ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 1956
20 Δεκεμβρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΛΟΥΚΗΣ ΑΤΤΕΣΛΗΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΜΑΡΙΟΥ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2008)
Πτώχευση ― Έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντος, εξ αποφάσεως χρεώστη ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να λάβει υπόψη και να στηριχθεί επί συγκεκριμένων στοιχείων μαρτυρίας που αποτελούσαν μέρος αποσυρθείσας ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντος, η οποία υπείχε θέση αίτησης για παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης.
Ο εφεσείων, στον οποίο οι εφεσίβλητοι είχαν επιδώσει ειδοποίηση πτώχευσης καλώντας τον να τους καταβάλει το ποσό των Λ.Κ.160.000 πλέον τόκους και έξοδα, ποσό το οποίο τους όφειλε δυνάμει δύο δικαστικών αποφάσεων, καταχώρησε ένορκο δήλωση, υπέχουσα θέση αίτησης, για παραμερισμό της ειδοποίησης, την οποία ωστόσο απέσυρε με επιφύλαξη. Μετά πάροδο τριών ημερών, προθεσμία που τίθεται για την πληρωμή του χρέους, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντος. Ο τελευταίος καταχώρησε ένσταση, υποστηριζόμενη από ένορκο δήλωση υποστηρίζοντας ότι υπήρχε προς όφελός του οφειλή από τους εφεσίβλητους υπερκαλύπτουσα το προς αυτούς χρέος του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι υπάρχει γνήσια από μέρους του αξίωση κατά των εφεσιβλήτων και ταυτόχρονα διαπίστωσε ότι τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντος το οποίο και εξέδωσε, καθιστώντας την Επίσημη Παραλήπτρια ως παραλήπτη της περιουσίας.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητα της διαπίστωσης ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. Σύμφωνα με την εισήγησή του, το Δικαστήριο λανθασμένα και καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της αίτησής του η οποία είχε αποσυρθεί και η οποία θεωρήθηκε ότι υπείχε θέση αίτησης για παραμερισμό της πτωχευτικής ειδοποίησης.
Το θέμα το οποίο προκύπτει είναι κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε υπό τις περιστάσεις να λάβει υπόψη και να στηριχθεί πάνω στα συγκεκριμένα στοιχεία μαρτυρίας τα οποία αποτελούσαν μέρος της ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντος που είχε όμως αποσυρθεί με επιφύλαξη δικαιωμάτων και χωρίς να είχε μεσολαβήσει οποιαδήποτε δικαστική πράξη ή ενέργεια ή να είχαν στηριχθεί επ' αυτής οι εφεσίβλητοι για να προωθήσουν την υπόθεσή τους. Αν η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική αναμφίβολα θα πρέπει να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η συγκεκριμένη προσέγγιση επηρέασε την κρίση του δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, συνέτεινε ουσιωδώς στον κλονισμό της αξιοπιστίας του εφεσείοντος και συνακόλουθα στη μη αποδοχή της θέσης του περί ύπαρξης γνήσιας αξίωσης κατά των εφεσιβλήτων, ζήτημα καίριο και σημαντικό στη πτωχευτική διαδικασία.
Η έφεση επιτράπηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Barnes v. Whitehead [2004] BPIR 693,
Adams v. Mason Bullock (A firm) [2005] BPIR 241.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mαλαχτός, A.E.Δ.), (Aίτηση Πτωχεύσεως Aρ. 732/2007), ημερ. 12/2/2008.
Φρ. Χατζηχάννας, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Τιμοθέου για Χρ. Πουργουρίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι επέδωσαν στον εφεσείοντα ειδοποίηση πτώχευσης καλώντας τον να τους καταβάλει Λ.Κ.160.000 πλέον τόκους και έξοδα, ποσό οφειλόμενο σ' αυτούς από τον εφεσείοντα δυνάμει δύο δικαστικών αποφάσεων. Ο εφεσείων καταχώρησε ένορκο δήλωση, υπέχουσα θέση αίτησης, για παραμερισμό της ειδοποίησης την οποία ωστόσο απέσυρε με επιφύλαξη. Η προβλεπόμενη προθεσμία των επτά ημερών για την πληρωμή του χρέους παρήλθε άπρακτη οπότε οι εφεσίβλητοι εμπροθέσμως καταχώρησαν αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα. Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση, υποστηριζόμενη από ένορκο δήλωσή του. Ισχυρίστηκε ότι έχει να παίρνει διάφορα ποσά από τους εφεσίβλητους το ύψος των οποίων υπερβαίνει το ποσό των Λ.Κ.160.000.
Το δικαστήριο εξέτασε ως πρώτο θέμα, το κατά πόσο το πιο πάνω εγειρόμενο ζήτημα μπορούσε να εξετασθεί στα πλαίσια της αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής. Κρίθηκε πως δεν έπρεπε να αποστερηθεί ο εφεσείων της ευκαιρίας να εγείρει σ' εκείνο το στάδιο της διαδικασίας το ζήτημα της ύπαρξης προς όφελος του οφειλής υπερκαλύπτουσας το χρέος του προς τους εφεσίβλητους εφόσον είχε εγείρει το ίδιο θέμα προηγουμένως στα πλαίσια της αίτησης του για παραμερισμό της ειδοποίησης χωρίς αυτό να είχε συζητηθεί ούτε και υπήρξε επ' αυτού δικαστική κρίση η οποία να δημιουργεί κώλυμα δεδικασμένου. Σχετικά με το θέμα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής άντλησε καθοδήγηση από την Barnes v. Whitehead [2004] BPIR 693 και την Adams v. Mason Bullock (A firm) [2005] BPIR 241 καθώς και από τον Halsbury's Laws of England, 4η έκδ., τόμος 3(2), παρ. 158 όπου γίνεται σχετική παραπομπή στο Practice Direction - Insolvency Proceedings, para. 12(4)(a). Αναφορά έγινε και στο δικό μας Καν. 40(2) των Πτωχευτικών Κανονισμών σύμφωνα με τον οποίο ο χρεώστης πρέπει να καταδείξει προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η ανταπαίτηση, ο συμψηφισμός ή η ανταξίωση που εγείρει δεν μπορούσε να εγερθεί στις αγωγές με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις υπέρ των πιστωτών.
Μετά την πιο πάνω κατάληξη, ο εφεσείων προσπάθησε να αποδείξει ότι τα ποσά που ισχυρίστηκε ότι έχει να παίρνει από τους εφεσίβλητους υπερβαίνουν το ποσό που αυτός τους οφείλει δυνάμει των προαναφερόμενων δύο δικαστικών αποφάσεων. Αντίθετη βέβαια ήταν η θέση των εφεσιβλήτων. Ο πρωτόδικος δικαστής αφού εξέτασε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι υπάρχει γνήσια από μέρους του αξίωση κατά των εφεσιβλήτων και ταυτόχρονα διαπίστωσε ότι τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα το οποίο και εξέδωσε, καθιστώντας την Επίσημη Παραλήπτρια ως παραλήπτη της περιουσίας.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ζητά τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσης ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. Ο εφεσείων εισηγείται ότι το δικαστήριο λανθασμένα και καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, έλαβε υπόψη περιεχόμενο αίτησης η οποία είχε αποσυρθεί. Είναι γεγονός ότι στην εκκαλούμενη απόφαση αξιολογούνται ισχυρισμοί και γεγονότα τα οποία υπό μορφή μαρτυρίας περιέχονται στην ένορκο δήλωση του εφεσείοντα ημερ. 11.5.2007 η οποία, καθώς έχει ειπωθεί, θεωρήθηκε ότι υπείχε θέση αίτησης για παραμερισμό της πτωχευτικής ειδοποίησης και η οποία, αποσύρθηκε τελικά από τον εφεσείοντα με επιφύλαξη δικαιωμάτων προτού καταχωρηθεί από τους εφεσίβλητους η αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του. Το θέμα που προκύπτει είναι κατά πόσο το δικαστήριο μπορούσε υπό τις περιστάσεις να λάβει υπόψη και να στηριχθεί πάνω στα συγκεκριμένα στοιχεία μαρτυρίας τα οποία αποτελούσαν μέρος της ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντα που είχε όμως αποσυρθεί με επιφύλαξη δικαιωμάτων και χωρίς να είχε μεσολαβήσει οποιαδήποτε δικαστική πράξη ή ενέργεια ή να είχαν στηριχθεί επ' αυτής οι εφεσίβλητοι για να προωθήσουν την υπόθεσή τους. Αν η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική αναμφίβολα θα πρέπει να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η συγκεκριμένη προσέγγιση επηρέασε την κρίση του δικαστηρίου.
Πρόκειται για αστική υπόθεση και ο εφεσείων είχε κατ' αρχήν δικαίωμα απόσυρσης της ενόρκου δηλώσεως που υπέβαλε χωρίς το περιεχόμενό της να αποτελούσε, μετά την απόσυρση, στοιχείο μαρτυρίας εναντίον του εκτός αν έδωσε τη συγκατάθεσή του περί του αντιθέτου. Στην προκείμενη περίπτωση η ένορκος δήλωση αποσύρθηκε προτού μεσολαβήσει οποιαδήποτε δικαστική πράξη ή ενέργεια είτε με αναφορά στο σύνολο ή σε μέρος του περιεχομένου της ούτε προκύπτει ότι η υπόθεση των εφεσιβλήτων απέκτησε νομικά ερείσματα απορρέοντα από εκείνη τη δήλωση πριν από την απόσυρση. Έχουμε την άποψη ότι στο στάδιο και υπό τις περιστάσεις που έγινε η απόσυρση της ένορκης δήλωσης με επιφύλαξη δικαιωμάτων, ισοδυναμούσε με εξ υπαρχής ανάκληση του περιεχομένου της χωρίς οποιεσδήποτε άλλες νομικές συνέπειες.
Αυτό που τώρα πρέπει να εξετασθεί είναι αν και σε ποιο βαθμό επηρεάστηκε η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου με το να λάβει υπόψη στοιχεία από την ένορκο δήλωση που αποσύρθηκε προκειμένου να αποφασίσει για τα επίδικα θέματα. Θεωρούμε ότι για το σκοπό αυτό θα αποβεί χρήσιμη η παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος της εκκαλούμενης απόφασης ώστε, μέσα από αυτό, να διαφανεί κατά πόσο η αναφορά σε στοιχεία της ένορκης δήλωσης και η συνεκτίμησή τους με τα υπόλοιπα, επηρέασε ουσιωδώς την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου και κατ' επέκταση το τελικό συμπέρασμα.
«Στην ένορκη του δήλωση της 11.5.2007 ο χρεώστης παρουσίαζε την υπόθεση στην βάση του ότι η ευθύνη του προς τους αιτητές δεν ήταν προσωπική αλλά ότι εκπήγαζε από υποχρεώσεις της L. Atteshlis Bonded Stores Ltd. Αναφερόταν στις ισχυριζόμενες οφειλές των αιτητών προς την ρηθείσα εταιρεία και ουδεμία μνεία γινόταν στην ύπαρξη εκχωρητηρίου εγγράφου από την L. Atteshlis Bonded Stores Ltd προς τον χρεώστη.
Η εμφάνιση τέτοιου εκχωρητηρίου στην παρούσα διαδικασία δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την γνησιότητα της θέσης. Μάλιστα το έγγραφο που αφορά την Atteshlis Bonded Stores Ltd, που φαίνεται πως θα ήταν αυτό που θα τον εξυπηρετούσε όπως παρουσίασε την υπόθεσή του, δεν έχει κάποιο στοιχείο που να καταρρίπτει τον συλλογισμό πως είναι ίσως πρόσφατο κατασκεύασμα που καταρτίστηκε μετά την διαδικασία στην ειδοποίηση πτώχευσης για να εξυπηρετήσει τον καθ' ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία.»
Έχουμε την άποψη ότι ο τρόπος με τον οποίο ο ευπαίδευτος δικαστής προσέγγισε το θέμα, συνέτεινε ουσιωδώς στον κλονισμό της αξιοπιστίας του εφεσείοντα και συνακόλουθα στη μη αποδοχή της θέσης του περί ύπαρξης γνήσιας αξίωσης κατά των εφεσιβλήτων, ζήτημα καίριο και σημαντικό σε διαδικασία αυτής της φύσης.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, αποφαινόμαστε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης προβλήθηκε επιτυχώς. Ενόψει αυτής της κατάληξης, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσίβλητων.
Η έφεση επιτρέπεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων.