς. Επισημαίνει όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η εντολή για πώληση δεν αφορούσε στις μετοχές που θα αγοράζονταν εκείνη την ημέρα. Αφορούσαν στις 3.500 μετοχές που αγοράστηκαν στις 29.11.99 (τεκμήριο 16) οι οποίες, μάλιστα, αγοράστηκαν όχι προς £7,50 όπως αναγραφόταν στο τεκμήριο 16, αλλά προς £7,85 χωρίς να είχε υπάρξει διαμαρτυρία του εφεσείοντα ο οποίος και καρπώθηκε το εν τέλει κέρδος των £2.240.

Η τρίτη αμφισβητούμενη αγορά αφορούσε σε τρεις χιλιάδες μετοχές και πάλιν της Droushia Heights. Δόθηκε γραπτή εντολή στις 8.12.99 (τεκμήριο 65) χωρίς ημερομηνία εκτέλεσης που, κατά τον εφεσείοντα, θα έπρεπε να γίνει την επομένη. Η παράβαση, κατά τον ισχυρισμό του, ήταν πως η αγορά έγινε την μεθεπομένη, χωρίς εντολή του. Αντίθετα, με νέο έντυπο, το τεκμήριο 84, έδωσε νέα εντολή που ουσιαστικά ήταν αναιρετική της πρώτης, εξ ου και μια γραμμή διαγραφής που φαίνεται στο τεκμήριο 65 και που μόνο ο Μ. Σούπασιης μπορούσε να κάμει. Παρατηρούμε όμως πως το τεκμήριο 84, όπως ήδη σημειώσαμε, δεν αφορά σ' αυτές τις μετοχές αλλά σε μετοχές της Regalia. Μαζί με τα άλλα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, ορθά, πως για τις αγορές ετοιμάζονταν γραπτά αποδεικτικά εγγραφής των αγορών που δίδονταν στον εφεσείοντα χωρίς εκείνος, τότε, να διαμαρτυρηθεί ή να διατυπώσει οποιοδήποτε παράπονο. Ο εφεσείων υποστήριξε πως διαμαρτυρήθηκε και επικαλέστηκε το τεκμήριο 57. Όμως το τεκμήριο 57 δεν αφορούσε στις αμφισβητούμενες αγορές. Αφορούσε σε κάποια παράπονά του για μετοχές Ορφανίδη, πράγματι εγγράφως διαμαρτυρήθηκε ως προς αυτές και αφού το παράπονό του κρίθηκε δικαιολογημένο πιστώθηκε με το ποσό των £975. Το ερώτημα είναι πώς για τα πολύ μεγαλύτερα ποσά των αμφισβητηθεισών αγορών περιορίστηκε, όπως ισχυρίστηκε, σε προφορική διαμαρτυρία, επειδή ικανοποιήθηκε από προφορική επίσης διαβεβαίωση του Μ. Σούπασιη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο λογαριασμός του (Τrading A/c) ήταν πιστωτικός για να διαπιστώσει, στο τέλος, ότι και ως προς αυτό παραπλανήθηκε. Αυτό το επιχείρημα προωθήθηκε και πρωτοδίκως και σημειώνουμε την ορθή παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηριγμένη στη μαρτυρία που προσάχθηκε, πως αυτός ο λογαριασμός δεν μπορούσε να μετατραπεί σε χρεωστικό.

Καταλήγουμε, σε συμφωνία προς την εισήγηση των εφεσιβλήτων, πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε από τους λόγους έφεσης. Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο