ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 1 ΑΑΔ 617

4 Μαΐου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΚΑΙΤΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ' ης η Αίτηση 1,

v.

1. ΕΛΕΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η Αίτηση 2.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 89/2007)

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Απόφαση Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο οποίος έκρινε πως από λάθος, με την έννοια του Άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε, δεν εγγράφηκε στα Κτηματολογικά βιβλία αλλά και στο πιστοποιητικό εγγραφής ακινήτου, δικαίωμα διάβασης υπέρ άλλου ακινήτου ― Κατά πόσο η απόφαση του Διευθυντή με την οποία προέβη σε διόρθωση του λάθους και εγγραφή του δικαιώματος διάβασης και στο πιστοποιητικό εγγραφής του φερόμενου ως δουλεύοντος ακινήτου και συναφώς ως εμπράγματο δικαίωμα που το βάρυνε, ήταν ορθή ― Ποίος έφερε το βάρος αποδείξεως ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν ορθή.

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διάβασης ― Κατά πόσο τέτοιο δικαίωμα ήταν απαραίτητο να εγγραφεί ως εμπράγματο δικαίωμα επί δουλεύοντος ακινήτου και υπέρ άλλου δεσπόζοντος ακινήτου κατά τον εκσυγχρονισμό πιστοποιητικού εγγραφής τον οποίο ζήτησε η ιδιοκτήτρια του φερόμενου ως δεσπόζοντος ακινήτου.

Ο Διευθυντής Κτηματολογίου διέταξε την εγγραφή στα βιβλία και στο πιστοποιητικό εγγραφής του ακινήτου της εφεσίβλητης (το φερόμενο ως δουλεύον) δικαίωμα διάβασης υπέρ του ακινήτου της εφεσείουσας, (το φερόμενο ως δεσπόζον). Κατά την κρίση του Διευθυντή, προέκυπτε από το Δηλωτικό, το οποίο είχε εξασφαλίσει το 1947 η ιδιοκτήτρια του φερόμενου ως δεσπόζοντος από τον τότε ιδιοκτήτη του φερόμενου ως δουλεύοντος, πως ήταν από λάθος που το δικαίωμα διάβασης ενεγράφη μόνο στο πιστοποιητικό εγγραφής του φερόμενου ως δεσπόζοντος. Θα έπρεπε να είχε εγγραφεί και στο πιστοποιητικό εγγραφής του φερόμενου ως δουλεύοντος και συναφώς ως εμπράγματο δικαίωμα που το βάρυνε.

Η εφεσίβλητη καταχώρησε στο πρωτόδικο Δικαστήριο αίτηση/ έφεση εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 80 του Κεφ. 224.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Διευθυντή κρίνοντας ότι ο Διευθυντής λειτούργησε υπό πλάνη. Το Δηλωτικό δεν μπορούσε να έχει τη κτηματολογική σημασία που του αποδόθηκε από το Διευθυντή. Εκείνο που ζήτησε η ιδιοκτήτρια του φερομένου ως δεσπόζοντος ήταν ο εκσυγχρονισμός του πιστοποιητικού εγγραφής και ήταν  σε σχέση με αυτό το αίτημα που προέκυψε το ζήτημα της γραπτής συγκατάθεσης του ιδιοκτήτη του φερόμενου ως δουλεύοντος ακινήτου.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Διευθυντή Κτηματολογίου. Μεταξύ των λόγων έφεσης ήταν και οι ακόλουθοι:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης αφού θεώρησε πως ήταν η εφεσείουσα που θα έπρεπε να πείσει ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν ορθή, ενώ το αντίστροφο είναι το ορθό.

2. Υποβαθμίστηκε το επίπεδο της απόδειξης των λόγων για τους οποίους ζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή που θα έπρεπε να ήταν εκείνο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντελήφθη τη φύση του επίδικου ζητήματος αφού δέκτηκε ως λόγο ακύρωσης το ότι το φερόμενο ως δουλεύον ουδέποτε επιβαρύνθηκε με οποιοδήποτε δικαίωμα διάβασης.

4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η εφαρμογή του Άρθρου 61 δεν πρέπει να βασίζεται σε  ερμηνεία εγγράφων τα οποία έχουν συνταχθεί από άτομα δίχως οποιαδήποτε ιδιότητα δημόσιου λειτουργού.

5.       Η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης είναι ανεπαρκής, ασαφής και λανθασμένη.

6. Η διαταγή για καταβολή των εξόδων από την εφεσείουσα είναι εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το σκεπτικό, στη βάση του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Διευθυντή, παραμένει ακλόνητο και δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για τον οποίο θα δικαιολογείτο παρέμβαση του Εφετείου.

2. Ο λόγος έφεσης που αφορά στη διαταγή για καταβολή των εξόδων από την εφεσείουσα, στην έκταση που προϋποθέτει ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, δεν έχει πλέον αντικείμενο. Στην έκταση που αφορά στο μη καθορισμό από το πρωτόδικο Δικαστήριο της σχετικής κλίμακας, η κλίμακα προκύπτει από τους Κανονισμούς.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Mατθαίου, E.Δ.), (Aίτηση/Έφεση Aρ. 176/03), ημερομ. 23.3.2007.

Χρ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα.

Ε. Κορακίδης, για την Εφεσίβλητη 1.

Ε. Θεοδοσίου και Α. Αριστείδης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας έκρινε πως από λάθος, με την έννοια του Αρθρου 61 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε, δεν εγγράφηκε στα βιβλία αλλά και στο πιστοποιητικό εγγραφής του ακινήτου της εφεσίβλητης (το φερόμενο ως δουλεύον) δικαίωμα  διάβασης υπέρ του ακινήτου της πρώτης εφεσείουσας, το φερόμενο ως δεσπόζον. Διόρθωσε το λάθος, προέβη στις συνακόλουθες εγγραφές και η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση - έφεση κατά τις διατάξεις του Αρθρου 80 του Κεφ. 224. Αντικείμενο της παρούσας είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Διευθυντή. Την έφεση την άσκησε η ιδιοκτήτρια του φερόμενου ως δουλεύοντος, εφεσίβλητη 1, στο εξής η εφεσίβλητη. Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα δεν ασκήθηκε έφεση ούτε και διατυπώθηκε οποιαδήποτε θέση.

Το ζήτημα της ύπαρξης τέτοιου λάθους ήταν για την εφεσίβλητη περίπου κεραυνός εν αιθρία αφού αυτό παρέπεμπε σε γεγονότα του 1947 για τα οποία δεν είχε και δεν θα μπορούσε να έχει γνώση. Απέκτησε το ακίνητο πολλά χρόνια μετά και δεν υπήρχε στο πιστοποιητικό εγγραφής του, ως δουλεύοντος, τέτοιας φύσης εμπράγματο δικαίωμα υπέρ άλλου δεσπόζοντος ακινήτου. Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφονται όλες οι λεπτομέρειες. Μάλιστα με εκτεταμένη αναφορά και σε προφορική μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιόν του που περιλαμβάνει κυρίως αναφορές αντικειμενικά ασύνδετες προς το κατά πόσο, πράγματι, από τα βιβλία και τα τότε δεδομένα, του 1947 δηλαδή, που σε τέτοια περίπτωση είναι η βάση, προέκυπτε λάθος που θα έπρεπε να διορθωθεί. Θα περιοριστούμε στα ουσιώδη χωρίς και να χρειάζεται να καταγράψουμε τους αριθμούς των τεμαχίων και τις αλλαγές τους. Το 1947 η ιδιοκτήτρια του φερόμενου ως δεσπόζοντος ακινήτου υπέβαλε αίτηση για εκσυχρονισμό ώστε στο πιστοποιητικό εγγραφής του να περιληφθούν κτίρια και δένδρα. Με έγγραφο του Κτηματολογίου της υποδείχθηκε πως, μεταξύ άλλων, θα έπρεπε να εξασφαλίσει τη γραπτή συγκατάθεση του τότε ιδιοκτήτη του τώρα φερόμενου ως δουλεύοντος, για δικαίωμα διάβασης. Η ιδιοκτήτρια του φερόμενου ως δεσπόζοντος εξασφάλισε και κατέθεσε γραπτό «Δηλωτικό» από τον τότε ιδιοκτήτη του φερόμενου ως δουλεύοντος, ως ακολούθως:

«Ο υπογεγραμμένος Λοΐζος Σάββα εκ Πόλεως Χρυσοχούς δηλώ διά του παρόντος μου, ότι παραχωρώ το δικαίωμα διαβάσεως προς την εγχώριόν μου Καν Παρπούν Μ. Ρωσσίδη προς την αυλή της Τεμάχ. Χωρομετρίας Νο. 316 (εντός του χωρίου) εκ του τεμαχίου μου χωρομετρίας Νο. 318/1 (εντός επίσης του χωρίου) από το συντομώτερον, ουχίν πλέον των 6 (εξ) ποδών.

Πόλις Χρυσοχούς τη 20/5/1947.»

Αυτή ήταν η βάση για την εκτίμηση του Διευθυντή. Άλλα δεδομένα δεν υπήρχαν. Κατά την κρίση του, προέκυπτε από το Δηλωτικό πως ήταν από λάθος που το δικαίωμα διάβασης ενεγράφη μόνο στο πιστοποιητικό εγγραφής του φερόμενου ως δεσπόζοντος. Θα έπρεπε να είχε εγγραφεί και στο πιστοποιητικό εγγραφής του φερόμενου ως δουλεύοντος και συναφώς ως εμπράγματο δικαίωμα που το βάρυνε.

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν διαφορετική και θα δούμε το σκεπτικό του. Διήλθε όμως και μέσα από την προφορική μαρτυρία που προσάχθηκε από τη μια και από την άλλη πλευρά και περιλήφθηκαν στην απόφασή του εκτιμήσεις σε σχέση με την ορθότητα ή το βάσιμο ή το εύλογο διάφορων αναφορών. Επομένως η απόφαση ήταν ιδιαιτέρως μακροσκελής αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αισθάνθηκε την ανάγκη να ασχοληθεί με ιδιαίτερη λεπτομέρεια με την ουσία αναφορών αλλά και γνωμών που διατυπώθηκαν σε σχέση με θέματα που και το ίδιο, στο τέλος, θεώρησε ως, στην πραγματικότητα, άσχετα. Αυτά οδήγησαν στη διατύπωση μεγάλου αριθμού λόγων έφεσης που μας φαίνεται ότι δεν άπτονται της ουσίας. Υποστηρίζεται με τον πρώτο λόγο έφεσης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης αφού θεώρησε πως ήταν η εφεσείουσα που θα έπρεπε να πείσει ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν ορθή, ενώ το αντίστροφο είναι το ορθό. Συναφώς ότι, όπως αναφέρεται στο δεύτερο λόγο έφεσης, υποβαθμίστηκε το επίπεδο της απόδειξης των λόγων για τους οποίους ζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή που θα έπρεπε να ήταν εκείνο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντελήφθη τη φύση του επίδικου ζητήματος αφού δέχτηκε ως λόγο ακύρωσης το ότι το φερόμενο ως δουλεύον ουδέποτε επιβαρύνθηκε με οποιοδήποτε δικαίωμα διάβασης. Στη συνέχεια, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως η απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί επειδή αυτή δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Διευθυντή ή ότι, με τον έβδομο λόγο έφεσης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η εφαρμογή του Αρθρου 61 δεν πρέπει να βασίζεται σε ερμηνεία εγγράφων τα οποία έχουν συνταχθεί από άτομα δίχως οποιαδήποτε ιδιότητα δημόσιου λειτουργού. Τελικά, με το λόγο έφεσης 8, υποστηρίζεται ότι η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης είναι ανεπαρκής, ασαφής και λανθασμένη. Στο πλαίσιο του έγινε εκτεταμένη αναφορά και παραπομπή στα πρακτικά σε σχέση με το ζήτημα της επάρκειας της έρευνας που διεξάχθηκε και του τρόπου με τον οποίο προσεγγίστηκε η προφορική μαρτυρία, ιδίως του Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού Α. Ματσουκάρη.

Προσεκτική, εν τούτοις, ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης, επίπονο έργο πρέπει να παραδεχτούμε ενόψει της μεγάλης έκτασής της αλλά και της εν γένει δομής της, αποκαλύπτει πλήρη και σαφή αιτιολογία. Αυτή δεν συσχετίζεται προς τις εκτιμήσεις ή τις γνώμες των μαρτύρων αλλά στα ορισμένα δεδομένα όπως αυτά ήταν κοινώς παραδεκτά, με προεξάρχον, βεβαίως, το Δηλωτικό και τα όσα από αυτό θα ήταν δυνατό να εξαχθούν. Επομένως, ούτε αντιστροφή βάρους απόδειξης έγινε ούτε λανθασμένη αντίληψη περί τη φύση του επίδικου ζητήματος υπήρχε. Σημειώνουμε συναφώς και την ενώπιόν μας, ορθή αναγνώριση, πως, πράγματι, ό,τι προκύπτει ως το ουσιώδες είναι, ακριβώς, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων της εποχής, η επίπτωση από το Δηλωτικό.

Η ιδιοκτήτρια του φερομένου ως δεσπόζοντος ουδέποτε ζήτησε, με επί τούτου αίτημα, την εγγραφή δικαιώματος διάβασης ως εμπράγματου δικαιώματος. Ζήτησε εκσυχρονισμό του πιστοποιητικού εγγραφής, όπως σημειώσαμε και ήταν σε σχέση με αυτό το αίτημα που προέκυψε το ζήτημα της γραπτής συγκατάθεσης του ιδιοκτήτη του φερόμενου ως δουλεύοντος ακινήτου. Όμως, όπως εξήγησε σε μεγάλη έκταση το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν απαραίτητο για τις ανάγκες του εκσυχρονισμού, να είχε εγγραφεί τέτοιο δικαίωμα, ως εμπράγματο. Περαιτέρω, το ίδιο ουσιώδες, ο όρος «δικαίωμα διάβασης», ενόψει των προνοιών του Νόμου όπως αυτός ίσχυε, δεν παραπέμπει ανυπερθέτως σε τέτοιας φύσης εμπράγματο δικαίωμα. Αφού ρητώς αναγνωρίζεται η περίπτωση παροχής άδειας για άσκηση τέτοιου δικαιώματος χωρίς αυτό να σημαίνει και εμπράγματο δικαίωμα που να βαρύνει το ίδιο το ακίνητο. Ακριβώς δε, πάνω σ' αυτή τη συγκεκριμένη βάση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι το Δηλωτικό είχε τη κτηματολογική σημασία που του αποδόθηκε από το Διευθυντή. Αφήνει ανοικτό και το άλλο ενδεχόμενο και, συνεπώς, η μη εγγραφή τέτοιου δικαιώματος ως εμπράγματου και στο πιστοποιητικό του φερόμενου ως δουλεύοντος, εσφαλμένα αποδόθηκε σε λάθος. Από τα αντικειμενικά δεδομένα ήταν ανοικτή η άλλη εκδοχή που ακριβώς βρήκε και την έκφρασή της στη μη εγγραφή τέτοιου δικαιώματος στο πιστοποιητικό εγγραφής του φερόμενου ως δουλεύοντος. Συνεπώς, ο Διευθυντής λειτούργησε υπό πλάνη. Όσα από τους λόγους έφεσης είναι δυνατό να συσχετισθούν προς τα πιο πάνω θεμελιώδη, περιλαμβάνονται στους λόγους έφεσης 5 και 6. Είναι σύντομα και είναι καλύτερα να τα μεταφέρουμε αυτούσια:

«5.   Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ευσταθούσε ο λόγος ότι 'το ισχυριζόμενο Δηλωτικό παραχωρητήριο έγγραφο δεν ήταν επαρκές για εγγραφή δικαιώματος διαβάσεως', είναι εσφαλμένο.

     Αιτιολογία

(α)            το συμπέρασμα προϋποθέτει ως μείζονα πρόταση του συλλογισμού, παρά την περί αντιθέτου διακήρυξη του Δικαστηρίου, ότι η εγγραφή δικαιώματος διαβάσεως επιτυγχάνεται με κάποια λεπτομερειακά προκαθορισμένη διαδικασία, πρόταση που δεν έχει έρεισμα στο νόμο.

(β)            το Δικαστήριο δεν αποκάλυψε ποια ήταν η διαδικασία που δεν ακολουθήθηκε.

6. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ευσταθούσε ο λόγος ότι ουδέποτε «. υπήρξε η πρόθεση από τα τότε ενδιαφερόμενα μέρη όπως κατατεθεί το Δηλωτικόν στο Κτηματολόγιο και να πάρει την μορφή εμπράγματου βάρους», είναι εσφαλμένο:

     Αιτιολογία

(α)            επειδή είναι απότοκο της αντιστροφής του βάρους απόδειξης του λόγου και/ή της υποβάθμισης του επιβαλλόμενου επίπεδου απόδειξης, παραπάνω ΛΕ1(β) (ΙΙΙ & IV) και ΛΕ2.

(β)            επειδή παραγνωρίζει το κείμενο του Δηλωτικού και τα αναμφισβήτητα γεγονότα της υπογραφής του εγγράφου από τον Λ. Σάββα, της περιέλευσής του στη Π. Ρωσσίδη και της κατάθεσής του από την τελευταία στο Κτηματολόγιο.»

Αυτά, όμως, δεν αγγίζουν όσα συνθέτουν τη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι και ορθά κατά το περιεχόμενό τους. Δεν ήταν το ζήτημα της όποιας διαδικασίας αιτιολογικό στήριγμα της πρωτόδικης απόφασης ούτε, όπως σημειώσαμε και πιο πριν, μπορεί να τίθεται εδώ ζήτημα αντιστροφής βάρους απόδειξης ή και τα περί παραγνώρισης του κειμένου του Δηλωτικού και της κατάθεσής του. Το σκεπτικό, στη βάση του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Διευθυντή, παραμένει ακλόνητο και καταλήγουμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για τον οποίο θα δικαιολογείτο παρέμβασή μας.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης, ο 9ος, αφορά στη διαταγή για καταβολή των εξόδων από την εφεσείουσα. Στην έκταση που προϋποθέτει ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, δεν έχει πλέον αντικείμενο. Στην έκταση που αφορά στο μη καθορισμό από το πρωτόδικο Δικαστήριο της σχετικής κλίμακας, σημειώνουμε τη χωρίς αντίλογο επισήμανση της εφεσίβλητης πως η κλίμακα προκύπτει από τους Κανονισμούς.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο