ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 1730

9 Noεμβρίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΙΡΗ ΚΟΝΤΟΥ,

Εφεσείoυσα-Ενάγουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚEΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜEΣ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 301/2007)

 

Συμβάσεις ― Σύναψη έγκυρης σύμβασης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ― Απαραίτητη η ύπαρξη «προσφοράς» (offer) από το ένα μέρος, η οποία γίνεται αποδεκτή από το άλλο ― Κατά πόσο η Εγκύκλιος των εργοδοτών η οποία στόχευε στον πρόωρο τερματισμό των υπηρεσιών των εργοδοτουμένων με την καταβολή αποζημίωσης για απώλειες της θέσης εργασίας τους, αποτελούσε «προσφορά» η οποία εάν γινόταν αποδεκτή θα απέληγε σε δεσμευτική σύμβαση ― Κατά πόσο η ενάγουσα η οποία είχε συμφωνήσει να αποχωρήσει από την υπηρεσία, αλλά δεν απεχώρησε, δικαιούτο να λάβει το καθορισμένο ποσό της αποζημίωσης από την εργοδοτική πλευρά.

Η εφεσείουσα, μέλος του προσωπικού των εφεσιβλήτων, δεν αποχώρησε από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων το 1990 στη βάση σχεδίου πρόωρης αφυπηρέτησης προσωπικού, όπως αυτό διαμορφώθηκε με την Εγκύκλιο, ημερ. 1.3.1990, αλλά παρέμεινε στην υπηρεσία και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της και να αμείβεται, μέχρι 5 Ιουνίου, 2006, οπότε απεχώρησε υποβάλλοντας παραίτηση και λαμβάνοντας το αναλογούν Ταμείο Προνοίας ύψους £93.348,00 και επιπλέον £15.786,00 που αντιστοιχούσε στο 3% που απέκοπταν οι εφεσίβλητοι επειδή η εφεσείουσα ήταν πάνω από 55 ετών κατά την αποχώρησή της.

Το θέμα το οποίο εγείρετο προς εξέταση πρωτοδίκως αφορούσε στο κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούτο να λάβει την αποζημίωση που θα της καταβαλλόταν το 1990, εάν αποχωρούσε από την υπηρεσία της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση και απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας με την οποία αξίωνε πληρωμή ποσού £36.290,00 ως τη συμφωνηθείσα και μη καταβληθείσα αποζημίωση δυνάμει των προνοιών «έγκυρου συμβολαίου».

Η εφεσείουσα, με την παρούσα έφεσή της, αμφισβητεί την ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αρνήσεως, εκ μέρους της, εκτέλεσης της μεταξύ των μερών σύμβασης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  H Εγκύκλιος των εφεσιβλήτων 1ης Μαρτίου 1990, που στόχευε στον πρόωρο τερματισμό των υπηρεσιών των υπαλλήλων με την καταβολή αποζημίωσης για απώλειες της θέσης εργασίας τους, αποτελούσε «προσφορά» και η αποδοχή της από την εφεσείουσα, απέληγε σε δεσμευτική σύμβαση.

2.  Η δέσμευση αυτή, ενείχε την υποχρέωση του εργοδοτούμενου να φύγει από την υπηρεσία και του εργοδότη να καταβάλει το καθορισμένο ποσό της αποζημίωσης.

3.  Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα «απέτυχε να αποδείξει την αξίωση της ........».

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γεωργίου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1994,

Χριστοδούλου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295,

Γεωργίου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1159.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xριστοδουλίδου-Mέσσιου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 5006/01), ημερομ. 23.11.2007.

Π. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η επιθυμία των εφεσιβλήτων να μειώσουν τον αριθμό του προσωπικού που εργοδοτούσαν, τους οδήγησε το 1989 να εξαγγείλουν σχέδιο πρόωρης αφυπηρέτησης προσωπικού.  Για υλοποίηση του πιο πάνω σκοπού κυκλοφόρησαν σχετικές εγκυκλίους.

Η εφεσείουσα, ως υπάλληλος των εφεσιβλήτων από την 1η Απριλίου, 1967, υπέβαλε αίτηση για αποχώρηση με βάση το σχέδιο αφυπηρέτησης, όπως αυτό διαμορφώθηκε με την εγκύκλιο ημερ. 1η Μαρτίου, 1990. Το ποσό που θα έπρεπε να λάβει ήταν £36.290,00.

Η εφεσείουσα, παρόλη την υποβολή της πιο πάνω αίτησης, παρέμεινε στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων, συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της και να αμείβεται, μέχρι τις 5 Ιουνίου, 2006, οπότε απεχώρησε, υποβάλλοντας παραίτηση που έγινε αποδεκτή, λαμβάνοντας το αναλογούν Ταμείο Προνοίας ύψους £93.348,00 και επιπλέον £15.786,00 που αντιστοιχούσε στο 3% που απέκοπταν οι εφεσίβλητοι επειδή η εφεσείουσα ήταν πάνω από 55 ετών κατά την αποχώρησή της.

Στο μεσοδιάστημα και συγκεκριμένα στις 21 Μαΐου, 2001, η εφεσείουσα καταχώρησε, εναντίον των εφεσιβλήτων, αγωγή, διεκδικώντας πληρωμή του ποσού των £36.290,00 ως τη συμφωνηθείσα και μη καταβληθείσα αποζημίωση, δυνάμει των προνοιών του, όπως πρόβαλε στην Έκθεση Απαιτήσεως της, «έγκυρου συμβολαίου».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή της εφεσείουσας ανέφερε:

«Με βάση τις δύο πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες βεβαίως είναι δεσμευτικές για το παρόν Δικαστήριο προκύπτει ξεκάθαρα ότι η εγκύκλιος της Εναγομένης ημερ. 1.3.1990, Τεκμήριο 5, αποτελεί προσφορά. Η Ενάγουσα αποδέχτηκε την προσφορά αυτή τον Μάρτιο του 1990 και επομένως μεταξύ των μερών συνομολογήθηκε σύμβαση. Σύμφωνα με την απόφαση Στέλιος Χριστοδούλου (ανωτέρω) η Ενάγουσα είχε υποχρέωση να φύγει από την υπηρεσία και οι εργοδότες της να της καταβάλουν το καθορισμένο ποσό της αποζημίωσης.

Η Ενάγουσα κατά παράβαση των όρων της μεταξύ των μερών σύμβασης δεν τήρησε πρώτη τη δική της συμβατική υποχρέωση προς την εταιρεία, δηλαδή να φύγει από την υπηρεσία της αφού παρέμεινε στην υπηρεσία των Εναγομένων μέχρι το Μάιο του 2006 και η παραίτηση της έγινε αποδεχτή από τις 5.6.2006, Τεκμήρια Β και Γ.»

Αυτό τούτο το εύρημα περί αρνήσεως εκτέλεσης της σύμβασης από την εφεσείουσα, αποτελεί το μοναδικό λόγο έφεσης που υποβλήθηκε.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα αρνήθηκε να εκτελέσει τη σύμβαση είναι λανθασμένο, αφού, όπως πρόβαλε, οι εφεσίβλητοι δεν της επέτρεψαν να αποχωρήσει.

Στην αντιπέρα πλευρά ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης που είναι παραδεχτά, η εφεσείουσα ενώ δεν αποχώρησε από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων διεκδικεί την καταβολή της αποζημίωσης που θα της καταβαλλόταν το 1990, εάν αποχωρούσε από την υπηρεσία της. Αυτό δεν έγινε παρά μόνο το 2006. Αφού κατέληξε, δεν υλοποίησε ουσιώδη όρο της σύμβασης ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις των μερών αλληλοεξαρτώμενες και αλληλένδετες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως σημειώσαμε, βασιζόμενο σε υπάρχουσα νομολογία επί του θέματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να φύγει από την υπηρεσία και οι εργοδότες της τότε, θα έπρεπε, να της καταβάλουν το καθορισμένο ποσό της αποζημίωσης.

Μια μικρή αναφορά στη νομολογία που προέκυψε, ως αποτέλεσμα των εγκυκλίων των εφεσιβλήτων που στόχευαν  στη μείωση του προσωπικού είναι απαραίτητη αφού εκεί εστίασε την προσοχή του το Δικαστήριο και σ' αυτές επικεντρώθηκε η επιχειρηματολογία αμφοτέρων των συνηγόρων.

Στην υπόθεση Γεωργίου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1994, αποφασίστηκε ότι η Εγκύκλιος των εφεσιβλήτων 1ης Μαρτίου, 1990, που στόχευε στον πρόωρο τερματισμό των υπηρεσιών των υπαλλήλων με την καταβολή αποζημίωσης για απώλειες της θέσης εργασίας τους, αποτελούσε «προσφορά» και η αποδοχή της από την εφεσείουσα, απέληγε σε δεσμευτική σύμβαση.

Η δέσμευση αυτή, ενείχε, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295 την υποχρέωση του εργοδοτούμενου να φύγει από την υπηρεσία και του εργοδότη να καταβάλει το καθορισμένο ποσό της αποζημίωσης. (βλ. επίσης Γεωργίου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1159).

Στρεφόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης δεν έχουμε πεισθεί, όπως προτάθηκε από πλευράς εφεσείουσας, ότι υπάρχει οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί παρέκκλιση από την αναφερθείσα νομολογία. Η εφεσείουσα είχε συμφωνήσει να αποχωρήσει και να λάβει το συμφωνηθέν αντάλλαγμα. Το γεγονός ότι δεν απεχώρησε από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων, παρά μόνο το 2006, είναι ένα αναντίλεκτο γεγονός.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε περαιτέρω το θέμα ως εξής: 

«Συμφωνώ επίσης πλήρως με τη νομική ανάλυση που έγινε στην υπόθεση Κοφτερίδης από τον πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και δη στη διαπίστωση ότι η υποχρέωση του Ενάγοντα, εδώ της Ενάγουσας, να αποχωρήσει από την υπηρεσία της Εναγομένης ήταν αλληλένδετη και αλληλοεξαρτώμενη με την υποχρέωση της Εναγομένης να πληρώσει την αποζημίωση «για τον τερματισμό των υπηρεσιών και την απώλεια της θέσης του». Οι συμβατικές υποχρεώσεις των μερών ήταν αδιαχώρητες (sic) (indivisible) ή άλλως μια ολότητα (entire)."

Θεωρούμε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα «απέτυχε να αποδείξει την αξίωση της ......» ως ορθό.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο